Έπεσαν
από γερμανικά πυρά την ώρα του καθήκοντος τις παγωμένες νύχτες στην Πάτρα,
αφήνοντας μισοτελειωμένο το σύνθημα στον τοίχο
ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΜΟΣΧΟΥ έρχεται
τον επόμενο μήνα Μάιο να τονίσει το απεχθές πρόσωπο του ναζισμού, που σήμερα
στη χώρα μας, την Ελλάδα της ανέχειας και των συσσιτίων αναβιώνει. Κραυγές
ηρώων από το παρελθόν, μέσα από τα μπουντρούμια των SS στο κέντρο της πόλης. Οδοιπορικό στις φυλακές και τα στρατόπεδα
συγκεντρώσεις της Πάτρας.
Εκτελεσμένοι
στη μάντρα του Μουρτζούχου από τους ναζί. Αγωνιστές κρατούμενοι του ναζισμού
αφηγούνται. Εβδομήντα χρόνια μετά κι ακόμη οι πληγές της ψυχής τους αιμορραγούν.
Γείτονες
του τόπου εκτελέσεων θυμούνται: «Τα πρώτα χρόνια, μετά την απελευθέρωση, τις
νύχτες οι πυγολαμπίδες φωσφόριζαν ανάμεσα στα μνήματα κάνοντας τον τόπο να
φέγγει». Σαν κάποιο αόρατο χέρι να είχε αποθέσει επάνω τους καντήλια άσβεστης
μνήμης, που αποτελούσαν σημεία αναφοράς και κρυφού Φιλικού όρκου, ότι οι
επόμενες γενεές δεν πρέπει να ζήσουν όσα έζησε η ανθρωπότητα τα χρόνια εκείνα.
Μνημόσυνο στην
ψυχή των ΕΠΟΝιτών και των όσων έπεσαν από γερμανικά πυρά την ώρα του καθήκοντος
τις παγωμένες νύχτες στην Πάτρα, αφήνοντας μισοτελειωμένο το σύνθημα στον
τοίχο. Ο τραγικός αγωνιστής Κατραβάς, θύμα της αγγλικής ωρολογιακής βόμβας, που
προορίζονταν για το ιταλικό πλοίο του λιμανιού της πόλης. Κατάθεσης ιστορίας
από τον τελευταίο επιζώντα εκείνης της οργάνωσης του στρατηγείου της Μ.
Ανατολής στην Πάτρα.
Στο φως τα
ονόματα των αμάχων που πρόσφεραν τη ζωή τους στις ημέρες της απελευθέρωσης της
πόλης. Στα στερνά του βίου του Πατρινός ταγματασφαλίτης μιλά και χαρακτηρίζει
με επίθετα τον Κουρκουλάκο. Ο φόνος του Ελπιδοφόρου, οι εκτελέσεις αγωνιστών
του ΚΚΕ που πρωτοστατούν στην Αντίσταση, αποκαλύψεις για τα φοβερά εγκλήματα
στο Αγρίνιο και στα Καλύβια και πολλά άλλα ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου,
που είναι αφιερωμένο στον αντιφασιστικό αγώνα… Διαχρονικό και επίκαιρο στις
μέρες μας! Προσφορά στην ιστορία της πόλης.
Φ
|
ΩΝΑΖΕΙ ΕΝΑΣ:
«Σαν να άκουσα μέσα στο γραφείο αλυσίδες». «Σε λίγο θα βγει ο ήλιος» λέει ένας
άλλος. Ανοίγει επιτέλους η πόρτα και μπαίνουν στην αρχή του θαλάμου ένας
αξιωματικός των Ες-Ες, δύο Γερμανοί, ο Λοχίας και ένας διερμηνέας, ο οποίος
λέει: «Όποιος ακούσει το όνομά του να περάσει μέσα στο γραφείο». Αρχίζουν, απ’
ό,τι θυμάμαι, Γιώργος Μαντέλης, Νίκος Πολυμερόπουλος, Δημήτριος Πολυδωρόπουλος,
Χρήστος Πολυδωρόπουλος (πρώτα ξαδέλφια). Μέσα στο γραφείο τρεις-τρεις τους
έβαζαν στα χέρια τις αλυσίδες. Ενας στη μέση και από δεξιά κι αριστερά τους
έδεναν και τους έβαζαν στα φορτηγά με τέντες. Εκείνη την ημέρα έφεραν από τα
κρατητήρια, τα κεντρικά της Γκεστάπο, έναν ακόμα, τον Κώστα Γαμβέτα, γενικό
γραμματέα Πελοποννήσου, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, γλωσσομαθής, ανωτέρας
μόρφωσης. Δεν εκτελέσθηκε όμως ως Κώστας Γαμβέτας, είχε πλαστή ταυτότητα,
Δημήτρης Χαφαθέας. Έφυγαν λοιπόν τα φορτηγά, αυτό ήταν. Δεν παίρνουν άλλους.
Μπας και ξανάρθουν;
Από ένα μικρό
παράθυρο φαινόταν ο τόπος της εκτελέσεως. Είχαν ανοίξει μια τάφρο μεγάλη. Τους
οδήγησαν εκεί και ένας αξιωματικός τους λέει διαβάζοντας, ότι «εμείς ήλθαμε σαν
φίλοι, εσείς καθημερινά μας σκοτώνετε. Αυτή η απόφαση δεν είναι σημερινή, είναι
παλιά. Είχαμε στείλει τα ονόματά σας για αμνηστία στην Μεραρχία. Δυστυχώς δεν
έγινε τίποτα, λυπούμαστε αλλά εσείς οι 30 θα εκτελεστείτε. Έχετε να πείτε
τίποτα;»
Και τότε αρχίζει ο
Γαμβέτας να τραγουδάει δυνατά, «σε γνωρίζω από την κόψη…». Τον ακούγαμε βουβά.
Απόλυτη, νεκρική σιγή.
Σουβενίρ από το Αλβανικό |
Α
|
ΠΟΤΟΜΑ ΘΟΡΥΒΟΣ,
ανοίγει η πόρτα και σπρώχνουν μέσα τον Δημήτρη Πολυδωρόπουλο, μπρούμυτα. Όλοι
επάνω του. «Τι έγινε ρε Μήτσο; Πες μας». «Παιδιά, αδέλφια μου, λίγο νερό,
πνίγομαι. Αχ τι είδανε τα μάτια μου». Και μας έλεγε αυτά που σας λέγω εγώ.
Άξαφνα ξανανοίγει η πόρτα, μπαίνουν οι Γερμανοί. Είχανε κάνει λάθος στο μέτρημα
γιατί διάβασαν δυο φορές Πολυδωρόπουλος. Μπερδεύτηκαν, ήταν ξαδέλφια.
Τον ξαναπήραν, τον
πήγαν στον τόπο και για δεύτερη φορά εκτελέστηκε. Εάν δεν είχε γίνει το λάθος
δεν θα ξέραμε αυτές τις λεπτομέρειες της τραγικής αυτής εκτέλεσης. Πού βρέθηκε
αυτή η ψυχή; Όλοι σκυμμένοι όταν άκουγαν το όνομά τους έλεγαν, «μην πεις στη
μάνα μου ότι εκτελέστηκα» άλλος στην αδελφή, άλλος στη γυναίκα του, τα παιδιά.
Όλοι αυτό έλεγαν «μην πείτε τίποτα, πέστε ότι μας πήραν ομήρους εργάτες στη Γερμανία».
Και ξαφνικά, όταν έφτασαν μπροστά στο μεγάλο τάφο αλυσοδεμένοι, φούντωσε μέσα
τους αυτό που λέγεται ιδέα, πατρίδα. Όχι ορέ, δεν σας φοβόμαστε, είμαστε
πατριώτες πολεμιστές για την πατρίδα μας. Ζήτω η Ελλάδα, «σε γνωρίζω από την
κόψη του σπαθιού την τρομερή».
(Αναμνήσεις Γιώργου
Πορευόπουλου,
κρατούμενου στου
Λυμπρόπουλου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου