ΗΘΗ ΚΑΙ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΠΑΣΧΑ
Της
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΑΣ ΠΑΠΑΚΟΥ(*)
Προέδρου του Πολιτιστικού και Μικρασιατικού
Συλλόγου «Παναγία η Γηροκομίτισσα»
ΚΥΡΙΑ ΦΑΓΗΤΑ ΤΗΣ Μ. Παρασκευής ήταν οι νερόβραστες φακές, που συμβόλιζαν τση Παναγιάς τα δάκρυα, τα μαρούλια και οι κουκόμυτες (βλαστοί φρέσκων κουκιών), όλα ανήλαδα και βουτηγμένα σε μπόλικο γλυκάδι (ξίδι), που να ‘ναι δυνατό, δραπέτσι, εις ανάμνησιν του όξους και της πίκρας που δοκίμασε ο Εσταυρωμένος.
ΤΟ ΜΩΡΑΪΤΙΚΟ ΚΑΙ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΙΚΟ ΕΘΙΜΟ του σουβλιστού αρνιού ήταν επίσης εντελώς άγνωστο σε ολόκληρη τη Μικρασία, στο Αιγαίο και στα περισσότερα ελληνικά μέρη. Το λαμπριάτικο τραπέζι ήταν σχετικά λιτό: αρνί στο φούρνο, απάνου στσι βέργες του κλημάτου, ή σπανίως μαγειρευτό (καπαμάς), σαλάτα, μουτζήθρες, αβγά, κρασί και λαμπροκούλουρα.
Βασικά και χαρακτηριστικά έθιμα των ιωνικών παραλίων και των μικρασιατικών νησιών από την Ίμβρο μέχρι το Καστελόριζο είναι τα τσερκένια (οι χαρταετοί), οι κούνιες και το λέμπι.
ΤΟ Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ Η ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ είναι εντελώς διαφορετική. Επικρατεί κίνηση, φασαρία, ανεμπαμπούλα παντού. Γίνονται οι τελευταίες ετοιμασίες, ψούνια, σφαγές αρνιών και … γοεροί παιδικοί θρήνοι για τα σφαμμένα αρνάκια και ριφάκια ντως. Συχνά πυκνά ακούγονται κρουσουμιές και τσιφτεδιές (πυροβολισμοί), ανάκατες με χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες. Στους ναούς, κατά την πρώτη Ανάσταση, οι παπάδες, αλλά και το εκκλησίασμα, έκαναν μεγάλο πατιρντί (θόρυβο) και χτυπούσαν δυνατά ό,τι μπορούσε να κάνει θόρυβο (στασίδια, πόρτες κ.ά), κουνούσαν τους πολυελαίους και έραιναν με νεραντζόφυλλα τους πιστούς. Ενδεικτική του κλίματος η φράση ‘’ηγένηκε το ανάστα ο Κύριος!’’
Καθολική ήταν η συμμετοχή του κόσμου στην Ανάσταση. Από τις 10 η ώρα, ήβγαινε ο ζαγκότης (ντελάλης) κι ηχτύπαε με το σοπάκι (μπαστούνα) του τσι πόρτες, μηνώντας τσι Χριστιανοί να πάνε στην εκκλησιά ντως.
Καθολική ήταν η συμμετοχή του κόσμου στην Ανάσταση. Από τις 10 η ώρα, ήβγαινε ο ζαγκότης (ντελάλης) κι ηχτύπαε με το σοπάκι (μπαστούνα) του τσι πόρτες, μηνώντας τσι Χριστιανοί να πάνε στην εκκλησιάν τως. Με το Χριστός Ανέστη κυριαρχούσε ξέφρενος εορταστικός τόνος: κρουσουμιές, στρακαστρούκες, φισέγκια και μπόμπες (βαρελότα) ηκρεπέρνανε (σκάγανε) στον ουρανό και παντού άκουες τσουκαρίσματα αβγών, φιλιά, ευχές, κωδωνοκρουσίες. Στους υπόδουλους Μικρασιάτες η μέρα συμβόλιζε και μιαν άλλη ανάσταση. Έβρισκαν την ευκαιρία να εκφράσουν θορυβωδώς τον άσβηστο πόθο για λευτεριά, αδιαφορώντας πλήρως για την παρουσία των επισήμων τουρκικών αρχών στη μεγάλη χριστιανική γιορτή.
------οοοο------
«ΟΙ ΓΙΟΡΤΕΣ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ έχουν αναμφισβήτητα το πιο έντονο θρησκευτικό χρώμα από όλες τις ελληνικές γιορτές. Προηγείται η λιτή περίοδος προετοιμασίας, η Σαρακοστή, με τη νηστεία, τους Χαιρετισμούς, τον ψυχικό, ηθικό και σωματικό εξαγνισμό των ανθρώπων. Ουσιαστικά οι πασχαλινές γιορτές αρχίζουν από το Σάββατο του Λαζάρου και κορυφώνονται το Νιότριτο (Τρίτη της Διακαινησίμου) ή ακόμη και την Παρασκευή της Ζωοδόχου Πηγής, σε μερικά μέρη.
Στη Μικρά Ασία, όπως και σε όλους τους ελληνικούς τόπους, η Λαμπρή γιορταζόταν με ευλάβεια, κατάνυξη και μεγαλοπρέπεια, χωρίς άμετρες διασκεδάσεις. Τα έθιμα είναι πολλά και διάφορα, άλλα κοινά σε όλους τους Έλληνες και άλλα εντελώς τοπικά και μοναδικά. Πολλά από αυτά διατηρούνται ίσαμε σήμερα στους τόπους, όπου εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες, επειδή συνδέονται άμεσα με τη θρησκεία.
Το Λαζαροσαββάτο άρχιζαν οι μεγάλες θρησκευτικές εκδηλώσεις, με επισκέψεις στα νεκροταφεία για τον καθαρισμό και το στολισμό των τάφων. Είναι μια προσπάθεια για ανάσταση και συμμετοχή των νεκρών στις τελετές, συνδεδεμένη με την ανάσταση του Λαζάρου. Τα παιδιά την ίδια μέρα τραγουδούσαν το ‘γκώμιο του Λαζάρου ή λαζαρικό (ένα είδος καλάντων), βαστώντας μια κούτσα (κούκλα) – ομοίωμα του σαβανωμένου Λαζάρου – και στεφάνια με πρασινάδες και μάηδοι (μεγάλες κίτρινες κι άσπρες μαργαρίτες του αγρού).
Ήρτ’ ο Λάζαρος, ήρταν τα Βάγια,
ήρτ’ η Κυριακή που τρών’ τα ψάρια.
– Πού ‘σουνε, Λάζαρε, πού ‘ν’ η φωνή σου,
που σ’ ηγύρευγε η μάνα κι η αδερφή σου;
– Ήμουνε στη γη βαθιά χωμένος
και με τσι νεκροί νεκρός κι αποθαμένος.
– Λάζαρέ μου, σαν τι είδες,
εις τον Άδη που ηπήες;
– Είδα τρόμοι κι είδα φόβοι,
είδα βάσανα και πόνοι.
Δώμουτε, καλέ, λίγο νεράκι,
να ξεπλύνω τση καρδιάς μου το φαρμάκι.
«ΟΙ ΝΟΙΚΟΚΙΟΥΡΕΣ ΗΔΩΝΑΝΕ στα παιδάκια αβγά και τσι λαζάροι, ανθρωπόμορφα κουλουράκια, ζυμωμένα ειδικά για το παιδομάνι με ζάχαρη, λάδι και μαστίχι ή κανέλα.
Σε μικρά ή απομονωμένα χωριά, το βράδυ του Λαζαροσαββάτου άναβαν τσι μεάλοι αφανοί (φωτιές) και τις πηδούσαν για το καλό ή τραγουδούσαν γύρω απ’ αυτές τροπάρια και τραγούδια βαγιάτικα και πασχαλινά με λυπητερό περιεχόμενο.
Την Κυριακή του Βαγιού (ή τω Βαγιώ) όλοι πήγαιναν στην εκκλησία για τα Νύφια (ακολουθία του Νυμφίου) και έπαιρναν βαγιόκλαρα (δάφνες), που τα φυλούσαν στο κονοστάσι, γιατί πίστευαν πως έχουν θεραπευτικές και εξορκιστικές ιδιότητες. Καθιερωμένο φαγητό της ημέρας είναι τα ψάρια και οι σαλάτες.
Στη Σμύρνη, τα παιδιά των Ελλήνων («Ρωμνάκια» τα φώναζαν) έπαιζαν με τις ροκάνες, παιχνίδι που παραμέριζε κάθε άλλο και ήταν δηλωτικό της τάξης κάθε οικογένειας: υπήρχαν, λοιπόν, ροκάνες φτιαγμένες από τενεκέ, από κοινό ξύλο, από κόκκαλο ή ξύλο πολύτιμο, ακόμα και σκαλισμένες, άλλες με ένα γλωσίδι κι έναν τροχό, άλλες με περισσότερους και λογής εθνικά κι ιερά σύμβολα πάνω τους σχεδιασμένα. Το παιχνίδι με τις ροκάνες στη Σμύρνη ήταν μια έκφραση θρησκευτική, καθώς τα παιδάκια υποδέχονταν με τον τρόπο τους το χαρμόσυνο Πάσχα και τον ίδιο τον Ιησού Χριστό.
Τα παιδιά λοιπόν με τις θορυβώδεις ρουκάνες γύριζαν περιστασιακά στους δρόμους τραγουδώντας ρυθμικά τραγουδάκια του τύπου:
«Βάγια, Βάγια τω Βαγιώ,
τρώμε ψάρι και κολιό
και την άλλη Κυριακή
βάνω τ’ άσπρο μου βρακί
και σαρτώ στα δώματα,
πέφτουν τα παπλώματα,
τα ματζώνουν οι γριές
κάτου αφ’ τσι κουντουρουδιές».
Οι άνθρωποι τις μέρες αυτές ηβάνανε τα ντόλια (σκούρα ρούχα, ιδίως μαύρα), σε ένδειξη λύπης και πένθους. Στα σπίτια γίνονταν διαρμίσματα (συγυρίσματα), ασπρίσματα, μπουγάδες, ζυμώματα και γενικές ετοιμασίες για τη μεγάλη γιορτή.
Όλη την εβδομάδα οι γυναίκες άσπριζαν και καθάριζαν τα σπίτια έπρεπε να λάμπει από καθαριότητα για να υποδεχτεί τον «Αναστάντα Χριστό».
ΘΥΜΑΜΑΙ ΤΗΝ ΓΙΑΓΙΑ ΜΟΥ να κρατά στο ένα χέρι την βούρτσα και στο άλλο τον κουβά με τον ασβέστη και να ασπρίζει τις πέτρες της αυλής τον φράχτη και τους κορμούς των δένδρων του κήπου, τους τενεκέδες με τις ορτανσίες και τους κατιφέδες ,τους ξυλόφουρνους που κυριολεκτικά έπαιρναν φωτιά τις μέρες εκείνες να ψήσουν τα πασχαλινά κουλούρια όλης της προσφυγικής συνοικίας.
Τα βράδια όλοι συμμετείχαν ευλαβικά στις ακολουθίες, παρακολουθώντας συνειδητά την εξέλιξη του θείου δράματος.
Από τις πιο Ζωντανές Μνήμες των παιδικών μου χρόνων ηταν το πανω –κάτω όλη την Μεγάλη Εβδομάδα στην Παναγιά την Γηροκομιτισσα με τη σύνοψη στο χέρι και το κερί στο άλλο να φωτίζει το μονοπάτι από τον συνοικισμό στην εκκλησία για τις ακολουθίες του Θείου Δράματος .Την Μ. Παρασκευή συναγωνισμός για το ποιος θα πει καλύτερα τα εγκώμια αγόρια και κορίτσια δεξιά και αριστερά από τον επιτάφιο ήταν η μεγάλη μας αγωνία και προσμονή . Οι γυναίκες τραγουδούσαν το μοιρολόι ή το καταλόι ή τον πόνο τση Παναγιάς, είτε στα σπίτια, κάνοντας δουλειές, είτε στην εκκλησία, σε ώρες εκτός ακολουθιών. Το ίδιο βέβαια γινόταν σε όλη τη διάρκεια της Σαρακοστής.
«Τώρα ‘ν’ αγιά Σαρακοστή, τώρα ‘ν’ άγιες ήμερες,
που λουτουργούνε τσ’ εκκλησιές και ψέλνουν οι παπάδες
και λένε τ’ άγιος ο Θεός και τ’ άγιο το Βγαγγέλιο.
Όπου το ‘κούσει, σώζεται κι όπου το πει, αγιάζει
κι όπου το καλαφιγκριστεί, παράδεισο θα λάβει,
παράδεισο και λίβανο από τον Άη Τάφο.
Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα,
σήμερα βάνανε βουλή οι άνομοι Οβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά, οι τρισκαταραμένοι.
Κάτου στα Γεροσέλυμα και στου Χριστού τον τόπο,
κάθετ’ η κερά-Δέσποινα μόνα και μοναχή τζης…».
ΠΡΟΚΕΙΤΑΙ ΓΙΑ ΕΝΑ ΕΞΟΧΗΣ ποιητικής τέχνης πολύστιχο δημοτικό τραγούδι με θρηνητικό ύφος, λυπητερή μελωδία και έντονη δραματικότητα, που είναι γνωστό σε εκατοντάδες παραλλαγές από όλο τον ελληνικό κόσμο, από την Τραπεζούντα και την Καππαδοκία μέχρι τη Ζάκυνθο και τη Καλαβρία κι από το Αργυρόκαστρο ή τη Φιλιππούπολη ίσαμε την Κάσο και την Κύπρο. Το θρήνο αυτό τον τραγουδούσαν τη νύχτα της Μ. Παρασκευής.
Σήμερα τση Παναγιάς το μοιριολόι έχει πια ξεχαστεί εντελώς, ενώ σε άλλες προσφυγικές περιοχές ψάλλεται ακόμη (π.χ. Ν. Μελί, Ν. Πέραμος, Ν. Παλάτια).
ΤΟ ΠΡΩΙ ΤΗΣ ΜΕΓ. ΠΕΦΤΗΣ ματαλαβαίνανε τα παιδιά και κορυφώνονταν οι δουλειές στα σπίτια. Οι νοικοκιουρές έπιαναν οπωσδήποτε προζύμι για τα λαμπρόψωμα κι έφτιαχναν τσουρέκια και κολλίκια με πολλά χάρτζα (κουλούρια με ζυμαρένια στολίδια κι αβγό). Χαρακτηριστικές είναι οι κορούνες των Βουρλών κι οι κουτσούνες των Αλατσάτων, ανθρωπόμορφα κουλούρια μ’ ένα αβγό στο κεφάλι. Την ίδια μέρα βάφονταν και τα κόκκινα αβγά. Το αβγό κρύβει μέσα του ζωή και συμβολίζει το θάνατο και την ανάσταση, γι’ αυτό συνδέεται δικαιωματικά με το Πάσχα. Τα αβγά βάφονταν με αγοραστή μπογιά, αλλά κυρίως με φυτικές ύλες, π.χ. κρομμυδόφυλλα, αμυγδαλόφυλλα, αλιζάρι (ερυθρόδανο), αλισάχνη (χένα). Δεν είχαν πάντα κατακόκκινο χρώμα, αλλά και καφετί ή κιτρινωπό. Οι άντροι τη Μεγάλη Πέφτη στσι καφενέδες ησταυρώνανε το φάντη, δηλαδή κάρφωναν στο ντουβάρι ένα τραπουλόχαρτο ή το κρεμούσανε από τη λάμπα, θέλοντας έτσι να στιγματίσουν το παράνομο κέρδος (τα 30 αργύρια του Ιγιούδα).
Η Μ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, η πιο κατανυκτική και σεβαστή μέρα του χρόνου, απαιτούσε αποχή από τις δουλειές. Δεν ηφροκαλούσανε, δεν ητσαταλίζανε, δεν ηράβανε, δε ριμπατεύανε, δεν ηκεντούσανε ούτε ηκαρφώνανε, συνδυάζοντας πολλές απ’ αυτές τις δουλειές με το κάρφωμα του Ιησού στο σταυρό. Η ατμόσφαιρα της μέρας αυτής είναι θλιβερή και μεγαλόπρεπα θρησκευτική. Αφ’ την πρωινιά τα κορίτσα ηματζεύανε πουλουδάκια αφ’ τσι μπαξέδες και τσι αρτάνες τω σπιτιώνε για το στόλισμα του ‘Πιτάφιου. Γαρούφαλα, αβιορέτες (νάρκισσοι), πασκαλιές, τριαντάφυλλα και μπονμπόνες, λαλάδες (τουλίπες), μανιτιές (βιολέτες), παρθενόκρινοι, πάπιες και μάηδοι περνιούνταν σε αρέστες (αρμαθιές) με μαεστρία και στόλιζαν το κουβούκλι του ‘Πιτάφιου.
Η λιτανεία ήταν ιδιαίτερα συγκινητική. Συγκλονιστικά εγκώμια, ψαλμωδίες και θρήνοι για τον νεκρό Ιησού διαχέονταν σε όλους τους χριστιανικούς μαχαλάδες . Απαραίτητο φυσικά το προσκύνημα του Επιταφίου και το πέρασμα κάτω από το κουβούκλιο. Σημαντικό ήταν και το έθιμο της πλειοδοσίας για το σήκωμα του ‘Πιτάφιου. Μπατούλιες (ομάδες) νέων ανδρών προσέφεραν μεγάλα ποσά στην εκκλησία, για να πάρουν το δικαίωμα της περιφοράς. Όποια μπατούλια έδινε τα περισσότερα, σήκωνε το ‘Πιτάφιο, το σταυρό, τις εικόνες και τα μπαργιάκια (λάβαρα) της εκκλησιάς. Το αντέτι αυτό είναι καθαρά μικρασιάτικο, γνωστό σε πολλά μέρη της Ανατολής (Καππαδοκία, χωριά του Μαιάνδρου, Βιθυνία, Αιολίδα κ.α.).
Η περιφορά γινόταν στους κεντρικούς δρόμους ή γύρω από το ναό, για το φόβο των Τούρκων, και στη διάρκειά της ψάλλονταν τα εγκώμια. Στις γειτονιές σχηματίζονταν σειρές γονατιστών ανθρώπων κάθε ηλικίας, για να περάσει από πάνω τους το ‘Πιτάφιο. Ήταν τάμα για κάθε καλό. Στην επιστροφή όλοι έπαιρναν ‘πιταφιοπούλουδα και κεριά, που τα θεωρούσαν αγιασμένα και τα χρησιμοποιούσαν για ξεμάτιασμα, εξορκισμούς, αρρώστιες και κατά της βασκανίας. Στο ναό απόμεναν μόνο οι ταμένοι και ηλικιωμένες γυναίκες που ξενυχτούσαν λέγοντας ψαλμωδίες, προσευχές και το μοιριολόι τση Παναγιάς.
Κύρια φαγητά της Μ. Παρασκευής ήταν οι νερόβραστες φακές, που συμβόλιζαν τση Παναγιάς τα δάκρυα, τα μαρούλια και οι κουκόμυτες (βλαστοί φρέσκων κουκιών), όλα ανήλαδα και βουτηγμένα σε μπόλικο γλυκάδι (ξίδι), που να ‘ναι δυνατό, δραπέτσι, εις ανάμνησιν του όξους και της πίκρας που δοκίμασε ο Εσταυρωμένος.
ΤΟ Μ. ΣΑΒΒΑΤΟ Η ΑΤΜΟΣΦΑΙΡΑ είναι εντελώς διαφορετική. Επικρατεί κίνηση, φασαρία, ανεμπαμπούλα παντού. Γίνονται οι τελευταίες ετοιμασίες, ψούνια, σφαγές αρνιών και … γοεροί παιδικοί θρήνοι για τα σφαμμένα αρνάκια και ριφάκια ντως. Συχνά πυκνά ακούγονται κρουσουμιές και τσιφτεδιές (πυροβολισμοί), ανάκατες με χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες. Στους ναούς, κατά την πρώτη Ανάσταση, οι παπάδες, αλλά και το εκκλησίασμα, έκαναν μεγάλο πατιρντί (θόρυβο) και χτυπούσαν δυνατά ό,τι μπορούσε να κάνει θόρυβο (στασίδια, πόρτες κ.ά), κουνούσαν τους πολυελαίους και έραιναν με νεραντζόφυλλα τους πιστούς. Ενδεικτική του κλίματος η φράση ‘’ηγένηκε το ανάστα ο Κύριος!’’
Καθολική ήταν η συμμετοχή του κόσμου στην Ανάσταση. Από τις 10 η ώρα, ήβγαινεο ζαγκότης (ντελάλης) κι ηχτύπαε με το σοπάκι (μπαστούνα) του τσι πόρτες, μηνώντας τσι Χριστιανοί να πάνε στην εκκλησιά ντως. Με το Χριστός Ανέστη κυριαρχούσε ξέφρενος εορταστικός τόνος: κρουσουμιές, στρακαστρούκες, φισέγκια και μπόμπες (βαρελότα) ηκρεπέρνανε (σκάγανε) στον ουρανό και παντού άκουες τσουκαρίσματα αβγών, φιλιά, ευχές, κωδωνοκρουσίες. Στους υπόδουλους Μικρασιάτες η μέρα συμβόλιζε και μιαν άλλη ανάσταση. Έβρισκαν την ευκαιρία να εκφράσουν θορυβωδώς τον άσβηστο πόθο για λευτεριά, αδιαφορώντας πλήρως για την παρουσία των επισήμων τουρκικών αρχών στη μεγάλη χριστιανική γιορτή.
Μετά την εκκλησία έφερναν με τα λαμπροκέρια το άγιο φως στο σπίτι, έκαμαν σταυρούς στο ανώφλι της πόρτας, έβαζαν ένα κόκκινο αβγό στο κονοστάσι, που το διατηρούσαν ως το επόμενο Πάσχα, κι έτρωγαν σούπα αβγολέμονο ή τηγανητά τζιεράκια και σγαρδουμάκια (συκωτάκια κι εντόσθια), φρέσκες μουτζήθρες και τα τσουκαρισμένα αβγά. Η γνωστή σήμερα μαγειρίτσα ήταν εντελώς άγνωστη πριν από το ‘22.
Η Λαμπρή μπορεί να μην είχε τον ξέφρενο γιορταστικό ρυθμό άλλων εορτών, αλλά ήταν η πιο επίσημη, η πιο λαμπρή μέρα του χρόνου, γιομάτη αγάπη και συμφιλίωση. Το πρωί πήγαιναν όλοι στην εκκλησία, φορώντας πίσηνα (επίσημα) ρούχα κι οπωσδήποτε κάτι καινούριο, πρωτοφόρετο, για το καλό. Οι κοπέλες κι οι νέες γυναίκες έβαζαν μισοφούστανα, πορκάκια και μαντίλια με έντονο χρώμα, όπως άσπρο, τσικουδί, κόκκινο, ρουδί, κίτρινο, σε ένδειξη χαράς κι αγνότητας. Ακόμη και τον ίδιο το μήνα Απρίλη τον ονομάτιζαν Λαμπροφορεμένο ή Λαμπριάτη. Όλοι αλληλοσυγχωρούνταν, αντάλλασσαν ευχές κι έστηναν ζέφκια (γλέντια) και χορούς μέσα σε πανηγυρική ατμόσφαιρα.
«Χριστός ανέστη, μάτια μου, έλα να φιληθούμε
κι από τα φύλλα τση καρδιάς να ξαναγαπηθούμε…»
ΤΟ ΜΩΡΑΪΤΙΚΟ ΚΑΙ ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΙΚΟ ΕΘΙΜΟ του σουβλιστού αρνιού ήταν επίσης εντελώς άγνωστο σε ολόκληρη τη Μικρασία, στο Αιγαίο και στα περισσότερα ελληνικά μέρη. Το λαμπριάτικο τραπέζι ήταν σχετικά λιτό: αρνί στο φούρνο, απάνου στσι βέργες του κλημάτου, ή σπανίως μαγειρευτό (καπαμάς), σαλάτα, μουτζήθρες, αβγά, κρασί και λαμπροκούλουρα.
Βασικά και χαρακτηριστικά έθιμα των ιωνικών παραλίων και των μικρασιατικών νησιών από την Ίμβρο μέχρι το Καστελόριζο είναι τα τσερκένια (οι χαρταετοί), οι κούνιες και το λέμπι. Οι κούνιες που πάνε από τη γη στον ουρανό συμβολίζουν από τα πανάρχαια κιόλας χρόνια την ανάσταση και την ανάταση των ψυχών. Τσι κούνιες τσι στέναμε σ’ ούλες τσι πασκαλινές σκόλες, το Νιότριτο, τ’ Άη-Γιωργιού, τση Πηγής, την Πρωτομαγιά, τση Μαλλιαρής (Αναλήψεως), και τση Γονατιστής (Πεντηκοστής) ίσαμε τσ’ Αγιά-Τριάδας, όπου ηβολευούμαστουν, στα δέντρα, σε κληματαριές, στσι αυλές, στην εξοχή. Ητραγουδούσαμε και τση κούνιας τα τραγούδια, την ώρα που ηλέμπαμε (κουνιόμασταν). Ήντανε πολύ ωραία!’
«Σίδερο να ‘ναι το σκοινί κι ατσάλι το δοκάρι
και το σανίδι μάλαμα κι ούλο μαργαριτάρι.
Να ‘μουνε στη γης καρφίτσα,ν’ αγκυλώνω τα κορίτσα.
Πάνω στην κούνια κάτσανε τέσσερα μαύρα μάτια.
Τέσσερα φρύδια σα σπαθιά και δυο κορμιά ρηγάτα.
Να ‘μουνε στη γη τριφύλλι και στο μπέτι σου μαντίλι».
Τραγουδούσαν επίσης το Χριστός ανέστη, τροπάρια, πατριωτικά, ερωτικά ή σχολικά τραγούδια .
Το λέμπι γινόταν με την πανακωτή (πινακωτή των ψωμιών) ή άλλο πλατύ και γερό σανίδι, το οποίο έντυναν με ωραία κιλίμια. Κάθονταν πολλά κορίτσια, από δύο ως έξι, και στις άκρες δυο όρθια αγόρια κρατούσαν τα σκοινιά κι έδιναν ώθηση δεξιά κι αριστερά, όχι προς-πίσω, όπως στις γνωστές κούνιες. Το έθιμο της κούνιας έχει αρχαία ιωνική – αττική καταγωγή και σχετίζεται με τις ελληνικές ανοιξιάτικες γιορτές.
Εντελώς ιδιαίτερο έθιμο της Ερυθραίας, κυρίως στα Βουρλά, στη Δυτική Ερυθραία και στα καραμπουρνιώτικα χωριά, ήταν το Νιότριτο, η Τρίτη της Διακαινησίμου. Τη μέρα αυτή γίνονταν πάλι λιτανείες και υπαίθριες δοξολογίες, με επικεφαλής το μπαργιάκι της Ανάστασης, στολισμένο με πούλουδα, μπλίρες(ασημένιες ή χρυσές ταινίες) και μεταξωτά ρεπαντιά (κορδέλες).
Η γιορτή τ’ Άη-Γιωργιού, αν πέσει πριν από τη Λαμπρή, γιορτάζεται τη Λαμπροδευτέρα και ήταν πια διπλόσκολο (διπλή γιορτή). Τα μέρη που είχαν εκκλησιά του Αγίου οργάνωναν μεγάλα πανηγύρια, όπως στα Τσικούρια και στον Γκιούλμπαξε, όπου πρόσφεραν στους προσκυνητές το κεσκέκι, φαγητό με μπλιγούρι και κρέας ταύρου που έβραζε αποβραδίς σε μεγάλα καζάνια. Το αντέτι αυτό εξακολουθεί να τηρείται και σήμερα στα Μελίσσια, όπου έχουν εγκατασταθεί πολλοί Γκιουλμπαξώτες πρόσφυγες.
ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ μαζεύανε και τ’ αγιωργίτικα πουλουδάκια, δηλ. το χαμομήλι, που θεωρούνταν ευλογημένο από τον Άγιο.
Ο κύκλος των εορτών του Πάσχα έκλεινε με το πανηγυράκι της Ζωοδόχου Πηγής του Λυθριού. Ο κόσμος αυτή τη μέρα πήγαινε να προσκυνήσει επίσης στα πολυάριθμα ξωκλήσια και στα αγιάσματα που υπήρχαν διάσπαρτα στις εξοχές, όμως χωρίς ιδιαίτερα ζέφκια και διασκεδάσεις.
Το Σαββάτο και την Κυριακή του Θωμά λεφούσια Ερυθραιωτών που είχανε κάνει τάμα, ιδίως οι νιόπαντρες κι όσες ήθελαν να πιάσουν παιδί, μετέβαιναν με τα τρένα από τη Σμύρνη στη Μαγνησά, για να παρευρεθούν στο μέγιστο πανηγύρι της Ιωνίας και να προσκυνήσουν την Άγι’-Ανεστασία του Χορόσκιοϊ, που ήτανε πολύ θαματουργή και τήνε προσκυνούσανε ακόμας κι οι Τούρκοι.
Όπως διαπιστώνουμε το Πάσχα, για όλη τη Μ. Ασία αποτελούσε ένα κορυφαίο θρησκευτικό γεγονός που ήταν ταυτισμένο με την άνοιξη και την εποχή της γονιμότητας και της ευημερίας, ενώ τα περισσότερα από τα έθιμα που προαναφέρθηκαν αναβιώνουν κάθε χρόνο μέχρι σήμερα,σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γής όπου υπάρχει ελληνισμός , θυμίζοντάς μας πως ο ελληνικός πολιτισμός είναι κάτι βαθιά ριζωμένο μέσα μας.
Καλό Πάσχα με υγεία και χαρά και ειρήνη για όλον τον κόσμο
ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ».
___________
(*) Το παραπάνω κείμενο είναι ομιλία της Προέδρου Ντίνας Παπάκου από τη μουσικοφιλολογική εκδήλωση, υπό τον τίτλο Ήθη και έθιμα της Μ. Ασίας το Πάσχα και μεγάλοι Υμνωδοί της, που πραγματοποιήθηκε την Δευτέρα 15 Απριλίου 2024 στην Αγορά Αργύρη της Πάτρας, με την συμμετοχή της κας Κωνστ. Παπάκου, προέδρου Μικρασιατικού Συλλόγου ''Παναγία η Γηροκομίτισσα'', του φιλόλογου-ιεροψάλτη κ. Πέτρου Γαλάνη, που αναφέρθηκε στα ιστορικά δρώμενα της Ψαλτικής και του Βυζαντινού Χορού ''Πέτρος ο Πελοποννήσιος'', που απέδωσε ύμνους Μ. Εβδομάδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου