Καλή
σας ημέρα. Θα ήθελα να ευχαριστήσω την ομάδα του Economist για τη διοργάνωση
ενός ακόμα συνεδρίου για το μέλλον της Ελλάδας και της Ευρώπης.
Θα ήθελα να ξεκινήσω
με το ελληνικό πρόγραμμα. Η δήλωση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου ήταν κατά την
άποψη της ελληνικής κυβέρνησης ένα πολύ σημαντικό βήμα προς τα εμπρός. Παρείχε
τη σαφήνεια που χρειαζόμασταν, η οποία δεν υφίστατο στο πλαίσιο της
προηγούμενης συνεδρίασης του Eurogroup του Μαΐου.
Συγκεκριμένα, άνοιξε,
αν θέλετε, το μονοπάτι για το θέμα των πλεονασμάτων μετά το 2022, πιο πριν
υπήρχε μια συζήτηση για ένα δημοσιονομικό πλεόνασμα το οποίο θα ήταν
τουλάχιστον 2% (σ.σ. at least 2%). Πήγαμε σε μια δήλωση που λέει ότι θα
είναι ίσο, ή υψηλότερο αλλά κοντά στο, 2% (σ.σ. equal to or above and close to 2%).
Όλα αυτά έχουν
κάποιες συγκεκριμένες προεκτάσεις για τη σαφήνεια των μεσοπρόθεσμων μέτρων τα
οποία συζητήθηκαν στο Eurogroup. Επίσης, παρείχε σαφήνεια για τον μηχανισμό
ανάπτυξης, ο οποίος αποτελεί και τμήμα του πακέτου για το χρέος. Μαζί με τα
βραχυπρόθεσμα μέτρα, τα οποία υλοποιούνται επί του παρόντος από τον ESM,
νομίζω ότι όλο αυτό δίνει έναν βαθμό σαφήνειας που δεν είχαμε στο παρελθόν.
Άρα από την πλευρά
της ελληνικής κυβέρνησης υπάρχει αυτή η σαφήνεια. Την προηγούμενη Πέμπτη και
Παρασκευή, ήμουν στο Λονδίνο, μίλησα με μια μεγάλη ομάδα διαφορετικών
επενδυτών: επενδυτών σε βραχυπρόθεσμες επενδύσεις, επενδυτών κρατικών κεφαλαίων
κλπ. Οφείλω να πω ότι ίσως επειδή δεν διαβάζουν τις ελληνικές εφημερίδες,
υπήρξε μια αντίδραση η οποία ήταν εξαιρετικά ικανοποιητική.
Το φάσμα της
αντίδρασης των επενδυτών ήταν από ελαφρώς επιφυλακτικό έως πολύ ενθαρρυντικό.
Άρα δεν είναι μόνο άποψη της ελληνικής κυβέρνησης αλλά και άποψη σημαντικών
παικτών της αγοράς, ότι δηλαδή η Ελλάδα έχει γυρίσει σελίδα. Αν δείτε τα
νούμερα το τελευταίο τρίμηνο του ’16 και το πρώτο τρίμηνο του ’17, είτε δούμε
τη βιομηχανική παραγωγή είτε τη μεταποίηση είτε τις εξαγωγές είτε την
κατανάλωση είτε και τον καθαρό αριθμό νέων θέσεων εργασίας, θα δούμε ότι
οι επιδόσεις είναι πραγματικά εντυπωσιακές.
Αυτό που σίγουρα
λείπει είναι οι ιδιωτικές επενδύσεις και γι’ αυτό το λόγο δεν είχαμε την
ανάπτυξη που αναμέναμε, δεδομένων όλων των άλλων βασικών και θετικών εξελίξεων
στην ελληνική οικονομία. Άρα, με αυτή τη σαφήνεια, με το κλείσιμο της δεύτερης
αξιολόγησης, οι ιδιωτικές επενδύσεις θα έρθουν στην Ελλάδα και θα δώσουν αυτό
το κομμάτι του παζλ που έλειπε.
Άρα η ελληνική
κυβέρνηση πλέον έχει μεσο-βραχυπρόθεσμους στόχους και μεσο-μακροπρόθεσμους
στόχους. Να ξεκινήσω με τον μεσο-βραχυπρόθεσμο στόχο, ο οποίος είναι βεβαίως η
πρόσβαση στις αγορές, κάτι το οποίο εμείς θεωρούμε –και με ενθαρρύνει, να το
πω, η αντίδραση της επενδυτικής κοινότητας–, αυτό μπορούμε να το κάνουμε με ή
χωρίς την ποσοτική χαλάρωση.
Αυτό που πρέπει να
κάνουμε είναι να διασφαλίσουμε ότι η κοινότητα των επενδυτών γνωρίζει ότι θα
υπάρχει ένα πρόγραμμα για την επιστροφή στις αγορές. Δεν θέλουμε να βγούμε στις
αγορές πολύ νωρίς, αλλά όταν θα βγούμε, θέλουμε να διασφαλίσουμε ότι οι αγορές
θα γνωρίζουν ότι αυτό είναι στοιχείο μιας στρατηγικής. Οπότε μπορεί να μη
γνωρίζουν τις λεπτομέρειες, το ακριβές πρόγραμμα σε κάθε του λεπτομέρεια, αλλά
θα ξέρουν ότι αυτό είναι κομμάτι ενός συνολικού σχεδίου που υλοποιείται.
Στην τελευταία
παράγραφο της δήλωσης του Eurogroup, κι εκεί αντλούμε ενθαρρυντικά στοιχεία
διότι λέει, δεν θυμάμαι τις ακριβείς λέξεις, αλλά έλεγε ότι το Eurogroup έχει
σκοπό να υποστηρίξει την Ελλάδα στην προσπάθειά της να έχει πρόσβαση στις
αγορές, διασφαλίζοντας ότι θα γίνουν εκταμιεύσεις τόσο για τη δημιουργία
αποθεματικού όσο και για την πληρωμή των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Όπως ξέρετε,
και στην περίπτωση της Πορτογαλίας ήταν πολύ σημαντικό να υπάρχουν τέτοια
αποθέματα, για να μπορέσει να περάσει, όπως λέμε, τον κάβο η χώρα. Οι
επιπτώσεις σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο είναι οι εξής: είμαι απολύτως πεπεισμένος
ότι θα έχουμε πολύ καλά επίπεδα ανάπτυξης το 2017 και το 2018, μετά δηλαδή το
κλείσιμο αυτής της αξιολόγησης. Δεν πιστεύω ότι υπάρχει κάποιος θεσμός που ν’
αμφιβάλει ότι θα υπάρξει ανάπτυξη το ’17 και το ’18.
Μεσοπρόθεσμα, πρέπει
να διασφαλίσουμε ότι αυτή η ανάπτυξη είναι βιώσιμη. Και η άποψη της κυβέρνησης
είναι ότι μπορούμε να βγούμε από την κρίση χωρίς να επιστρέψουμε στο 2008.
Ήταν σαφές για μας
ότι το οικονομικό μοντέλο των 30 ετών πριν από την ελληνική κρίση δεν ήταν
βιώσιμο. Το κατέδειξε η ελληνική και η ευρωπαϊκή κρίση και άρα καθήκον μας είναι
να έχουμε μια αναπτυξιακή στρατηγική η οποία θέτει προτεραιότητες, η οποία έχει
ένα σαφές αφήγημα για τους επενδυτές, οι οποίοι θέλουν να έρθουν να επενδύσουν,
για ποιο λόγο πρέπει να έρθουν να επενδύσουν στην περιοχή αυτή ή στον τάδε
τομέα, για ποιο λόγο και τι μπορούν ν’ αναμένουν απ’ αυτή την επένδυση και ποιο
πλαίσιο λειτουργίας τους μπορούν ν’ αναμένουν.
Άρα, ελπίζω μέσα στα
επόμενα δυο χρόνια να μην είμαι στο επίκεντρο (σ.σ. λόγω διαπραγμάτευσης)τόσο
πολύ και να είναι οι υπουργοί Ανάπτυξης, Γεωργίας, ή Ενέργειας πολύ πιο
σημαντικοί για να μιλούν στα συνέδρια και όλοι μαζί ν’ επεξεργαστούμε αυτή την
αναπτυξιακή στρατηγική.
Επιτρέψτε μου να
κλείσω με κάτι που αφορά το ευρωπαϊκό σκηνικό: Για πολλά χρόνια δίδασκα ένα
μάθημα, τα Οικονομικά της Νομισματικής Ένωσης. Υπήρχε ένα βιβλίο το οποίο
χρησιμοποιείτο σε όλα τ’ αντίστοιχα προγράμματα σπουδών και έλεγε ότι η
Ευρωπαϊκή Ένωση και η ευρωζώνη ενοποίησαν τη νομισματική πολιτική, όμως το θέμα
είναι αν χρειαζόμαστε περισσότερο συντονισμό σε δημοσιονομικό επίπεδο.
Έκτοτε κάναμε βήματα
προς τα πίσω, διότι δεν έχουμε μια ενοποιημένη, μια κοινή νομισματική πολιτική.
Ο μηχανισμός νομισματικής μεταφοράς της ευρωζώνης διέλυσε τα πάντα. Αν μειώσει
τα επιτόκια στη Φρανκφούρτη, αυτό δεν σημαίνει ότι θα έχουμε «μετάφραση» αυτής
της κίνησης σε μείωση των επιτοκίων για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην
Ισπανία, για παράδειγμα.
Έχουμε μια κατάσταση
στην οποία υπάρχουν αποκλίσεις στην οικονομία και στις οικονομικές επιδόσεις,
έχουμε αποκλίσεις στα επίπεδα του χρέους, το οποίο βεβαίως σημαίνει ότι τα
επίπεδα του δανεισμού είναι διαφορετικά. Η Γερμανία δικαίως κατά την άποψή μου
ανησυχεί για την ποσοτική χαλάρωση. Διότι κι εγώ, αν ήμουν ένα συνταξιοδοτικό
ταμείο από τη Γερμανία, θα με απασχολούσε η ποσοτική χαλάρωση και τα χαμηλά
επιτόκια.
Άρα η Γερμανία
χρειάζεται μια πιο σφιχτή νομισματική πολιτική και η Νότια Ευρώπη χρειάζεται
μια πιο χαλαρή νομισματική πολιτική. Πρόκειται για πολύ σημαντικές προκλήσεις
που αντιμετωπίζουμε και άρα η οικονομική και χρηματοοικονομική αρχιτεκτονική
της Ευρώπης είναι κομμάτι της ημερήσιας διάταξης, είναι κάτι που θα συζητηθεί
στο επόμενο Eurogroup, έχουμε εδώ ανθρώπους οι οποίοι γράφουν κείμενα για το
μέλλον της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, απόψεις που πρέπει να
συζητηθούν.
Τα καλά νέα είναι ότι
όλα αυτά τα ζητήματα πλέον συζητούνται στο ECOFIN ή στο Eurogroup. Πριν από 6
μήνες, πριν από έναν χρόνο, ούτε καν θα τα συζητούσαμε. Απλώς θα έλεγαν «όλα
πάνε καλά, γιατί πρέπει ν’ ανοίξουμε τώρα τέτοιου είδους κουβέντα;». Και πλέον
βρισκόμαστε σε μια κατάσταση στην οποία οι συμμετέχοντες κατανοούν πραγματικά
ότι πρέπει ν’ αλλάξουμε κάποια πράγματα αν θέλουμε ν’ αλλάξει η Ευρώπη.
Επιτρέψτε μου, τέλος,
να επισημάνω ότι δεν είναι θέμα απλώς της οικονομικής επιστήμης Με ενθάρρυνε το
γεγονός ότι στο Eurogroup υπήρχαν πολλοί υπουργοί, όπως και στο ECOFIN, που
είπαν ότι αυτοί που θεωρούν ότι οι φυγόκεντρες ακροδεξιές δυνάμεις του
λαϊκισμού δεν τα πάνε καλά διότι η Λεπέν δεν τα πάει καλά ή διότι η αυστριακή
πρόκληση δεν πάει καλά-αν όλοι αυτοί θεωρούν ότι αυτή η κατάσταση τελείωσε-
ζουν σε λάθος σύμπαν. Αν θεωρούν ότι τελείωσε, το βάζουμε στην άκρη και δεν θα
το αντιμετωπίσουμε τα επόμενα χρόνια, κάνουν λάθος. Προκειμένου ν’
αντιμετωπίσουμε αυτό το ζήτημα, πρέπει ν’ αντιμετωπίσουμε και το κοινωνικό ζήτημα.
Αν σημαντικά τμήματα
της μεσαίας τάξης και της εργατικής τάξης δεν δουν την ανάπτυξη να τους
αγγίζει, τότε η Ευρώπη δεν θα επιβιώσει. Αν συνεχίσουμε με το μερίδιο της εργασίας στο εθνικό προϊόν να μειώνεται,
αν συνεχίσουμε με την ανεργία, αν συνεχίσουμε να έχουμε θέσεις εργασίας στις
οποίες οι άνθρωποι - να παίρνουν χαμηλούς μισθούς χωρίς προοπτική
εξέλιξης, διότι απλά έχουν ν’ αντιμετωπίσουν το δίλημμα ή χαμηλόμισθοι ή
άνεργοι, τότε πραγματικά ελπίζω να μη ζω αν αυτό επιβεβαιωθεί, διότι απλώς η Ευρώπη
δε θα είναι βιώσιμη.
Όποια και αν είναι η
χρηματοοικονομική και πολιτική αρχιτεκτονική, αυτή πρέπει ν’ αντιμετωπίσει το
κοινωνικό ζήτημα. Υπάρχουν πολλοί άνθρωποι στα κάτω επίπεδο της κοινωνικής
κλίμακας που έχουν πληρώσει ακριβά αυτή την κρίση. Δεν θεωρώ ότι είναι πρόθυμοι
για πάντα να μη συμμετέχουν στον πλούτο και στην ανάπτυξη που θα προκύψει στο
τέλος αυτής της κρίσης.
Ευχαριστώ πάρα πολύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου