Το εγκαταλειμμένο νεοκλασικό της αγωνίστριας Λέλας Καραγιάννη. |
Στο σήριαλ «κλέφτες
κι αστυνόμοι» και η διατηρητέα, αλλά εγκαταλειμμένη οικία της
ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΗΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ έφοδο στην περιβόητη κατάληψη
της «Λέλας Καραγιάννη», ήρθε στο προσκήνιο το όνομα και η ιστορία της σπουδαίας
αγωνίστριας της Εθνικής Αντίστασης, η οποία υπήρξε μεταξύ άλλων αρχηγός της
αντιναζιστικής οργάνωσης «Μπουμπουλίνα». Η οικία της αγωνίστριας κρίθηκε
διατηρητέο μνημείο, πλην όμως έχει εγκαταλειφθεί ως ερειπιώνας και χάρη στην χρήση του από νεαρούς που το αυτοδιαχειρίζονταν
βρισκόταν σε κάποια κατάσταση συντήρησης, καθώς εκεί γίνονταν διάφορες
καλλιτεχνικές δράσεις και κοινωνικές προσφορές. Το κτίριο ανακαταλήφθηκε από τους
εκδιωχθέντες από την Αστυνομία και στο σήριαλ «κλέφτες κι αστυνόμοι» πιθανόν θα
έχουμε συνέχεια. Ωστόσο το βαρύ ιστορικό φορτίο του είναι που προκαλεί το
ενδιαφέρον.
Διαβάστε το παρακάτω κείμενο που
αποτελεί προδημοσίευση του βιβλίου του Γ. Μόσχου από τις εκδόσεις Γιάννης
Πικραμένος, υπό τον τίτλο «Η Πάτρα στην Κατοχή και στην Αντίσταση».
«Η Λέλα
Καραγιάννη γεννήθηκε το 1898 στη Λίμνη Ευβοίας και κατοικούσε στην Αθήνα με τον σύζυγό της -φαρμακοποιό
στο επάγγελμα- και τα επτά παιδιά τους.
«Οι Γερμανοί, αφού ο Καζακόπουλος άνοιξε το στόμα του,
αρχίζουν τις συλλήψεις. Πιάνουν τους Γιώργο Ριζόπουλο και Ανδρέα Διαμαντόπουλο
και πληροφορημένοι κάνουν έφοδο στις 11 Ιουλίου 1944 στο σπίτι της αγωνίστριας
Λέλας Καραγιάννη, επί της οδού Φυλής. (Λέλας Καραγιάννη 1 και Σταυροπούλου σήμερα στην πλ. Αμερικής). Η Καραγιάννη ήταν επικεφαλής της οργάνωσης «Μπουμπουλίνα» και μάνα
οικογενείας με επτά παιδιά, εκ των οποίων ο ένας από τους τρεις γιους της, ο
Γιώργος, συνελήφθη τον Ιούνιο του 1941 από τους Γερμανούς. Κατηγορήθηκε για
περίθαλψη ενός στρατιωτικού Αυστραλού τραυματία, ο οποίος πάνω στο μεθύσι του
σε μπαρ άνοιξε το στόμα του επιπόλαια σε Γερμανό πράκτορα. Κατά την διάρκεια
ανακρίσεώς του ο Γιώργος Καραγιάννης δραπέτευσε και βγήκε, κυνηγημένος από τους
κατακτητές, στο βουνό Ελικώνας της Βοιωτίας, όπου εκτελούσε χρέη διερμηνέα της
βρετανικής αποστολής, υπό τον πράκτορα Ντον Στοτ.
Τα Ες Ες πιάνουν στις 11 Ιουλίου τέσσερα από τα επτά παιδιά
της Καραγιάννη, που βρίσκονται στο σπίτι. Στην συνέχεια, συλλαμβάνουν στην
Γλυφάδα και το τρίτο αγόρι την, τον Νέλσονα, αλλά και την ίδια που νοσηλευόταν
στο νοσοκομείο.
Η Καραγιάννη είχε συλληφθεί άλλη μια φορά από τους
Ιταλούς για περίθαλψη ενός Βρετανού υπολοχαγού, ονόματι Στιούαρτ, του
βρετανικού εκστρατευτικού σώματος εξ
αιτίας του οποίου κρατήθηκε στην φυλακή επί εξάμηνο η ίδια και επί δίμηνο ο
φαρμακοποιός σύζυγός της Νίκος, καθώς ο Βρετανός μη λαμβάνοντας μέτρα
προφύλαξης συνελήφθη το μεσημέρι της 13 Οκτωβρίου 1941 και στην ανάκριση από τα
βασανιστήρια έσπασε. Το ίδιο βράδυ συνέλαβαν οι Ιταλοί το αντρόγυνο Καραγιάννη.
Όμως οι Ιταλοί που έβλεπαν να υποτιμούνται από τους Γερμανούς, σκοπίμως δεν
έδωσαν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για να μην εξυπηρετήσουν τα γερμανικά σχέδια και
μετά δίμηνο φυλάκισης του Νίκου Καραγιάννη και εξάμηνο της συζύγου του τους
αποφυλακίζουν.
Οι ναζί φέρνουν σε αντιπαράσταση την Λέλα Καραγιάννη με
τον Γιώργο Ριζόπουλο που γνώριζε όλες τις επαφές της με τον Ντερτιλή, ο οποίος
Ριζόπουλος, μετά από βασανιστήρια λύγισε και είχε μιλήσει κι αυτός. Η ίδια είδε
να βασανίζουν τα παιδιά της μπροστά στα μάτια της. Την βασάνισαν φρικτά, την
κρέμασαν από το ταβάνι, την άφησαν τρεις μέρες διψασμένη και όμως δεν άνοιξε το
στόμα της. Ο δε ανακριτής της, ο Γερμανός
Μπάικε, πεισμένος πια ότι δεν θα μιλήσει έκλεισε τον φάκελό της με
ένδειξη «Λέλα Καραγιάννη, να εκτελεσθεί».
Οι συλληφθέντες από την Ειδική Ασφάλεια και την SD, οδηγήθηκαν στο κτίριο της οδού Μέρλιν, αριθ. 6, όπου και το Αρχηγείο των
Ες Ες της Αθήνας. Από κει τους διαμοίρασαν και τους έκλεισαν στις φυλακές
Αβέρωφ και στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου. Σημειώστε ότι στην Μέρλιν συντάσσονταν οι
κατάλογοι των προς φυλάκιση ή προς εκτέλεση πατριωτών.
Τους φυλάκισαν μέχρι τις αρχές Σεπτεμβρίου και ως
πράκτορες προφανώς τους προόριζαν για ανταλλαγή με συλληφθέντες δικούς τους,
πλην όμως με την δυσμενή τροπή που πήρε ο πόλεμος για την Γερμανία και ενώ
διαφαίνονταν η υποχώρηση των στρατευμάτων τους στο μέτωπο της Ελλάδας, δεν
υπήρχε λόγος ανταλλαγής και αποφάσισαν να τους εκτελέσουν. Και η απόφαση
λήφθηκε παρά το δεδομένο ότι εναντίον των «πενήντα εννέα» υπήρχαν μόνον
κατηγορίες, όχι όμως και καταδικαστική απόφαση
γερμανικού στρατοδικείου.
Οι συλληφθέντες, όπως είδαμε ήταν κλεισμένοι στις
φυλακές, αλλά μια ημέρα πριν την εκτέλεση, τούς είχαν υποσχεθεί πως θα τους
απελευθέρωναν. Εκείνες τις ημέρες οι Γερμανοί άνοιγαν συχνά τις πύλες των
φυλακών Αβέρωφ. Τους μετέφεραν την παραμονή το απόγευμα στις 8 η ώρα, στο
κολαστήριο της Μέρλιν. Μάλιστα αυτοί του Αβέρωφ είχαν λάβει και τα αποφυλακιστήριά
τους μαζί με τα προσωπικά τους είδη. Τους κατέγραψαν και στον πίνακα
αποφυλακισθέντων. Αντί όμως για αποφυλάκιση, τους μεταφέρουν στο άντρο της SD και από κει ώρα 5.30 πριν το
επόμενο χάραμα, της 8 Σεπτεμβρίου 44, με τα στρατιωτικά οχήματα, που έφεραν
ανοικτές τέντες, καταλήγουν μέσω Ιεράς Οδού, στην αρχή μιας μικρής χαράδρας του
δάσους Δαφνί, λίγο πριν την άνοδο για την ανηφοριά που βρίσκεται το Χαϊδάρι.
Εκεί τους κατεβάζουν και τους τοποθετούν για εκτέλεση. Ξεχωρίζουν τις εννέα
γυναίκες που θα εκτελέσουν πρώτες από τους πενήντα άντρες.
Συγκλονιστική είναι η περιγραφή που μας δίνει ο Σπ.
Κώτσης, αστυνόμος Α΄ εν αποστρατεία, στο βιβλίο του «Μίδας 614», αυτοέκδοση του
1976, σ. 267:
«Εκείνη τη στιγμή ακούγεται η φωνή της Λέλας (σ.σ.:
Καραγιάννη). ’’Θάρρος παιδιά! Ζήτω η πατρίδα μας. Μη λυγίσετε παιδιά’’ και
παίρνοντας την μία κατόπιν της άλλης τας μελλοθανάτους, τας βάζει στο χορό και
σέρνοντάς τον άρχισε να τραγουδά, το τραγούδι του Ζαλόγγου».
Έτσι τις βρίσκουν οι ριπές των πολυβόλων και τις σωριάζουν
κατά γης. Και τότε γίνεται κάτι το συγκλονιστικό. Είναι η στιγμή που
εκτυλίσσεται η πιο αντρεία πράξη μελλοθανάτου:
«Ανάμεσα από τους μελλοθανάτους άνδρας, ξεπετιέται ένα
παιδί 19 ετών. Είναι ο Γιαννάκης Χούπης, γιος του παπά (σ.σ.: Βασίλη) Χούπη,
της Αγίας Ειρήνης. Τόσο εντυπωσιάζεται ο Γιαννάκης από το θάρρος των γυναικών,
που ορμά στο κοντινότερο πολυβόλο, το αρπάζει από τα χέρια ενός Γερμανού και το
στρέφει εναντίον των. Δυστυχώς δεν ξέρει να το χειρισθεί. Μάταια δοκιμάζει να
πυροβολήσει. Οι Γερμανοί τρομοκρατούνται και αρχίζουν να βάλλουν στο σωρό των
πατριωτών, όσο να τους σωριάσουν όλους».
Την πληροφορία για τον Γιαννάκη Χούπη, 18 χρόνων, φοιτητή
του Πανεπιστημίου Αθηνών, την διασώζει ο μελλοθάνατος Νίκος Μπάρδης, που πήρε
χάρη την τελευταία στιγμή, όπως και ο Δημ. Αλεξόπουλος, λόγω παρέμβασης του
δοτού πρωθυπουργού Ιω. Ράλλη. Του την έδωσε ο Έλληνας διερμηνέας Δημητριάδης
που ήταν παρών στην εκτέλεση. Την εξομολόγηση των μελλοθανάτων έκανε, το
προηγούμενο βράδυ, ο καθολικός ιερέας Χρυσόστομος Βασιλείου, τον οποίο
εκτέλεσαν μαζί με τους μελλοθανάτους οι Γερμανοί. (Κ. Σβολόπουλος, Χαϊδάρι 8
Σεπτεμβρίου 1944, σελ. 86 και 89).
Αυτές ήταν οι τελευταίες εκτελέσεις που έγιναν από
Γερμανούς. Μετά από 34 ημέρες η Αθήνα απελευθερώθηκε».
Σε αυτό το τελευταίο μεγάλο έγκλημα των ναζί στην Ελλάδα που
διαπράχθηκε στο δάσος Δαφνί της Αττικής, στις 8 Σεπτεμβρίου 1944, εκτελέστηκαν 56
Ελληνες και Ελληνίδες, μια Ουγγαρέζα, ονόματι Άννα Μπαν, μια Αγγλίδα
συλληφθείσα τον Απρίλη του 1944 στην Πάτρα ονόματι Μάρτζορυ Δημοπούλου, που
είχε παντρευτεί με τον Τάκη Δημόπουλο από τον Πύργο και ένας αξιωματικός του
ιταλικού στρατού, ονόματι Βιτόριο ντε
Κάρλο.
Το 1947, η Ακαδημία Αθηνών
απένειμε στη Λέλα Καραγιάννη το Βραβείο Αρετής και Αυτοθυσίας, τιμώντας την
προσωπικότητα και τα πεπραγμένα της πολύτεκνης, πατριώτισσας, Ελληνίδας
μάνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου