Ο Πατρινός λογοτέχνης Βασίλης Λαδάς. |
Μιλούν για το ρατσιστικό
έγκλημα
στα δένδρα της ειρήνης
Του ΓΙΩΡΓΟΥ
ΔΗΜ. ΜΟΣΧΟΥ
Και
πάλι στο συγγραφικό προσκήνιο ο πατρινός λογοτέχνης Βασίλης
Λαδάς, με το νέο πόνημά του «Παιχνίδια
Κρίκετ», που εκδόθηκε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη.
Πρόκειται για
επιμελημένη έκδοση δια της χειρός Κλεοπάτρας Δίγκα, που φιλοτέχνησε το εξώφυλλο
του βιβλίου και Παναγιώτη Κερασίδη που είχε την γενική επιμέλεια της έκδοσης.
Είναι μία έκδοση αποτελούμενη από 130 σελίδες, που διαβάζεται ευχάριστα,
καθώς η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας είναι απλή και κατανοητή.
Υπενθυμίζω ότι ο Β. Λαδάς ασχολείται με την δικηγορία, την συγγραφή πεζών και
ποιημάτων, έχει εκδώσει πλείστα έργα και με εξειδίκευση πλέον στα
μεταναστευτικά θέματα.
Ως εκ τούτου δεν ήταν δυνατόν να τον αφήσουν αδιάφορο τα τρέχοντα
μεταναστευτικά της Πάτρας. Με την γλαφυρή γραφή του αποδίδει την καθημερινότητα
μίας ομάδας ελλήνων και μίας άλλης μεταναστών, που ωθούμενες από την δύσκολη
οικονομική συγκυρία ασχολούνται με το μάζεμα ελιών από τα λιοστάσια των
περιχώρων της Πάτρας.
Περιγράφει την καθημερινή αναζήτηση του μεροκάματου της επιβίωσης και από τις
δύο ομάδες, εντός του έτους 2010, όπου η μνημονιακή κρίση διαλύει την κοινωνία
και την σπρώχνει στα άκρα.
Ο Β. Λαδάς, ευαίσθητος δέκτης των κοινωνικών δρώμενων ανατρέχει στην πορεία
του μεταναστευτικού, όπως αυτή καταγράφεται στον τοπικό Τύπο και πλέκει
σενάριο, που πολύ λίγο απέχει από την πραγματικότητα.
Αναφέρεται στον ρατσισμό που τροφοδοτεί η ανεργία, η ξενοφοβία και η
ανασφάλεια που κυριεύει τους ντόπιους, αλλά και η αγωνιώδης αναζήτηση των Ασιατών και Αφρικανών μεταναστών τρόπου
εξόδου από την Πάτρα προς την Γη της Επαγγελίας τους, την Δυτ. Ευρώπη ή πιο
ταπεινά, προς την πατρίδα τους οι Αλβανοί, που μετά από δύο δεκαετίες παραμονής
ανακαλύπτουν ότι η ανεργία “λυγίζει” και τους μετανάστες.
Γράφει για το κρίκετ, ένα άγνωστο εν πολλοίς παιχνίδι στους Πατρινούς, που
η κοινότητα των Ασιατών μεταναστών, Πακιστανών, Ινδών, Αφγανών, το έμαθε στην
πατρίδα της από την ανώτερη κοινωνία των καταχτητών Βρετανών και ως γνώστρια το
παίζει κάθε Κυριακή και το μεταδίδει σε Αλβανούς, στο μαραζωμένο από την
εγκατάλειψη γήπεδο της ομώνυμης ποδοσφαιρικής ομάδας στο Ζαβλάνι. Εκεί οι
κοινότητες των Αλβανών πρώτα ζωντάνεψαν τις φτωχές μονοκατοικίες, τις εξωράισαν
την δεκαετία του 90 για να τις εγκαταλείψουν, όταν “ρίζωσαν” στην Πάτρα και
ανέβηκε η κοινωνική θέση των και το εισόδημά των, κάτι που τους ωθεί να βλέπουν
υποδεέστερους τους νεοεισερχόμενους Ασιάτες την επόμενη δεκαετία, όπου νέα
φουρνιά μεταναστών από την Ασία νοίκιασε τις μονοκατοικίες και συνέχισε.
Κεντρικά πρόσωπα είναι τρεις άνεργοι
Έλληνες, φίλοι στο πινάκλ και καφενόβιοι στο Γυρί, (Σκαγιοπούλειο), που
αποφασίζουν να ασχοληθούν με το μάζεμα των ελιών το φθινόπωρο του 2010.
Ο Λευτέρης, ζωντοχήρος από την Χαλανδρίτσα
με γνώσεις και εργαλεία για το λιομάζεμα, που μονίμως τον κυνηγά ο τοκογλύφος
για να του πάρει το λιοστάσι που έχει από τον πατέρα του στο χωριό, κοψοχρονιά,
ενώ η κόρη του ετοιμάζεται για σπουδές στην Ευρώπη.
Ο Γιάννης, επαγγελματίας οδηγός με ένα
μικρό φορτηγάκι, με σύζυγο και τρία παιδιά.
Ο Θόδωρος, αποτυχημένος επαγγελματίας,
ζωντοχήρος και πρώην τρόφιμος του Σκαγιοπουλείου, που η γυναίκα του τον
κατηγορεί ως κίναιδο στην παιδική του ηλικίας, όπου τα γονίδιά του επήρε ο γιος
του, ώσπου κατέληξε στη φυλακή για ληστεία που έκανε με τον γκόμενό του. Η
ανεργία του τον στρέφει κατά των ξένων, που τους θεωρεί υπεύθυνους. Ασυναίσθητα
μετατρέπεται βαθμηδόν σε ρατσιστή, καθώς είναι απολιτικός και ατομικιστής.
Από την άλλη πλευρά βρίσκονται:
Ο Μαθιούλα, Πακιστανός, χεροδύναμος 23
ετών, που αναζητεί τρόπο να φύγει στην Ιταλία. Αυτός μαθαίνει το κρίκετ στους
άλλους μετανάστες.
Ο Ιλίρ, μεγάλης ηλικίας, που ήρθε παράνομος
τα Χριστούγεννα του ’91, βοηθά τα παιδιά του στους ελαιοχρωματισμούς. Μα η
οικονομική κρίση τον οδηγεί σε αναζήτηση άλλης εργασίας. Τη βρίσκει το
λιομάζεμα. Σούφι ο ίδιος, ένα είδος άθεου, γόνος της κάποτε σοσιαλιστικής
Αλβανίας, μουσικός, απόγονος Μπεκτασήδων και αδελφός της μάνας του ανιψιού του
Αλία, δεν λυγίζει στις δυσκολίες.
Ο Αλία, το πρόσωπο του δράματος, θύμα
εγκλήματος του ρατσιστή Θόδωρου. Ήρθε από το Ελμπασάνι στην Ελλάδα σε ηλικία
δύο χρόνων, το ’91, μαζί με την μητέρα του. Μετά τρία χρόνια γεννιέται η αδελφή
του Λουλέ, που διαπιστώνεται αυτιστική. Και έκτοτε η Λουλέ γίνεται η Θεότητα της χαμοκέλας που
μένουν μετά από παραχώρηση του κτηματία, αφεντικού του πατέρα του, στο Ζαβλάνι.
Ο Αλία αναλαμβάνει την οικογένεια όταν παθαίνει στα 10 του χρόνια ο πατέρας. Αρχίζει
αναζήτηση για νέα κατοικία και δουλειά, καθώς ο κτηματίας, ενδιαφερόμενος για
επιστάτη, προσλαμβάνει έναν Βούλγαρο. Όνειρο του Αλία είναι να σπουδάσει
Πληροφορική, γι αυτό έχει πάντα κοντά του ένα λάπτοπ. Πιάνει δουλειά
ελαιοχρωματιστής στο συνεργείο των εξαδελφών του, μαζί με τον θείο Ιλίρ, ο
οποίος τον έχει υπό την προστασία του.
Η ανεργία τον σπρώχνει να γίνει μέλος της κομπανίας για το λιομάζεμα. Αυτή
η τριάδα είναι που γίνεται καρφί στα μάτια του αποτυχημένου επιχειρηματία
Θόδωρου. Και καθώς οι δύο ομάδες συναντούνται συχνά κατά το μάζεμα του καρπού
των δένδρων συμβόλων της Ειρήνης, δεν αργεί να ξεσπάσει ο θυμός του Θόδωρου,
που απροσδόκητα τον οδηγεί στο έγκλημα. Αφορμή γίνεται ένα μπαλάκι του κρίκετ που
άθελά του ρίχνει στο ελαιόπανό του ο Αλία. Και φονικό εργαλείο ο αλυσοπρίονο
του κλαδέματος των ειρηνικών δένδρων!
Ο Β. Λαδάς πλέκοντας άριστα την ιστορία γύρω από τα πρόσωπα σου δίνει την
εντύπωση πως καταγράφει γεγονότα υπαρκτά που παραποιεί λογοτεχνική αδεία.
Και μάλλον έτσι είναι, όταν γράφει για τον καταυλισμό της Ευρώτα, που έκαψε
η Αστυνομία τον Ιούλιο του 2009. Για τους μετανάστες που μετακόμισαν στου
Λαδόπουλου εν όψει της λειτουργίας του νέου λιμανιού της Πάτρας, κάτι που
θορύβησε τους ντόπιους και τις επιπτώσεις τις
ζούμε ακόμη και σήμερα στην πόλη.
Ο θείος Ιλίρ, 25 Δεκεμβρίου του 2011, συνοδός στο κομματιασμένο πτώμα του ανιψιού Αλία που
φυλάσσει η νεκροφόρα, επιστρέφει νόμιμα πια στην Αλβανία, για να το θάψει στην
ιδιαίτερη πατρίδα του, αλλά και για να αντιμετωπίσει την κριτική των δικών του.
Ο Μαθιούλα φεύγει λαθραία στην Ιταλία και η κομπανία διαλύεται. Κλεισμένος
στο αμπάρι του καραβιού έχει πάνω στο στήθος του κολλημένο το δημοσίευμα μίας πατραϊκής εφημερίδας με
την φωτογραφία του και την περιγραφή του εγκλήματος. Εάν τον πιάσουν, θα
επικαλεστεί ότι κινδυνεύει να πέσει θύμα των ρατσιστικών οργανώσεων και θα
ζητήσει άσυλο. Φεύγει, αλλά η σκέψη του μένει καρφωμένη στο νεκρό φίλο του
Αλία.
Η νέα συγγραφική προσφορά του Β. Λαδά ήρθε σε καιρούς άγονους, για να
αποδείξει ότι οι Πατρινοί λόγιοι, ακόμη και μέσα στον ζόφο των μνημονίων, που
παραλύουν κάθε εκδοτική δραστηριότητα, ότι μπορούν να λαμβάνουν τα μηνύματα των
καιρών τους. Μα τα μετουσιώνουν και να τα σπέρνουν στο πανελλήνιο!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου