Χειμώνας 1949. Αντάρτισσες του ΔΣΕ σε πορεία, κάπου στη Μακεδονία. |
Είχε απλωθεί σε πολλά μέρη ο εμφύλιος πόλεμος. Οι εξεγερμένοι αντάρτες έλεγχαν μεγάλες περιοχές. Λόγω του χειμώνα οι μάχες είχαν λιγοστέψει και οι αντιμαχόμενοι είχαν την ευκαιρία να ξεκουραστούν και να ανασυντάξουν τις δυνάμεις για τις επόμενες συγκρούσεις που σχεδίαζαν.
Η μονάδα με διοικητή τον Καπετάν Αυγερινό είχε στρατοπεδέψει στο μικρό χωριό της Λυγαριάς, που ήταν σφηνωμένο στη δασωμένη πλαγιά του μακεδονίτικου βουνού, που έβλεπε πανοραμικά όλη την ανταρτοκρατούμενη περιοχή. Οι αντάρτες είχαν την ευκαιρία, εκτός της ανάπαυλας, να εξοντώσουν και τις ψείρες, που ήταν καθημερινό μαρτύριο, με καθαρά πανιά χωμένα στις μασχάλες και στον σβέρκο που τα τίναζαν στο ζεματιστό νερό. Η ψείρα ήταν ο δεύτερος αντίπαλος των μαχητών και ήταν σχεδόν ανίκητος.
Όλη τη νύχτα ο Καπετάνιος ήταν ξύπνιος, εκτός από ελάχιστα δευτερόλεπτα που έκλεβε λίγο ύπνο, κοίταζε έξω τη σκοτεινή νύχτα απ' το μικρό παράθυρο της αχυροκαλύβας και, μόλις έφεξε, βγήκε να κάνει μια γενική επιθεώρηση, από ένστικτο προφύλαξης απ' το απρόβλεπτο κακό και τις κρυμμένες ιδιοτροπίες της καινούριας ημέρας.
Ήταν στα μέσα του Δεκέμβρη, υγρά και μουσκεμένα όλα γύρω του. Δύο γριές, σκιές του μαύρου, πήγαιναν στο νεκροταφείο. Άλλη μία έκραζε τις κότες δίπλα στο φράχτη... πουλ... πουλ... πουλ, για να την περικυκλώσουν σε λίγο τα πετεινά, ζωηρά, πολύχρωμα, ορεξάτα και προπαντός ανυποψίαστα για τον πόλεμο και τον φονικό θρίαμβο των πολυβόλων.
"Να χαμε κι εμείς λίγο απ' την ανεμελιά τους..." σκέφτηκε ο Καπετάνιος. "Σήμερα είμαστε... αύριο δεν ξέρεις και μέχρι να νικήσουμε τους φασίστες έχουμε πολύ δρόμο και θα χρειαστούμε χιλιάδες έμψυχο υλικό. Ο Δεκέμβρης με τη χειμερινή του ανακωχή είναι ευκαιρία να επιστρατεύσουμε κόσμο".
Λίγοι από τους μαχητές της μονάδας του γνώριζαν ότι το πραγματικό όνομα του Καπετάν Αυγερινού ήταν Θωμάς Νικολαΐδης και κανείς άλλος δεν ήξερε λεπτομέρειες για τη ζωή του και πώς αυτές διαμόρφωσαν τον σκληρό του χαρακτήρα.
Παιδί της ορφάνιας, με μια ασθενική μητέρα που δούλευε εργάτρια στα καπνά, με άλλα δύο αδέρφια που τα είχε δώσει για υιοθεσία σε κάποιους άγνωστους μετά τον θάνατο του πατέρα, ο Θωμάς, ένα ασθενικό κορμί, ψηλό, με ραχίτη από άγνωστη αιτία, άγρια χαρακτηριστικά στο πρόσωπο, ένα σύνολο εμφανισιακό που θύμιζε ικεσία για κατανόηση, για μια ζωή κουρελιασμένη γεμάτη στερήσεις, προσβολές, όνειρα φυγής και εκδίκησης για την κοινωνική φυλακή του χωριού.
Ο πρώτος φασισμός που έζησε ήταν της παιδικής βαρβαρότητας των συνομηλίκων στο σχολείο και στα μεταξύ τους παιχνίδια. Εντελώς αδιάκριτα τον κορόιδευαν τα παιδιά, το ανέχονταν και οι γονείς τους σαν να ξαλάφρωναν με τον πόνο ψυχής του άλλου και ο μικρός Θωμάς είχε καταλήξει στην πρώτη φιλοσοφική διαπίστωση ότι οι χειρότεροι εχθροί των φτωχών είναι οι άλλοι φτωχοί.
Σχεδόν είχε αποδεχθεί τη θέση του περιθωριακού απέναντι στην άλλη όχθη κι όταν έγινε δεκαέξι χρόνων ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε μαχητικός αντίπαλος στην αλήθεια των άλλων. Ήταν η δικτατορία του Μεταξά, όταν αρνήθηκε να ενταχθεί στην Εθνική Οργάνωση Νέων, λέγοντας τι δουλειά έχω εγώ με τ’αφεντικά και το βασιλιά... Το πλήρωσε με κάποιους μήνες φυλακή, βγήκε, δούλεψε χαμάλης στη Θεσσαλονίκη και γνώρισε κι άλλους σαν κι αυτόν, ένιωσε για λίγο την αλληλοεκτίμηση, ώσπου τον ξανασυνέλαβαν, για να βγει απ' τη φυλακή μόλις άρχισε η εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα.
Κατόρθωσε να δραπετεύσει και να γίνει αντάρτης του ΕΛΑΣ. Τέσσερα χρόνια είδε κι έπαθε πολλά ο ίδιος. Είδε τον θάνατο και το ανθρώπινο δράμα σε χίλιες μορφές. Κοιμήθηκε με νεκρούς γύρω του, τραυματίστηκε τρεις φορές, νοστάλγησε τον θάνατο, ξανασυνερχόταν, άρχιζε πάλι τις μάχες, τους σκοτωμούς, την ικανοποίηση της εκδίκησης, όχι μονάχα προς τους κατακτητές, αλλά και προς την παιδική του δυστυχία και τη σκληρότητα των ανθρώπων.
Όσα κι αν είχε πάθει όμως δεν μπόρεσαν να λιγοστέψουν το αίσθημα της ελευθερίας που ένιωθε στο βουνό και την περηφάνια ότι έγινε κάτι σημαντικό, ένας βαθμοφόρος επαναστάτης που δεν υπέκυψε σε πειρασμούς λιποψυχίας, εγκατάλειψης και ωφελημάτων από τον συμβιβασμό με τους εχθρούς, όπως άλλοι.
Αγύριστο κεφάλι τον αποκαλούσε ένας μπάρμπας του με διασυνδέσεις στους φιλοβασιλικούς κύκλους. Μονάχα η μάνα του τον καμάρωνε κρυφά για την εξέλιξή του, που έγινε εκδικητής και της δικής της σκλαβιάς.
Όταν τελείωσε η κατοχή απ' τους Γερμανοϊταλούς, ακολούθησε η άλλη με τους Αγγλοαμερικάνους κι ο λοχαγός τους ΕΛΑΣ Καπετάν Αυγερινός δεν ένιωσε την ελευθερία που ήθελε, δεν παρέδωσε το όπλο του όπως τόσες χιλιάδες άλλοι. Τον έπιασαν, τον βασάνισαν, δεν ομολόγησε, είχε συσσωρευθεί μέσα του τόσο μίσος που τον έκανε παντοδύναμο, κι ας ήταν από μικρός ασθενική κράση. Ώσπου ήρθε η ευλογημένη ώρα και ξαναβγήκε στο βουνό μαζί με δέκα άλλους της περιοχής κι έγινε ξανά ο Καπετάν Αυγερινός, το φόβητρο κι ο μύθος του αλύγιστου πολεμιστή που είχε από χρόνια χάσει τον οίκτο και τη συγκίνηση για τους άλλους.
Επιστρέφοντας απ' την επιθεώρηση της σκοπιάς πάνω στο ύψωμα, δίπλα στο εικονοστάσι, την ώρα που ανέτειλε ο χλωμός ήλιος μέσα απ' την αντάρα, βρήκε έξω από το αρχηγείο του πέντε νέους να τον περιμένουν. Δίπλα τους στεκόταν ο οπλισμένος φρουρός. Μαζί με τον χαιρετισμό ο ατημέλητος αντάρτης ενημέρωσε τον Καπετάνιο για την παρουσία των πέντε νέων, δύο άντρες και τρεις κοπέλες, που ήρθαν να καταταγούν στον Δημοκρατικό Στρατό.
Αγέλαστος ο Καπετάνιος τους κοίταξε, είπε ένα "καλώς ήρθατε" και έναν-έναν τους καλούσε στο πρόχειρο γραφείο για κάποιες ερωτήσεις κατατοπιστικές για το ποιόν και την καταλληλότητα του καθενός. Όταν έφτασε η σειρά της δεύτερης κοπέλας, εκείνος την κοίταξε με προσοχή και ύστερα είπε "Εσύ δεν κάνεις για αντάρτης". Στην απορία της κοπέλας απάντησε κοφτά: "Να μη ρωτάς πολλά, δεν είναι για σένα ο πόλεμος, σε διατάζω να ξαναγυρίσεις στο σπίτι σου".
Την έλεγαν Σοφία. Βγήκε στην είσοδο ωχρή και θλιμμένη, δακρυσμένη και με θυμό που θα κρατούσε αρκετά χρόνια μετά για να συγχωρήσει αυτή την απόρριψη και για την ταπείνωση σαν άχρηστη μπροστά στους άλλους της συντροφιάς. Ήταν από οικογένεια που δεν έλαβε μέρος στο δημοψήφισμα του '46.
Ο Καπετάνιος διέταξε δύο μαχητές να τη συνοδεύσουν μέχρι τα όρια του χωριού της. Ύστερα, όρθιος στο μικρό παράθυρο με το κοτετσόσυρμα, την έβλεπε να απομακρύνεται. Έδειχνε ήρεμος και για πρώτη φορά να τον αγγίζει μία ξεχασμένη της χαμηλής ζωής συμπόνια και μάλιστα για μια γυναίκα που στα παιδικά του βιώματα τα κορίτσια τον πλήγωναν περισσότερο με την ειρωνική τους περιφρόνηση. Όμως η Σοφία, εκείνο το ντελικάτο, αγαλματένιο παράστημα της συστολής, της αγνότητας και το πρόσωπο ενσάρκωσης της αθωότητας και της καλοσύνης ήταν, ή έτσι την είδε, ένα σπάνιας ομορφιάς πλάσμα. Ήταν μια ζωγραφιά, μια αρχαία κόρη που όλοι οι Θεοί νόμιζες πως κέντησαν την ύπαρξή της.
Ξαφνιάστηκε ακόμα κι ο ίδιος ο Καπετάνιος γι’ αυτό το μαγικό όνειρο, κάτω από το σκούρο πολυφορεμένο παλτό που τον θάμπωσε. Παράλληλα ήταν πρώτη φορά, σαν να έβλεπε όλο το περιεχόμενο της ιδεολογίας του στην ομορφιά, ήταν το νόημα της ζωής που πολεμούσε να πραγματοποιήσει. Ήταν μια άλλη άγραφη πίστη εκείνο το κορίτσι και γι’ αυτό δεν έπρεπε να την αγγίξει η τυφλή ορμή των ανθρώπων, να μην την τσαλακώσει καμιά αντρική βαρβαρότητα του πόθου και προπαντός να μην την κουρελιάσει ο πόλεμος.
Μα είναι δυνατόν, σκέφτηκε, μια σφαίρα να αφαιρέσει τόση ομορφιά, που χρειάστηκε δεκαοχτώ χρόνια ζωής για να ολοκληρωθεί... Η κοπέλα έπρεπε να ζήσει. Αυτός ήταν και είναι ο προορισμός των λουλουδιών, να στολίζουν το κάδρο της ζωής και όχι κάποιον πρόχειρο τάφο στην ερημιά των βουνών.
Η κοπέλα ποτέ δεν μπόρεσε, όπως και οι άλλες δύο, να ανακαλύψει τις κρυφές σκέψεις του Καπετάνιου. Άλλωστε δεν θα πίστευαν στην ιδέα που είχε για την ομορφιά. Αυτό συμβαίνει στην ψυχή των κοριτσιών σχετικά με το τι είναι όμορφο και τι δεν είναι στην ύπαρξή τους.
Ανήμερα των Χριστουγέννων ο Καπετάν Αυγερινός σκοτώθηκε στη μάχη της Βασιλίτσας και μέχρι εκείνη την ώρα ένιωθε δικαιωμένος για μια απόφαση που την έζησε σαν ένα πρώτο μελτέμι αγάπης, ένα δώρο γιορτινό στον εαυτό του, το πιο μεγάλο παράσημο της ανδρείας.
(Του Χρήστου Τσιγκούλη από την ΑΥΓΗ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου