ΑΛΛΑΓΗ EMAIL

Οι φίλοι αναγνώστες μπορεί να στέλνουν τα μηνύματά τους στο εμέηλ gmosxos1@hotmail.com στο οποίο θα προτιμούσε ο διαχειριστής να τα λαμβάνει. Παράλληλα άνοιξε και ισχύει πάλι το εμέηλ gmosxos23.6.1946@gmail.com το οποίο μπορείτε να χρησιμοποιείτε σε περίπτωση που αδυνατείτε να κάνετε χρήση του hotmail.com
ΤΗΛ. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 6938.315.657 & 2610.273.901

Παρασκευή 23 Ιουνίου 2023

Χρήστος Μοσχονάς: Ας πρόσεχες, λεβέντη μου!

«Η φωτογραφία είναι φίλου και το τοπίο Μεσολόγγι» ενημερώνει ο λογοτέχνης Χρ. Μοσχονάς.


«Σαν μετά από αρκετό καιρό έλαχε μια χρονιά με αρκετούς πνιγμούς γεροντοπαλίκαρων, καθώς έπινα τον καφέ μου, η ματιά μου έπεσε σε τέσσερις τον αριθμό σημαδούρες»

Ο ΠΑΛΙΟΣ ΑΘΛΗΤΗΣ  του Ηρακλή Θεσσαλονίκης και συγγραφέας συνάμα, δεν παύει να ασχολείται με τις λογοτεχνικές  του ανησυχίες. Έτσι στον προσωπικό του λογαριασμό στο Facebook, ο Χρήστος Μοσχονάς παρουσιάζει ένα μέρος από τις αθλητικές ενοράσεις του, με αντικείμενο, τι άλλο; Την θάλασσα, με την οποία είναι δεμένος στον Αλισσό Αχαΐας, το τελευταίο τέταρτο του αιώνα, που δραστηριοποιείται τα καλοκαίρια, παππούς πια.

 

Γράφει, λοιπόν:

«Τ Α ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΕΙΚΟΣΙ ΠΕΝΤΕ  χρόνια τα καλοκαίρια μου τα περνώ στον Αλισσό στην παραλία του ξενοδοχείου… να που δεν το θυμάμαι, αλλά θα το θυμηθώ αργότερα. Τα πρώτα απ’ αυτά τα χρόνια σαν έπεφτα στη θάλασσα έκοβα κάθετα μέσα της στον ορίζοντα της Βαράσοβας και της Κλόκοβας. Αργές και ρυθμικές χεριές ελεύθερου στυλ με μια δεξιά ανάσα κάθε δεύτερη χεριά. Περνούσα φυκιάδες και ξέρες μέχρι που φαινόταν, στη Δύση, ολόκληρη η Μαύρη Μύτη. Μετά επέστρεφα. «Καλά τα πας, κύριε Χρήστο», έλεγα. Εκείνο που μ’ ενοχλούσε στην όλη διαδικασία ήταν η «δεξιά ανάσα» κι είπα να την αλλάξω σε αριστερή, αλλά δεν… Έτσι αρκέστηκα στις δεξιές ανάσες κι αυτός ήταν κι ο πρώτος μου συμβιβασμός, σε ότι αφορούσε τα δυο τοπικά επιρρήματα, που ’γινε απλά και περήφανα μ’ ένα: « δε βαριέσαι, και τι έγινε;»

Σαν μετά από αρκετό καιρό έλαχε μια χρονιά με αρκετούς πνιγμούς γεροντοπαλίκαρων, καθώς έπινα τον καφέ μου, η ματιά μου έπεσε σε τέσσερις τον αριθμό σημαδούρες, που σχημάτιζαν ένα τεράστιο τραπέζιο, με τη μεγάλη του πλευρά κατά μήκος της παραλίας. Έτσι σκέφτηκα ότι θα ’ταν φρόνιμο να μην ξαναπάω προς τα βαθιά, γιατί άνθρωποι είμαστε και δεν ξέρεις… Ναι, αυτό σκέφτηκα, το ανθρώπινο δηλαδή, τρομάρα μου. Ξεκίνησα, αλλά μ’ έτρωγε η περιέργεια πόσα μέτρα να’ ταν η απόσταση στο σύνολό της. Μιας και δεν υπήρχε περίπτωση να υπολογιστεί, αποφάσισα να μετρήσω χεριές. Ήταν αρκετές, αφού τις έβγαλα χίλιες και για να κάνω την απόσταση, με το πάσο μου, στο ρελαντί και με δεξιές ανάσες, χρειαζόταν χρόνος μεταξύ 20΄ έως 25΄ λεπτών. Αν και τώρα πια οι ανάσες ήταν ανά χεριά αναφώνησα: «Μια χαρά κυρ Χρήστο»!

Μετά από μερικά χρόνια οι χεριές από χίλιες έγιναν χίλιες πενήντα, αλλά βρήκα το γιατί, χωρίς καν να κουράσω τη σκέψη μου. «Θα μετακίνησαν καμιά σημαδούρα και μεγάλωσε η απόσταση» … έτσι απλά κι ωραία, χωρίς φυσικά καμιά άλλη εναλλακτική πιότερο σοβαρή. «Μια χαρά τα πας, φ’σέκι, κυρ Χρήστο»! Χρονάκια αργότερα, μερικές απ’ τις σημαδούρες χάθηκαν. Η πρώτη σκέψη ήταν ότι δε θα ’χαν πια βάρκες μερικοί ή ίσως ν’ άνοιξαν πανιά για άλλες παραλίες.

Μιας και δε σκέφτηκα να γυρίσω ξανά στη διαδρομή προς Βαράσοβα και Κλόκοβα, είπα ν’ αρχίσω τη διαδρομή Καστέλα - Τρι Μπαρ, κατά μήκος της ακτής. Είδατε που σας έλεγα; Το θυμήθηκα το όνομα του ξενοδοχείου, για την ακρίβεια ήρθε μοναχό του. Μέτρησα ξανά τις χεριές μου και μου βγήκαν οκτακόσιες. «Ωρέ μπράβο, λεβέντη μου. Παλικαράκι μπαρμπα Χρήστο»! Μάλιστα είχα βάλει και τρία σημάδια στην ακτή, για να ελέγχω τις χεριές.

Σαν μετά από λίγα χρόνια άρχισαν ξανά να μου βγαίνουν χεριές παραπάνω, όπως μέχρι και τώρα έκανα μια απλή σκέψη, που την υιοθέτησα αμέσως: «Θα υπάρχουν κόντρα ρεύματα στον βυθό». Σε λίγο καιρό η πλεύση μου δεν ήταν ευθεία όπως πριν κι επειδή έκανα μπάνιο το πρωί, υπέθεσα ότι θα μ’ ενοχλούσε ο ήλιος και γι’ αυτό ίσως βγαίνουν κι οι χεριές παραπάνω. Έτσι πήρα την απόφαση να δοκιμάσω το πρώτο κομμάτι να το κάνω ύπτιο. «Μια χαρά» είπα « κανόνι είσαι, παππού Χρήστο»! Έτσι εξακολούθησα να κάνω το ίδιο δρομολόι.

Χθες, μετά το δρομολόι και τον καφέ και πάνω στο φευγιό για το σπίτι, το μάτι μου πήρε έναν συνάδερφο κατά πολλά χρόνια νεότερό μου. Είπα να τον πειράξω και μιας κι η γυναίκα μου είχε προπορευτεί της φώναξα: « Από αύριο αλλάζουμε στέκι, αφού πλάκωσαν κι εδώ Πατρινοί»! Επόμενο ήταν να γυρίσει να μάθει ποιος και τι και σαν με είδε, κάρφωσε το μόνιμο χαμόγελο στο πρόσωπο και μου ’πε:

-Μια χαρά είσαι κουφάλα, δεν έχεις αλλάξει καθόλου!

Άρχισα να ψηλώνω και να φτάνω κεφάλι με κεφάλι μαζί του, ενώ αυτός συνέχιζε:

-Ρε μπαγάσα, μπράβο, περνάς καλά απ’ ότι φαίνεται.

-Εσύ πως από δω; τον ρώτησα.

-Μόλις τελειώσαμε απ’ το σχολείο κι ήρθαμε για ένα ουζάκι.

-Καλά, ακόμα Αχαΐα είσαι; Τώρα που’ χεις τα μέσα, θα μπεις κατά Πάτρα μεριά,ε;

-Τριάντα τρία χρόνια υπηρεσία έχω, τώρα να μπω; Τρελάθηκες;

Όχι, όχι, δεν ήταν τριάντα τρία χρόνια που μου ’φεραν σε δύσκολη θέση τη σκέψη. Αν κι αυτός εξακολουθούσε να λέει ωραία πράγματα, εγώ είχα ήδη αρχίσει να κάνω υπολογισμούς και να φέρνω τον νου στα παλιά. Τον θυμήθηκα μαθητή να παίζει Βόλεϊ, μετά προπονητή και μάλιστα σε ομάδες Α! Εθνικής και συνάμα συνάδερφο. Τριάντα τρία χρόνια!!! σκέφτηκα. Αν διορίστηκε στα είκοσι εφτά του, μας κάνου εξήντα και δέκα τρία χρόνια που ’μαι εγώ συνταξιούχος… Δε θέλησα να κάνω τη σούμα και μ’ επανέφεραν στην πραγματικότητα τα λόγια του:

-Κανέναν απ’ τους παλιούς βλέπεις;

-Ε, άμα κυκλοφορούν, του απάντησα.

Τόσο απλά και με τη μία ανατράπηκαν οι μέχρι τώρα σκέψεις, που τόσο αφελώς θεωρούσα σωστές, αν και τα γεγονότα προσπαθούσαν να με προσγειώσουν. Φυσικά και δεν ήταν τα ρεύματα στο βυθό, ενάμιση μέτρο κάτω απ’ το κορμί μου, μηδέ είχαν απομακρύνει τις σημαδούρες, ούτε με θάμπωνε ο ήλιος που στραβοκολυμπούσα. Απλά Χρήστο, που στο χρόνο έγινες κύριος Χρήστος, πήρες προαγωγή σε κυρ Χρήστο, έγινες υποδιευθυντής σαν μπάρμπα Χρήστος και αποστρατεύτηκες τιμητικά ως παππούς Χρήστος, σε προσπέρασαν τα χρόνια και στην προσπάθειά σου να τα προφτάσεις, σου βγήκαν στην επιφάνεια ώμοι, γόνατα, γοφιά και μέση και μιας και τα χρόνια έκοψαν δρόμο σου φόρτωσαν στις πλάτες και το μπαλαούρο τους.

Τι να σου κάνω Χρηστάκη, όπως με φώναζε η μάνα μου, ας πρόσεχες!!!»

Η φωτό είναι φίλου και το τοπίο Μεσολόγγι.

Δεν υπάρχουν σχόλια: