Ένα φαινομενικά τοπικό ζήτημα,
γίνεται αφορμή για να ψάξει κανείς πίσω από τα τείχη που χτίσαμε ως Πατρινοί γύρω
μας για “προστασία”.
«Το τελευταίο διάστημα όμως, η κατάσταση είχε γίνει αφόρητη.
Οι δουλέμποροι τον έστειλαν να δουλέψει σ’ ένα μεγάλο καθαριστήριο-πλυντήριο,
λίγο έξω από την πόλη, το οποίο είχε αναλάβει και την καθαριότητα πολλών πλοίων
της γραμμής Πάτρα-Ιταλία. Από κει κάποιοι, με επιδέξιο τρόπο κατάφεραν να
τρυπώσουν στα βαπόρια και να μένουν κρυμμένοι ώσπου να βρουν την κατάλληλη
ευκαιρία για να μπουν λαθραία σε κάποιο
ιταλικό λιμάνι. Αυτές οι περιπτώσεις ήταν καταδικασμένες σε αποτυχία…».
«Το πλυντήριο αυτό ήταν και
κολαστήριο παράλληλα. Κατ’ αρχήν οι περισσότεροι εργαζόμενοι εκεί ήταν παιδιά,
τα οποία ζούσαν μέσα σε άθλιες συνθήκες. Οι φύλακες που τα κρατούσαν πολλές
φορές ασελγούσαν απάνω τους…».
«Ο Φαζίλ τις ημέρες που επισκέφτηκα
το ρεπορτάζ, είχε επιστρέψει στον αυτοσχέδιο καταυλισμό. Ήρθαν και τον πήραν
χωρίς να ξέρει γιατί… Εκμεταλλευόμενος το σκοτάδι που είχε πέσει εκείνη την ώρα
κατάφερε να παραβιάσει το καπό του αυτοκινήτου μου και να τρυπώσει στο πορτμπαγκάζ,
όπου και τον βρήκα εγώ κάποιες ώρες αργότερα….».
Ο Φαζίλ είναι η μορφή
του επιδέξιου
μετανάστη που φτάνει στη χώρα μας, για να χαρεί τον δυτικό παράδεισο που του
έχουν υποσχεθεί, αλλά πέφτει θύμα των δουλεμπόρων, αλλά και του συστήματος που
από τις δύο ακτές του Αιγαίου τον μπλέκουν στα δίκτυα τους.
Πρόσωπο του νέου πονήματος με
τίτλο «ΦΑΡΟΣ» του Πατρινού λογοτέχνη Χρήστου Τσαντή, που πάλι εντυπωσίασε με
την παρουσίασή χθες στην υπόγεια αίθουσα του νεοκλασικού κτιρίου, όπου
στεγάζεται ο εκδοτικός οίκος «ΠΕΡΙ ΤΕΧΝΩΝ».
Το βιβλίο αποτελεί συνάμα μία
κραυγή της Ιστορίας μας, για το μεταναστευτικό, γι αυτές τις αξιοθρήνητες μορφές
που λίγοι Πατρινοί βρήκαν το θάρρος να αναδείξουν το πρόβλημά τους. Δηλαδή ότι
οι μετανάστες δεν είναι πρόβλημα για τον τόπο, αλλά έχουν οι ίδιοι προβλήματα, γι
αυτά που η μικροαστική τάξη της πόλης μας και κάποιοι ανάμεσά της ξεχνώντας την
“ταπεινή” -κατά τους αστούς- καταγωγή τους αναδείχθηκαν σε ηρωδιάδες. Κι ήταν
μόλις μία πενταετία πριν, όταν κραύγαζαν οι φιλομεταναστευτικές ομάδες, αν δεν τους
δώσει διέξοδο η πολιτεία, να πάρουν χαρτιά να πάνε εκεί που θέλουν, θα είναι
κακό για όλους μας!
Κάποιοι κατάφεραν και βγήκαν
εκτός ελληνικών συνόρων, κάποιοι άλλοι όχι. Έρχονται και άλλοι και λύση βιώσιμη,
για να θυμηθούμε τον καπιταλιστικό οικονομικό όρο, ακόμη δεν βρήκαμε, σαν χώρα.
Επιστροφή στο θαυμάσιο
καταγγελτικό πόνημα, με άρωμα νουβέλας, του Χρ. Τσαντή, που υπενθύμισε ότι για
το κατάντημα της χώρας έναντι των μεταναστών ευθύνη έχει κι ένα μέρος της αριστεράς
–της… ορθόδοξης γράφω εγώ- που αδιαφόρησε, όταν ο ρατσισμός και η ξενοφοβία
σκίαζαν την πόλη.
Σήμερα όλοι ψάχνουν το
Φάρο τους. Άλλοι
για απλή επιβίωση, κι άλλοι για να ξαναβρούν την ευωχία που απώλεσαν. Κι
ανάμεσα στην ηθική της πολιτικής της αριστεράς και την ξενοφοβία που καλλιεργεί
πρωτοπόρα η νεοναζιστική έκφραση της δεξιάς, το μεταναστευτικό ζήτημα μας υπενθυμίζει
ενοχικά το χρέος της αλληλεγγύης των λαών, που από την στιγμή που δεν υπάρχει,
από την στιγμή που κοιτάζουμε μόνον το ατομάκι μας γινόμενοι φιλοτομαριστές, δεν
γίνεται να υφίσταται αυτή η αλληλεγγύη και ανάμεσά μας ως καταπιεζόμενοι
πολίτες.
Από τραγική ειρωνεία της τύχης το
πρόσωπο του Φαζίλ συνδέεται με ένα λάθος πτώμα. Κι έτσι νεκρός κι επισήμως
μπορεί να κινείται ελεύθερα, ώσπου συναντιέται πάλι με τους γονείς του στο
αεροδρόμιο. Και τότε τα μάτια βούρκωσαν κι οι λέξεις χάθηκαν ανάμεσα στα
βλέμματα.
Ο αδελφός -γράφω αδελφός και έχω κατά νου μία παροιμία των λαών της Ανατολής.
Κάποιον που σε βοήθησε, την μία φορά που θα τον συναντήσεις είναι φίλος σου, τη
δεύτερη που θα βρεθείς μαζί του είναι αδελφός σου- αυτός ο αδελφός, όταν
λαβαίνει γράμμα από τον Φαζίλ, διαβάζει:
«… και τη συνέχεια την ξέρεις. Αυτά στα
είχα ’πει όταν με βοήθησες. Το πλυντήριο, η απόδρασή μου, η τύχη μου. Ότι
οφείλω σε σένα και στην κυρία Αναστασία (την σύζυγο), το ξέρω πως δεν γίνεται
να στο ξεπληρώσω. Όμως σου υπόσχομαι ότι θα συναντηθούμε σύντομα… Σας φιλώ με
όλη μου την καρδιά, Φαζίλ».
Το διαβάζουμε με την Αναστασία,
ξαπλωμένοι κάτω από τον ίσκιο του πέτρινου φάρου της Οξυάς. Τα πλοία της γραμμής
–αυτά που οι Ισλαμιστές μετανάστες ονειρεύονται να τους μεταφέρουν στον “παράδεισο”
των Χριστιανών- σταθερά στη ρότα τους κι ένα ατέλειωτο πέλαγος απλώνεται
μπροστά στα μάτια μας.
Ξέρουμε κι οι δυό πως ότι καλό κι
αν κάνεις, ποτέ δεν θα ’ναι αρκετό. Καν’
το όμως, μην τα’ αφήσεις γι άλλους!
Μία ευαίσθητη νουβέλα, με
βαθύ
προβληματισμό είναι το βιβλίο του Πατρινού λογοτέχνη, γεννημένου στην άνω Πόλη της
Πάτρας, την ζωσμένη με τόσους θρύλους για όσους είναι μυημένοι στο παρελθόν της.
Γεμάτο με άρωμα θαλάσσιας αύρας,
δεν παύει να περιστρέφεται στα νησιά της δυτικής ακτής, εκεί που οι φάροι είναι
αναγκαίο φαινόμενο για το πέρασμα των πλοίων της δύσης.
Όπως θα καταλάβατε, με αφορμή το
μεταναστευτικό και τη σχέση ενός νεαρού Αφγανού με έναν Έλληνα δημοσιογράφο,
σκιαγραφείται με έναν αλληγορικό τρόπο, η πολυεπίπεδη κοινωνική και πολιτιστική κρίση που βιώνει ο σύγχρονος
άνθρωπος, η εσωτερική του πάλη για το χαμένο νόημα της ζωής. Ένα φαινομενικά
τοπικό ζήτημα, γίνεται αφορμή για να ψάξει κανείς πίσω από τα τείχη που χτίσαμε
γύρω μας για “προστασία”.
Η διαχρονική προσφυγιά των
κυνηγημένων κι ο «ΦΑΡΟΣ», είναι μία αναλαμπή στο σκοτάδι, σημάδι και σινιάλο,
αν αποφασίσεις να ταξιδέψεις!
______________
Εκδόσεις «Περί Τεχνών»
Νοέμβριος 2012
Σελ. 114.
Ευρώ 10.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου