Ανάπτυξη της αντίληψης περί ευθανασίας - Η
«ευθανασία» των παιδιών – Η «ευθανασία» των ενήλικων ψυχικά ασθενών: το
πρόγραμμα Τ4
Επιμέλεια ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΣΑΝΤΗΣ
http://christostsantis.wordpress.com
(Αποσπάσματα από το άρθρο που δημοσιεύτηκε στην περιοδική έκδοση της
Επιστημονικής Ένωσης του ΨΝΑ, «Τετράδια Ψυχιατρικής».
Ιούλης-Αύγουστος-Σεπτέμβρης 1994, Τεύχος 47. Μετάφραση: Ανθή Πελένη )
Ανάπτυξη της αντίληψης περί ευθανασίας
…Από το 1895, ένα βιβλίο του Adolf Jos,
«Το δικαίωμα στο θάνατο», συνιστούσε την ιατρική εκκαθάριση όχι μόνο εκείνων
που πρόβαλλαν σαν αίτημα την ευθανασία, αλλά επίσης, στο όνομα της υγείας του
λαού, όλων εκείνων που το κράτος θα θεωρούσε χρήσιμο, δυνάμει ενός απόλυτου
δικαιώματος ζωής και θανάτου στους υπαγόμενους σε αυτό, δικαίωμα του οποίου
είχε ήδη φανεί ένα δείγμα στην περίπτωση του πολέμου.
Υπάρχει ένας ψυχίατρος μεταξύ των δύο
συν-γραφέων του έργου που υπήρξε η βίβλος των οπαδών της «ευθανασίας», ένα
βιβλίο που παρουσιάστηκε στα 1920 και το οποίο ήδη από τον τίτλο του εισήγαγε
μια βασική σύλληψη της ναζιστικής ιδεολογίας. Πρόκειται για το «Η νομιμοποίηση
της εκμηδένισης μιας ζωής που είναι ανάξια να τη ζει κανείς» του οποίου
συγγραφείς ήταν ο νομικός Kare Binding (1841-1920), πεπειραμένος
καθηγητής Δικαίου στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας και ο ψυχίατρος Alfred Hoche (1865-1943),
καθηγητής ψυχιατρικής στο πανεπιστήμιου του Φράιμπουργκ…
Από το 1933 οι ναζί ξεχύθηκαν στους
δρόμους με τη θεωρία των Binding και Hoche και ασχολήθηκαν να ξυπνήσουν τη
«συνείδηση ευθανασίας» του πληθυσμού. Ο υπουργός «υγείας» της Βαυαρίας,
καθηγητής Schulze, διακήρυττε ότι «η στείρωση δεν αρκεί» και ότι «η εξολόθρευση
των καλοηθών ψυχασθενών και των εγκληματιών που υποτροπίασαν είναι απαραίτητη,
εξολόθρευση για την οποία τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αντιπροσώπευαν μια κάποια
αρχή» (ομιλία του στα εγκαίνια της Κρατικής Ιατρικής Ακαδημίας του Μονάχου).
Από το 1934 και μετά, η προπαγάνδα έβαζε
τα δυνατά της προοδευτικά για να αφυπνίσει τη σκέψη ότι «μια κατάχρηση
φροντίδας σε ορισμένα άτομα αποτελούσε μια τερατώδη παραβίαση του νόμου της
φυσικής επιλογής» και το να «απαλλάξει» κανείς κάποιον απ’ τη ζωή με
«ανθρωπιστικές» μεθόδους θα ήταν ίσως η λύση που έπρεπε να εφαρμοστεί. Διάφορα
φιλμ προσπάθησαν να περάσουν αυτό το μήνυμα… Βέβαια εκείνη την εποχή τα
προγράμματα «ευθανασίας» ήταν σε πλήρη άνθηση και χωρίς να ζητηθεί η γνώμη
εκείνων που θα «επωφελούνταν».
Από το 1934, οι ψυχιατρικές εγκαταστάσεις
οδηγήθηκαν στο να παραμελούν τους ασθενείς τους, με το πρόσχημα μιας
προοδευτικής μείωσης των οικονομικών τους μέσων και του προσωπικού.
Ο πρώτος σαφής υπαινιγμός του Χίτλερ σ’
ένα πρόγραμμα εξόντωσης των ψυχασθενών, στη διάρκεια μιας ιδιωτικής συνομιλίας,
αποδίδεται στο 1935, στο συνέδριο του ναζιστικού κόμματος. Από αυτή την εποχή
ήδη ο Χίτλερ προσδιόρισε στον συνομιλητή του ότι υπολόγιζε οι νεκροί του
πολέμου να ελαφρύνουν τις αντιδράσεις του πληθυσμού.
Η «ευθανασία» των παιδιών
Μια επιτροπή του Ράιχ για την
«επιστημονική μελέτη των σοβαρών οργανικών και κληρονομικών παθήσεων»
χρησίμευσε σαν προκάλυμμα στην επιχείρηση «ευθανασίας» και από τον Αύγουστο
του 1939 οι μαίες επιτάχθηκαν να μεταφέρουν τις πληροφορίες για όλα τα
νεογέννητα που παρουσίαζαν δυσλειτουργίες και οι γιατροί έπρεπε να σημειώνουν
όλα τα δυσλειτουργικά παιδιά που ήταν μικρότερα από 3 ετών.
Αυτά τα έγγραφα συγκεντρώθηκαν και
υποβλήθηκαν στην επιτροπή, δηλαδή σε τρείς «ειδικούς». Βασιζόμενοι σ’ αυτά τα
χαρτιά οι τρείς «ειδικοί» αποφάσιζαν κατά πόσο χρειαζόταν να «φροντίσουν» τα
παιδιά ή όχι. Τους γιατρούς:
Brandt (1904-1948, προσωπικός γιατρός του
Χίτλερ απ’ το 1934 έως το 1944. Κομισάριος Υγείας του Ράιχ το 1943-1944.
Επιφορτίστηκε από τον Χίτλερ να οργανώσει το πρόγραμμα «ευθανασίας» παιδιών κ
ύστερα το πρόγραμμα Τ4. Συμμετείχε προσωπικά στη χορήγηση των θανατηφόρων
ενέσεων. Το 1940 έθεσε υπό τη διάθεση του Himmler τις εγκαταστάσεις και το
προσωπικό του προγράμματος Τ4 για «μια πρώτη σειρά εκκαθαρίσεων των πλεοναζόντων
ανιάτων» που κρατούνταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Εκτελέστηκε το 1948)
και Linden (μέλος του μηχανισμού της ναζιστικής παράταξης, αυτοκτόνησε
το 1945).
Αυτοί εκπροσωπούσαν τη ναζιστική
γραφειοκρατία. Στην επιτροπή συμμετείχε κι ένας εξωτερικός σύμβουλος, θέση που
κατέλαβαν διαδοχικά οι : -ο γιατρός Catel (1894-1981) καθηγητής
ψυχιατρικής στη Λειψία, αρχίατρος της κλινικής παιδιών της πόλης, συμμετείχε ως
ειδικός στην «επιτροπή ευθανασίας». Ύστερα απ’ τον πόλεμο έγινε κάτοχος
έδρας στο Kiel.
-ο καθηγητής Heinze (1895-1983),
καθηγητής ψυχιατρικής κι ενεργό μέλος του ναζιστικού κόμματος από το 1933.
Μαθητής του Hoche. Αναδείχθηκε σε υψηλόβαθμο στέλεχος των SS σταδιακά, από
το 1936. Διευθυντής του «γραφείου φυλετικής πολιτικής» του Wurzburg και καθηγητής
στο πανεπιστήμιου της πόλης. Από το 1939 υπεύθυνος για την «ψυχιατρικοβιολογική
και κληρονομοβιολογική επίβλεψη» των κρατουμένων των στρατοπέδων συγκέντρωσης.
Ήταν ένα από τα κεντρικά πρόσωπα των μαζικών δολοφονιών. Αναμεμειγμένος στο
πρόγραμμα Τ4, πρέπει να ήταν εκείνος που είχε προτείνει σαν προτιμότερη την
«τεχνική» του αερίου σε σχέση με εκείνη των ενέσεων. Μόλις υιοθετήθηκε,
επέμεινε ώστε οι γιατροί να είναι αυτοί που θα ανοίγουν τις προσβάσεις του
αερίου. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την τελειοποίηση των τεχνικών ιατρικής
κάλυψης των εκκαθαρίσεων. Επίσης συμμετείχε στα πρώτα δολοφονικά πογκρόμ στα
στρατόπεδα. Ύστερα απ’ τον πόλεμο εξάσκησε για αρκετά χρόνια την Ιατρική με
ψεύτικο όνομα. Όταν τον ανακάλυψαν και τον σταμάτησαν, αυτοκτόνησε στη φυλακή
πριν δικαστεί.
-και ο οφθαλμίατρος Unger.
Η συστηματική εφαρμογή του προγράμματος
«ευθανασίας» έγινε στη διάρκεια του 1940 αλλά από τον Οκτώβριο του 1939
ορισμένα παιδιά φαίνονται ως ήδη εξοντωμένα στο κέντρο του Gőrden.
Όσο αφορά τα παιδιά που δεν ήταν σε
ιδρύματα, οι γονείς τους καλούνταν να τα στείλουν οι ίδιοι στα κέντρα όπου
«μπορούσαν να επωφεληθούν από τις διαδικασίες φροντίδας». Εάν οι γονείς
αντιδρούσαν, επικαλούνταν το συναίσθημά τους: «δεν ντρέπονται να στερούν από τα
παιδιά τους τη δυνατότητα βελτίωσης;»
Σε περίπτωση επιμονής στη άρνησή τους,
τούς απειλούσαν με στέρηση κηδεμονίας των παιδιών με δικαστική απόφαση.
Στα κέντρα της επιτροπής του Ράιχ οι
διαδικασίες εξόντωσης ήταν πολυποίκιλες. Το σύνηθες ήταν καταπραϋντικά που
δίνονταν σε αυξανόμενες δόσεις, μέχρι το κώμα και το θάνατο. Σε περίπτωση
αποτυχίας χρησιμοποιούνταν θανατηφόρες ενέσεις. Ο γιατρός Pfanműller
(1888-1961, καταδικάστηκε το 1949 σε 6 χρόνια φυλακή), διευθυντής του ασύλου
της επιτροπής του Ράιχ που είχε έδρα στο Eglfiug-Haar, υπέβαλε τα παιδιά σε
προοδευτική πείνα: αυτή η μέθοδος, της οποίας επαινούσε τον οικονομικό της
χαρακτήρα, οδηγούσε σ’ ένα «φυσικό» θάνατο και μπορούσε επομένως να την
υιοθετεί αποφεύγοντας κάθε βλαπτική κινητοποίηση του ξένου τύπου.
Σε κάθε περίπτωση φρόντιζαν ώστε να
περνάει μια προθεσμία κάποιων εβδομάδων μεταξύ της στιγμής της υποδοχής κι
εκείνης του θανάτου, ο οποίος αποδίδονταν πάντα, στα επίσημα έγγραφα, σε
κάποιες επιπλοκές που κατά προτίμηση είχαν ληφθεί υπόψη στον Ιατρικό φάκελο του
παιδιού ή, αν δεν είχαν προβλεφθεί, οφείλονταν σε κάποια μολυσματική ασθένεια.
Έτσι εξοντώθηκαν 5.000 παιδιά, στα πλαίσια
«φυσιολογικών» διαδικασιών «ευθανασίας», στα οποία πρέπει να προσθέσουμε άλλα
1.000 θύματα «ειδικής δράσης» εναντίον Εβραιόπουλων στις νοσοκομειακές
εγκαταστάσεις.
Η «ευθανασία» των ενήλικων ψυχικά
ασθενών: το πρόγραμμα Τ4
Τον Οκτώβρη του 1939 μια διαταγή του Φύρερ
ανέθεσε στον γιατρό Brandt
Να εξακοντίσει το πρόγραμμα εξόντωσης των
ενήλικων ψυχικά ασθενών. Σημαντικό είναι οτι αυτή η εντολή αποτυπώθηκε στο
χαρτί με την προσωπική σφραγίδα του Χίτλερ…
Ο γιατρός Pfanműller εξέφρασε τα πράγμα ως
εξής: «Η σκέψη πως η αφρόκρεμα της νεολαίας μας θα δώσει τη ζωή της στο μέτωπο
για να εξασφαλιστεί η ύπαρξη των αποβλακωμένων ακοινώνητων και των ανεύθυνων
αντικοινωνικών μέσα στα άσυλα, μου φαίνεται ανυπόφορη».
Το πρόγραμμα εξόντωσης οργανώθηκε υπό τη
σκέπη μιας «εργασιακής κοινότητας εγκαταστάσεων φροντίδας και θεραπείας του
Ράιχ», που είχε έδρα στην Καγγελαρία, στην οδό Tiergarten 4, απ’ όπου
προέρχεται και ο κωδικός «Πρόγραμμα Τ4».
Σ’ αυτό αναμείχθηκαν-εκτός από τους
γιατρούς που χαρακτηρίζονταν από φανατική προσήλωση στο ναζιστικό κόμμα, όπως:
-ο γιατρός των SS Grawitz (1899-1945,
αυτοκτόνησε),
-ο ψυχίατρος Mennecke (1904-1947,
καταδικασμένος σε θάνατο, πέθανε πριν από την εκτέλεσή του),
-ο παιδοψυχίατρος Pfanműller,
-ο οφθαλμίατρος Unger,
καθώς και ένας ορισμένος αριθμός καθηγητών
ψυχιατρικής:
-ο Max de Crinis (1889-1945, αυτοκτόνησε),
-o Heyde,
-o Nitsche (1876-1948,
εκτελέστηκε),
-και ο Carl Schneider (1891-1946,
αυτοκτόνησε).
Το εναρκτήριο σημείο ήταν το ίδιο με
εκείνο που χρησίμευε για το πρόγραμμα «ευθανασία» των παιδιών: επεξεργασία ενός
εγγράφου από τα ιδρύματα που φιλοξενούσαν ψυχικά ασθενείς, με το πρόσχημα μιας
έρευνας για επιστημονικούς σκοπούς και στατιστικούς σκοπούς, φαινομενικά
συνδυασμένη με μια έρευνα για τις ανάγκες του προϋπολογισμού και τις ιατρικές
ανάγκες των ιδρυμάτων.
Αυτό το έντυπο έπρεπε σαφώς να επιτρέψει
την κατηγοριοποίηση των ασθενών…
Αφού πρώτα συγκεντρώνονταν στην «Κοινότητα
εργασίας» των εγκαταστάσεων «φροντίδας και θεραπείας» του Ράιχ, τα έγγραφα
υπόκεινται στην γνωμοδότηση των τριών ειδικών.
Η επιτροπή Τ4 στρεφόταν προσεκτικά στην
επιλογή της μεθόδου εκκαθάρισης. Η μέθοδος των θανατηφόρων ενέσεων θα γίνει
αντικείμενο κριτικής εξαιτίας της αργοπορίας της. Τότε λοιπόν, ένα από τα
μέλη της επιτροπής, πιθανώς ο Heyde, πρότεινε να καταφύγουν στα αέρια και
συγκεκριμένα στο ανθρακικό οξύ…
Τα κέντρα μαζικών δολοφονιών ήταν 6:
Bernburg,
Brandenburg, Grafeneck, Hadamar, Hartheim, Sonnetfein.
Ήταν ψυχιατρικές εγκαταστάσεις ή
γηροκομεία που είχαν διαμορφωθεί για την περίπτωση, και στα οποία τοποθετήθηκαν
θάλαμοι αερίων που υποτίθεται ότι ήταν εγκατεστημένοι για ντους.
Για αυτούς ήταν υπεύθυνος, μεταξύ
άλλων, ένας γιατρός, ενεργό μέλος του ναζιστικού κόμματος, ο Eberl,
κατοπινός διοικητής του στρατοπέδου εξόντωσης της Τρεμπλίνκα (1910-1948,
γιατρός των SS, Αυστριακός, μέλος του ναζιστικού κόμματος από το 1931. Μέσα
σε μόλις ένα μήνα στην Τρεμπλίνκα εξόντωσε 215.000 Εβραίους αλλά ανακλήθηκε
καθώς αποδείχθηκε ανίκανος να εξαφανίσει τα πτώματα. Εκτελέστηκε το 1948).
Η διαδικασία ήταν «ιατρικοποιημένη» μέχρι
τέλους. Οι υπεύθυνοι του προγράμματος επιθυμούσαν κυρίως τη πράξη «ευθανασίας»
να εφαρμόζεται από γιατρούς. Παρόλο που η διεύθυνση των κέντρων είχε ανατεθεί
σε «δοκιμασμένους» ψυχιάτρους και πολιτικά σίγουρους, η εξόντωση
πραγματοποιούνταν από νέους βοηθούς ψυχίατρους, των οποίων ο ρόλος τους
συνίστατο στην εφαρμογή μιας ψευδό-ιατρικής εξέτασης πριν από την είσοδο στο
θάλαμο αερίων και μετά το άνοιγμα του αέριου. Στην πράξη η «κλινική» εξέταση
για την οποία γινόταν λόγος ήταν κυρίως ένας έλεγχος των ντοσιέ που έπρεπε να
επιτρέψει τη στήριξη ενός «αιτίου θανάτου» που θα ήταν όσο το δυνατό πιο
συμβατό με τις προηγούμενες ιατρικές γνωματεύσεις και την κατάσταση του
ασθενούς.
Η οικογένεια του ασθενούς πληροφορούνταν
ότι γινόταν η μεταφορά των ασθενών για λόγους που σχετίζονταν με την άμυνα του
Ράιχ, για το ότι δεν μπορούσαν να τους επισκεφθούν ή να πληροφορηθούν για
αυτούς τους λόγους λόγω έλλειψης προσωπικού εξαιτίας του πολέμου και τέλος για
το θάνατο του ασθενούς εξαιτίας κάποιας επιπλοκής.
Σαν τελευταίο μέλημα των αρχών η
οικογένεια λάμβανε την υδρία με τη τέφρα που υποτίθεται ότι ήταν του ασθενούς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου