8-6-2012, φωτογραφία αρχείου από τη διαδήλωση κατά της Χρυσής Αυγής στην Πάτρα. |
Συστηματικά τα τελευταία
χρόνια το κυρίαρχο
πολιτικό προσωπικό της Ελλάδας προετοιμάζει την επανεμφάνιση της «Θεωρίας των
Άκρων» (ΘτΑ) ως βασικής πολιτικής στρατηγικής (και επικοινωνιακής τακτικής) για
την αντιμετώπιση των πολιτικών του αντιπάλων και, κυρίως, της Αριστεράς (που
«χαϊδεύει τα αυτιά των κουκουλοφόρων»). Η εμφατική είσοδος της νεοναζιστικής
συμμορίας «Χρυσή Αυγή» στο πολιτικό σκηνικό της χώρας μετά τις εκλογές του
περασμένου καλοκαιριού ήταν το σινιάλο για το ξεδίπλωμα αυτής της τακτικής.
Την
αρχή έκανε ο Στ. Κασιμάτης ισχυριζόμενος
πως «[ό]σοι πιστεύουμε στην δημοκρατία
οφείλουμε ένα μεγάλο ευχαριστώ στη ΧΑ», καθώς «χωρίς να το καταλαβαίνει, ανοίγει
τον δρόμο για την επιβολή της νομιμότητας προς κάθε πλευρά: κουκουέδες,
συριζαίους, χρυσαυγίτες - όλοι τους βλάπτουν τη δημοκρατία εξίσου».[1] Ακολούθησε
ο Θ. Πάγκαλος αποφαινόμενος πως «Αν
ο κύριος Μιχαλολιάκος και οι μαυροφορεμένοι του είναι τα SS, τότε ο κύριος
Τσίπρας και τα παρδαλά στίφη του είναι τα SA με όρους Βαϊμάρης».[2]
Το καρέ συμπληρώνεται από δηλώσεις του Υπουργού Προστασίας του Πολίτη Ν. Δένδια, σύμφωνα με τον οποίο «τα
άκρα στην ελληνική κοινωνία δεν έχουν ούτε ιερό, ούτε όσιο»[3],
αλλά και του ίδιου του πρωθυπουργού Α.
Σαμαρά, που προειδοποιεί πως αν η τριμερής συγκυβέρνηση αποτύχει, τότε «[η] κοινωνία στο σύνολό της απειλείται και από την
άνοδο ακραίων πολιτικών δυνάμεων»[4].
Ιστορική προέλευση[5]
Η
ΘτΑ έχει τις ρίζες της στην αντιουτοπική, αντεπαναστατική και αντιδιαφωτιστική
παράδοση του 18ου αιώνα. Κεντρική θέση αυτής της παράδοσης ήταν ότι
η αμφισβήτηση της καθεστηκυίας τάξης μέσω της πολιτικής δράσης με σκοπό την
ανθρώπινη ευτυχία, δηλαδή η ουτοπία, εγκυμονεί δεινά, διότι η βία που εκλύουν
τα επαναστατικά εγχειρήματα των ουτοπιστών δημιουργεί περισσότερα προβλήματα
από αυτά που οι ουτοπιστές-επαναστάτες θέλουν να λύσουν.
Η
ιστορική συγκυρία, ωστόσο, στην οποία μεσουράνησε η ΘτΑ ήταν η Γερμανία του
Μεσοπολέμου, όπου μετά την πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης οδήγησε στην
άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία και την εξάπλωση του ναζισμού στην Ευρώπη. Η
καταγωγή, λοιπόν, της ΘτΑ προϊδεάζει για τον βασικό στόχο της σήμερα, την
ακύρωση, δηλαδή, κάθε έννοιας «κοινωνικού συμβολαίου» και, συνεπώς, για την επικινδυνότητά
της.
Σε τι αποσκοπεί η ΘτΑ
Η
ΘτΑ αποσκοπεί στο να αναδείξει ένα «σώφρων» κέντρο, σε αντιδιαστολή προς τα
«έξαλλα» άκρα, από τα οποία θεωρητικά κρατά ίσες αποστάσεις.[6]
Όποιος θέλει να προσεταιριστεί το Κέντρο επιχειρεί να αυτοαναγορευθεί σε ήπιο
και μετριοπαθή, απλώς και μόνο επικαλούμενος τη ΘτΑ, καθώς σχεδόν εξ ορισμού τα
άκρα είναι φανατισμένα, ανεύθυνα και, άρα, επικίνδυνα.[7]
Η
ΘτΑ επανέρχεται σε στιγμές κρίσης νομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος,
προκειμένου να κατασκευαστεί ο εσωτερικός εχθρός, ενάντια στον οποίο το
πολιτικό σύστημα θα πρέπει να επανασυσπειρωθεί και αποτελεί το τέλειο άλλοθι
για την επιβολή ρυθμίσεων εκτάκτου ανάγκης, απαραίτητων για την εφαρμογή
ακραίων αντικοινωνικών πολιτικών επιλογών[8],
αφού η αγριότητα δεν απαιτεί συναίνεση αλλά επιβάλλεται διά της ισχύος[9].
Ο τελικός σκοπός της είναι η απονομιμοποίηση της κοινωνικής διαμαρτυρίας[10],
η οποία μετονομάζεται σε «κόκκινη βία», και είτε συμψηφίζεται με τη φασιστική
βία, είτε επιστρατεύεται ως εξήγηση και τελικά δικαιολόγηση της τελευταίας.
Τι αποσιωπά η ΘτΑ
Η
αναβίωση της ΘτΑ παρουσιάζει αναλογίες με το «Μαζί τα φάγαμε»[11],
καθώς επιχειρεί να συμψηφίσει ανόμοιες πράξεις και να κατανείμει ισομερώς
απολύτως άνισες ευθύνες.
Στο
πλαίσιο αυτό:
α)
ο φασισμός και οι δικτατορίες παύουν να αντιμετωπίζονται ως βασικοί κίνδυνοι
για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες, που οικοδομήθηκαν με τα «υλικά» του Διαφωτισμού
και της Γαλλικής Επανάστασης, και αποστιγματίζονται,
β)
ο φασισμός, ο ναζισμός και οι δικτατορίες εξομοιώνονται με τον ιστορικό τους
αντίπαλο, δηλαδή οι φορείς της ΘτΑ παίρνουν αποστάσεις από το ιστορικό
κεκτημένο της αντιφασιστικής νίκης, που στον Β’ ΠΠ ένωσε φιλελεύθερους,
σοσιαλδημοκράτες και κομμουνιστές, εμποδίζοντας έτσι σήμερα τη δημιουργία ενός
αντιφασιστικού μετώπου,
γ)
αποσιωπάται ότι ο φασισμός και οι δικτατορίες είναι μορφές καπιταλιστικής
εξουσίας (εκδοχές καπιταλιστικού κράτους έκτακτης ανάγκης), βρίσκονται έτσι
αντικειμενικά στον αντίποδα του κομμουνισμού - του αιτήματος, δηλαδή, για
ισότητα, ελευθερία και κοινωνική δικαιοσύνη.[12]
Με τα λόγια του Μπ. Μπρεχτ: «Ο φασισμός είναι ο πιο γυμνός, ο πιο θρασύς, ο πιο
πνιγηρός, ο πιο απατηλός καπιταλισμός».[13]
Αποσιωπάται,
επίσης, το γεγονός πως κατά την περίοδο της ανόδου του Χίτλερ στην εξουσία το
χρηματιστικό και μεγαλοβιομηχανικό κεφάλαιο ήταν ο μεγάλος κερδισμένος από την
κατάλυση των δημοκρατικών διαδικασιών και την όξυνση των κοινωνικών ανισοτήτων,
καθώς «[η] πλειονότητα των πολιτικών κομμάτων και των οικονομικών παραγόντων
δεν μπορούσε να συλλάβει άλλον τρόπο για την αντιμετώπιση της κρίσης από αυτόν
που υπαγόρευε η οικονομική ορθοδοξία, δηλαδή τον περιορισμό των δημόσιων
δαπανών και την περικοπή μισθών, συντάξεων και όλων των κοινωνικών παροχών».[14]
Η επίθεση στο κοινωνικό κράτος, ως τρόπος αντιμετώπισης της οικονομικής κρίσης,
η παραποίηση των εκτιμήσεων για τα φορολογικά έσοδα, προκειμένου να αποφευχθεί
η δημοσιονομική εξυγίανση, αλλά και η αξιοποίηση αυτών των εσόδων για την
αποκατάσταση της λειτουργίας του τραπεζικού συστήματος,[15]
είναι η ίδια συνταγή που προτείνεται και σήμερα τόσο στην Ελλάδα όσο και σε όλη
την ευρωπαϊκή ήπειρο και, δυστυχώς, έχει μάλλον ως προδιαγεγραμμένη συνέπεια
την ενίσχυση του φασισμού.
Το
κράτος εκτάκτου ανάγκης, η αυταρχική διακυβέρνηση, τα ιστορικής βαρύτητας
νομοσχέδια εκατοντάδων σελίδων που κατατίθενται για ψήφιση εξπρές ως ένα άρθρο,
η κατάργηση εργατικών και κοινωνικών δικαιωμάτων με απλές πράξεις νομοθετικού
περιεχομένου καταλύουν στην πράξη τη δημοκρατία, ανοίγοντας τον δρόμο στους
γνήσιους εκφραστές του φασισμού.
Η
αντίσταση σ’ αυτή την εκτροπή βαφτίζεται «αντιδημοκρατική», μετατρέποντας την
πολιτική αντιπαράθεση σε απλό ζήτημα διαφύλαξης του νόμου και της τάξης: τα
Μνημόνια είναι νόμοι του κράτους και όποιος αγωνίζεται για την ανατροπή τους
είναι παράνομος και δεν σέβεται τη δημοκρατία.[16]
Έτσι, «μετριοπαθής» είναι όποιος αποδέχεται την παγιωμένη καθεστηκυία τάξη,
ακόμα και αν η υπεράσπισή της συνεπάγεται τη χρήση βίας, ενώ όποιος
αντιστέκεται ονομάζεται «ακραίος»: «Η θέση ότι η πτώση της Δημοκρατίας
οφείλεται στη δράση των “άκρων” όχι μόνο αθωώνει […] τις αποκαλούμενες
“μετριοπαθείς” πολιτικές δυνάμεις παρουσιάζοντάς τες αναγκασμένες να αποδεχτούν
την τελική παράδοση της εξουσίας στους Ναζί, αλλά επιπλέον συγκαλύπτει και
ευλογεί την πολιτική τους καθ’ όλη τη διάρκεια της δημοκρατικής περιόδου»,[17]
συνέπεια της οποίας, στην πραγματικότητα, είναι η άνοδος του φασισμού.
Τι σηματοδοτεί η ΘτΑ
Στην
ουσία, η ΘτΑ σηματοδοτεί την πλήρη διαστρέβλωση της έννοιας του Κέντρου (αφού
ως Κεντρώοι πλασάρονται ακροδεξιοί πολιτικοί, όπως ο Α. Σαμαράς, ο Μ. Βορίδης,
ο Α. Γεωργιάδης, ο Ν. Δένδιας, ο Θ. Πλέυρης και άλλοι), όπου «[υ]ποδυόμενο τον
θεματοφύλακα της δημοκρατίας απέναντι στα “άκρα”, ένα όλο και πιο ακραίο Κέντρο
καθιερώνει σήμερα ως κρατική ιδεολογία […] έναν λόγο που εξισώνει τον
κομμουνισμό με τον φασισμό, την ίδια στιγμή που οι φορείς του ρυμουλκούν την
άκρα δεξιά στον “μεσαίο χώρο”».[18]
Παραβλέποντας
ότι η βία και η ανομία δεν συνιστούν αποκλειστικότητα των «άκρων», αλλά συγκροτητικό
χαρακτηριστικό της αστικής-κρατικής πολιτικής στα χρόνια της «διαρκούς έκτακτης
ανάγκης», ο θεσμικός χαρακτήρας της κρατικής βίας και η μετατόπιση του πλαισίου
της νομιμότητας σε θέσεις όλο και πιο ακραίες αποκαλύπτουν τη διαστρέβλωση και
σηματοδοτούν τον εξτρεμισμό του πολιτικού Κέντρου. Έτσι, αυτό που απειλείται
δεν είναι μόνο η δημοκρατία αλλά και οι στοιχειώδεις συνθήκες που διασφαλίζουν
την κοινωνική ειρήνη.
Πώς αποδομείται η ΘτΑ
Είναι
προφανές πως μεταξύ φασισμού και αντιφασισμού δεν υφίσταται «μεσαίος χώρος» ή
λογικές ίσων αποστάσεων. Παρόλα αυτά, ακόμα και οι ίσες αποστάσεις, που
υποτίθεται ότι κρατά το Κέντρο, δεν είναι και τόσο ίσες· αν η ναζιστική
ακροδεξιά αποτελεί όντως αντίπαλο (και όχι ένα είδος «συμπληρώματος» του
κράτους έκτακτης ανάγκης), τότε πώς εξηγείται η σκανδαλώδης ανοχή του κράτους
στην εγκληματική δράση της;
Πώς
εξηγείται ότι το ένα άκρο (το αριστερό, σύμφωνα με τη ΘτΑ) όταν συλλαμβάνεται
δέρνεται ανηλεώς και φυλακίζεται με αμφιλεγόμενα (το λιγότερο) αποδεικτικά
στοιχεία βάσει του τρομονόμου, συχνά προσάγεται πριν καν συμμετάσχει σε κάποια
κινητοποίηση (προληπτικές προσαγωγές), φωτογραφίζεται και διαπομπεύεται
δημόσια, σέρνεται σιδεροδέσμιο στις δικαστικές αίθουσες ενώ το άλλο (το δεξιό) παρότι
σπάει μαγαζιά, δέρνει, απειλεί, εκβιάζει και, ενίοτε, δολοφονεί, ομνύει στη βία
και τον τσαμπουκά, καλλιεργεί το μίσος και τον ρατσισμό, σπάνια συλλαμβάνεται
και, ακόμη και τότε, συνήθως αφήνεται ελεύθερο αφού οριστεί δικάσιμος και
διαφεύγει της δίκης με αλλεπάλληλες αναβολές;[19]
Πώς
εξηγείται η «διασταλτική λογική στην οριοθέτηση του ενός (αριστερού) άκρου»[20],
που από τις ένοπλες τρομοκρατικές οργανώσεις, αφού συμπεριέλαβε τον
αναρχικό/αντιεξουσιαστικό χώρο και δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς
(«συνήθεις ύποπτοι»), έχει φτάσει τώρα να ακουμπά ως και το κόμμα της
Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ενώ την ίδια στιγμή «σε ό,τι αφορά το άλλο άκρο (το
δεξιό), παρατηρείται η όλο και μεγαλύτερη συσταλτική λογική», όπου από
ολόκληρες κοινωνικές ομάδες δεξιών, χουντικών και βασιλικών περάσαμε αόριστα στην
«ακροδεξιά», στη συνέχεια στο ΛΑΟΣ, τώρα μόνο στη Χρυσή Αυγή και «αύριο
αποκλειστικά στις “ανώνυμες” ομάδες ρατσιστών μαχαιροβγαλτών»;
Η
εξήγηση είναι η λογική του «μικρότερου κακού»· με την ενίσχυση του φασισμού,
μπορεί να πλήττεται η δημοκρατία αλλά τουλάχιστον δεν απειλούνται τα συμφέροντα
της αστικής τάξης και του μεγάλου κεφαλαίου, πράγμα που θα συνέβαινε αν
υπερίσχυε το «άλλο» άκρο.
Καθώς,
όμως, ο φασισμός δεν συμψηφίζεται με τίποτα, η αντιμετώπισή του αποτελεί το
ύψιστο δημοκρατικό καθήκον. Η εμβάθυνση της δημοκρατίας, η διεύρυνση των
κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων αλλά, κυρίως, η αναζωογόνηση της
κληρονομιάς του Διαφωτισμού και της Γαλλικής Επανάστασης αποτελούν ζητήματα
άμεσης προτεραιότητας προκειμένου να αποτρέψουμε μια νέα εξάπλωση του
ναζιστικού ολέθρου στην Ευρώπη.
Τέλος,
η απάντηση στη ΘτΑ είναι αυτή που δίνει η ίδια η Ιστορία: ο Τσώρτσιλ (που δεν
φημιζόταν για τον φιλοκομμουνισμό του)
συνέπραξε με τον Στάλιν, τον πιο σκληρό, αυταρχικό και δογματικό
εκπρόσωπο του κομμουνιστικού κινήματος, «στη συγκρότηση του αντιφασιστικού
μετώπου, προκειμένου να πολεμήσουν τον Χίτλερ και τη ναζιστική πανούκλα που
αιματοκυλούσε την Ευρώπη»[21],
γεγονός που αποδεικνύει πως όταν χάνεται ο έλεγχος τότε η ΘτΑ καταρρέει σαν
χάρτινος πύργος.
(Κείμενο της Ομάδας Τεκμηρίωσης
Επιτροπής Πολιτικού Σχεδιασμού ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ)
[5] Δ. Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος: Από πού
έρχεται και πού πηγαίνει η Θεωρία των Άκρων, Η Αυγή, 12/10/2012
[9] Χ. Χατζηιωσήφ, Η
Δημοκρατία της Βαϊμάρης και η απειλή των «άκρων»: Το ατελέσφορο των ιστορικών
«αναλογιών», στο Η Δημοκρατία της
Βαϊμάρης και οι σημερινές «αναβιώσεις» της, Εκδόσεις νήσος, Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς, Αθήνα 2012
[11] Κ. Παπαϊωάννου, Οι θεωρίες των άκρων: Ο συμψηφισμός της
βίας και η νομιμοποίηση του φασισμού,
Τα Νέα, 27/09/2012
[12] Αναφερόμενος στη γνωστή ρήση του Ν. Πουλαντζά (Ο
σοσιαλισμός ή θα είναι ελεύθερος και δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει) ο Α.
Ελεφάντης σημειώνει: «Δεν ξέρω κανέναν που να υποστηρίζει πως ο καπιταλισμός ή
θα είναι δημοκρατικός ή δεν θα υπάρξει».
[14] Χ. Χατζηιωσήφ, ό.π., σελ. 32
[17] Χ. Χατζηιωσήφ, ό.π., σελ. 15
[18] Δ. Παπαδάτος–Αναγνωστόπουλος, Δημοκρατία στα άκρα –
Εκσυγχρονισμός και ναζισμός στη μεσοπολεμική Γερμανία, στο Η Δημοκρατία της
Βαϊμάρης και οι σημερινές «αναβιώσεις» της, Εκδόσεις νήσος, Ινστιτούτο Νίκος
Πουλαντζάς, Αθήνα 2012, σελ. 49
[20] Α. Ψαρρά: ό.π.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου