Πόντιοι αντάρτες. Φωτογραφία αρχείου. |
Περί γενοκτονίας των
Ελλήνων του Πόντου
Απαρχή και εξέλιξη μιας
εθνικιστικής μυθοπλασίας
Εισήγηση του Όμηρου Ταχμαζίδη στον «Ελεύθερο κοινωνικό χώρο σχολείο για τη μάθηση της ελευθερίας» - Μπιζανίου και Βασ. Γεωργίου γωνία -Θεσσαλονίκη.
Πέμπτη 12 Μαΐου 2011
[Το
κείμενο δημοσιεύεται στην αρχική μορφή του και δεν έχει γίνει καμία νοηματική ή
υφολογική αλλαγή]
Η
σημερινή μου ανακοίνωση παραπέμπει σε ένα σύνθετο πρόβλημα, με ιστορικές,
κοινωνικο-ανθρωπολογικές, νομικές και φιλοσοφικές διαστάσεις. Στο παρελθόν έχω
χρησιμοποιήσει τον χαρακτηρισμό “υποτιθέμενη γενοκτονία”, για να αμφισβητήσω
την επιστημονική εγκυρότητα του ισχυρισμού, ότι στην περιοχή του Οθωμανικού
Ευξείνου Πόντου συντελέσθηκε το έγκλημα της γενοκτονίας εις βάρος του ελληνικού
πληθυσμού.
Έχουμε το ηθικό, πολιτικό και επιστημονικό
δικαίωμα να αμφισβητούμε τη συγκεκριμένη
“γενοκτονία”, τη στιγμή, μάλιστα, κατά την οποία και η Βουλή
των Ελλήνων δια της ψήφου της ανακήρυξε τη 19η Μαϊου ως Ημέρα Μνήμης
των Θυμάτων της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου;
Η
περίπτωση της υποτιθέμενης γενοκτονίας
των Ελλήνων του Πόντου συγκαταλέγεται σε εκείνες τις αναρίθμητες περιπτώσεις
διώξεων και σφαγών οι οποίες απασχολούν επιστήμονες από διάφορους κλάδους. Ο
αμερικανός κοινωνιολόγος Rudolf
J. Rummel υποστηρίζει ότι μεταξύ του 1900 και του
1987 έχουν δολοφονηθεί περίπου 169 εκατομμύρια άνθρωποι, άμαχοι, αιχμάλωτοι
πολέμου, από κυβερνήσεις και πολιτικές οργανώσεις. Από την άλλη ο αριθμός των
νεκρών στρατιωτών στους διάφορους πολέμους αριθμεί μόνο 34 εκατομμύρια.
Ο
όρος γενοκτονία χρησιμοποιείται πληθωριστικά και τούτο δημιουργεί δυσκολίες. Οι
επιστήμονες ερίζουν για την ερμηνεία του νόμου, τον οποίο ψήφισε ο Οργανισμός
Ηνωμένων Εθνών το 1948. Υπάρχει μια
δυσκολία στον προσδιορισμό ενός μαζικού εγκλήματος ως γενοκτονίας. Κάποιοι
ερευνητές ορίζουν κάθε μαζική σφαγή και κάθε μαζικό έγκλημα ως γενοκτονία,
συμπεριλαμβάνοντας ακόμη και τα θύματα πυρηνικών ατυχημάτων , π. χ. Τσέρνομπιλ, στην κατηγορία της γενοκτονίας.
Άλλοι θεωρούν ότι μόνο το ισραηλιτικό Ολοκαύτωμα, η Σοά, αποτελεί γενοκτονία.
Οι
δυσκολίες σαφούς προσδιορισμού της έννοιας απορρέουν από το ίδιο το κείμενο του
νόμου του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, ο οποίος αναφέρεται στη γενοκτονία.
Η επιστημονική διαμάχη φαίνεται ότι είναι
έντονη, βρίσκεται σε έξαρση και είναι αρκετά ευρηματική. Κεντρικό ερώτημα στους
προβληματισμούς για τη “φύση” της γενοκτονίας είναι εκείνο το οποίο αφορά τις
συνθήκες και τις προϋποθέσεις οι οποίες καθιστούν τη διαδικασία μιας σφαγής ή μιας σειράς
σφαγών και διώξεων γενοκτονία. [Semelin]
Θα
παραθέσω ένα παράδειγμα για να καταδείξω πόσο περίπλοκο είναι το συγκεκριμένο
ζήτημα της εφαρμογής του νόμου και πόσο ποικίλλουν οι ερμηνείες του.
Πρόκειται για την περίπτωση του Σέρβου Nikola
Jorgic, ο οποίος καταδικάστηκε το 1999, από γερμανικό δικαστήριο με την
κατηγορία της διάπραξης του εγκλήματος της γενοκτονίας. Ο Σέρβος καταδικάστηκε,
από το ανώτατο ομοσπονδιακό δικαστήριο (Bundesgerichtshof), της Γερμανίας, για τη δράση του στον εμφύλιο
της Γιουγκοσλαβίας το 1992, διότι το δικαστήριο έκρινε ότι “οι εθνικές εκκαθαρίσεις” είναι
γενοκτονία. Ο Jorgic
ηγούνταν μιας ομάδας 50 παραστρατιωτικών και συμμετείχε στις διώξεις και τους
εκτοπισμούς των Μουσουλμάνων από την
Βοσνία Ερζεγοβίνη. Η ομάδα
συμμετείχε στη δολοφονία τριάντα αμάχων στη περιοχή Grapska, ενώ τα μέλη της κακοποίησαν στο χωριό Sevarlije, πενήντα άνδρες, εκτέλεσαν
επτά από αυτούς και στο τέλος τους πυρπόλησαν.
Έναν
άνθρωπο, σύμφωνα με μάρτυρες, ο Jorgic τον
ξυλοκόπησε με τα ίδια του τα χέρια μέχρι θανάτου: του “φόρεσε” στο κεφάλι ένα μεταλλικό κάδο σκουπιδιών και χτυπούσε με
ένα ξύλινο ρόπαλο πάνω στον κάδο έως ότου το θύμα υπέκυψε.
Ενδιαφέρον
παρουσιάζει η γραμμή υπεράσπισης του συγκεκριμένου παραστρατιωτικού κατά τη
διάρκεια της δίκης. Σύμφωνα με το δικηγόρο του ο Σέρβος αποσκοπούσε “στην εκδίωξη των Μουσουλμάνων
και όχι στην εξόντωσή τους”. Και στην περίπτωση αυτή η “εκδίωξη” δεν μπορεί να θεωρηθεί “γενοκτονία”, ειδάλλως και “η
εκδίωξη των Σουδητών Γερμανών από την Τσεχία θα ενέπιπτε στην κατηγορία της
γενοκτονίας”.
Το
δικαστήριο δεν πείσθηκε και αντιπαρέταξε το επιχείρημα ότι γενοκτονία δεν
υφίσταται μόνον όταν υπάρχει φυσική εξόντωση ενός πληθυσμού, όπως έγινε με τους
Ισραηλίτες από το Γ΄ Ράιχ. “[Η γενοκτονία] αφορά την καταστροφή της
ομάδας, όχι του ατόμου… αν κάποιος διασκόρπιζε τα μέλη της ομάδας σε όλο τον
κόσμο τότε δεν θα υφίστατο ως τέτοια η ομάδα
των Μουσουλμάνων” [Der
Spiegel,
03.05.1999].
Η
εξέταση των μαζικών σφαγών και διώξεων είναι σχετικώς νέο πεδίο στην επιστημονική έρευνα. Έχει αναπτυχθεί ένας νέος κλάδος σπουδών, οι “σπουδές γενοκτονίας” (“genocide studies” –
“gens-
γένος και cidium φονεύω, καταστρέφω”), οι οποίες
βρίσκονται. εδώ και αρκετά χρόνια, σε πλήρη άνθιση. Το φαινόμενο απασχολεί
διάφορες επιστήμες.
Στο
πλαίσιο αυτό καταβάλλονται έντονες προσπάθειες από διάφορους επιστημονικούς
φορείς για να προσδιορισθούν τα ακριβή χαρακτηριστικά των διαδικασιών της
γενοκτονίας.
Ο
αμερικανός ερευνητής Gregory Stanton
προτείνει για την περιγραφή της διαδικασίας μιας γενοκτονίας το ακόλουθο υπόδειγμα κλιμάκωσης σε οκτώ
στάδια για την ολοκλήρωση της διαδικασίας γενοκτονίας.
Οι βαθμίδες αυτές είναι Ταξινόμηση (classification), Συμβολοποίηση (Symbolization), απανθρώπιση (Dehumanization), Οργάνωση (Organization), Πόλωση (Polarization),Προετοιμασία (Preparation), Εξόντωση (Extermination), Denial (Άρνηση).
Η
γενοκτονία είναι μια διαδικασία σε οκτώ
στάδια και μπορεί να ανακοπεί σε οποιοδήποτε στάδιο. Τα πρώτα στάδια
προετοιμάζουν τα τελευταία και συνεχίζουν να υφίστανται και στα επόμενα στάδια.
Ταξινόμηση:
Κάθε κοινωνία διακρίνει τους ανθρώπους σε κατηγορίες (οι δικοί μας και οι
άλλοι, εμείς και αυτοί) σύμφωνα με τη θρησκεία, τη γλώσσα, τη φυλή, την
εθνικότητα: Γερμανοί και Εβραίοι, Χούτου και Τούτσι).
Συμβολοποίηση:
Ενθυμηθείτε το κίτρινο αστέρι των Ισραηλιτών στο νατσιστικό καθεστώς ή στην
Θεσσαλονίκη της Κατοχής ή τη γαλάζια λωρίδα στην ανατολική ζώνη της Καμπότζης
των Κόκκινων Χμέρ. Η άρνηση και η καταπολέμηση των συμβόλων είναι σημαντικές.
Παράδειγμα είναι η Βουλγαρία του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου, όπου η κυβέρνηση
αρνήθηκε να δώσει υλικό για την
κατασκευή του κίτρινου αστεριού και περίπου 8% του ισραηλιτικού πληθυσμού δεν
το φόρεσαν.
Απανθρώπιση:
Η μία ομάδα αρνείται την ανθρώπινη
ιδιότητα στην άλλη. Τα μέλη της ομάδας αυτής είναι ζώα, είναι αρρώστιες,
παράσιτα κλπ. Η απανθρώπιση βοηθάει για να ξεπεραστεί η ανθρώπινη απέχθεια
απέναντι στο φόνο. Στη βαθμίδα αυτή σημαντικό ρόλο παίζει η προπαγάνδα του
μίσους, η οποία διασπείρεται μέσω εφημερίδων, ραδιοφώνου, τηλεόρασης. Χαρακτηριστική
είναι η περίπτωση της νατσιστικής
προπαγάνδας.
Οργάνωση: Δεν
υπάρχει γενοκτονία χωρίς οργάνωση της διαδικασίας εξόντωσης. Η οργάνωση προέρχεται από το κράτος το οποίο
χρησιμοποιεί παρακρατικές οργανώσεις. Η περίπτωση των Janjaweed στο Σουδάν είναι ενδεικτική. Πολλές φορές η
οργάνωση είναι άτυπη ή βρίσκεται στα χέρια τρομοκρατικών ομάδων. Ειδικές ομάδες
της αστυνομίας και του στρατού έχουν εκπαιδευτεί και έχουν προετοιμασθεί για
την εκτέλεση της γενοκτονίας και υπάρχουν σχέδια για την εκτέλεση της γενοκτονίας.
Πόλωση: Ακραία στοιχεία διχάζουν τις δύο ομάδες του
πληθυσμού και απομακρύνουν όλο και περισσότερο τη μία από την άλλη. Μέσω της
προπαγάνδας φροντίζουν να σπείρουν το μίσος ανάμεσα στις δύο πλευρές και με νόμους απαγορεύουν τους γάμους ανάμεσα
στις δύο πλευρές ακόμη και τις κοινωνικές επαφές. Οι ακραίοι τρομοκρατούν τους
διαλλακτικούς της δικής τους πλευράς,
γιατί οι τελευταίοι βρίσκονται σε θέση να σταματήσουν τη γενοκτονική διαδικασία
και τη γενοκτονία.
Προετοιμασία: Τα
θύματα ταυτοποιούνται και χωρίζονται από τους υπόλοιπους εξ αιτίας της
θρησκευτικής ή εθνικής τους ταυτότητας. Ανακοινώνονται λίστες θανάτου και τα
μέλη των ομάδων των θυμάτων υποχρεώνονται να φοράνε διακριτικά σύμβολα. Η
περιουσία τους δημεύεται και συχνά μεταφέρονται σε γκέτο, σε στρατόπεδα
συγκέντρωσης, η σε μια απομονωμένη
περιοχή και πεθαίνουν από την πείνα.
Εξόντωση: Η
εξόντωση αρχίζει και αμέσως παίρνει η μαζική δολοφονία την ονομασία γενοκτονία.
Για τους θύτες είναι απλώς εξόντωση διότι δεν πιστεύουν ότι τα θύματά τους
είναι άνθρωποι. Σε μερικές περιπτώσεις γίνεται από το κράτος, το στρατό και
παραστρατιωτικές οργανώσεις.
Άρνηση: Η
άρνηση είναι η όγδοη βαθμίδα στη διαδικασία της γενοκτονίας. Οι δράστες
εξαφανίζουν τα πτώματα, τα θάβουν, τα καίνε για να μην μείνουν ίχνη τους.
Αρνούνται ότι έκαναν τα εγκλήματα και πολλές φορές καταριούνται αυτούς που
έκαναν κάτι τέτοιο στα … θύματα! Φροντίζουν να μην γίνονται έρευνες για τα
εγκλήματα όσο βρίσκονται στην εξουσία.
Το
ερώτημα είναι αν η διαβάθμιση τούτη μπορεί να εφαρμοστεί στην περίπτωση των
διώξεων των Ελλήνων του Πόντου. Η τυπολογική αυτή κλίμακα στη διαβάθμιση της
διαδικασίας προς τη γενοκτονία δεν μπορεί να βρει πλήρη εφαρμογή σε καμία από
τις βαθμίδες της στην περίπτωση των διωγμών και των σφαγών στον Πόντο. Με βάση
τούτη τη διαβάθμιση του Gregory
Stanton προέδρου της οργάνωσης Genocide Watch, δε μπορούμε να ισχυριστούμε
ότι στη συνολική επικράτεια του Πόντου
ολοκληρώθηκε κάποιο είδος γενοκτονίας. Αυτό σημαίνει ότι οι μεμονωμένες σφαγές
θα πρέπει να εξεταστούν ξεχωριστά για να εξετάσουμε αν υποπίπτουν στο έγκλημα
της γενοκτονίας. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η σφαγή της Σρεμπένιτσα, η
οποία θεωρείται γενοκτονία, αλλά η γενοκτονία αυτή δεν αφορά το σερβικό κράτος,
όπως διατύπωσε την κατηγορία και το
αίτημα της η βοσνιακή κυβέρνηση.
Δυστυχώς,
δεν υπάρχουν εμπεριστατωμένες επιστημονικές μελέτες για τη συγκεκριμένη
περίοδο. Οι ελληνικές και τουρκικές
πηγές είναι ανεξερεύνητες, όσον αφορά το θέμα των Ελλήνων του Πόντου. Οι
πρόσφατες έρευνες στα αρχεία δυτικών κρατών δεν προσθέτουν πολλά περισσότερα
από τη γενική εικόνα την οποία είχαμε μέχρι και πριν από δέκα χρόνια. Οι
διαφορές ανάμεσα στις διώξεις των Ελλήνων και τη γενοκτονία των Αρμενίων
σημειώνεται και από ξένους ερευνητές. Από τις ελληνικές πηγές που έχω υπόψη μου
τούτο είναι εμφανέστατο. Το πρώτο το οποίο θα πρέπει να κρατήσουμε είναι ότι οι
διώξεις των Ελλήνων της Μικράς Ασίας και ειδικότερα του Πόντου, διαφέρουν κατά
πολύ από τις διώξεις των Αρμενίων. Σπανίως υπάρχουν αναφορές Ελλήνων αυτοπτών
μαρτύρων ή παραγόντων του Ελληνισμού του Πόντου που να ταυτίζουν τη τύχη των
Ελλήνων με εκείνη των Αρμενίων.
Εάν ισχύουν όλα αυτά τα οποία
ισχυριζόμαστε, τότε πως προέκυψε ο ισχυρισμός περί γενοκτονίας των Ελλήνων του
Πόντου;
Β. Απαρχή μιας κατασκευής, η έννοια της
ταυτότητας, το ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα του νεοποντισμού και η εξέλιξη του
φαινομένου της περί την γενοκτονία μυθοπλασίας
Η
ανάκληση του παρελθόντος υπό το πρίσμα μιας υποτιθέμενης γενοκτονίας δεν είναι πάντοτε
μια άδολη υπόθεση. Πολλές φορές συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Η επίκληση της
γενοκτονίας αποτελεί στοιχείο μιας πολύ επιθετικής ρητορικής από την πλευρά του
υποτιθέμενου θύματος ή εκείνων οι οποίοι το εκπροσωπούν, απέναντι στον θύτη ή εκείνους οι οποίοι τον εκπροσωπούν.
Όπως σημειώνει ο γάλλος θεωρητικός Jacques
Semelin
“η λέξη [σ.σ. γενοκτονία] χρησιμεύει τόσο ως
συμβολική ασπίδα, προκειμένου να προβάλει την ταυτότητα ενός λαού-θύματος, όσο
και ως σπαθί στραμμένο ενάντια στο θανάσιμο εχθρό του”. [LE MONDE, diplomatique, Ελληνική Έκδοση, Ελευθεροτυπία, 2
Μαίου 2004]
Εάν
η αναφορά μας σε υποτιθέμενη γενοκτονία, με άλλα λόγια ότι ο ισχυρισμός περί γενοκτονίας δεν
βασίζεται σε συγκεκριμένα στοιχεία, ευσταθεί,
τότε είμαστε υποχρεωμένοι να αναζητήσουμε τις απαρχές της κατασκευής του
φαινομένου. Και θα τις αναζητήσουμε σε
αυτό το οποίο ο Semelin περιγράφει
“ως
σπαθί στραμμένο ενάντια στο θανάσιμο εχθρό”.
Η
μυθοπλασία της γενοκτονίας εμφανίζεται προς τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Την
περίοδο τούτη “αναδύεται και μεστώνει ένα
αντιδραστικό ιδεολογικοπολιτικό ρεύμα”, οι εκπρόσωποι του οποίου “επιχειρούν να ξαναγράψουν την ιστορία των
ελληνοτουρκικών σχέσεων και της ενσωμάτωσης των ποντιογενών προσφύγων στην
ελλαδική κοινωνία με βασικό σημείο αιχμής την υποτιθέμενη γενοκτονία των
Ελλήνων του Πόντου”. [ΕΝΕΚΕΝ,
Ασυναρτησίες εν ροή] Ονόμασα αυτό το ρεύμα νεοποντιστές, κατ΄ αναλογία το
όρου “ποντιστές” τον οποίο χρησιμοποιούσαν οι Μπολσεβίκοι για τους Έλληνες
εθνικιστές, οι οποίοι επεδίωκαν την ίδρυση ανεξάρτητου ποντιακού κράτους. Ο
νεοποντισμός εμφανίζει στοιχεία πολιτικού και επιστημονικού πρωτογονισμού.
Αρχικώς
οι νεοποντιστές δραστηριοποιούνται γύρω από το Κέντρο Ποντιακών Μελετών (ΚΕ.ΠΟ.ΜΕ,), το οποίο ιδρύθηκε το 1985
στην Αθήνα και ακολούθησε το επόμενο έτος το παράρτημά του στην Θεσσαλονίκη.
Σύμφωνα με τους πρωτεργάτες του η ίδρυση
προέκυψε ως “μια πρωτοβουλία Ποντίων της
δεύτερης και τρίτης γενιάς με διαφορετικές ιδεολογικές πολιτικές καταβολές,
αλλά με ένα μεγάλο κοινό ενδιαφέρον, αγωνία, προσέγγιση της ποντιακής υπόθεσης”.
Οι στοχεύσεις του Κέντρου δεν είναι επιστημονικές, αλλά ιδεολογικές με κύριο στόχο
να πληρώσουν το κενό που υπάρχει στην “ποντιακή
συνείδηση και ταυτότητα”. Και αυτό γιατί με το πέρασμα των χρόνων τα
στοιχεία εκείνα που διαφοροποιούν τους πληθυσμούς με καταβολές από την περιοχή
του μικρασιατικού Ευξείνου Πόντου κρίνονται ως ανεπαρκή για “να διατηρήσουν και να αναπτύξουν την
ποντιακή συνείδηση και ταυτότητα”. Αυτός φαίνεται να είναι και ο βασικός προγραμματικός στόχος του
Κέντρου. Οι υποστηρικτές του συγκεκριμένου προγράμματος διαπιστώνουν ότι κάτι
τέτοιο δε μπορεί να επιτευχθεί πλέον μόνο μέσω της διατήρησης του τραγουδιού,
του χορού και του θεάτρου. Κάτι που έκαναν οι παραδοσιακοί συντηρητικοί
ποντιακοί σύλλογοι. Βασική μέριμνα αυτού του Κέντρου Ποντιακών Μελετών
είναι η διασφάλιση των συνθηκών “για την ποντιακή ύπαρξη και συνέχεια”.
Και στη δεδομένη ιστορική συγκυρία ως “πρώτη
βασική συνθήκη” κρίνεται “η γνώση …
της ιστορίας τους και ειδικότερα των πολιτικοϊστορικών λόγων που καθόρισαν την
εξέλιξη και σημερινή πραγματικότητα σε όλο τον κόσμο…”. Κατά τους ιθύνοντες
του Κέντρου αυτό θεμελιώνει “το δικαίωμα των Ποντίων στη μνήμη”. Και
ως αφετηρία για την ανάκτηση της μνήμης είναι για τους ιθύνοντες του κέντρου το “έγκλημα της γενοκτονίας”.
Οι
στόχοι του συγκεκριμένου Κέντρου δε
συμπίπτουν με τους στόχους των λαογραφικών πολιτιστικών συλλόγων, αλλά είναι
πολιτικοί και καταλήγουν στην ηθική καταδίκη και το στιγματισμό του αντιπάλου: “ … το ΚΕΠΟΜΕ χωρίς να υποκαθιστά ή να
ανταγωνίζεται άλλα ποντιακά σωματεία ή άλλα κέντρα ή επιτροπές ερευνών, αλλά
αποτελώντας μια ενωτική συνιστώσα του ποντιακού χώρου σε παγκόσμιο επίπεδο θα
διαθέσει όλες του τις δυνάμεις για την
ανάπτυξη όλων εκείνων των δραστηριοτήτων, μορφωτικών, ερευνητικών, πολιτιστικών
στους διεθνείς οργανισμούς, που θα έχουν σαν στόχο την αναγνώριση από τη διεθνή
κοινότητα της γενοκτονίας των Ποντίων και την καταδίκη του υπευθύνου γι΄ αυτήν
σύγχρονου τουρκικού κράτους το οποίο αποτελεί συνέχεια των προηγουμένων του
οθωμανικού και του κεμαλικού”.
Στο
πλαίσιο αυτό η υποτιθέμενη γενοκτονία αναγορεύεται ως “δεύτερη συνθήκη” για την “ύπαρξη
και συνέχεια” του “ποντιακού λαού”
[sic]
Σ΄
αυτόν τον «ποντιακό λαό» συγκαταλέγονται οι ποντιακής καταγωγής Έλληνες της
Ελλάδας, οι μετανάστες στην Ευρώπη και στις υπερπόντιες χώρες και οι ποντιακοί
πληθυσμοί της Σοβιετικής Ένωσης. Πρόκειται για ένα λαό θύμα της ιστορίας
(“διαδικασία αυτοθυματοποίησης”), κατ΄ αναλογία των Κούρδων, των Παλαιστινίων
κλπ., ο οποίος εμφανίζεται ως αδιαίρετο σύνολο, στο πλαίσιο της μυθοπλασίας της
υποτιθέμενης γενοκτονίας. Τούτη η “φανταστική κοινότητα” των Ποντίων υφίσταται
εξ αιτίας του γεγονότος της γενοκτονίας. Η υποτιθέμενη γενοκτονία είναι ο
συνδετικός κρίκος, ο οποίος συνδέει το παρελθόν και το παρόν αυτής της
«κοινότητας» και οφείλει να διασφαλίσει και το μέλλον της. Γι΄ αυτό οι
νεοποντιστές προτείνουν τη διεκδίκηση της αναγνώρισης της γενοκτονίας και την
καθιέρωση μιας ημέρας μνήμης ως “…
αφετηρία ενός νέου κύκλου ποντιακής αναζήτησης, αυτογνωσίας, προσφοράς,
διεκδικήσεων, αγώνων …”. Οι νεοποντιστές εισέρχονται αμέσως στα βαθειά της
εξωτερικής πολιτικής.
Και είναι το Κέντρο Ποντιακών Μελετών
που θα προτείνει στο Δεύτερο Παγκόσμιο Ποντιακό Συνέδριο την 19η Μαιου ως ημέρα μνήμης για
τη γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. Από εκείνη τη στιγμή οι πολιτιστικοί λαογραφικοί σύλλογοι παίρνουν
τα χαρακτηριστικά “θεσμικού παρακράτους”.
Η
πρόταση να καθιερωθεί ως ημέρα μνήμης των θυμάτων της υποτιθέμενης γενοκτονίας
η 19η Μαίου αποδεικνύει ότι πρώτιστο μέλημα των «νεοποντιστών» ήταν
να στιγματίσουν τον αντίπαλο. Η ημέρα είναι συμβολική για τους Τούρκους, διότι
στις 19 Μαΐου του 1919 αποβιβάσθηκε ο Μουσταφά Κεμάλ στην Σαμψούντα, ως
απεσταλμένος του σουλτάνου, για να επιβάλλει την τάξη στην ταραγμένη περιοχή, ο
ίδιος όμως είχε σκοπό να ξεκινήσει το λεγόμενο αγώνα για την ανεξαρτησία. Η
επιλογή της συγκεκριμένης ημερομηνίας αυτή καθ΄ εαυτή είναι μια επιθετική
επιλογή στιγματισμού του αντιπάλου.
Το
προγραμματικό σύγγραμμα των “νεοποντιστών” έφερε τον τίτλο “Πόντιοι: Δικαίωμα
στη μνήμη” (1986). Το υπέγραφαν το στέλεχος του ΠΑΣΟΚ Μιχάλης Χαραλαμπίδης και
ο καθηγητής μέσης εκπαίδευσης Κώστας Φωτιάδης.
Ο
ιδεολογικός λόγος περί ταυτότητας, μνήμης, παρόντος και μέλλοντος, εθνικής
αυτογνωσίας, ποντιακής αυτογνωσίας, γνώση της ιστορίας, πλημυρίζει τα κείμενα
του τόμου. Ο φόβος της απώλειας της “ταυτότητάς” είναι χαρακτηριστικός: “ … οι Πόντιοι δεν έζησαν σε συνθήκες που να
τους επιτρέπουν να γνωρίσουν, να ερμηνεύσουν, να οικοδομήσουν την ιστορία τους
και να μεταβιβάσουν αυτήν στις επόμενες γενιές. Όσο εξαντλούνται οι μνήμες, οι
διηγήσεις, η μετάδοση της γλώσσας από τους πρόσφυγες της πρώτης γενιάς,
συναντούσαν ένα κενό, στο οποίο υπεισέρχονταν στοιχεία ξένα προς τη δική τους
ταυτότητα. Ο δρόμος προς την αλλοίωση της
μνήμης και ιδιαιτερότητας τους ήταν ανοιχτός. Μη γνωρίζοντας το παρελθόν
τους, η σύγχρονη ιστορική παρουσία και το μέλλον τους, γίνονταν αμφίβολα”.
Ποιες
ήταν οι συνθήκες που δεν επέτρεψαν τους Ποντίους “να γνωρίσουν, να ερμηνεύσουν,
να οικοδομήσουν την ιστορία τους”;
Οι νεοποντιστές αποδίδουν το γεγονός ότι
δεν είχαν ασχοληθεί οι Πόντιοι των προηγούμενων γενιών με την ιστορία τους και με το ζήτημα της
υποτιθέμενης γενοκτονίας σε δύο κυρίως λόγους, στο σύμφωνο φιλίας Βενιζέλου-Κεμάλ και αργότερα μεταπολεμικά στην ένταξη
Ελλάδας και Τουρκίας στο ΝΑΤΟ.
Πρόκειται
για ένα εξαιρετικά ευφυές από πολιτική σκοπιά επιχείρημα: από τη μια πλευρά
καθιστούσαν το ελληνικό κράτος υπόλογο για την καθυστέρηση της αναγνώρισης των
θυσιών των Ελλήνων του Πόντου, από την άλλη προλάμβαναν τις πιθανές αντιρρήσεις
για το όψιμο του ενδιαφέροντος για τα θύματα των σφαγών στον Πόντο.
Φυσικά, ούτε το σύμφωνο Βενιζέλου- Κεμάλ, ούτε
η ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ μπορούν να θεωρηθούν λόγοι για
την «αποσιώπηση» του τραυματικού παρελθόντος.
Από
τις μελέτες των γενοκτονιών γνωρίζουμε ότι η αντίδραση στις σφαγές και στις διώξεις,
η αντίδραση στο τραύμα διαρκεί
τουλάχιστον μια γενιά. Και αυτό το γνωρίζουμε από τις μελέτες για τη γενοκτονία
των Ισραηλιτών, των Τσιγγάνων/Ρομ, των
Αρμενίων, των Καμποτζιανών. Γενικώς από θύματα γενοκτονιών και μαζικών
εγκλημάτων. Η ανάκληση στη μνήμη ενός παρομοίου τραύματος είναι μια πολύ
σύνθετη υπόθεση και δεν είναι δυνατόν να εξηγείται απλώς με πολιτικές
σκοπιμότητες της στιγμής. Εξ άλλου η ένταξη στο ΝΑΤΟ δεν εμπόδισε τους Έλληνες
να συγκρουστούν με τους Τούρκους στην Κύπρο στη δεκαετία του 1960.
Από
τα τέλη της δεκαετίας του 1950 έως και τα μέσα της δεκαετίας του 1980 υπάρχει
μια περίοδος, όπου καταγράφεται η αντίδραση των πρώτων Ποντίων στο τραύμα των
σφαγών και των διώξεων. (Ευριπίδης Χειμωνίδης, Πολυχρόνης Ενεπεκίδης, Δημήτρης
Ψαθάς, Οδυσσέας Λαμψίδης, έχω εντοπίσει και μια σειρά δημοσιεύματα από
διάφορους (Δυτικο)- Μικρασιάτες σε εφημερίδες για τις κατά τόπους σφαγές και
διώξεις). Επομένως κανείς δεν εμπόδιζε κανέναν να θυμάται, απλώς η επεξεργασία
παρομοίων τραυμάτων ακολουθεί κατά κανόνα πολύ αργότερα. Και εδώ έχουμε μια
τακτική “θυματοποίησης”. Το ελληνικό κράτος καθίσταται υπόλογο για την έλλειψη
της ιστορικής μνήμης στους Ποντίους και τη
μη αναγνώριση της γενοκτονίας.
Αυτή
η επιχειρηματολογία διευκολύνει τους «νεοποντιστές» να επαναδιατυπώσουν με τους δικούς τους όρους
αιτήματα, που υπό διάφορες μορφές συναντάμε στις ακροεθνικιστικές και
φασιστικές ομάδες των Ποντίων και της πρώτης και της δεύτερης γενιάς.
Στη
συνέχεια διαμορφώνεται ένας ιδεοληπτικός λόγος ισχύος, οι ασυναρτησίες του
οποίου αποτελούν πειστήρια ότι η κοινωνία μας δεν έχει επεξεργασθεί
ικανοποιητικά το τραύμα, όχι μόνο των Ποντίων, αλλά γενικότερα της Καταστροφής του
Μικρασιατικού Ελληνισμού, η οποία επήλθε ως αποτέλεσμα της εθνικιστικής Μεγάλη
Ιδέας. Οι άνθρωποι αντιδρούν ενστικτωδώς και προσπαθούν να μειώσουν σε αποδεκτά
όρια το μέγεθος μιας ασύλληπτης καταστροφής μέσα από στερεότυπα και
εθνικοπατριωτικές ιδεοληψίες Έτσι, ο
ισχυρισμός περί γενοκτονίας δεν προκύπτει μέσα από την έρευνα της ιστορικής περιόδου, αλλά ως μια
πολιτική επινόηση, ως ένα μέσο πίεσης προς την αντίπαλη πλευρά, δηλαδή ως ένα
μέσο πίεσης στην αντιπαράθεση με την Τουρκία.
Η
γλώσσα των νεοποντιστών χαρακτηρίζεται ευθύς εξ αρχής από έντονη επιθετικότητα
επιβεβαιώνοντας τον Semelin ότι “ο όρος
«γενοκτονία» μπορεί να είναι το κυρίαρχο μέρος μιας πολύ επιθετικής
ρητορικής ενάντια σε κάποιον αντίπαλο”. [ο.πρ.] Και αυτός ο αντίπαλος
για τους νεοποντιστές είναι η “κεμαλική” Τουρκία.
Η
ρητορική τους ξεδιπλώνεται σε μία
περίοδο κρίσιμη για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και έρχεται να ενισχύσει την
αντιτουρκική στάση στην ελληνική εξωτερική πολιτική. Ταυτόχρονα η ευνοϊκή
ιστορική συγκυρία μετά το 1989 ενδυναμώνει τον εθνικιστικό λόγο ισχύος τον
οποίο αναπτύσσουν. Σήμερα η υποτιθέμενη γενοκτονία είναι μια ακόμη από τις
βεβαιότητες του σύγχρονου ελληνικού εθνικιστικού λόγου.
Ονόμασα
το συγκεκριμένο ιδεολογικο-πολιτικό ρεύμα “νεοποντισμό”, κατά πρώτο λόγο εξ
αιτίας του μπολσεβικικού όρου «ποντισμός» με τον οποίο χαρακτήριζαν τους
θιασώτες της ιδέας του ανεξαρτήτου Πόντου και κατά δεύτερο εξ αιτίας των
αλυτρωτικών εθνικιστικών ιδεοληψιών των πρωταγωνιστών του, οι οποίοι με
συνέπεια από τα μέσα του 1980 έως και σήμερα ομιλούν για το νέο άνοιγμα του
“ανατολικού ζητήματος”!
Μελετώντας
κανείς τα κείμενα των νεοποντιστών θα μπορούσε να τους θεωρήσει γραφικούς, αλλά
δεν πρέπει να λησμονούμε ότι έχουν την υπομονή, την επιμονή και το
φανατισμό του προσήλυτου. Πάραυτα, το
φαινόμενο οφείλει πολλά στην ιστορική συγκυρία. Η έλευση των νεοπροσφύγων από
τη Σοβιετική Ένωση διευκόλυνε την πολιτική προώθηση της υποτιθέμενης
γενοκτονίας. Πριν τον κλονισμό τον οποίο επέφερε το 1989, η υπόθεση της
γενοκτονίας αφορούσε μια δράκα ανθρώπων στην ελληνική κοινωνία. Ακόμη και
εγνωσμένοι αντιτουρκιστές και ακραιφνείς εθνικιστές, όπως ο δημοσιογράφος
συγγραφέας Γιώργος Σκαμπαρδώνης αγνοούσαν παντελώς την ύπαρξη της υποτιθέμενης
γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Σε άρθρο του, με τίτλο “Επέτειος
και μνήμη”, για την 73η
επέτειο της Γενοκτονίας των Αρμενίων, όπου «σέρνει τα μύρια όσα στον
τουρκικό εθνικισμό, δεν αναφέρεται στη γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού.
Από
την αντιτουρκική σφοδρότητα του κειμένου
μπορούμε να συμπεράνουμε ότι αγνοούσε πλήρως τη φιλολογία περί γενοκτονίας των
Ποντίων, ειδάλλως δεν δικαιολογείται η απουσία της από ένα εδάφιο, όπως το
ακόλουθο: “Τα εγκλήματα του [σ.σ. του τουρκικού εθνικισμού] είναι συνειδητά και
χωρίς όρια. Από τη γενοκτονία των Αρμενίων που διέπραξαν οι νεότουρκοι, την
αιματηρότατη συντριβή των κουρδικών εξεγέρσεων κατά τη δεκαετία του ΄30 από τη
δημοκρατία του Κεμάλ, την αφαίρεση της Αλεξανδρέττας από τη Συρία, τις σφαγές
των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης κατά το 1950-1960. Από τη διαρκή συνωμοσία
εναντίον της Κύπρου μέχρι την αρπαγή του 40% των εδαφών της και την προσφυγιά
200.000 Ελληνοκυπρίων”. [ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ,
Πέμπτη 14 Απριλίου 1988]
Η
κατάρρευση των χωρών του υπαρκτού σοσιαλισμού και η αναβίωση του εθνικισμού
έφεραν στο προσκήνιο το ζήτημα των Ελλήνων της Σοβιετικής Ένωσης. Ο ρόλος του “θεσμικού
παρακράτους” των ποντιακών συλλόγων αναβαθμίστηκε. Στελέχη του λεγόμενου “οργανωμένου
ποντιακού ελληνισμού” διαχειρίζονταν θέματα της εξωτερικής πολιτικής λόγω των
κραυγαλέων «ελλείψεων» του ελληνικού υπουργείου επί των Εξωτερικών. Το αίτημα
της αναγνώρισης της γενοκτονίας από το ελληνικό κοινοβούλιο και η ημέρα μνήμης
της γενοκτονία υπερβαίνει τα κομματικά όρια και αυτή την περίοδο μπορούμε να
πούμε ότι οι νεοποντιστές κατορθώνουν να επιβάλλουν την “πολιτικοποίηση” των
συλλόγων και το χειρότερο να ομιλούν εκ
μέρους όλων των Ποντίων σαν να επρόκειτο για μια διακριτή “κοινότητα” μετά από
δεκαετίες ενδογαμίας και πολιτιστικών μεταβολών στον ελληνικό χώρο.
Κινητήρια
δύναμη είναι το στέλεχος του ΠΑΣΟΚ και επινοητής της γενοκτονίας Μιχάλης
Χαραλαμπίδης. Αυτός είναι ο άνθρωπος, ο οποίος συνδέει το ΠΑΣΟΚ με την
υποτιθέμενη γενοκτονία, την υποτιθέμενη γενοκτονία με το κουρδικό, το κουρδικό
με το νέο άνοιγμα του ανατολικού ζητήματος. Ο αλυτρωτισμός, ο οποίος
κυριαρχούσε στους ακροεθνικιστές πρόσφυγες μέχρι και τη δεκαετία του 1960, επιστρέφει
από την πίσω πόρτα με τον κομψό τρόπο
της προσπάθειας επαναφοράς του ανύπαρκτου πλέον “ανατολικού ζητήματος”.
Στο
χώρο των νεοποντιστών δε δίσταζαν να τονίζουν τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Μιχάλη Χαραλαμπίδη στη διαμόρφωση και προώθηση του αιτήματος της
αναγνώρισης της υποτιθέμενης Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Ακόμη και το
2002, σε φάση υποχώρησης της νεοποντιστικής δραστηριότητας, η εφημερίδα “Πόντος” την οποία εξέδιδε εδώ στην
Θεσσαλονίκη η Πρωτοβουλία για το
Ποντιακό Ζήτημα, υπογραμμίζει το ρόλο του : “ … την ανάδειξη και τεκμηρίωση της γενοκτονίας … έκαναν δύο άνθρωποι, ο
Μιχάλης Χαραλαμπίδης και ο Κώστας Φωτιάδης”. Και παρακάτω η εφημερίδα γίνεται ακόμη πιο αποκαλυπτική: “…η τιμή της αναγνώρισης ανήκει ουσιαστικά
σε δύο ανθρώπους. Σ΄ αυτόν που την ανέλαβε και την ανέδειξε και την τεκμηρίωσε
με στοιχεία και αποδεικτικό υλικό, τον Μιχάλη Χαραλαμπίδη και σ΄ αυτόν που παρά
τις αφόρητες πιέσεις δεν έκανε πίσω και έδωσε το πράσινο φως για την αναγνώριση
της γενοκτονίας από την Βουλή των Ελλήνων Ανδρέα Παπανδρέου”. [ΠΟΝΤΟΣ, φυλ. 5, Απρίλιος- Μάιος 2002]
Το
θέμα για τον καθορισμό ημέρα μνήμης και αναγνώρισης της γενοκτονίας ήλθε το
1989 και το 1992 στη Βουλή. Είναι η εποχή της εθνικιστικής έξαρσης και οι βουλευτές
του ΠΑΣΟΚ πλειοδοτούν σε “πατριωτισμό”
και “ποντιοφιλία”. Στις 17 Μαίου
1991 η Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΠΑΣΟΚ, υπό την προεδρία του Ανδρέα Παπανδρέου,
υιοθέτησε την πρόταση ορισμένων “Ποντίων” βουλευτών για την αναγνώριση της 19ης
Μαίου ως ημέρας μνήμης των θυμάτων της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου. Στο
επόμενο διάστημα το ζήτημα μετατράπηκε σε μέσο πίεσης προς την κυβέρνηση του
Κώστα Μητσοτάκη, η οποία ούτως ή άλλως είχε να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της
ονομασίας της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας και τις
εθνικιστικές αντιδράσεις σε αυτό το ζήτημα.
Το
θέμα, όμως, της αναγνώρισης ήλθε ήδη στη Βουλή κατά τη διακυβέρνηση της χώρας
από τη Νέα Δημοκρατία. Το ΠΑΣΟΚ στο πλαίσιο της εθνικιστικής του αναβάπτισης
και της αναζήτησης δεσμών με τις μεσοπολεμικές βενιζελικές καταβολές του
χρησιμοποίησε το αίτημα αναγνώριση της Ημέρας Μνήμης και τους νέους πρόσφυγες
από τις χώρες της Σοβιετικής Ένωσης ως μέσο πίεσης προς την συντηρητική κυβέρνηση,
η οποία μειονεκτούσε εκείνη την περίοδο διότι ιστορικά είχε «ανεπαρκείς»
σχέσεις με τους ποντιακής καταγωγής πληθυσμούς.
Βουλευτές
του ΠΑΣΟΚ έκαναν επερώτηση και συγκλήθηκε η Βουλή η οποία συνεδρίασε “με
θέμα την καθιέρωση της 19ης Μαίου ως ημέρα μνήμης της γενοκτονίας
που έγινε σε βάρος 350.000 Ελλήνων Ποντίων στο διάστημα 1916-1922”.
Ανάμεσα
σε αυτούς που κατέθεσαν την επερώτηση ήταν ο Θόδωρος Κατσανέβας, ο οποίος ήταν
και ο εισηγητής, ο Στέλιος Παπαθεμελής,
ο Άκης Τσοχατζόπουλος, ο Θεόδωρος Πάγκαλος, ο Γιώργος Παπανδρέου, ο Χάρης Καστανίδης, ο Μάκης Κουρής, ο Ευάγγελος Γιαννόπουλος, ο Γιώργος
Πασχαλίδης.
Από τους Θεσσαλονικιούς βουλευτές να αναφέρω τον
Νίκο Ακριτίδη, πρώην υπουργό και τον
Λευθέρη Κωνσταντινίδη, γιατί έπαιξε κάποιο ρόλο στην σύνταξη του σχεδίου
νόμου με τον εκ Κρήτης Παναγιώγη Κρητικό.
Η
συζήτηση στη Βουλή έγινε πριν το 3ο
Παγκόσμιο Συνέδριο του Ποντιακού
Ελληνισμού, το οποίο θα πραγματοποιούνταν στην Θεσσαλονίκη, από τις 12-14 Μαΐου. Η πρόταση την οποία έκανε
το ΠΑΣΟΚ με την επερώτηση των βουλευτών
του ήταν η εξής: “… προτείνεται η Βουλή
να υιοθετήσει την 19η Ημέρα, ως αναγνώριση της γενοκτονίας των
Ποντίων ως ημέρα μνήμης για τις αλησμόνητες πατρίδες του Πόντου και της Μικράς
Ασίας”.
Φυσικά,
οι βουλευτές είχαν πλήρη άγνοια γύρω από
τη σημασία της έννοιας «γενοκτονία». Αλλά το κλίμα της περιόδου επέβαλε «εθνική
ομοψυχία» μιας και στο φαντασιακό των βουλευτών η χώρα ήταν περιστοιχισμένη από
εχθρούς και επιβουλευόταν την ακεραιότητά της. Στο πλαίσιο αυτό η αναγνώριση
της γενοκτονίας αποτελούσε, σύμφωνα με τον εισηγητή του ΠΑΣΟΚ Θεόδωρο Κατσανέβα, αφενός “υποχρέωση στην εθνική μνήμη και στοιχείο
γόνιμης πολιτικής” αφετέρου “ το
ποντιακό ζήτημα, όπως και το Μακεδονικό, το Βορειοηπειρωτικό, το Κυπριακό,
[εντάσσονταν] μέσα στη γενικότερη προβληματική για την επιβίωση και τις
προοπτικές του Ελληνισμού”.
Εδώ
παρουσιάζεται ανάγλυφα το κυριότερο κριτήριο για την προώθηση του αιτήματος της
υποτιθέμενης γενοκτονίας: είναι αυτό το οποίο χαρακτηρίζει ως «στοιχείο
γόνιμης εξωτερικής πολιτικής». Η προσπάθεια εργαλειοποίησης της υποτιθέμενης γενοκτονίας και των
ποντιακών πληθυσμών παίρνει πολλές φορές κωμικοτραγικά χαρακτηριστικά. Έτσι, μέσα στο καταπιεσμένο εθνικιστικό
φαντασιακό των χθεσινών σοσιαλιστών επανέρχεται το απωθημένο ως πολιτική
πρόταση εξωτερικής πολιτικής, είτε μέσα από την πρόταση για «αναβάθμιση του ρόλου και των διαύλων
επικοινωνίας της κοινής Ορθόδοξης Εκκλησίας» αναφορικά με τη στάση απέναντι
στη νέα Ρωσία, είτε με την εξωπραγματική αναφορά στα υποτιθέμενα άγνωστα
κατάλοιπα των Ελλήνων στην Τουρκία: “Η
ύπαρξη 300.000 ή και περισσοτέρων Ελλήνων, Ρωμιών, κρυπτοχριστιανών ή
εκμουσουλμανισμένων στην Τουρκία, ασφαλώς και πρέπει να ανασυρθεί από τη λήθη
της εξωτερικής μας πολιτικής, την ίδια στιγμή που η Τουρκία μιλά για δήθεν
καταπίεση της Μουσουλμανικής μειονότητας στη Δυτική Θράκη. Προτείνεται εδώ να
διερευνηθεί η δυνατότητα ίδρυσης νέου Προξενείου ή η μεταφορά του Προξενείου
από την Αδριανούπολη στις περιοχές της Τόνιας, όπου κατοικούν οι περισσότεροι
απ΄ αυτούς τους Έλληνες”.
Είναι
προφανές ότι το εθνικιστικό ΠΑΣΟΚ εκείνης της περιόδου επιχειρεί να
εργαλειοποιήσει την υποτιθέμενη γενοκτονία και κάτι ακόμη πιο μεγαλεπήβολο να
δημιουργήσει προβλήματα στην Τουρκία. Αυτό θα το πετύχαινε μεταξύ άλλων και με
την εργαλειοποίηση διαφόρων πληθυσμών, στην Ρωσία, στην Ελλάδα και την Τουρκία.
Το στοιχείο αυτό της εργαλειοποίησης ποντιακών πληθυσμών δεν είναι καινούργιο
στην ιστορία του ελληνικού κράτους. Από
τον 19ο αιώνα υπήρξαν προστάσεις για εποικισμό της Οθωμανικής Μακεδονίας ώστε να αλλοιωθεί η σύνθεση του πληθυσμού και
να αποτραπούν τα σχέδια του βουλγάρικου εθνικισμού. Την ίδια πάνω κάτω περίοδο
επί Χαριλάου Τρικούπη έγινε
προσπάθεια να εγκατασταθούν Έλληνες από τον Καύκασο στις προσαρτημένες περιοχές
του Ελληνικού Βασιλείου στη Θεσσαλία, αλλά οι άνθρωποι που ήλθαν κατέληξαν να
λιμοκτονούν στις περιοχές του Πειραιά
και να εκλιπαρούν να επιστρέψουν πάλι στη
Ρωσία. Και φυσικά το πιο γνωστό
φαινόμενο είναι της εγκατάστασης πληθυσμών ποντιακής καταγωγής στη Μακεδονία,
πριν την ανταλλαγή των πληθυσμών. Και εδώ έχουμε εγκληματική πολιτική του
Ελληνικού κράτους. Η περιοχή της Καλαμαριάς
το 1919-1920 είχε μετατραπεί σε
κάποιες περιόδους σε στρατόπεδο συγκέντρωσης,
όπου πέθαινε μαζικά ο κόσμος. Ήταν η εποχή που το ελληνικό κράτος ήθελε
να εποικίσει τη Μακεδονία για να ενισχύσει το ελληνικό στοιχείο στην εθνολογική της σύνθεση.
Τηρουμένων των αναλογιών η ίδια πολιτική
επαναλαμβανόταν και στις αρχές του 1990 με τη δημιουργία των οικισμών στην
Θράκη με σκοπό να αντιμετωπιστεί ο “τουρκικός κίνδυνος”.
Στη
συζήτηση της Βουλής γίνονται τακτικές αναφορές σε συλλόγους Ποντίων, οι οποίοι
δραστηριοποιούνται σε όλα τα μέτωπα, παρά το γεγονός ότι ο “οργανωμένος
ποντιακός χώρος” είναι διασπασμένος σε διάφορες φατρίες. Σημαντικό ρόλο στην
πορεία του χώρου θα παίξουν τα τεράστια κονδύλια από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα οποία σχετίζονται με την αποκατάσταση των νέων
προσφύγων. Κατά τη διάρκεια της συζήτησης στη Βουλή αναφέρεται ότι έχουν ήδη
δαπανηθεί 10 δισεκατομμύρια δραχμές και
απομένουν να εισπραχθούν από ένα δάνειο, άλλα 38 δισεκατομμύρια.
Ανάμεσα
στις προτάσεις που κατέθεσε ο Θεόδωρος Κατσανέβας εκ μέρους του ΠΑΣΟΚ ήταν και η εξής που συνδέεται και με τη
γενικότερη στάση απέναντι στην Τουρκία και το ζήτημα των γενοκτονιών: “…καταδίκη της απαρχής μιας νέας γενοκτονίας
της Τουρκίας σε βάρος του Κουρδικού λαού, στήριξη της Αρμενίας στο θέμα του
Ναγκόρνο Καραμπάχ και ανάπτυξη φιλικών σχέσεων και επαφών με χώρες όπως η
Ρωσία, η Ουκρανία, η Γεωργία, η Συρία. Οι λόγοι είναι ευνόητοι”.
Μέσα
σε κλίμα “εθνικής ανατάσεως”, όπως έλεγαν στην χούντα, έκλεισε την εισήγησή του
ο Θόδωρος Κατσανέβας: “…Ας είναι και αυτή
η συζήτηση μια ακόμα σπουδή και σπονδή΄ στη μαρμαρωμένη πατρίδα, στη
μαχαιρωμένη γη του Πόντου, στη χαμένη Ρωμανία, που όμως ανθεί και φέρει και
άλλο!” [πρακτικά βουλής].
Και ο Νίκος
Ακριτίδης συσχετίζει την υπόθεση της Γενοκτονίας με την στάση της τουρκικής πολιτικής τάξης στο Κουρδικό και
στη γενικότερη πολιτική της γειτονικής χώρας στα Βαλκάνια. Κεντρικό ρόλο παίζει
το Μακεδονικό ζήτημα στην επιχειρηματολογία του: “Ζούμε ως Έθνος μια πολύ κρίσιμη καμπή
της ιστορικής μας πορείας και συναντιόμαστε
για μια ακόμη φορά με την ιστορία μας. Και αυτό επιβεβαιώθηκε με το περίφημο
θέμα των Σκοπίων αλλά και τις άλλες προκλήσεις, θρασύτατες και ανιστόρητες, που
έγιναν στην περιοχή των βορείων συνόρων μας …”
Τη
σχέση με την ιστορία, με την αναγνώριση της υποτιθέμενης γενοκτονίας επεσήμανε και ο μετέπειτα
αντιπρόεδρος της Βουλής, Παναγιώτης
Σγουρίδης: “… λαοί που δεν έχουν
μνήμη, έχουν παρελθόν και παρόν. Δεν έχουν μέλλον. Έχουμε λοιπόν χρέος να
ανοίξουμε τους φακέλους της γενοκτονίας των λαών της Μικράς Ασίας. Πρέπει η
παγκόσμια κοινή γνώμη να υποχρεώσει τους Τούρκους να αναγνωρίσουν τα εγκλήματα,
γιατί αν δεν τα αναγνωρίσουν η τουρκική
κοινωνία, το τουρκικό κράτος, είναι έτοιμο να τα ξαναεπαναλάβει. Και εδώ
τίθεται το μέγα ερώτημα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Κατά πόσον είναι
διορατική κατά πόσο είναι μεθοδική, κατά πόσον μπορεί να σχεδιάσει”.
Ο σημερινός υπουργός Δικαιοσύνης Χάρης Καστανίδης, προτείνει αντί του
όρου “αναγνώριση” τον όρο “αξιοποίηση”, δείχνοντας και αυτός
προς την κατεύθυνση της εργαλειοποίησης του ζητήματος. Η παρέμβαση του Χάρη Καστανίδη
καταγράφει εύγλωττα την αναφορά μας ότι πρώτα διατυπώθηκε το αίτημα για
αναγνώριση κάποιας γενοκτονίας και κατόπιν έγινε η προσπάθεια για την
τεκμηρίωσή της: “ Χρειάζεται να γίνει μια επιτροπή επιστημόνων. Υπάρχουν
πολλοί άξιοι άνθρωποι και κυρίως ιστορικοί, που σε συνεργασία με τα Ελληνικό
Κοινοβούλιο πρέπει να καταγράψουν ιστορικές
μαρτυρίες, να συλλέξουν όλα τα ιστορικά στοιχεία που σκόρπια υπάρχουν
και να βοηθήσουν το Ελληνικό Κοινοβούλιο να καταλήξει σε μια πρόταση ουσιαστικά
για τη διεθνοποίηση του ζητήματος - όπως έκαναν οι Αρμένιοι- μια πρόταση που κατά την άποψή μου πρέπει,
μετά από πολύ σοβαρή δουλειά, να υποβληθεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ώστε να
πάρει διεθνείς διαστάσεις ένα κολοσσιαίο
ζήτημα, που αφορά όχι μόνο στον ελληνισμό, αλλά και στην ιστορία της Ευρώπης
γενικότερα”. [πρακτικά βουλής]
Κάτι
τέτοιο δεν έγινε παρότι και τον επόμενο χρόνο (1993) παραδοσιακοί παράγοντες
του ποντιακού χώρου υπενθύμιζαν την ανάγκη επιστημονικής προσέγγισης του
ζητήματος.
Ο διδάκτορας της Νομικής και γνωστός στον
ποντιακό χώρο λαογράφος Στάθης Ευσταθιάδης,
σε συνέντευξή του, σημειώνει για την σπουδή και την προχειρότητα με την οποία
προωθούνταν το ζήτημα: “Για να φύγει κάθε
αμφιβολία και να ενημερωθεί ο ποντιακός κόσμος και το Πανελλήνιο γενικά, να
αφήσουμε όλα κατά μέρος και να πάμε στην επιστημονική αντιμετώπιση του θέματος
και αφού από εκεί βγούνε επιστημονικά συμπεράσματα, θεμελιωμένες επιστημονικές
απόψεις, τότε να τα διαβιβάσουμε στην ελληνική κυβέρνηση, τη μόνη αρμόδια να
προωθήσει το θέμα παραπέρα. Θα ήθελα να κάνω και προβλέψεις: Κατά τη γνώμη μου, στον Πόντο, την εποχή εκείνη, εγκλήματα
και ολοκαυτώματα έγιναν πολλά και διάφορα. Αν αυτά μπορούν να υπαχθούν στο νόμο
περί γενοκτονίας, αυτό δεν το βλέπω σαν προσπάθεια, σαν αγώνα τόσον εύκολο. Από
πλευράς Ελλάδας, 70 χρόνια υπάρχει αδράνεια και σιωπή. Από πλευράς Τουρκίας,
δηλαδή οι δικές της αιτιάσεις για γενοκτονία σε βάρος του δικού της λαού, πάλι
υπάρχει στο ίδιο διάστημα, αδράνεια και
σιωπή. Αυτό το γεγονός της αδράνειας και σιωπής για τόσο διάστημα, είναι
καθεαυτό γεγονός αρνητικό”.
Εσπευσμένα
το ΠΑΣΟΚ λίγους μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας, πέρασε το νόμο χωρίς καν
να έχει διερευνηθεί επιστημονικώς το ενδεχόμενο ή όχι της γενοκτονίας. Οι λόγοι
ήταν προφανείς: η χώρα χρειαζότανε “μειονοτική πολιτική”. Και αυτή η “μειονοτική
πολιτική” είχε σαφή αντιτουρκικό προσανατολισμό. Ο Χάρης Καστανίδης, ήταν απoλύτως σαφής: “ Η Ελλάδα οφείλει να αποκτήσει, μέσα στα πλαίσια ενός αναβιούντος
εθνικισμού στα Βαλκάνια, μειονοτική πολιτική, κυρία Υπουργέ. Η μειονοτική αυτή
πολιτική, θα πρέπει να περιλάβει μια σοβαρή σε αριθμό κατηγορία ανθρώπων, που
χαρακτηρίζονται ως κρυπτοχριστιανοί στη σημερινή Τουρκία. Εάν η Ελλάδα θέλει να
διεθνοποιήσει τέτοια θέματα και να προκαλεί προβλήματα ανάλογα με αυτά που άλλοι
επιχειρούν να της προκαλέσουν, τότε μια σοβαρή εξωτερική πολιτική και
ειδικότερα μια σοβαρή μειονοτική πολιτική θα πρέπει να συλλέξει στοιχεία, για
την αξιοποίηση του προβλήματος των κρυπτοχριστιανών”!!! [πρακτικά βουλής]
Σε
μερικές περιπτώσεις οι παρεμβάσεις παίρνουν τη μορφή παραληρήματος. Ενδεικτική
είναι η περίπτωση του βουλευτή Ιωάννη
Διαμαντίδη: “… βλέπουμε σήμερα τον
τουρκικό επεκτατισμό να γίνεται επικίνδυνος όσο ποτέ άλλοτε, όταν βλέπουμε το
μουσουλμανικό τόξο που ζώνει τη Χώρα μας από Ανατολή μέχρι Δύση, στα
σύνορά μας, όταν άλλοι λαοί που έχυσαν
αίμα, με χιλιάδες θύματα, όπως οι Αρμένιοι που αναγνωρίστηκε η γενοκτονία τους
από τον ΟΗΕ το 1948, όταν η γενοκτονία των Εβραίων αναγνωρίστηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο
Πόλεμο, όταν είναι ακόμα ανοιχτό το τεράστιο
θέμα της κατοχής του 40% της Κύπρου από την Τουρκία – και δεν ξέρουμε τι
γίνεται με τους Έλληνες της Κύπρου που βρίσκονται στα κάτεργα της Τουρκίας και
θέλω να πω ότι για μένα είναι λάθος να αναφερόμαστε σε αυτούς ως αγνοούμενους,
θα έπρεπε να μιλάμε για εγκλείστους σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στα βάθη της
Ανατολής- τότε θεωρώ αδιανόητο τον όποιο δισταγμό της Κυβέρνησης και την
καθυστέρηση για την αναγνώριση της γενοκτονία των Ποντίων και την καθιέρωση της
19ης Μαϊου ως ημέρα εθνικής μνήμης». [πρακτικά της Βουλής]
Στους
επερωτώντες βουλευτές απάντησε η
υφυπουργός επί των Εξωτερικών Βιργινία Τσουδερού και αφού αναφέρθηκε εκτενώς
για την κατάσταση των προσφύγων από τη Σοβιετική Ένωση και την πολιτική της
κυβέρνησης στο ζήτημά της αποκατάστασής τους, κατέληξε και στο θέμα της
γενοκτονίας, αναφέροντας ότι “ … η
Κυβέρνηση μπορεί να δεχθεί να βγει ένα ψήφισμα από το Ελληνικό Κοινοβούλιο που
να πει ότι θεωρούμε αναγκαίο να οριστεί μια ημέρα μνήμης, για τις σφαγές χιλιάδων ομογενών από τους Οθωμανούς,
καθώς και για τις αλησμόνητες πατρίδες του Πόντου”.
Μετά
τη χρήση της λέξης “σφαγές” από την υφυπουργό επενέβη ο Θεόδωρος Κατσανέβας, ο
εισηγητής του ΠΑΣΟΚ, και προσπάθησε να τη διορθώσει λέγοντας ότι: “Σφαγές; Γενοκτονία, κυρία Υπουργέ”.
Σε αυτό ανταπάντησε η υφυπουργός ότι “η
λέξη γενοκτονία … έχει μια ευρύτερη έννοια, σημαίνει γενοκτονία
ολόκληρου του έθνους. Οι Πόντιοι είναι ένα πολύτιμο μέρος …”. Αμέσως παρενέβη
ο Νίκος Ακριτίδης ρωτώντας: “Που το λέει αυτό…” Η υφυπουργός
ζήτησε να μην τη διακόπτουν και συνεχίζοντας είπε και το εξής, το οποίο
καταδεικνύει το μέγεθος της άγνοιας των ανθρώπων της Βουλής : “… διότι πραγματικά η σφαγή των Ποντίων
υπήρξε πριν και απ΄ αυτήν των Αρμενίων. Και είναι κάτι το οποίο κακώς δεν είναι
γνωστό”.
Από
αυτή τη στιχομυθία προκύπτει ότι η Βουλή
των Ελλήνων δεν έχει μελετήσει το ζήτημα και δεν έχει ίδια άποψη. Η μεν
υφυπουργός αγνοεί τον τυπικό ορισμό της γενοκτονίας, όπου αναφέρεται ρητά “ή
μέρους αυτού”. Κατά συνέπεια εάν σε κάποια περιοχή διαπράττεται το
έγκλημα της γενοκτονίας δεν χρειάζεται να αφορά το σύνολο του πληθυσμού. Από τη συνέχεια της
συζήτησης δεν υπάρχει καμία διευκρίνιση επί του ζητήματος. Αν προσθέσουμε την απορία του Νίκου Ακριτίδη
για το πώς τεκμηριώνεται ο ισχυρισμός της υφυπουργού είναι προφανές ότι και ο
ίδιος δεν έχει μελετήσει σε βάθος το ζήτημα.
Το
άλλο θέμα το οποίο εκπλήσσει είναι ότι η υφυπουργός θεωρεί ότι η υποτιθέμενη
Γενοκτονία των Ποντίων έλαβε χώρα πριν από εκείνη των Αρμενίων, εκφράζοντας
μάλιστα την απορία της ότι η “αλήθεια” αυτή δεν είναι γνωστή!
Στη
δευτερολογία του ο Θόδωρος Κατσανέβας
ισχυρίζεται ότι “είναι αδιαμφισβήτητο
γεγονός ότι 500.000 Πόντιοι στη Μικρά Ασία δολοφονήθηκαν επειδή ήταν Έλληνες,
όχι γιατί διέπραξαν κανένα έγκλημα. Αυτή είναι η έννοια της γενοκτονίας και με
τη διεθνή σύμβαση του 1948”. Και διορθώνοντας την υφυπουργό σημείωσε και το
εξής: “Σαν ημέρα … όχι σφαγής, αλλά της
γενοκτονίας και μνήμης για τις αλησμόνητες πατρίδες”.
Και
ο Θεόδωρος Κατσανέβας καταλήγει με
το εξής καταπληκτικό κλείσιμο της δευτερολογίας του: “… εκείνο που προέχει πάνω από όλα είναι σήμερα να αντιστρέψουμε τη
συρρίκνωση του Ελληνισμού. Η Τουρκία είναι μια χάρτινη τίγρις. Έχει πλείστα όσα
προβλήματα. Ευχής έργο είναι οι δύο λαοί, ο Ελληνικός και ο Τουρκικός, να
ζήσουν κάτω από ένα πλέγμα φιλίας και συνεννόησης μεταξύ μας. Αλλά αυτό δεν
εξαρτάται από εμάς. Εξαρτάται και από εκείνους, αλλά και από τη διεθνή
συγκυρία.
Η διεθνής συγκυρία όχι μόνο δεν είναι
εναντίον μας, αλλά αν την εκμεταλλευτούμε και την αξιοποιήσουμε κατάλληλα αν
δούμε την ανάδειξη μιας νέας πραγματικότητας ενός μεγάλου γίγαντα, που κάποια
στιγμή θα ανατείλει, της Ρωσίας, τον γίγαντα που λέγεται Ορθόδοξη Εκκλησία, τις
χώρες Αρμενία – θα επιμείνω σ΄ αυτό – αλλά και τους Κούρδους και τη Συρία και
τη Βουλγαρία, που προσωρινά ερωτοτροπεί με τους Τούρκους, αν εκμεταλλευτούμε
και αξιοποιήσουμε όλη αυτή τη δυναμική, πιστεύω ότι ο Ελληνισμός θα αναστρέψει
τη συρρίκνωσή του και θα μπορέσει να ζήσει για πάντα”. [πρακτικά της βουλής]
Εδώ
δεν πρόκειται μόνο για πολιτική ρητορεία, αλλά και για την πραγματικότητα της “εθνικής σχιζοφρένειας”, η οποία
αποκορυφωνόταν εκείνη την περίοδο. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη (Δεκέμβριος
1992) ενός «Ποντίου» παλαίμαχου συντηρητικού πολιτικού και μελετητή της ιστορίας, του Ισαάκ Λαυρεντίδη: «Το θέμα αυτό εθίγει σε διαφόρους συσκέψεις, έγινε συζήτηση και όταν
βρεθήκαμε στο Τορόντο και στην Γερμανία. Η δική μου τοποθέτηση επ΄ αυτού του
θέματος υπήρξε σαφής… μολονότι το θέμα συγκινεί και αναμφισβητήτως ενδιαφέρει,
διότι μαζεύεις κοινή γνώμη εναντίον εχθρού του έθνους, εγώ θέλω να ξεχωρίζω τον
εχθρό και να βάλω πάνω απ΄ όλα, μετά τον Θεό, την αλήθεια. Ο δεύτερος Θεός να
είναι η αλήθεια, η αλήθεια είναι ότι δεν μπορώ να στοιχειοθετήσω αυτό που
λέγεται γενοκτονία, διότι εμείς υπήρξαμε εμπόλεμοι με τους Τούρκους”. [Παύλος Τσακιρίδης, Μικροί Σταθμοί, σ. 155]
Ο
Λαυρεντίδης διατυπώνει την άποψή του απέναντι στους ισχυρισμούς του
“ιστοριοδίφη” Κώστα Φωτιάδη. Οι συζητήσεις τους έγιναν στο Τορόντο και στη
Γερμανία. Για τον γηραιό Λαυρεντίδη, κάτι τέτοιο δεν προσέδιδε τίποτε παραπάνω
στο κοινωνικό του status,
άλλωστε είχε διατελέσει και αντιπρόεδρος της Βουλής και βουλευτής από το 1948!
Ο Κ. Φωτιάδης ενσαρκώνει τον «Πόντιο διανοούμενο», σύμφωνα με την ιδιόλεκτο του
«οργανωμένου ποντιακού χώρου», όσοι ασχολούνταν
πλέον με το θέμα της γενοκτονίας αυτή την περίοδο αποκαλούνταν οι «διανοούμενοί μας». Ο χαρακτηρισμός
προσέδιδε κύρος και μια αυξημένη αναγνώριση, την οποία δεν είχε ένας
αντίστοιχος πανεπιστημιακός. Αυτή η άτυπη ιδιότητα είχε και τα υλικά bonus της:
υπάρχουν άνθρωποι που είχαν γυρίσει, εκείνη την περίοδο, όλο τον κόσμο μέσω των
συλλόγων και μέσω της γραμματείας του
Απόδημου Ελληνισμού.
Γενικώς μπορούμε να πούμε ότι από τις αρχές
της δεκαετίας του 1990 το θέμα της υποτιθέμενης γενοκτονίας γίνεται πολιτικό
και κοινωνικό διαβατήριο αναρρίχησης: βουλευτές σταδιοδρομούν σε σχέση με τους
πολιτιστικούς συλλόγους, πανεπιστημιακοί τίτλοι αποκτώνται στη βάση της σχέσης
με το νεοποντιστικό ρεύμα και τα ιδεολογήματά του, νεοποντιστές δρουν παράλληλα
με υπηρεσίες του κράτους σε σημαντικά ζητήματα. Μια σύγκριση: Το 1919-1920
η κυβέρνηση του Ελευθερίου Βενιζέλου είχε ορίσει τον Νίκο Καζαντζάκη υπεύθυνο του απεγκλωβισμού των Ελλήνων από τα
λιμάνια του Ευξείνου Πόντου, της Γεωργίας. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ο Βλάσης Αγτζίδης, κάποτε μαρξιστής –
λενινιστής σταλινικής κοπής, μαθηματικός με διδακτορικό στην Ιστορία (!), είναι
υπεύθυνος για τον απεγκλωβισμό των Ελλήνων της ίδιας περιοχής η οποία πλήττεται
από εμφύλιο πόλεμο.
Οι
αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν η
ευκαιρία για κοινωνική και πολιτική αναρρίχηση ή και για σταθεροποίηση της
πολιτικής παρουσίας, αρκεί να ακολουθούσες ένα από τα ρεύματα με τα οποία
εκφραζότανε ο εθνικισμός της εποχής. Αν και εξελισσότανε παράλληλα στα κύρια
ζητήματα τα ρεύματα αυτά συγκλίνανε. Μια ματιά στην ανάπτυξη και εξέλιξη των
συλλόγων άλλων ομάδων παρέχει τις αποδείξεις.
Η
συμφωνία αυτή που διαγράφηκε στη Βουλή δεν προχώρησε το αμέσως επόμενο διάστημα
και έτσι δεν είχαμε αναγνώριση της Ημέρας Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων
του Πόντου. Στο αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα μετά τη συζήτηση στη Βουλή
πραγματοποιήθηκε το Γ΄ Παγκόσμιο Συνέδριο του Ποντιακού Ελληνισμού στην Θεσσαλονίκη από
τις 14-24 Μαΐου 1992. Στο ψήφισμα, το οποίο είναι γραμμένο σε
κάκιστα και σε κάποια σημεία ακατάληπτα ελληνικά, αναφέρεται μεταξύ άλλων και
το εξής χαρακτηριστικό: “Είναι γνωστό,
πως για τα Εγκλήματα Γενοκτονίας, δεν υπάρχει παραγραφή των Αδικημάτων.
Στηριζόμαστε, λοιπόν, πάνω στην αρχή αυτή και ΖΗΤΑΜΕ την Ηθική Δικαίωση, για
τον Απάνθρωπο θάνατο των Ιεραρχών μας, των πολεμάρχων, των Ιερομονάχων, των
Επιχειρηματιών μας, των Επιστημόνων μας, των Δασκάλων, των Μανάδων, των
Πατεράδων, των Αδελφών και Αδελφάδων μας, που οι ψυχές τους φτερουγίζουν ακόμα
πάνλευκες [sic]
και ζητούν τη δικαίωση”.
Στο
ψήφισμα αναφέρονται 350.000 νεκροί της γενοκτονίας, ο Θ. Κατσανέβας μίλησε στη Βουλή για 500.000, σε κάποια περίοδο
γινόταν λόγος για 400.000 και τελικώς μετά από διάφορες προσθαφαιρέσεις
κατέληξαν στις 353.000 νεκρούς! Ο Ισαάκ
Λαυρεντίδης αναφέρει για τον αριθμό των νεκρών: “… όσον αφορά τον αριθμό των 350.000 θυμάτων τα δικά μου τα στοιχεία μιλούνε υπεύθυνα και είναι από την
“Μαύρη Βίβλο” του Πατριαρχείου, και αυτά τα έχει παρμένα ο Πανάρετος Τοπαλίδης,
αναφέρεται σε πληθυσμό 289.000 και λέει
μάλιστα ότι τόσοι προ της ανακωχής, διαρκούντος του πολέμου, και τόσοι μετά την
ανακωχή”. [σ. 159, ο.π.]
Δυσκολίες
δεν υπάρχουν μόνο στις προσθαφαιρέσεις, αλλά και στον προσδιορισμό του χρονικού
διαστήματος, κατά το οποίο τελέστηκε το έγκλημα της γενοκτονίας. Υπάρχουν και
κάποιες αναφορές, διαφόρων λαϊκών ιστορικών που ανέκυψαν οι οποίοι εντοπίζουν
την αρχή της γενοκτονίας στο 1453, παρά το γεγονός ότι η Τραπεζούντα υποτάχθηκε στους Οθωμανούς το
1461! Κάτι τέτοιο, ωστόσο, δεν πρέπει να
μας ξενίζει γιατί και ο Κώστας Φωτιάδης, στο πρώτο επίσημο σύγγραμμα του
νεοποντιστικού κινήματος, στο βιβλίο «Πόντιοι:
Δικαίωμα στη μνήμη» ούτε λίγο, ούτε πολύ θεωρεί όλη την Οθωμανική περίοδο,
περίοδο Γενοκτονίας!
Στο
μεταξύ η πολιτική κατάσταση εντεινόταν αναφορικά με το λεγόμενο “Μακεδονικό”. Ο σημερινός αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας Αντώνης Σαμαράς, τότε υπουργός
Εξωτερικών, ανέτρεψε την κυβέρνηση του κόμματός του, υπό τον Κώστα Μητσοτάκη
και η χώρα οδηγήθηκε αιφνιδιαστικά σε εκλογές, από τις οποίες νικητής αναδείχθηκε
το ΠΑΣΟΚ και πρωθυπουργός έγινε ο Ανδρέας Παπανδρέου. (Φθινόπωρο του 1993). Ο βουλευτής Θεσσαλονίκης Λευτέρης
Κωνσταντινίδης κατέθεσε εκ νέου πρόταση νόμου με νέες υπογραφές βουλευτών και
στις 24 Φεβρουαρίου 1994,
συζητήθηκε το ζήτημα στη Βουλή. Και αναγνωρίσθηκε ως μέρα μνήμης η 19η
Μαίου!
Στο
μεταξύ αυξάνονταν τα κονδύλια του κράτους προς τους συλλόγους, διοργανώνονταν
συνέδρια και συγκροτήθηκε το Συμβούλιο του Απόδημου Ελληνισμού.
Και
ακολούθησε η χρυσή εποχή των επιδοτήσεων στους συλλόγους. Φυσικά ακολούθησαν κα
οι διασπάσεις για ευνόητους λόγους και οι ιδρύσεις νέων Ομοσπονδιών. Στη
συνέχεια, δεν άργησαν να ανακαλύψουν και οι Μικρασιάτες και οι Ανατολικοθρακιώτες
τη δική τους γενοκτονία!
Στο
επίπεδο της έρευνας τα βήματα που γίνονται δεν είναι και πολύ σπουδαία ο Κ. Φωτιάδης συγκεντρώνει σε 11 τόμους αρχειακό υλικό και σε άλλους
τρεις την αφήγηση της υποτιθέμενης γενοκτονίας, αλλά δεν υπάρχει κανένα
στοιχείο το οποίο να πιστοποιεί ότι μπορούμε να μιλάμε για γενοκτονία. Ειδικότερα το βιβλίο το οποίο εξέδωσε η
Βουλή των Ελλήνων είναι από επιστημονική σκοπιά απαράδεκτο. Στη συνέχεια προστέθηκαν
νέα πρόσωπα από τη νέα γενιά στους “θεωρητικούς” της υποτιθέμενης γενοκτονίας,
χωρίς να προστεθεί νέο ερευνητικό υλικό.
Και
αυτό συμβαίνει όταν σε μια περίοδο οι συζητήσεις για τις γενοκτονίες εκρήγνυνται
στα πανεπιστήμια της αλλοδαπής . Νέοι όροι έρχονται να καλύψουν κενά τα οποία
παρουσίαζε η έρευνα, αλλά και το νομικό πλαίσιο. Έτσι δίπλα στον όρο γενοκτονία, εμφανίζονται και άλλοι όροι,
όπως, αμαχοκτονία, εθνοκάθαρση, δημοκτονία, πολιτοκτονία, φυλοκτονία,
πολιτισμοκτονία ή αποπολιτισμός κλπ. Και κοντά στην ιστορική και νομική
επιστήμη, το ενδιαφέρον για τις γενοκτονίες αγγίζει την πολιτική επιστήμη, τις
διεθνείς σχέσεις, την κοινωνική ανθρωπολογία και φυσικά τη φιλοσοφία. Όλα αυτά
σε γενικές γραμμές παραμένουν άγνωστα για την ελληνική επιστήμη και τους
υποστηρικτές της υπόθεσης της γενοκτονίας.
Κλείνοντας
και το δεύτερο σκέλος της εισήγησης θέλω να σημειώσω ότι πέρα από την
εργαλειοποίηση της γενοκτονίας από τους πολιτικούς και την άγνοιά τους και οι
αντιρρήσεις οι οποίες διατυπώνονται από διάφορους, π.χ. Λαυρεντίδης, καταδεικνύουν
το μέγεθος της μεθόδευσης και της προκατασκευασμένης απόφασης να επιβληθεί η
γενοκτονία ως «επιστημονικό τετελεσμένο».
Δεν
έλειψαν παρόλα αυτά οι αντιφάσεις: Ο Ισαάκ
Λαυρεντίδης επικαλείται τον πόλεμο ως αιτιολογία για να αρνηθεί την ύπαρξη
γενοκτονίας, αλλά η γενοκτονία διαπράττεται πάντοτε σε συνθήκες πολέμου ή
εμφύλιας σύρραξης. Και οι νεοποντιστές προσπαθώντας να αποκλείσουν αυτό το
υποτιθέμενο αντεπιχείρημα της τουρκικής πλευράς, περιορίζουν τη γενοκτονία στον
Πόντο και δεν την επεκτείνουν σε όλη τη Μικρά Ασία. Ήταν και αυτό ένας μέρος
των εσωτερικών διαφορών του χώρου.
Γ.
Μία προσπάθεια ερμηνείας της νεοποντιστικής μυθοπλασίας ή η εναγώνια προσπάθεια των Ποντίων να γίνουν
Έλληνες
Δεν
θα πρέπει να αποδώσουμε τα πάντα σε μεθοδεύσεις των εθνικιστών. Υπάρχουν και
αντικειμενικοί λόγοι, οι οποίοι οδήγησαν στο να γίνει άκριτα αποδεκτή η πρόταση
περί γενοκτονίας. Όπως αναφέραμε προηγουμένως σε σχέση με τη συζήτηση στη
Βουλή, δεν υπήρχαν οι σχετικές γνώσεις για το ζήτημα της Γενοκτονίας και για
την ίδια την ιστορία της περιοχής. Και αυτό ήταν ένα πρόβλημα για τους
πληθυσμούς με προσφυγική καταγωγή. Εθνικιστές οι ίδιοι, δεν αναγνωρίζανε τον
εαυτό τους στην ιδεολογική αφήγηση του ελληνικού εθνικισμού. Για να μιλήσω παραστατικά
με εικόνες: η ελληνική εθνικιστική ιδεολογία καθρέφτιζε μέχρι και τη δεκαετία
του 1980 φουστανέλες, βιολιά και κλαρίνα. Οι άνθρωποι προσφυγικής καταγωγής δεν
αναγνώριζαν τον εαυτό τους σε τέτοιες εικόνες. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός
ότι σε παλαιότερα έντυπα ποντιακών συλλόγων, την εποχή της χούντας, οι χοροί
διακρίνονται σε δύο είδη, στους εθνικούς ή μια άλλη λέξη πιο αντιπροσωπευτική
χωρίς χροιά ιδεολογική τα δημοτικά και τα ποντιακά. Η διάκριση δεν είναι
τυχαία, αφορά την αφομοίωση μιας αντίληψης της κυρίαρχης κουλτούρας, η οποία
από την αφετηρία της λειτουργεί με τον αποκλεισμού του Άλλου, του πρόσφυγα.
Ένα
στοιχείο το οποίο διακρίνεται και από τη συζήτηση στη Βουλή είναι ότι οι
εθνικοπατριώτες βουλευτές προσφυγικής καταγωγής αρνούνται πλέον να είναι οι
Άλλοι, οι Απέξω. Θέλουν να ενταχθούν στον κύριο κορμό της εθνοκεντρικής
αφήγησης που αφορά στο παρελθόν της χώρας.
Και
πως θα παύσεις να είσαι Άλλος, τη στιγμή που είσαι αόρατος στον κύριο θεσμό,
που αναπαράγει την κυρίαρχη εθνικιστική ιδεολογία, το σχολείο. Οι “Πόντιοι”
έπρεπε να γίνουν πρώτα “θύματα” των Τούρκων και μετά να περάσουν στα βιβλία της
σχολικής ιστορίας!
Μια
“αλήθεια” που προβάλλουν οι επερωτώντες βουλευτές του ΠΑΣΟΚ στη συζήτηση στη
Βουλή αφορά την απουσία της ιστορίας τους, της ιστορίας των Ελλήνων του Πόντου.
Και αυτή η ιστορία τόσα χρόνια, δεν παρέμεινε αποσιωπημένη, όπως ισχυρίζονται
οι νεοποντιστές, αλλά δεν περνούσε στον κεντρικό κορμό της κυρίαρχης
ιδεολογίας. Ήταν έξω από αυτήν. Οι εθνικιστές του Πόντου, προσπάθησαν με το
αίτημα της Γενοκτονίας να γίνουν ισότιμοι Έλληνες. Η ισοτιμία αυτή
δεν περνούσε μέσα από τα ίσα δικαιώματα κλπ. τα οποία πρότεινε η Αριστερά κα
την οποία είχε δεχθεί στο μεσοπόλεμο ένα μεγάλο κομμάτι των Ελλήνων από τον
Πόντο, αλλά τώρα ήταν η Δεξιά που επιχειρηματολογούσε στη βάση της έννοιας της
“ταυτότητας”.
Σταχυολογώ
μερικά σημεία από τη συζήτηση στη Βουλή, για να διασαφηνίσω περισσότερο τη σκέψη
μου. Στην παρέμβασή του π.χ. ο Νίκος Ακριτίδης αναφέρει τα εξής: “… η ιστορία, ο τεράστιος ιστορικός χώρος
του Ελληνισμού της Ανατολής, της Μικράς Ασίας, του Πόντου, της Μαύρης Θάλασσας
γενικότερα, της Θράκης. Θα έλεγα, λείπει
ακόμη και η ιστορία της Κύπρου.
Η Πολιτεία δεν εισήγαγε στην παιδεία μας
αυτό το κομμάτι της ιστορία μας. Και ο Ποντιακός Ελληνισμός δεκαετίες τώρα –
περίπου από τότε που ξεριζώθηκε – ζητάει την ίδρυση ενός Ινστιτούτου της
Ιστορίας και του Πολιτισμού των σιωπηλών περιοχών που ζούσε 75 χιλιετίες [;]
ένα μεγάλο και ακμαίο κομμάτι του ελληνισμού”.
Στην
ίδια κατεύθυνση ήταν και η παρέμβαση του Χάρη
Καστανίδη: “Ένα από τα γνησιότερα
κομμάτια του ελληνισμού ανάμεσα στα 1916 με 1923 μακελεύτηκε. Τούτο το ιστορικό
συμβάν δεν καταγράφεται στην επίσημα διδασκόμενη ιστορία μας, όπως επίσης δεν
καταγράφεται γενικότερα η ιστορία της
Ανατολής, της Μικράς Ασίας, του Πόντου”. [Πρακτικά της Βουλής].
Προσέξτε
την έκφραση “γνησιότερο κομμάτι”. Εδώ διατυπώνεται υπόρρητα κάτι άλλο, η
αίσθηση του αποκλεισμού τον οποίο αισθάνονται οι Έλληνες από τον Πόντο, κυρίως
εκείνοι, οι οποίοι συγκροτούν την πολιτική και κοινωνική του συνείδηση με βάση
το κυρίαρχο εθνικιστικό αφήγημα. Και τούτο καταγράφεται ως αίτημα εγγραφής και
αυτού του κομματιού του ελληνισμού, από τα “γνησιότερά” του, στην κυρίαρχη
εθνικιστική μυθοπλασία.
Ο
Χάρης Καστανίδης προσδιορίζει και με “εδαφικούς” όρους τον αποκλεισμό των
Ποντίων: “Υπάρχουν Έλληνες πολίτες που έχουν την αίσθηση ότι ορισμένοι επιχειρούν
με διάφορους τρόπους, άμεσους ή έμμεσους, να ταυτίσουν την ιστορία της νέας
Ελλάδας, του νεοελληνικού κράτους με την ιστορία των πρώτων απελευθερωμένων εδαφών αυτής της Χώρας. Αυτό το αίσθημα είναι
αίσθημα αδικίας έναντι της ιστορίας και του ποντιακού ελληνισμού”.
Στο
σημείο αυτό να πω ότι οι “Πόντιοι”
γίνονται ορατοί κοινωνικά με την αστυφιλία και ως φορείς μιας εξουσίας με την
άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Το γεγονός
καταγράφεται κοινωνικά με προσπάθειες αποκλεισμού σε συμβολικό επίπεδο, π.χ. τα
ανέκδοτα τα οποία εμφανίζονται την ίδια περίοδο. Οι “νεοποντιστές” εκφράζουν
και μια αντίδραση και σε αυτό το φαινόμενο. Επιζητούν μερίδιο από την άνοδο των νέων πολιτικών
δυνάμεων που στήριξαν και δεν είναι διατεθειμένοι να παραμείνουν εκτός νυμφώνος.
Έτσι
η Γενοκτονία και η παρουσίαση των Ποντίων ως λαού θύματος αποτελούν ίσως την
“ευφυέστερη” επινόηση για να εγγραφούν στη γενεαλογία του Ελληνικού Έθνους. Η
υποτιθέμενη γενοκτονία επέστρεψε στους εθνικιστές Ποντίους τη χαμένη τους
“ιστορικότητα”. Μέσω αυτής εισβάλλουν στη γενεαλογία της ελληνικής εθνικιστικής
αφήγησης και εγγράφονται σε αυτήν ως διακριτό τμήμα της. Εδώ φαίνεται να ολοκληρώνεται
μια διαδικασία η οποία ξεκίνησε από τα μέσα του 19ου αιώνος: μια
διαδικασία που επιφέρει σταδιακά την εγκατάλειψη της ρωμέικης συνείδησης και
την απόκτηση της νεοελληνικής.
Μια
ανακοίνωση από τον σκληρό πυρήνα του νεοποντιστικού ρεύματος αναφέρει τα εξής
σχετικά με τη σχέση ιστορίας, μνήμης και παρόντος: “Η αδυναμία πρότασης απ΄ τον παραδοσιακό ποντιακό χώρο, συνδυασμένη με
την ρατσιστική στάση της Ελλαδικής κοινωνίας, υποτίμηση της Ιστορίας των
Ποντίων (ανέκδοτα), δημιουργούν πράγματι τραγικές αμφισβητήσεις. Ο Ποντιακός
Λαός, που ανέδειξε ένα αντάρτικο και ένα πολιτικό κίνημα για την ανεξαρτησία
του Πόντου, που υπέστη μια γενοκτονία και έχει ακόμα και σήμερα ανοιχτές
πληγές, μοιάζει να έχει χάσει τελείως τη μνήμη του και τη δυνατότητα υπεράσπισης
των συμφερόντων του”.
[Πόντος: 64
χρόνια προσφυγιάς, αλλοτρίωσης και σιωπής. –Εύξεινος Λέσχη Πτολεμαϊδας,
Ποντιακός Σύλλογος «Αργώ» - Αθήνας, Καλλιτεχνική
στέγη Ποντίων Βόρειας Ελλάδας, Σύλλογος Ποντίων Φοιτητών Πανεπιστημίου
Θεσσαλονίκης]. (ΠΟΝΤΟΣ,
Απρίλιος-Μάιος 2002)
Αυτό
δε σημαίνει ότι από τους εθνικιστές Ποντίους έλειπε η επαφή με το ιστορικό τους
παρελθόν και τη διαχρονία τους, όπως αυτή περιγραφόταν στις κυρίαρχες εκδοχές
της εθνικιστικής ιδεολογίας. Αλλά οι
εθνικιστές Πόντιοι των προηγούμενων γενιών δεν είχαν συμφιλιωθεί ακόμη με την
απώλεια της χώρας τους. Ο αλυτρωτισμός ήταν βασικό στοιχείο της πολιτικής τους σκέψης. Η ιδεολογία αλυτρωτισμού
τροφοδοτούνταν μέσα από τους συλλόγους, όπως και σήμερα τροφοδοτείται η
ιδεολογία του λαού θύματος της ιστορίας μέσω των πολιτιστικών συλλόγων με βάση
την υποτιθέμενη Γενοκτονία.
Για
να αντιληφθούμε το πνεύμα των παλαιών εθνικιστών Ποντίων παραθέτω ένα απόσπασμα
από μια ομιλία του προέδρου της Ευξείνου
Λέσχης Θεσσαλονίκης Χαρ. Κιαγχίδη προς τα μέλη της Ενώσεως
Ποντίων Φοιτητών (1964), με θέμα “Ο
Ελληνισμός του Πόντου και η αιωνία Ελλάς”, και με το οποίο έκλεισε ο
ομιλητής τη διάλεξή του: “Οι νεκροί μας
εις τον Πόντον δεν απέθανον εις τας καρδίας των επερχόμενων γενεών, και θα
ηρεμήσουν μόνον όταν οι απόγονοί των, μετά των λοιπών αδελφών προσφύγων και
γηγενών, θα στήσουν από κοινού τον κόντον της γαλανολεύκου, επί των ιερών τάφων
των, με την κοινήν και ακατάλυτον σφραγίδα, την σφραγίδα του Ελληνισμού του
Πόντου και της αιωνίας Ελλάδος”. [ΕΛΛΗΝΙΚΟΣ
ΒΟΡΡΑΣ, Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 1964, σ. 3]
Υπάρχουν
διάφορες εκδοχές της ελπίδας για επιστροφή. Δίπλα στην ακραία εθνικιστική που
παραθέσαμε υπάρχουν διάφορες παραλλαγές της επιθυμητής επιστροφής στο
φαντασιακό. Ο καθηγητής Παντελής
Βαλιούλης, αυτόπτης μάρτυρας στην περίφημη Δίκη της Αμάσειας, ο ίδιος γλίτωσε τη θανατική καταδίκη και
επέστρεψε στην Ελλάδα, εύχεται, προς τα τέλη του 1950, “δια της αποκαταστάσεως αδιαταράκτου ειρήνης” να μπορέσει η Ελλάδα
να “εκπέμψη και πάλιν νέους αποίκους εις
τα ιερά εκείνα πέραν του Αιγαίου εδάφη, των οποίων είναι προαιώνιος δικαιούχος”.
[ σ. 96]
Ο
νεοποντισμός δίνει στον αλυτρωτισμό νέο χρώμα. Όλη τούτη η συζήτηση περί
“ταυτότητας” την οποία περικλείει είναι αντιδραστική. Οι “νεοποντιστές”
ενσωματώνουν όλα τα ιδεολογήματα και στερεότυπα του παρελθόντος και προσπαθούν
να προσδώσουν σε αυτό νέο νόημα και περιεχόμενο στο πλαίσιο της υποτιθέμενης
Γενοκτονίας του λαού - θύματος. Μέσα στο πλαίσιο αυτής της ερμηνείας δεν
υπάρχουν δεξιοί και αριστεροί, πλούσιοι και φτωχοί, φασίστες και κομμουνιστές,
συνεργάτες των γερμανών και αντιστασιακοί, αστοί και αγρότες Πόντιοι, αλλά μόνο
τα θύματα μιας γενοκτονίας. Κάθε παρέκκλιση από αυτό το μανιχαϊστικό σχήμα
παραθεωρούνταν ως αβλεψία της πολιτικής της “φανταστικής κοινότητας” των Ποντίων.
Κλείνοντας
θέλω να πω ότι η επιβολή της υποτιθέμενης γενοκτονίας ως μέρος της πολιτικής
καθημερινότητας του ελληνικού εθνικισμού στηρίχθηκε στην έλλειψη επιστημονικού
ήθους από την πλευρά των «επιστημονικών» φορέων αυτής της άποψης και στην ισχύ
την οποία απέκτησε το “θεσμικό παρακράτος” του λεγόμενου “οργανωμένου ποντιακού
χώρου”.
Στην
περίπτωση των «νεοποντιστών» παρακολουθούμε πως ένας αντιεπιστημονικός λόγος, μπορεί
να αποκτήσει χαρακτηριστικά λόγου ισχύους και πως η οποιαδήποτε ιδεοληπτική
παραφιλολογία μπορεί αναπτυχθεί στο πλαίσιο ενός πολιτικοκοινωνικού
ρεύματος. Το συγκεκριμένο ρεύμα κινήθηκε
στις παρυφές της κυρίαρχης ιδεολογίας και τροφοδοτήθηκε από αυτήν, επιχειρώντας
ωστόσο να εγγράψει την δική του επί
μέρους αφήγηση στην κυρίαρχη αφήγηση του εθνικιστικού λόγου του
ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού. Και το επέτυχε. Αυτό συμβαίνει σε μια περίοδο
γενικότερης συντηρητικοποίησης της ελληνικής κοινωνίας, όπου κάθε απώλεια
βεβαιοτήτων προσλαμβάνεται ως κίνδυνος απώλειας της όποιας ιδιαιτερότητας. Σε
αυτό το πλαίσιο η μνήμη κατασκευάζεται και προτείνεται ως δικαίωμα, ως αίτημα,
όχι τόσο «προς τα έξω», αλλά «προς τα μέσα». Η διαρκής αίσθηση του αποκλεισμού
είναι ένα υπαρκτό συνειδησιακό πρόβλημα πάνω στο οποίο στηρίζεται όλη η
μυθοπλασία της γενοκτονίας.
Οι
“Πόντιοι” φαίνεται να γίνονται ισότιμοι Έλληνες και να εισέρχονται στον κύριο
κορμό της εθνικής αφήγησης αφού πρώτα έγιναν “θύματα” μιας άγνωστης και σε
αυτούς γενοκτονίας.
Εδώ εντοπίζεται
και η κρίση προσαρμογής την οποία αντιμετωπίζει και ο ίδιος ο επινοητής της
γενοκτονίας Μιχάλης Χαραλαμπίδης. Αυτή η κρίση συμπίπτει με τη αναδυόμενη
συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας και τις αδυναμίες της να
αντιμετωπίσει το αναδυόμενο περίπλοκο και αντιφατικό πολιτικό και κοινωνικό
περιβάλλον. Ο φόβος για την απώλεια της «ταυτότητας» , της «ιδιαιτερότητας»
μετατρέπει τη «μνήμη» σε «δικαίωμα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου