Φωτογραφία Αρχείου. |
Γράφει ο
ΣΤΑΜΑΤΗΣ ΣΑΚΕΛΛΙΩΝ
Ο
ασκητής είχε αποφασίσει να περάσει τα Χριστούγεννα εκεί που του έπρεπε. Στις άφιλες γειτονιές της πόλης.
Παρέα με τους μετανάστες, τους άνεργους, τους φτωχούς. Είχαν αποφασίσει να
στήσουν το γιορτινό τραπέζι στην πλατεία Ερήμου. Ήταν μια πλατεία παλιά, μα με
καινούργιο όνομα, μετά από απόφαση του δημοτικού συμβουλίου. Ήταν η γνωστή σε
όλους πρώην πλατεία Συντάγματος. Ακριβές στη διατύπωσή του το δημοτικό
συμβούλιο, έδωσε καινούριο όνομα στην πλατεία, θέλοντας να υπογραμμίσει τις
μεγάλες αλλαγές που είχαν συμβεί.
Το μόνο πρόβλημα για τη γιορτή ήταν η άδεια από την
αστυνομία. Δεκάδες άνθρωποι των ΜΑΤ και των λοιπών κατασταλτικών δυνάμεων
στεκόντουσαν μέρα νύχτα στην πλατεία, ακίνητοι και αμίλητοι. Οι πλέον
καχύποπτοι εκ των περαστικών θεωρούσαν ότι οι αστυνομικοί βρισκόταν σε
κατάσταση ήπιας καταστολής και πως χρησιμοποιούνταν ως διακοσμητικό στοιχείο
της πλατείας. Ο δήμος είχε επίσης αποφασίσει να μη φτιάξει δέντρο,
εναρμονιζόμενος με το κλίμα λιτότητας των ημερών. Άλλωστε, θα ήταν παράτολμο να
χρησιμοποιηθεί εκείνο το μεταλλικό δέντρο, δεδομένου ότι θα μπορούσε να
χρησιμοποιηθεί ως όπλο, και άλλα δέντρα δεν υπήρχαν, ούτε καν στον Εθνικό κήπο.
Ήταν σε όλους γνωστή η απόφαση της κυβέρνησης να αυξήσει τον φόρο πετρελαίου,
σε τέτοιο βαθμό που μόνο σε μικρό μπουκαλάκι μπορούσε κάποιος να το αγοράσει.
Η αστυνομία διεκδικούσε κι εκείνη τον χώρο για την
δική της γιορτή, και αυτό ήταν το πρόβλημα. Άλλωστε, οι ιθύνοντες της
αστυνομίας είχαν δώσει ήδη διαταγή στα ΜΑΤ της πλατείας να έχουν προτεταμένα τα
γκλομπς, για να περαστούν οι χριστουγεννιάτικες μπάλες. Ο ασκητής
προβληματιζόταν όσον αφορά στο ζήτημα, και είχε ανάψει ένα τσιγάρο σκεπτόμενος.
Το τσιγάρο ακόμη επιτρεπόταν σε ανοικτούς δημόσιους χώρους. Ήθελε να καπνίσει
λίγο χασίς, δώρο της αγαπημένης του φίλης, αλλά δίσταζε να ρωτήσει τις αρχές αν
είχε περάσει η τροπολογία που επέτρεπε τη δημόσια θέα του τρίφυλλου. Είχε
κουραστεί από την κατάσταση της ελεγχόμενης παρανομίας και δεν μπορούσε να
καπνίσει, κάτω έστω και από την ελάχιστη πίεση. Δεν είχε καμιά όρεξη να βρεθεί
στην ΓΑΔΑ κατηγορούμενος, παρόλο που ήξερε την αβρότητα των αστυνομικών. Είχαν
μάλιστα γράψει γι' αυτήν και διεθνή φύλλα, και ο αρμόδιος Υπουργός ήθελε να
ζητήσει την άδεια του Νομικού Συμβουλίου, για το αν μπορούσε να στείλει
ευχαριστήριο τηλεγράφημα στις εφημερίδες αυτές. Η Βουλή απέναντι ήταν έρημη και
ακόμη δεν είχαν έρθει οι γιορτές.
-Μα συνήθως είναι έρημη, του είπε ο περιπτεράς,
έχει μήνες να ανοίξει, περισσότερο κόσμο έχει, αν θέλετε, στο πρώτο
νεκροταφείο. Η Βουλή ψήφισε ό,τι είχε να ψηφίσει και θα ανοίξει στο τέταρτο
μνημόνιο, συμπλήρωσε ο ευγενής περιπτεράς, όλα πλέον γίνονται με προεδρικά
διατάγματα. Ο ασκητής σκέφτηκε πως ο πρόεδρος της Δημοκρατίας θα είχε δουλειά
και μέσα στις γιορτές. Αυτό είναι άδικο...
Οι μόνοι που κυκλοφορούσαν στην πλατεία ήταν οι
χρυσαυγίτες, οι οποίοι είχαν αναλάβει το έργο των αστυνομικών, δεδομένου ότι οι
τελευταίοι είχαν διαταχθεί να παραμένουν ακίνητοι, κάνοντας τα μικρά δέντρα.
Έτσι οι χρυσαυγίτες έδερναν όποιον ατυχή περνούσε από εκεί, έκαναν συλλήψεις
και ό,τι τέλος πάντων κάνει η αστυνομία. Μετά, τους συλληφθέντες τους πήγαιναν
στο ανάκτορο του Τατοΐου, το οποίο είχε μετατραπεί σε ιδιωτική φυλακή με
πρωτοβουλία του υπουργού των Οικονομικών.
Ο ασκητής σκέφτηκε την αγαπημένη του φίλη. Εκείνη
την ώρα την είδε να ανεβαίνει στην πλατεία κρατώντας δώρα. Ήταν πράγματι κάτι
μοναδικό. Κανένας άλλος δεν κυκλοφορούσε στην αγορά και μάλιστα με δώρα. Αυτή
ήταν μια παλιά συνήθεια, που δεν άρμοζε σε μια χώρα που ήταν σε προσαρμογή.
Εξάλλου, δεν υπήρχαν πια μαγαζιά στο κέντρο της πόλης. Ο ασκητής σκέφτηκε ότι
αυτός ήταν ένας από τους λόγους που αγαπούσε την φίλη του. Επιτηδευμένα
ανεπιτήδευτα, έκανε λες και ήταν εκτός τόπου και χρόνου. Υπήρχαν κι άλλοι λόγοι
για τους οποίους την αγαπούσε, αλλά μια ξαφνική συστολή τον απέτρεψε από να
τους εξομολογηθεί.
-Καλά Χριστούγεννα, καλέ μου, του είπε εκείνη, και
του έδωσε το δώρο του. Εκείνος τη φίλησε ευχαριστώντας την.
-Καλά Χριστούγεννα στην αυταρχική δημοκρατία μας,
απάντησε ο ασκητής, και της μίλησε για το χριστουγεννιάτικο ρεβεγιόν. Ήδη είχε
περάσει η ώρα και νύχτωνε, όταν από τα κράνη των αστυνομικών φάνηκε ένα φως.
Κατά κάποιον τρόπο, το θέαμα είχε και μια συγκινητική νότα. Η αγαπημένη του
φίλη έβαλε τα γέλια κι εκείνος της είπε να ησυχάσει. Μπορεί να μην είχε
απαγορευτεί διά νόμου το γέλιο, αλλά όσο και να ‘ναι κινούσε υποψίες όποιος
γελούσε.
-Μη στεναχωριέσαι, του είπε. Δεν ακούν και δεν
βλέπουν, δεν αισθάνονται. Αγκαλιάστηκαν κι έφυγαν κατά τα Εξάρχεια.
-Καλά Χριστούγεννα, πολίτες, είπε ο ασκητής. Του
χρόνου ελεύθεροι.
(Πηγή: http://avgi.gr)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου