Κρατούμενοι του στρατοπέδου Νταχάου πανηγυρίζουν την απελευθέρωση τους!
|
Της ΕΛΕΝΗΣ ΚΑΡΑΣΑΒΒΙΔΟΥ
(από www.avgi.gr)
Υπάρχει ένας αρχαίος
μύθος που μιλά για τις κόρες του
Δαναού και το χαμένο τους φορτίο που έπεφτε από τις τρύπιες στάμνες τους. Μιλά
για τον διαρκή, ανειρήνευτο αγώνα του ανθρώπου να «ξεδιψάσει» στην υπαρξιακή
και κοινωνικοπολιτική έρημο που ζει.
Ίσως δεν υπάρχει χώρος πιο προνομιακός για να φανούν οι αναπαραστάσεις
αυτής της λειτουργίας από τη γραφή, ακόμη κι όταν αφορά την απώτατη ακρότητα
(όπως αυτή των στρατοπέδων) που θα ξεφεύγει διαρκώς απ’ τις λέξεις. Κατεξοχήν
μορφή συμβολικής αναπαράστασης, ο χώρος της μυθοπλασίας της λογοτεχνίας, επειδή
η γλώσσα της λογοτεχνίας πλούσια σε συνυποδηλώσεις, σε συμβολισμούς, σε
μεταφορές και σε σχήματα εικονοποιίας συνδέεται ή αφορά εθνικές και
πολιτιστικές εικόνες (Αμπατζοπούλου Φ., 2001).
Ποιες είναι λοιπόν πλευρές της λογοτεχνικής αναπαράστασης των Εβραίων στα
δημοτικά τραγούδια που γράφονται στο ναζιστικά στρατόπεδα; Αξίζει, με αφορμή
την διπλή ημέρα της 21ης Μαρτίου, να το θυμηθούμε...
Σκαλίζοντας τις μνήμες, σκαλίζοντας τις
λέξεις...
Σε γενικές γραμμές (και σε αντίθεση με τον αντισημιτισμό που υπάρχει σε
σημαντικές πλευρές της ελληνικής κοινωνίας) παρατηρείται μια γενική αντίφαση
στον τρόπο με τον οποίο καταγράφονται οι Εβραίοι στην ελληνική λογοτεχνία στη
διάρκεια του 20ού αιώνα. Παρά το γεγονός ενός μικρού αριθμού αντισημιτικών
αναφορών (τουλάχιστον όσον αφορά τη λογοτεχνία πρώτης γραμμής), όπως ο στίχος
του Καρυωτάκη "Θα σε σταυρώσουν κονσόρτια κι Εβραίοι", οι οποίες δεν φαίνεται
επ’ ουδενί να υποστηρίζουν μια εθνο-κάθαρση, αλλά χρησιμοποιούνται ως
"πολυχρησιμοποιημένοι συμβολισμοί», κάποια θετικά σχόλια δεν φαίνεται να
λείπουν επίσης ("Και γένομαι αυτός που θα ήθελα πάντα να μένω / των
Εβραίων, των ιερών Εβραίων ο υιός" Καβάφης).
Στη δεκαετία του '50
Από τη μια μεριά υπάρχουν ο αντικομμουνισμός και ο αντισημιτισμός (καθώς
"οι κομμουνιστές κι οι Εβραίοι προσπαθούν να κατακτήσουν την Ελλάδα μέσα
από τον μαρξισμό") και δρουν ως «πολύτιμα εργαλεία» στη διαδικασία
νομιμοποίησης της κοινωνικοπολιτικής ιεραρχίας στη μεταπολεμική Μεσόγειο. Από
την άλλη μεριά, οι Εβραίοι έχουν θυματοποιηθεί σε βαθμό να είναι σχεδόν
αδύνατον να πείσουν στον ρόλο του απειλητικού εχθρού.
Η κοινωνία έπρεπε να διαπραγματευτεί αυτή τη διπλή εικόνα. Η λογοτεχνία του
'50 μπορούσε να καταγράψει αυτές τις πολύσημες δυναμικές με έναν πιο
απελευθερωμένο τρόπο από την καθαυτό πολιτική αρένα. Οι καταγραφές της όμως
έπρεπε να διαμορφωθούν μέσα σ’ αυτή τη διπλή εικόνα, να διαμορφωθούν απ’ αυτήν,
σ’ έναν βαθμό να τη διαμορφώσουν και την ίδια στιγμή να την ξεπεράσουν, για να
δώσουν στους Εβραίους το συμβολικό - στάτους που η λογοτεχνία απαιτεί όταν
πρέπει να προωθεί κοινωνικές αξίες και διαδικασίες απελευθέρωσης.
Κείμενα αυτο-παρουσίασης
Τα λίγα κείμενα αυτο-παρουσίασης που έχουν έρθει στο φως της δημοσιότητας
δεν έχουν πρόσωπο, ούτε όνομα. Είναι δημώδη κείμενα που τριγυρνούν αναζητώντας
(ή καλυπτόμενα πίσω από) έναν συλλογικό γονιό.
Στη (συλλογική) λοιπόν αυτο-παρουσίαση που καθρεφτίζεται στα δημοτικά
τραγούδια τα οποία έχουν παραχθεί στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και στα οποία θα
επικεντρωθούμε, η εστίαση της αφήγησης είναι εσωτερική και η οπτική γωνία
συλλογική (χρήση του 1ου πληθυντικού). Αυτό δείχνει φυσιολογικό, καθώς τα
δημοτικά τραγούδια χρησιμοποιούνται συνήθως για να εκφράσουν την κοινή μοίρα
μέσα από ατομικές ιστορίες:
«Μαύρη μωρέ, μαύρ’ είναι η ζωή που κάνουμε / Με φόβο τρώμε το ψωμί, με φόβο
περπατάμε»... «Δεν έκλεψα μωρέ, δεν έκλεψα ούτε σκότωσα / Εβραιοπούλα είμουνα,
γι' αυτό με φυλακίσαν / στο Άουσβιτς με κλείσαν». (σ.σ.: διατηρείται η
ορθογραφία της εποχής). Βρίσκουμε εδώ (κρατώντας και την ορθογραφία της εποχής)
κοινά θέματα με τα υπόλοιπα δείγματα των ελληνικών δημοτικών τραγουδιών όπως αναφορά
στη μητέρα στην κορύφωση του πόνου "Πάντα πέντε στην σειρά/ (Αχ! Μανούλα
μου γλυκειά)/ Πάντα πέντε στην γραμμή./ (Αχ! Μανούλα μου χρυσή)".
Ο πόνος, τα ερωτηματικά και οι σκληρές συνθήκες βρίσκονται ως τα κατεξοχήν
υλικά δόμησης μιας συλλογικής αφήγησης ενός «γεγονότος ακραίου», που κανένας
μόνος δεν θα μπορούσε να σηκώσει «στους ώμους του» εκείνα τα πρώτα μεταπολεμικά
χρόνια. Εκφρασμένο έτσι μόνο μέσα από τα δημοτικά ή δημώδη τραγούδια / ποιήματα
που (εν αντιθέση με την πλειονότητα των ανθρώπων) επιβίωσαν ως φωνές που
εκείνοι «άφησαν πίσω».
Η βαρβαρότητα των στρατοπέδων συγκέντρωσης καθρεφτίζεται σε όλες τις
αναφορές κι ανάμεσά τους σε αυτές που αφορούν τις εργασιακές σχέσεις:
"Στην δουλειά πηγαίνουμε/ Με ανέμους και βροχές/ Κι αν σιγά
δουλεύουμε/ Το μπαστούνι βλέπουμε» (δημοτικό) «Στη βρυσ’ μωρέ, στη βρύση να πάω
δεν μπορώ/ Παντού μου λέει ο σκοπός «είσαι φυλακισμένη / γερμανοκρατούμενη».
Στα δημοτικά παρουσιάζεται ή μάλλον σκιαγραφείται ένα τραγικό δίπολο, στο
οποίο η μία πλευρά στερείται της ανθρώπινης υπόστασής της και ανάγεται σε
«σκεύος προς χειρισμόν», ενώ η άλλη «δεν έχει» συγκεκριμένο πρόσωπο. «Στο
λουτρό μας πήγαιναν / Για ψώρα μας κυττάζανε / Κι η καρδιά μας τικ τικ τακ /
Μην τυχόν στο γκάζ μας πάν.» (σ.σ.: διατηρείται η ορθογραφία της εποχής). Η
έλλειψη συγκεκριμένου προσώπου ίσως δείχνει την παρουσία ενός πράγματος που δεν
μπορεί να 'χει ανθρώπινο πρόσωπο ή όνομα.
«Όχι ποίηση μετά το Άουσβιτς!» μπορεί να μαστίγωσε τον πολιτισμό μας ο
Αντόρνο. Αλλά λουλούδια που φύτρωσαν στην έρημο των στρατοπέδων συγκέντρωσης,
τα δημοτικά τραγούδια των Εβραίων που γράφονται στα στρατόπεδα του θανάτου,
υπενθυμίζουν τη δύναμη τόσο του ανθρώπου να δημιουργεί μέσα στον άφατο
(κυριολεκτικά εδώ) πόνο όσο και ότι οι κόρες του Δαναού (όπως κι αν ονομάζονται
σε κάθε εποχή) θ' ανακαλύπτουν ότι οι ίδιες μπορεί να μην ξεδίψασαν, μα
φύτρωσαν στην έρημο τα πολυτιμότερα λουλούδια, τα ξερικά, από τις στάλες του
“χαμένου” τους φορτίου. Γινόμενα ζώσα και μετά τον θάνατο των δημιουργών τους,
υπόμνηση του όπου γης αγώνα κατά του φανατισμού και της χυδαιότερης κορωνίδας
του, του ναζισμού...
______________________
ΥΓ.: Χρησιμοποιήθηκε ποιητικό υλικό από το περιοδικό
«Χρονικά».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου