Διήγημα του
Χρήστου Τσαντή στο οποίο βασίστηκε η νουβέλα «Φάρος»
Το διήγημα βραβεύτηκε στον 30ο
διαγωνισμό της Πανελλήνιας Ένωσης Λογοτεχνών.
«….. Όταν έβλεπα τους
άλλους να φεύγουν δεν ήξερα πόσο μακρύ θα ‘ναι αυτό το ταξίδι. Ήθελα να μιλήσω
σε κάποιον, μα δεν υπήρχε κανείς να μ’ ακούσει. Ίσως κι εσύ να μην μ’ άκουγες,
αλλά δεν άντεχα άλλο! Έπρεπε κάτι να κάνω…
Για ποια αδικία
πληρώνουμε;
Τι ζητάνε από μας;
Γιατί μας κυνηγάνε;
Γιατί δεν μπορούμε κι
εμείς να έχουμε μια ζεστή γωνιά κι ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι μας;
Τι κακό κάναμε; Δεν
θυμάμαι να κάναμε κάτι κακό. Όχι εμείς.. άλλοι έφεραν το κακό! Πάντα άλλοι το
κάνουν κι άλλοι μετά το πληρώνουν..
Ξέρεις αναρωτιέμαι, πως
είναι η ειρήνη;
Ο μπαμπάς μου, έλεγε ότι
πάντα έφταιγαν οι φανατικοί. Ότι αυτοί ξεκινούσαν πάντα τον πόλεμο. Παλιά τον
κάνανε για να σκοτώσουν τους δασκάλους γιατί τους έφερναν οι ξένοι να αλλάξουνε
την πίστη μας.
Έτσι έμαθα ότι δεν είναι
κακό πράγμα να σκοτώνεις τους δασκάλους, αντίθετα είναι κακό να τους αφήνεις να
μαθαίνουν γράμματα στα παιδιά, έμαθα πως οι φανατικοί είναι «πιστοί» που κάνουν
ότι τους φώτισε ο Αλλάχ, άρα όλα ήταν καλώς καμωμένα.
Μετά έμαθα ότι ο Αλλάχ
είναι τόοοσο μεγάλος που τους θέλει όλους μαζί του, εκτός βέβαια από τους
δασκάλους.
Κι έτσι έβαλε άλλους
ξένους να μας πουλήσουν φτηνά όπλα για να πολεμήσουμε. Όμως αργότερα ο θεός μας
κάπου μπερδεύτηκε, κι ενώ οι ξένοι έφυγαν-κι από δάσκαλο δεν έμεινε ούτε
ρουθούνι-άναψε πάλι ο πόλεμος.
Ήρθαν άλλοι ξένοι, που
ήταν παλιά φίλοι μας και τώρα γίνανε εχθροί, κι άρχισε να πολεμά ο ένας τον
άλλον με μανία. Κι αυτοί γίνονταν όλο και πιο πολλοί και φέρνανε μαζί και τους
φίλους τους από όλες τις άλλες χώρες ώσπου δεν έμενε χώρος για μας. Και την
πατρίδα μας την αδειάσανε για να μην βρίσκουνε βοήθεια οι «τρομοκράτες».
Έτσι λέγανε τώρα τους
παλιούς τους φίλους, τους «πιστούς» φανατικούς. Κι εγώ κατάλαβα ότι μπορεί να
μην καταλαβαίνω και πολλά, αλλά αυτοί οι ξένοι που μας έκαναν παλιά τον φίλο,
μάλλον μας κορόιδευαν και άλλους στόχους είχαν. Γιατί τώρα δεν σκότωναν μόνο
τους δασκάλους ή τους ξένους που παλιά ήταν εχθροί μας, αλλά κι όποιον άλλον
βρισκόταν στον δρόμο τους.
Ρίχνουνε βόμβες κι έχουνε
στρατό που μπαίνει κρυφά τις νύχτες στα χωριά κι αφού αρπάξουν ότι βρουν,
θερίζουν με τα πολυβόλα και τ’ αεροπλάνα τους όποιον κινείται. Δεν μπορείς να
φανταστείς πόσοι χάνονται έτσι κάθε μέρα.
Κατά λάθος!! Έτσι μας έλεγαν!
Αργότερα τα πράγματα
χειροτερέψανε κι άλλο. Όσους δεν πετύχαιναν τα όπλα, τους έβρισκε η πείνα κι οι
αρρώστιες κι άλλος δρόμος δεν έμενε. Μόνο να φύγεις από ‘δω. Να φύγεις όσο πιο
μακριά γίνεται.
Φωτογραφία αρχείου. |
Το Αφγανιστάν έχει
πεθάνει.. η πατρίδα μας έγινε ένα απέραντο νεκροταφείο..
Ακούς καλέ μου; Ακούς;
Δεν έχει χώρο για ζωή.
Ζωή έχουν τώρα μόνο τα φορτηγά.
Ναι, αλήθεια σου λέω. Στα
φορτηγά έχει πιο πολύ αέρα κι απ’ τα περήφανα βουνά μας. Ο αέρας έχει φύγει απ’
τη πατρίδα μου. Φοβάται και κρύβεται. Μπορεί κι αυτός να τρύπωσε ανάμεσα σε
τίποτα κιβώτια για να ζήσει. Εκεί μοναχά μπορείς τώρα ν’ ανασάνεις. Ανάμεσα στα
κιβώτια χωράνε πολλοί άνθρωποι. Κι ανασαίνουμε όλοι μαζί τα βρώμικα χνώτα μας..
Στην πατρίδα ζουν μόνο
όσοι φτιάχνουν δηλητήρια κι αυτοί… σαν φαντάσματα γυρίζουν από πόλη σε πόλη και
τα πουλάνε, δώρο στους κατακτητές για να τον πάνε στις πατρίδες τους, να τον
γευτούν τα παιδιά και τα εγγόνια τους. Όπως κι αυτοί μας φέρανε δώρο το θάνατο.
Ίσως πίσω απ’ όλα αυτά να είναι ο Αλλάχ. Αυτός ξέρει! Εγώ ξέρω μόνο ότι κρύωνα
πολύ και πεινούσα.
Μακάρι να ήσουν εδώ τώρα.
Εσείς ξέρατε πάντα τι
είναι το σωστό. Εγώ δεν πρόλαβα να μάθω. Μου έλεγε ο μπαμπάς πως δεν ήταν έτσι
πάντα τα πράγματα. Μου έλεγε ότι όλη μας η ζωή, μοιάζει με ένα μεγάλο ταξίδι
και το εισιτήριο ακριβαίνει συνεχώς.
Δουλεύαμε στο όπιο. Οι φανατικοί γίνανε
αφέντες κι εμείς δούλοι. Κάθε τόσο έφτανε ένα στρατιωτικό καμιόνι που πάνω του
είχε ένα σήμα μ’ έναν περίεργο σταυρό μέσα σε έναν κύκλο κι ένα τζιπ με μια
μεγάλη σημαία, με αστέρια, που κυμάτιζε.
Οι στρατιώτες κατέβαιναν
με τα όπλα τους άλλα τότε δεν κάνανε πόλεμο. Δίνανε κάτι χαρτιά στον αφέντη,
που τα λέγανε δολάρια, κι έπειτα έμαθα ότι για αυτά γίνονται όλοι οι πόλεμοι.
Ύστερα έπαιρναν τη σοδειά και φεύγανε.
«Έτσι θα φύγουμε κι εμείς κάποια μέρα», λέγανε
κάποιοι δίπλα μου.
Και δεν έλεγαν ψέματα. Με
τον καιρό άρχισαν λίγοι-λίγοι να φεύγουν. Δεν ήξερα για πού πήγαιναν. Κι
έρχονταν άλλοι στη θέση τους για δουλειά, ώσπου να έρθει κι η δική μας η σειρά
για να φύγουμε. Την ήμερα που έχασα τους δικούς μου πήγα να τρελαθώ.
Κάποιοι μου είπανε πως
δεν γινόταν να γίνει διαφορετικά, και πως δεν υπήρχε θέση για άλλον. Μου είπανε
ακόμα να μην στεναχωριέμαι γιατί θα πάνε μπροστά εκείνοι και θα με περιμένουν.
Τότε έμεινα εντελώς μόνος
μου και πέρναγαν οι μέρες και οι νύχτες και τίποτα δεν άλλαζε. Σκοτωμοί και
βόμβες και δουλειά, κι ύστερα πάλι ξανάρχονταν, το τζιπ και το καμιόνι κι η
σημαία με τ’ αστέρια κυμάτιζε, κι εγώ ήθελα να πάω κοντά στους δικούς μου, μα
δεν με παίρνανε.
Μέχρι που μια μέρα, χωρίς να περιμένω άλλο,
χωρίς να τους ρωτήσω, τρύπωσα στο φορτηγό κι οι άλλοι που με είδαν, δεν με
μαρτύρησαν, κι έφυγα κι εγώ για το μεγάλο ταξίδι. Κανείς δεν μιλούσε και τ’
όχημα πήγαινε, πήγαινε όλο και πιο μακριά και κουνούσε, κι ένιωθα τόσο
κουρασμένος που κοιμήθηκα, κι εγώ δεν ξέρω πόσο.
Κάποιαν ώρα με ξυπνήσανε.
Κατεβήκαμε απ’ το φορτηγό, περιμέναμε λίγο ώσπου ήρθε ένα άλλο πιο μεγάλο και
μας πήρε. Αυτό είχε πράγματα μέσα-δεν
ήταν του στρατού-κι είχε μια άλλη σημαία ζωγραφισμένη πάνω του με κάτι
αστεράκια μπλε.
Ντρεπόμουνα να ρωτήσω.
Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν μιλούσε. Ανεβήκαμε όλοι στο καινούργιο φορτηγό κι εκεί
μέσα ξανακοιμήθηκα. Είχε και κιβώτια, μπορούσες να ξαπλώσεις κι ήταν πολύ πιο
άνετα, στην αρχή!
Δεν ήξερα που
βρισκόμουνα, αλλά κι αυτό τι σημασία είχε; Μόνο μούχλα γύρω μας και σαπίλα. Δεν
σταματούσαν καθόλου οι οδηγοί, ούτε για την ανάγκη μας κι έτσι όποιος δεν
άντεχε να κρατηθεί άλλο τα έκανε σε μιαν άκρη, και βρωμούσαμε τόσο που τα ζώα
μοσχοβολούσανε μπροστά μας σαν να φοράνε πανάκριβες κολόνιες.
Άλλοι ζαλίζονταν πολύ,
ξερνούσαν υγρά απ’ το στόμα πάνω τους κι ύστερα ξανακοιμόντουσαν πάλι. Καλά να
λες που δεν υπήρχε τίποτα να φάμε. Τότε τα πράγματα θα ήταν πολύ πιο δύσκολα.
Κάπου-κάπου το φορτηγό σταματούσε, η πόρτα άνοιγε-μόνο απ’ έξω μπορούσες να την
ανοίξεις-και μας δίνανε λίγο νερό. Κράταγες την ανάσα σου κι έκανες προσευχή να
φτάσουμε. Όπου να ‘ναι! Αρκεί κάπου να φτάσουμε και να τελειώσει τούτο το
μαρτύριο.
Αλήθεια είχα μπερδευτεί
πολύ! Δεν ήξερα τώρα τι είναι προτιμότερο, κι αν με ρωτούσες εκείνη ακριβώς τη
στιγμή, θα σου έλεγα ότι ο πόλεμος είναι καλύτερος!
Κάποια στιγμή το φορτηγό
σταμάτησε. Η πόρτα άνοιξε και βγήκαμε έξω. Νύχτα, βαθύ σκοτάδι, αλλά τα μάτια
μας είχαν συνηθίσει σαν τους τυφλοπόντικες. Ένας υγρός αέρας μας τύλιξε. Κάτι
άφριζε στο βάθος κι ακούγονταν ένας ήχος μυστήριος που ήταν άγνωστος στα αυτιά
μου. Ότι και να ‘ταν πάντως έφερνε δροσιά.
Έτσι γνώρισα τη θάλασσα!
Κατεβήκαμε ένα μονοπάτι,
και πατήσαμε χώμα ελαφρύ που ‘μπαινε στα παπούτσια και κολλούσε στα πόδια μας.
Μερικοί έβγαλαν τα ρούχα και μπήκανε μέσα κι άλλοι ρίχνανε το νερό με μανία στα
μούτρα τους. Τότε μας είπανε να ανέβουμε σε κάτι περίεργες βάρκες κι επιτέλους
μάθαμε που πάμε. Θα περνούσαμε σε μια χώρα που την λέγανε Ελλάδα για να πάμε
στην Ευρώπη.
Τρείς βάρκες ξεκινήσαμε,
μόνο η δική μας όμως έφτασε στην απέναντι στεριά. Μερικοί έκλαιγαν και
προσεύχονταν για τους δικούς τους που χάθηκαν. Τότε κατάλαβα ότι εδώ σ’ αυτά τα μέρη υπάρχει κάτι
πολύ πιο ύπουλο και πιο επικίνδυνο απ’ τον πόλεμο, που το λένε θάλασσα. Κι
είναι κάτι που μυρίζει ωραία και σε ζαλίζει με την ομορφιά της, αλλά μπορεί να
σε τυλίξει με τ’ αφρισμένα της κύματα και να σε κρατήσει κοντά της για πάντα!
Σκέφτηκα τότε ότι οι άνθρωποι που ζουν εδώ
είναι πολύ τυχεροί γιατί αυτή τους προστατεύει κι ίσως, αν κι εμείς είχαμε
θάλασσα στην πατρίδα, μπορεί να μην έφταναν ποτέ οι ξένοι, και μπορεί πάλι κι ο
πόλεμος να χανόταν όταν θα έμπαινε στη βάρκα για να έρθει κοντά μας!
Όμως εμείς δεν έχουμε!
Μας φόρτωσαν ξανά σαν τα
ζώα-κι αυτή τη φορά μαζί με ζώα-σε ένα πλοίο. Όλα γίνονταν πολύ γρήγορα και στα
κρυφά. Η μέρα μας ήταν πλέον γεμάτη από νύχτες. Κάποια στιγμή, νύχτα πάλι, μας
έβγαλαν απ’ το πλοίο. Δώσανε σε κάποιον ένα χαρτί με κάτι σχέδια κι αφού
περπατήσαμε αρκετές νύχτες φτάσαμε στη χώρα απ’ όπου θα φεύγαμε για την Ευρώπη.
Κι αυτή η χώρα ήταν
γεμάτη από θάλασσα όμως ήταν κλεισμένη με σίδερα και συρματοπλέγματα κι έμοιαζε
με φυλακή. Έκανα ότι κάνανε κι οι άλλοι κι έλπιζα κάποια στιγμή να σε δω.
Κυνηγούσαμε τα φορτηγά από πίσω. Μόνο έτσι μπορούσες να τρυπώσεις στο πλοίο.
Κάποιοι έπαιρναν λεφτά και μας έβαζαν μέσα, κι άλλοι φέρνανε την αστυνομία και
μας κυνηγούσε. Όποιον έπιαναν τον χτυπούσαν και τον έβριζαν. Εγώ λεφτά δεν είχα
όμως και δεν ήξερα τι να κάνω για να βρω.
Προχθές φέρανε μεγάλες
μπουλντόζες, μας έβαλαν φωτιά και γκρέμισαν τις καλύβες μας. Από παντού θέλουν
να μας διώξουν, αλλά και δεν μας αφήνουν να φύγουμε. Αυτή η χώρα μάς έχει
φυλακίσει. Πότε-πότε έρχονται κάποιοι καλοντυμένοι και μας παίρνουν για
δουλειά. Δουλεύουμε όλη μέρα και μας δίνουν λίγο ψωμί και ρούχα. Τι πονόψυχοι
Χριστιανοί! Ο Αλλάχ να τους δίνει ζωή κι ας είναι άπιστοι!
Εδώ έκανα έναν καινούργιο
φίλο. Αυτός ο άνθρωπος είναι καιρό εδώ κυνηγώντας φορτηγά. Τον έπιασαν κι έχει
φάει πολύ ξύλο. Τώρα όμως ξέρει να προσέχει. Μου είπε ότι είναι πολύ περίεργη
αυτή η χώρα.
«Εδώ, όλα γίνονται με τα
λεφτά. Τίποτα άλλο δεν μετράει. Αν έχεις, μπαίνεις στο φορτηγό κι από κει στο
πλοίο, κι ύστερα φεύγεις. Αν δεν έχεις και σε πιάσουν, πέφτει ξύλο. Για να
βρεις λεφτά κάνεις τα πάντα. Τότε η κλεψιά δεν πειράζει. Αυτοί που μας έφεραν
τον πόλεμο μας κατηγορούν γιατί φύγαμε μακριά του. Αυτοί που τον έφεραν στην
χώρα μου, μας κατηγορούν γιατί μπήκαμε στη δική τους.
Οι νόμοι εδώ είναι
περίεργοι! Δεν τους καταλαβαίνω. Μας κατηγορούν γιατί τρώμε από τα σκουπίδια,
κι έπειτα μας σκοτώνουν για να μην πεινάμε»!
Αυτός ο άνθρωπος μου είπε
ότι είχε δει την μάνα του να βουλιάζει στα νερά της θάλασσας προσπαθώντας να
βοηθήσει τον πατέρα του που πνιγόταν. Μου είπε ακόμα ότι άλλες βάρκες τις
βυθίζουν κάποιοι που μοιάζουν με στρατιώτες, κι ύστερα κοιτάνε και γελάνε. Ίσως
τελικά να είναι καλύτερα έτσι!
Ίσως τελικά για όλα να
φταίει μόνο η θάλασσα!!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου