Αν και συνηθίζεται
στον δημόσιο λόγο να μετράμε το βάρος του χρέους με το μέγεθός του, η αλήθεια
είναι πως η ονομαστική αξία του χρέους δεν καθορίζει από μόνη της ούτε τη
βιωσιμότητά του ούτε το βάρος που ασκεί στην πραγματική οικονομία μιας χώρας.
Λέμε, για παράδειγμα, ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι κάτι παραπάνω από
320 δισ. Είναι πολύ ή λίγο; Όπως κάθε χρέος, το ονομαστικό του μέγεθος δεν λέει
τίποτα από μόνο του. Αυτό που έχει σημασία είναι το πραγματικό του μέγεθος, γι'
αυτό το μετράμε σαν ποσοστό του ΑΕΠ, δηλαδή σαν ποσοστό της αξίας των αγαθών και
υπηρεσιών που παράγει η χώρα. Συνεπώς, αφού το ελληνικό ΑΕΠ είναι κάτι λιγότερο
από 180 δισ., ο λόγος χρέος/ΑΕΠ είναι σχεδόν 175%, δηλαδή το ελληνικό κράτος
χρωστάει 1,75 φορές το ετήσιο εισόδημα ολόκληρης της ελληνικής
οικονομίας.
Όμως ο λόγος
χρέος/ΑΕΠ δεν μένει σταθερός αλλά μεταβάλλεται με τον χρόνο και η δυναμική του
εξαρτάται από συγκεκριμένες λογιστικές ταυτότητες. Συγκεκριμένα, είναι ένα
κλάσμα που ο αριθμητής αυξάνεται με τον ρυθμό που τοκίζεται το χρέος (επιτόκιο
δανεισμού) και ο παρονομαστής με τον ρυθμό ονομαστικής μεγέθυνσης του ΑΕΠ
(πραγματική μεγέθυνση συν πληθωρισμός). Αν το επιτόκιο είναι μικρότερο από την
ονομαστική μεγέθυνση, τότε σε γενικές γραμμές δεν υπάρχει πρόβλημα βιωσιμότητας.
Όσο μεγάλο κι αν είναι το χρέος, μακροχρόνια θα τείνει να μειώνεται σαν ποσοστό
του ΑΕΠ αφού ο παρονομαστής αυξάνεται πιο γρήγορα από τον αριθμητή. Το πρόβλημα
εμφανίζεται όταν το επιτόκιο δανεισμού υπερβαίνει τον ονομαστικό ρυθμό
μεγέθυνσης (όπως συμβαίνει τώρα) και ο λόγος χρέους/ΑΕΠ αυξάνεται συνεχώς. Τότε
η χώρα θα πρέπει να επιτυγχάνει μόνιμο πρωτογενές πλεόνασμα ώστε (τουλάχιστον)
να σταθεροποιήσει το χρέος της. Συνεπώς, από λογιστική άποψη, το χρέος είναι
πάντα βιώσιμο, αρκεί το κράτος να επιτυγχάνει το αναγκαίο πρωτογενές πλεόνασμα.
Σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΔΝΤ, η χώρα μας θα πρέπει να έχει πρωτογενή
πλεονάσματα της τάξης του 4,5% από το 2016 μέχρι το 2020 προκειμένου να φτάσει
το χρέος της στο 124% του ΑΕΠ. Από εκεί και πέρα, για να πέσει στο 60% του ΑΕΠ
το 2030 (όπως προβλέπει το δημοσιονομικό σύμφωνο), απαιτείται πρωτογενές
πλεόνασμα σχεδόν 7% του ΑΕΠ.
Κάπου εδώ
τελειώνει η λογιστική και αρχίζει η πολιτική συζήτηση. Το ύψος αυτού του
πλεονάσματος είναι το κρίσιμο μέγεθος που επηρεάζει τις ζωές των ανθρώπων και
δείχνει την έκταση της λιτότητας που πρέπει να εφαρμοστεί. Το κράτος θα πρέπει
να αποσπά πλεόνασμα από τις συναλλαγές του με την ιδιωτική οικονομία μέσω των
εσόδων και δαπανών του προϋπολογισμού. Αυτό σε κλίμακα εθνικού εισοδήματος
ισοδυναμεί με αναγκαστική αποταμίευση η οποία μεταβιβάζεται στο εξωτερικό,
δηλαδή εισοδηματική εκροή. Όταν η οικονομία εξαναγκάζεται σε τέτοια αφαίμαξη,
περιορίζονται τόσο οι πόροι που διατίθενται για κατανάλωση, συμπιέζοντας το
βιοτικό επίπεδο του πληθυσμού, όσο και οι πόροι που διατίθενται για επένδυση,
υπονομεύοντας τελικά τις προοπτικές δημιουργίας εισοδήματος (άρα και τη
διατήρηση των πλεονασμάτων). Αυτή είναι η κατάσταση υπερχρέωσης στην οποία
βρέθηκε το 2010 (και παραμένει ακόμα) η ελληνική
οικονομία.
Σε τέτοιες
συνθήκες, η διαγραφή μέρους της ονομαστικής αξίας του χρέους είναι σίγουρα μια
καλή λύση, δεν είναι όμως η μοναδική. Άλλες παρεμβάσεις, όπως η μείωση των
επιτοκίων και η αύξηση του ονομαστικού ρυθμού μεγέθυνσης (π.χ. μέσω αύξησης του
πληθωρισμού) μπορούν να έχουν τα ίδια αποτελέσματα, τόσο σε όρους βιωσιμότητας
όσο και σε όρους δημοσιονομικής ανάσας. Άλλωστε στην περίπτωση του ελληνικού
χρέους υπήρξε και μείωση της ονομαστικής αξίας και του επιτοκίου. Όμως οι
σκληρές πολιτικές λιτότητας και εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόστηκαν
προκάλεσαν πρωτοφανή ύφεση και αποπληθωρισμό, μειώνοντας δραματικά τον ρυθμό
ονομαστικής μεγέθυνσης. Έτσι, όχι μόνο αύξησαν τον λόγο χρέους/ΑΕΠ (ακόμα και
μετά το κούρεμα) αλλά και υπονόμευσαν τις προϋποθέσεις βιωσιμότητάς
του.
_________________
(*) Ο Φραγκίσκος
Κουτεντάκης διδάσκει στο Οικονομικό Τμήμα του
Πανεπιστημίου Κρήτης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου