Το εξώφυλλο του βραβευμένου βιβλίου
για το Ολοκαύτωμα στο Δίστομο
ΠΑΡΑ ΤΗ ΒΕΒΑΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ότι "η μνήμη δεν μας έχει εγκαταλείψει", ο ίδιος δεν επαναπαύτηκε. Επί μία εικοσαετία ερευνούσε τα ιστορικά αποτυπώματα αλλά και τα απότοκα της θηριωδίας των ναζί στον τόπο του. Το βιβλίο του «Δίστομο 10 Ιουνίου 1944. Το Ολοκαύτωμα» (εκδ. Σύγχρονη Έκφραση) κυκλοφόρησε μεσούσης της κρίσης και με τη Χρυσή Αυγή να αυξάνει τη δύναμή της σε όλη τη χώρα. Τιμήθηκε με το κρατικό Βραβείο Χρονικού - Μαρτυρίας.
Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης στην απονομή των κρατικών Βραβείων, μερικές ημέρες πριν από τις εκλογές, στο Μουσείο Μπενάκη, αφιέρωσε το βιβλίο του:
«Στην ιερή μνήμη των νεκρών του Διστόμου και σε όσους αγωνιζόμαστε να μη δημιουργηθεί κοίτη στην οποία θα τρέξει ο βόρβορος του νεοναζισμού πάνω στο μακελεμένο σώμα τούτης της πατρίδας».
Μιλώντας για το βιβλίο του, ο ίδιος ο συγγραφέας λέει:
«Η βάση της πρόθεσής μου, κατ' αρχήν, ήταν ιδεαλιστική. Από τότε που απέκτησα συνείδηση της Ιστορίας ήθελα να εκπληρώσω την οφειλή μου στη μνήμη των νεκρών του Διστόμου, γιατί γεννήθηκα στα 10 χιλιόμετρα απόσταση στο ίδιο οροπέδιο του Παρνασσού, τρεις μέρες πριν από τη σφαγή του Διστόμου, στις 7 Ιουνίου του '44 χτύπησαν οι Γερμανοί το χωριό μου οδηγημένοι από συγχωριανό μου συνεργάτη τους και στη μάχη που δόθηκε θερίσανε αμούστακα 15χρονα και 16χρονα της υποδειγματικής μαχητικής ομάδας της ΕΠΟΝ Λιβαδειάς.
Ανάμεσα στους 218 νεκρούς της σφαγής ήταν τρεις Δεσφινιώτες, ένας ηλικιωμένος και δυο νεαρές κοπέλες που έβοσκαν τις γαλοπούλες τους στα χωράφια γύρω από το Δίστομο και ένας ακόμα πάρα πολύ σημαντικός λόγος, ότι από το 1966 φοίτησα, ερχόμενος από το γυμνάσιο της Άμφισσας στο λύκειο του Διστόμου. Κτήριο του σχολείου μου ήταν το κτήριο στον τοίχο του οποίου εκτελέστηκαν οι 12 όμηροι των Γερμανών πριν γενικευτεί η σφαγή στο χωριό.
Συμμαθητές μου υπήρξαν τα παιδιά όσων επέζησαν. Τα ορφανά και τα πεντάρφανα, οι χήρες των δολοφονημένων και οι τραυματίες, σωματικά και ψυχικά, ήταν οι άνθρωποι που καλημέριζα πηγαίνοντας για μάθημα. Αν αυτή ήταν η ιδεαλιστική μου αφετηρία, συγκεντρώνοντας για 20 χρόνια το υλικό, σταδιακά συνειδητοποιούσα ότι μπορούσε να λειτουργήσει αυτή η έκδοση ως ένα εργαλείο αυτογνωσίας πρώτα απ' όλα για τον ντόπιο πληθυσμό και ευρύτερα για τους νέους ανθρώπους της πατρίδας μας. Αυτή μου τη διαίσθηση τη σχηματοποίησε με μία φράση ο αδελφικός μου φίλος ποιητής Γιώργος Μαρκόπουλος, όταν πήρε το βιβλίο, λέγοντάς μου ότι το θεωρεί έργο εθνικό».
Μιλώντας για την ιστορική αφύπνιση, στην οποία μπορούν να συμβάλλουν αυτού του είδους τα βιβλία, απάντα:
«Θεωρώ ότι τα βιβλία μπορούν να αφυπνίσουν συνειδήσεις. Ακριβώς επειδή το σύστημα εκπαίδευσης της μεταπολίτευσης έχει οδηγήσει στην απόλυτη εξειδίκευση, υποτίθεται, δημιουργώντας ρομποτάκια σε κουτάκια γνώσης, σαν σε γραμμή παραγωγής, χωρίς συνθετική και κριτική σκέψη. Έτσι τα παιδιά σήμερα δεν έχουν την ικανότητα να κάνουν αναφορές σε τίποτε άλλο παρά μονάχα στον παρόντα χρόνο. Από 'κεί και πέρα, δυστυχώς, ομάδες νέων ανθρώπων φτάνουν να επιλέξουν στην κάλπη τη Xρυσή Aυγή».
(Απόσπασμα από τη συνέντευξη του συγγραφέα
στην Πόλυ Κρημνιώτη της ΑΥΓΗΣ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου