Με την υπογραφή του Θανάση Κούστα(*)
Άνοιξη στην Πάτρα και ήταν πολύ ωραία και με πολλές εικόνες, η βόλτα στην πάνω πόλη. Συχνά, πηγαίναμε να δούμε τον ξάδερφό μου στα Ταμπάχανα, που όταν ερχόταν στην Πάτρα έμενε στον παππού του τον Κρίκη, που είχε τη γνωστή ταβέρνα.
Τέλος Απριλίου του 1962, πλησίαζε το Πάσχα, ο καιρός λίγο λίγο ζέσταινε, έδιωχνε την υγρασία από τα σπίτια και γλύκαινε πόλη και ανθρώπους. Πριν από το μεσημέρι ξεκινήσαμε με τη νόνα για τη βόλτα. Στην πάνω πόλη υπήρχαν πολλές ταβέρνες με μαγειρευτά.
Τα βαρέλια, γεμάτα με ροδίτη και μοσκούδι, στη σειρά πάνω στα πατάρια. Και μπροστά μας, απέναντι, στο δεξιό μέρος της πλατείας Ομονοίας, ήταν η ταβέρνα του Νίκου Βερβίτα, που, όπως έλεγαν, έστρωνε τραπέζι και σερβίριζε μόνο σε όσους συμπαθούσε. Είχε την καλύτερη κουζίνα, με βασικά πιάτα τους ντολμάδες, μοσχάρι με κολοκυθάκια και στιφάδο.
Ανηφορίσαμε αριστερά στην Ηλείας. Μπροστά μας η διάσημη ταβέρνα Παληά Πάτρα του Κώστα Μαραλέτου. Ήταν η ταβέρνα των πλουσίων. Εκεί, μόνιμοι πελάτες οι Μακρυκωσταίοι, οι Κατσαμπαίοι και οι Λαδοπουλαίοι. Την περίοδο εκείνη τραγούδαγε στην ταβέρνα ο Τόλης («λίγα λουλούδια, λουλούδια…») και στην ορχήστρα βασικός ο Ανδρέας Λυκουργιώτης.
Στη συνέχεια της Ηλείας, μετά τη Γερμανού, στα αριστερά μας, ήταν η βιοτεχνία αεριούχων ποτών του Μαρλαφέκα, που έβγαζε τις πορτοκαλάδες, λεμονάδες, βυσσινάδες, γκαζόζες και σόδες ΛΟΥΞ. Στρίψαμε στη Γερμανού. Πίσω μας, στο βάθος και μέχρι την πλατεία Αγίου Γεωργίου, σπίτια παλιά διώροφα, σχεδόν ίδια, κάποια από αυτά είχαν στο ισόγειο χάνι, για να σταθμεύουν άλογα και γαϊδούρια.
Απέναντι, στο φαναράδικο του Ξηρομερίτη, ντεπόζιτα, σκάφες και βρυσάκια, ήταν στο πεζοδρόμιο έτοιμα για παράδοση. Ο Ξηρομερίτης ήταν και επίτροπος στην Αγία Παρασκευή των Ταμπαχάνων. (Σ.σ.: Που σ'ημερα γιορτάζεται η Μνήμη της)
Στον δρόμο μας ήταν και ο φούρνος του Γερακάρη. Δίπλα ένα πεταλωτήριο, που απ’ έξω περίμεναν τα άλογα για τον καλλωπισμό τους. Φωτιά αναμμένη στο καμίνι, βαριά, με τέχνη τα χτυπήματα στο αμόνι, για να γίνουν τα πέταλα χρήσιμα και βολικά. Πιο πάνω, στα Κρητικά, ήταν οι στάβλοι του Σκαμπαρδώνη, που ήταν και η βασική πελατεία για το πεταλωτήριο, μαζί με τους χωριάτες που ερχόντουσαν φορτωμένοι με την παραγωγή τους για το Μαρκάτο.
Η άνοιξη άλλαζε τελείως την όψη της Πάτρας. Έδιωχνε γρήγορα τη μουνταμάρα με τους βρεμένους δρόμους. Και στην πόλη απλωνόταν η μοσκοβολιά από τα άνθη της νεραντζιάς, αλλά και από τα τσαντσαμίνια και τα μπουγαρίνια, που στόλιζαν τις ασβεστωμένες αυλές. Το άρωμα δυνάμωνε τα απογεύματα, μετά από τη δροσιά που άπλωνε το καταβρεχτήρι στα άνθη και στα φυλλώματα. Στις γειτονιές της πάνω πόλης οι φράχτες στις αυλές ήταν γεμάτοι νυχτολούλουδα και περικοκλάδες με μπλε χωνάκια.
Οι ντενεκέδες φρεσκοβαμμένοι για τις γαρδένιες, τις μπιγκόνιες και τις ορτανσίες. Και τα βαρέλια του πετρελαίου, κομμένα στη μέση, χρησίμευαν σαν γλάστρες για τις καμέλιες. Μονώροφα και διώροφα κτίρια, φαγωμένα από τον χρόνο, με υγρούς τοίχους και στοές, με ξύλινα σκεβρωμένα παντζούρια, ήταν διάσπαρτα σε όλο τον δρόμο. Στη Λόντου βρισκόταν η γνωστή ταβέρνα του Αποστόλη, με ειδικότητα στα μαγειρευτά με κρέας και στους λαχανοντολμάδες, στη γωνία με την Μπουκαούρη η ταβέρνα του Γιαννόπουλου και απέναντι το σιδηροπωλείο του Λογγίνου.
Δεξιά το ποδηλατάδικο του Πολυνείκη, που επισκεύαζε και νοίκιαζε ποδήλατα και μηχανάκια NSU. Τα ποδήλατα ήταν το βασικό μέσο μετακίνησης. Τα αυτοκίνητα λιγοστά, ακριβή πολυτέλεια, και ο Πολυνείκης ήταν καλός επαγγελματίας, με μεγάλη πελατεία, ιδιαίτερα στην πιτσιρικαρία. Στην Μπουκαούρη επίσης ήταν η ταβέρνα του Τσουκαλά, που είχε μια μεγάλη μουριά στο πεζοδρόμιο. Η γυναίκα του, η Αγαθή, ήταν συγγενής μας και σίγουρα θα κάναμε στάση εκεί για ξεκούραση.
Ο Τσουκαλάς ήταν ψάλτης, βοηθός του γνωστού ψάλτη Μάγουλη, στον Άγιο Δημήτριο και μια δυο φορές τον χρόνο θα πηγαίναμε στην εκκλησία για συμπαράσταση.
Η ταβέρνα του Διδάχου στην Μπουκαούρη είχε τραπέζια με στρωμένη λαδόκολλα και σέρβιρε κάθε μέρα γίγαντες και μπακαλιάρο πλακί σε δύο εκδοχές, είτε με πατάτες είτε με ψιλικά. Στην ταβέρνα αυτή έρχονταν μετά το πέρας του προγράμματός τους τα συγκροτήματα που εμφανίζονταν στο Δημοτικό Θέατρο την περίοδο του καρναβαλιού.
Τους έφερνε ο Πέτρος Παπαευθυμίου, που έγραφε την καλλιτεχνική στήλη στον Εθνικό Κήρυκα. Έτσι, η ταβέρνα είχε εξελιχθεί σε καλλιτεχνικό στέκι. Κατηφορίσαμε προς την πλατεία Ταμπαχάνων, δίπλα από τα σχολεία του Γλαράκη και του Τζιλιλή, δηλαδή το όγδοο και το ένατο.
Ο ξάδερφός μου μας περίμενε και ανέλαβε την ξενάγηση. Η πλατεία Ταμπαχάνων, αλλά και τα γύρω στενά, έμοιαζε με σκηνικό κινηματογράφου.
Στο βάθος, δεξιά από την πλατεία, η μικρή πιάτσα των καροτσέρηδων με τα διπλόκαρα, που περίμεναν για κανένα ξεχασμένο αγώγι. Βαριεστημένα κάτω από τον ήλιο τα άλογα στέκονταν με υπομονή. Στην πιάτσα και ο Αντώνης με τη σούστα, ο μάγκας των Ταμπαχάνων. Μυτερό μαύρο γυαλισμένο παπούτσι, στενό παντελόνι, γιλέκο, τραγιάσκα φορεμένη χαμηλά και μουστάκι «ποντικοουρά».
Μπροστά ήταν το τσαγκαράδικο του Αυγερινόπουλου. Βασικά εργαλεία ο πάγκος με το σφυράκι, τις λίμες, τις τανάλιες και τα καλαπόδια. Έκανε επιδιορθώσεις αλλά και επί παραγγελία χειροποίητα παπούτσια.
Αλειμμένος ο πάγκος απ’ το ξεραμένο τσιρίσι, τρύπαγαν οι βελόνες, οι σακοράφες και τα σουβλιά. Όπως ανηφορίσαμε, στα δεξιά μας ήταν το χασάπικο των Κατσουγκράκηδων, που είχαν και δική τους στάνη.
Δίπλα τους το γαλακτοπωλείο του Μελά με βασικά προϊόντα γιαούρτια, κρέμες, ρυζόγαλα και τη μοναδική σφολιάτα. Και ακριβώς δίπλα του το ψιλικατζίδικο της Γληγόραινας.
Στα αριστερά μας ο φούρνος του Χαρίση. Κόντευε το γιόμα και είχαν έρθει λεφούσι οι φαντάροι από το ΚΕΤΕΣ να παραλάβουν από τον φούρνο τις λαμαρίνες με τον μπακαλέο πλακί. Δυο δυο, με τη λαμαρίνα στη μέση, ανηφόριζαν με τα πόδια την 12ου Συντάγματος με προορισμό το στρατόπεδο. Και οι μικροί γαβριάδες της γειτονιάς τούς έπαιρναν στο κατόπι, για να βουτήξουν κλεφτά πατάτες από τις λαμαρίνες…
(*) Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Νεολόγος Πατρών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου