«Η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης των γυναικών και η ισότητα των φύλων, είναι αδύνατον να επιτευχθεί χωρίς μεγάλες επενδύσεις στην λεγόμενη Οικονομία της φροντίδας» τόνισε ο Διον. Τεμπονέρας
«Ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε την τελευταία δεκαετία κατά 350 χιλιάδες και προβλέπεται να μειωθεί κατά ενάμισι εκατομμύριο τα επόμενα 30 χρόνια, ενώ ταυτόχρονα θα συνεχίσει να γηράσκει με εντεινόμενους ρυθμούς και οι ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό θα γίνονται σύντομα αισθητές, ενώ οι συνέπειες στο ασφαλιστικό σύστημα προβλέπονται δραματικές, εάν δεν υπάρξει ταχεία αύξηση της απασχόλησης.
Τούτων δεδομένων η κινητοποίηση του γυναικείου εργατικού δυναμικού και προπάντων η αύξηση του γυναικείου ποσοστού απασχόλησης θα αποτελούν κομβική κατεύθυνση πολιτικής για την πρόληψη και αντιμετώπιση της δημογραφικής πρόκλησης».
Τα παραπάνω τόνισε σε ομιλία για την απασχόληση των γυναικών και τον κοινωνικό και επαγγελματικό αποκλεισμό τους που πραγματοποιήθηκε στην αίθουσα του Δικηγορικού Συλλόγου Πατρών την Κυριακή 1η Απριλίου 2023, ο αχαιός, έγκριτος εργατολόγος Διον. Τεμπονέρα, που απευθύνονταν σε ευρύτερο κοινό.
Αναλυτικά είπε:
«Οι γυναίκες σήμερα αποτελούν το 60% των αποφοίτων της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Είναι σε υψηλότερο επίπεδο από τους άνδρες, στην ηλικία των 30 έως 40 ετών, εντούτοις παρά και το επίπεδο των κατακτήσεων στην Ελλάδα τα τελευταία πενήντα χρόνια, η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών, σήμερα αποτελεί πολιτικό στοίχημα, διότι η χώρα μας βρίσκεται στην τελευταία θέση του δείκτη ισότητας των φίλων.
Αυτό συμβαίνει κυρίως, λόγω των πολύ μεγάλων ανισοτήτων, μεταξύ ανδρών και γυναικών που υπάρχει στον τομέα της εργασία και της συμμετοχής σε θέσεις εξουσίας. Η Ελλάδα έχει το τελευταίο ποσοστό απασχόλησης και το υψηλότερο ποσοστό ανεργίας εντός της Ευρωπαϊκής Ενωσης, είναι η χώρα της ΕΕ με τις μεγαλύτερες ανισότητες εις βάρος των γυναικών, ως προς την απασχόληση και την ανεργία, παρατηρούνται οι πλέον έντονες ανισότητες ως προς την συμμετοχή στην εργασία στην Ελλάδα, ως υψηλότερη στην ΕΕ.
Την ίδια στιγμή οι γυναίκες αποτελούν μόλις το 30% των διοικητικών στελεχών και του ιδιωτικού, αλλά και του δημοσίου τομέα, ενώ η χώρα καταλαμβάνει μια από τις τελευταίες θέσεις στην ΕΕ ως προς το ποσοστό των γυναικών στην κυβέρνηση, στο Κοινοβούλιο, στα ΔΣ των μεγάλων ιδιωτικών και δημοσίων επιχειρήσεων, των τηλεοπτικών σταθμών κλπ.
Όμως εκτός από κοινωνικός, πολιτικός και κοινωνικός στόχος, θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι στις σημερινές συνθήκες συσχετισμού του πληθυσμού και των συνθηκών γήρανσης, η χώρα μας είναι συνυφασμένη άμεσα με την αναπτυξιακή δομή και άρα η γυναίκα αποτελεί και μία μείζονα αναπτυξιακή προώθηση.
Ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε την τελευταία δεκαετία κατά 350 χιλιάδες και προβλέπεται να μειωθεί κατά ενάμισι εκατομμύριο τα επόμενα 30 χρόνια, ενώ ταυτόχρονα θα συνεχίσει να γηράσκει με εντεινόμενους ρυθμούς και οι ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό θα γίνονται σύντομα αισθητές, ενώ οι συνέπειες στο ασφαλιστικό σύστημα προβλέπονται δραματικές, εάν δεν υπάρξει ταχεία αύξηση της απασχόλησης.
Τούτων δεδομένων η κινητοποίηση του γυναικείου εργατικού δυναμικού και προπάντων η αύξηση του γυναικείου ποσοστού απασχόλησης θα αποτελούν κομβική κατεύθυνση πολιτικής για την πρόληψη και αντιμετώπιση της δημογραφικής πρόκλησης.
Απαιτούν οι πολιτικές αυτές προώθηση της γυναικείας απασχόλησης, των προσφύγων, σε συνδυασμό με πολιτικές εργασιακής έντασης με εισαγωγή από άλλες χώρες.
Όμως η αύξηση του ποσοστού απασχόλησης των γυναικών και η ισότητα των φύλων, είναι αδύνατον να επιτευχθεί χωρίς μεγάλες επενδύσεις στην λεγόμενη Οικονομία της φροντίδας, που δημιουργεί πολλές γυναικείες θέσεις εργασίας αλλά και ταυτόχρονα απελευθερώνει γυναικείο εργατικό δυναμικό και εντάσσεται σταθερά στην αγορά εργασίας.
Πριν την κρίση της πανδημίας, οικονομολόγοι είχαν υποστηρίξει ότι οι θέσεις στην φροντίδα θα έπρεπε να αποτελούν βασικό πυλώνα ενός κοινωνικά δίκαιου και συμπεριληπτικά αναπτυξιακού μοντέλου, που θα προωθεί την αύξηση της γυναικείας απασχόλησης και την ισότητα των φύλων, ταυτόχρονα με την ενίσχυση του κοινωνικού κράτους και όσων έχουν ανάγκη.
Η κρίση του κορονοϊού έδειξε την σημασία της φροντίδας και για την αναπαραγωγή και ανθεκτικότητα των οικονομιών, σε έκτακτες συνθήκες, αλλά ωστόσο η σημερινή κυβέρνηση δεν ενέταξε στο Ελλάδα 02, όπως ονομάζεται αυτό το πρόγραμμα και στις χρηματοδοτήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, από το οποίο απουσιάζει η γυναικεία μέριμνα παντελώς.
Σύμφωνα με μελέτες, η ηλικία 25 ετών, φαίνεται ότι αποτελεί σημείο καμπής για την ενσωμάτωση των γυναικών στην εργασία. Μέχρι αυτήν την ηλικία άμεσα οι γυναίκες ως επί το πλείστον στο θεωρητικό σύστημα και οι διαφορές τους ως προς την συμμετοχή στην αγορά εργασίας και απασχόλησης είναι σχετικά μικρές.
Ωστόσο, μετά την ηλικία των 25 ετών η κατάσταση αυτή αλλάζει, καθώς όλοι οι δείκτες της αγοράς εργασίας αρχίζουν να βελτιώνονται για τους νέους άνδρες, ενώ παρουσιάζεται στασιμότητα στην περίπτωση των γυναικών.
Γιαυτό υπάρχουν δύο βασικοί λόγοι για την ηλικία μετά τα 25:
Πρώτον ένας αριθμός γυναικών δεν συμμετέχει στο εργατικό δυναμικό λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων.
Και δεύτερον: Η ζήτηση για εργασία είναι χαμηλότερη από άντρες σε αυτές τις ηλικίες.
Και οι δύο παράγοντες σχετίζονται με πολιτικές διακρίσεων φύλων. Η έξοδος από την αγορά εργασίας λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων συνδέεται με πατριαρχικές αντιλήψεις, που είναι ευρέως διαδεδομένες στην ελληνική κοινωνία.
Το πρόβλημα επιδεινώνεται από την κρατική ανεπάρκεια των υπηρεσιών στήριξης των οικογενειών, η οποία οδηγεί πολλές νέες γυναίκες εκτός αγοράς εργασίας, προκειμένου να ασχοληθούν με την φροντίδα των παιδιών τους.
Η ζήτηση για γυναικεία εργασία επίσης συνδέεται με το ζήτημα της μητρότητας καθώς οι εργοδότες αποφεύγουν την πρόσληψη νέων γυναικών, εφόσον θεωρούν ότι είναι πιθανόν να τεκνοποιήσουν τα επόμενα χρόνια.
Οι διακρίσεις ωστόσο, δεν τελειώνουν με την πρόσβαση στην αγορά εργασίας. Οι γυναίκες υφίστανται διακρίσεις ακόμη και αφού βρουν δουλειά.
Σύμφωνα με τα στοιχεία των επίσημων καταγγελιών, τα ζητήματα εγκυμοσύνης, μητρότητας φαίνεται να αποτελούν την κύρια πηγή συγκρούσεων μεταξύ εργαζόμενων γυναικών και εργοδοτών τους.
Υπάρχει χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη ο παράγοντας ηλικία κλπ, υπολογίζεται σε σχετικές μελέτες περίπου στο 10%.
Όπως είναι αναμενόμενο το ποσοστό νέων γυναικών που αναφέρονται σε διακρίσεις φύλου είναι πολύ υψηλότερο από τις διακρίσεις των ανδρών. Είναι 11% στις γυναίκες, 1,5% αντίστοιχα στους άνδρες. Το ποσοστό αυξάνεται σημαντικά, άνω του 20%, όταν οι ερωτηθέντες στις μελέτες είναι γυναίκες που δεν εργάζονται, δηλαδή άνεργες ή οικονομικά ανενεργές.
Και ένα άλλο ενδιαφέρον εύρημα που έχει προκύψει από τις μελέτες, είναι ότι οι εργαζόμενες γυναίκες αξιολογούν όλα τα εργαλεία διακρίσεων δηλαδή φυλετικές, σεξουαλικού τύπου διακρίσεις κλπ, ως σημαντικότερα εμπόδια στην προώθηση της σταδιοδρομίας τους, σε σχέση με τους άνδρες.
Το εύρημα αυτό αποτελεί ένδειξη ότι οι γυναίκες βιώνουν όλα τα είδη διακρίσεων από τους άνδρες, που υποδηλώνει το φύλλο και λειτουργεί τελικά σα φίλτρο για όλους τους τύπους διακρίσεων. Αφήνει τις γυναίκες περισσότερο εκτεθειμένες σε συμπεριφορές που εισάγουν διακρίσεις συνολικά.
Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι νέες γυναίκες στην ενσωμάτωσή τους στην αγορά εργασίας εμποδίζουν την ανάπτυξη των δεξιοτήτων που διαθέτουν. Αυτό δεν είναι μόνον άδικο, αλλά και απολύτως αντιπαραγωγικό, αφού οι νέες γυναίκες είναι το πιο εκτεθειμένο κομμάτι του πληθυσμού καθώς αποτελούν το 60% πρόσφατων αποφοίτων, τόσο της μεταλυκειακής κατάρτισης, όσο και της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω και παρά τα αυξημένα δικά τους προσόντα οι έρευνες δείχνουν ότι το 39% των γυναικών ηλικίας από 30 έως 34 ετών δηλώνουν, στις έρευνες, ότι ακόμη στηρίζονται οικονομικά από τις οικογένειές τους.
Σε αυτές τις συνθήκες, η κοινωνία βγαίνει διπλά χαμένη, αφού πέρα από τον σημαντικά αρνητικό αντίκτυπο στις επιπτώσεις και την υγεία της Οικονομίας, η υποαπασχόληση των νέων γυναικών υπονομεύει την οικονομική τους αυτονομία και εντέλει την επίτευξη των στόχων και φιλοδοξιών τους, όχι μόνον σε επαγγελματικό, αλλά και σε προσωπικό και οικογενειακό επίπεδο, με ευρύτερες αρνητικές, άρα και δημοκρατικές επιπτώσεις!
Η Ελάδα είναι στη θέση 103 από τις 187 χώρες του ΟΗΕ ως προς την συμμετοχή γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων με μόλις 21,5% γυναίκες στο εθνικό κοινοβούλιο αυτήν την στιγμή.
Όχι μόνον λείπει η πολιτική βούληση για ανάδειξη στη συμμετοχή γυναικών, αλλά παρεμβάλλονται και πολλά εμπόδια στην συμμετοχή τους. Μικρό είναι επίσης και το ποσοστό των γυναικών στο συνδικαλιστικό κίνημα, ακόμη και μετά από νόμους που ψηφίστηκαν τα τελευταία χρόνια.
Από την παραπάνω περιγραφή των προβλημάτων και την πολιτική της παρούσας περιόδου, προκύπτουν κάποιες γενικές κατευθύνσεις, που θα μπορούσαν να ωθήσουν στην προώθηση της ισότητας των φύλων και περιλαμβάνονται βεβαίως και στις διεκδικήσεις του συνδικαλιστικού εργατικού κινήματος.
Θα πρέπει να υπάρξει συμμετοχή των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων σε ποσοστό πενήντα - πενήντα, θα πρέπει να υπάρξουν αυξήσεις μισθών και προστασία ειδικά των χαμηλόμισθων, αφού κακώς, οι γυναίκες είναι εκείνες που αμείβονται χαμηλά περισσότερο, με βάση την συγκυρία και την ακρίβεια και τις συνεχείς ανατιμήσεις.
Θα πρέπει να υπάρξουν ρυθμίσεις και μηχανισμοί για τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, καθώς οι έρευνες έχουν αποδείξει ότι σε αυτές τις μορφές απασχόλησης το ποσοστό απασχόλησης γυναικών είναι πολύ υψηλότερο από των ανδρών, για τις εργαζόμενες κυρίως στις πλατφόρμες, στην τηλεργασία, στα μπλοκάκια, στις λεγόμενες γκριζες ζώνες εργασίας, αλλά θα πρέπει να υπάρξει και στελέχωση των λεγόμενων ελεγκτικών μηχανισμών.
Δεν μπορούμε να βρισκόμαστε, σε αυτήν την φάση τουλάχιστον, με μία Επιθεώρηση Εργασίας, που είναι ανύπαρκτη, όταν ξέρουμε ουσιαστικά ότι και η ανεργία και η υποαπασχόληση και η ψευδοεργασία κυρίως επηρεάζει τις γυναίκες. Θα πρέπει βεβαίως να υπάρξουν προγράμματα απασχόλησης των γυναικών με προτεραιότητα κυρίως σε αυτές που ανήκουν στις λεγόμενες ευάλωτες κοινωνικές ομάδες!».
Η εκδήλωση έκλεισε με παραγωγικές παρεμβάσεις γυναικών σε
διάλογο που ακολούθησε με τον ομιλητή. Παρών στην εκδήλωση έδωσε και η
βουλευτής Αχαΐας του ΣΥΡΙΖΑ Σία Αναγνωστοπούλου, που αναφέρθηκε στην
εμπειρία της από την συμμετοχή της στο Κοινοβούλιο, αλλά και το
Υπουργείο Παιδείας στο διάστημα 2025-2029, ενώ δεν παρέλειψε να
στηλιτεύσει την στάση της υπουργού Κεραμέως, έναντι μαθητών που μετέχουν
σε κινητοποιήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου