Η αγωνίστρια Ντόρα Παραθυρά, ετών 92, που έζησε το έγκλημα του ναζισμού στη Βάλτα στις 23 Φεβρουαρίου 1944. |
Τριάντα ένα αγωνιστές ''έπεσαν'' από τα γερμανικά βόλια σε αυτήν την ομαδική εκτέλεση, κατ' ιστορική αντιγραφή αυτής στο κτήμα Μουρτζούχου Πάτρας στις 23-2-1944
Το σχεδόν ξεχασμένο μακελειό της Βάλτας Χαλκιδικής, που κατά ιστορική σύμπτωση έχει τα ίδια στοιχεία με την ομαδική εκτέλεση της 23 Φεβρουαρίου 1944 στο κτήμα Μουρτζούχου της Πάτρας, όπου τριάντα ένα αγωνιστές ''έπεσαν'' από τα γερμανικά βόλια σε αυτήν την ομαδική εκτέλεση, επαναφέρει στη μνήμη η Ντόρα Παραθυρά, αγωνίστρια ηλικίας 92 ετών σήμερα, μέσα από το βιβλίο της Αντωνίας Ζεβολής-Νταουνάκης με τίτλο «Εμείς θα ζήσουμε».
Στην επέτειο του ξεχασμένου μακελειού που συνέβη στη Χαλκιδική κατά τη διάρκεια του τελευταίου εξαμήνου της γερμανικής Κατοχής, η «Εφ.Συν.» -74 χρόνια μετά- δημοσίευσε στις 25-2-2018, ένα μέρος από το ιστορικό υλικό που βρίσκεται αδημοσίευτο και αναξιοποίητο στο Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας (περιφερειακή υπηρεσία των Γενικών Αρχείων του Κράτους) και βασίζεται σε καταθέσεις αυτοπτών μαρτύρων, ταγματασφαλιτών, αστυνομικών και στα πρακτικά από τη δίκη στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων, όπου καταδικάστηκε σε ισόβια μόνο ένας -ο Αστέριος Μιχαλάκης- από τους 25 αρχικά κατηγορούμενους.
Ο συγκεκριμένος χαρακτηρίζεται μάλιστα από έναν διασωθέντα μάρτυρα των φρικαλεοτήτων ως «Δάγκουλας της Κασσάνδρας» και ένας εκ των Ελλήνων συνεργατών των Γερμανών που έπνιξαν στο αίμα τη Βάλτα Κασσανδρείας, εκτελώντας με πολυβόλα 28 άτομα, απαγχονίζοντας τρεις αγωνιστές στην κεντρική πλατεία του χωριού.
Κι ακόμη, τουφεκίζοντας εννέα άτομα σε διπλανά χωριά και προσθέτοντας σε αυτούς πέντε συλληφθέντες στο πογκρόμ, που εκτελέστηκαν αργότερα στο στρατόπεδο Παύλου Μελά, ενώ άλλοι 16 από τους 80 που στάλθηκαν στα στρατόπεδα θανάτου της Γερμανίας δεν επέστρεψαν ποτέ.
«Ηταν το διήμερο 23 και 24 Φεβρουαρίου 1944. Στις μέρες μας μόνο μια σιωπηλή τελετή, ένα μνημόσυνο, μοιάζει να θάβει βαθύτερα στη μνήμη τους νεκρούς και τους υπαίτιους, καθώς τα τελευταία χρόνια κλήθηκαν εκ του δημοτικού… πρωτοκόλλου ακόμη και χρυσαυγίτες βουλευτές. Είναι μια άλλη Χαλκιδική, πέρα από τουριστικά θέλγητρα ή, για την ακρίβεια, «θαμμένη» κάτω από αυτά» αναφέρεται σε ρεπορτάζ του Απόστολος Λυκεσά.
Το μνημείο εκτελεσθέντων στη Βάλτα από τους ναζί στις 23 Φεβρουαρίου 1944, με τα ονόματα των πατριωτών.
Ντόρα Παραθυρά: «Η νύχτα του 1944 που μεγάλωσα»
«23 Φλεβάρη 1944. Η νύχτα που ενηλικιώθηκα και με ενέταξε στην Αριστερά. Κι ας ήμουν μόλις 14 ετών. Οι Γερμανοί είχαν ζώσει την Κασσάνδρα, κύκλωσαν το σπίτι μας επειδή κάποιοι πρόδωσαν τον ερχομό του Μιλτιάδη και της Τασούλας από τη Θεσσαλονίκη στο χωριό για να οργανώσουν την Αντίσταση με εντολή του ΚΚΕ. Ήταν μέλη της ΕΠΟΝ. Εγώ ακόμη έπαιζα με κούκλες. Όμως τα αδέλφια μου ήταν πρότυπο» λέει η 92χρονη αγωνίστρια Ντόρα Παραθυρά, σε συνέντευξή της στην Αλεξάνδρα Χριστακάκη στην Κυριακάτικη ΑΥΓΗ της 31-10-2021.
Και συνεχίζει με λεπτομέρειες για το ναζιστικό έγκλημα:
«Ο χαφιές που τους πρόδωσε ήταν ο “Ξυπόλητος” από το διπλανό χωριό. Γερμανοί και Έλληνες προδότες μπουκάρουν στο διώροφο σπίτι. Μας περιορίζουν όλους σε ένα δωμάτιο, συλλαμβάνουν τον Μιλτιάδη και την Τασούλα και τους ξυλοκοπούν αλύπητα. Το αίμα τους έμεινε στον τοίχο. Η μάνα αρνήθηκε να το ασπρίσει. Έλεγε: «Εκεί είναι τα παιδιά μου».
Τα χαράματα εκτέλεσαν τον Μιλτιάδη μαζί με άλλα 30 παιδιά σε γειτονικό χωριό, στη Βάλτα. Μαζικός τάφος. Του πατέρα μου, για να τον τρομοκρατήσουν, του έκαναν εικονική εκτέλεση πάνω από τον μαζικό τάφο. Την αδελφή μου τη μετέφεραν στο στρατόπεδο του Παύλου Μελά στη Θεσσαλονίκη και μετά από 40 ημέρες μεταφέρθηκε όμηρος σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία. Ελευθερώθηκε από τους Σοβιετικούς. Δεν εκτελέστηκε. Άντεξε. Εμείς όμως τη θεωρούσαμε νεκρή. Η μάνα μου, «χριστιανοκομμουνίστρια», της έκανε την κηδεία της. Δεν πίστευε όταν την είδε ζωντανή και πάλι μπροστά της.
Εκείνη η νύχτα ήταν η μετέπειτα ημέρα αφιερωμένη στην ΕΠΟΝ.
Η κατοχή ήταν ματωμένη. Η απελευθέρωση κράτησε λίγο. Και όμως αυτές τις 40 ημέρες της νίκης και της χαράς, η οικογένειά μου τιμήθηκε από τον ΕΛΑΣ. Επανήλθε ο πατέρας μου στο σχολείο. Πήραμε μια ανάσα. Όμως αυτό κράτησε λίγο».
Αυτό το ναζιστικό έγκλημα μεταφέρει στο βιβλίο της με τίτλο «Εμείς θα ζήσουμε» η συγγραφέας Αντωνία Ζεβγόλη-Νταουνάκη, που μεταξύ άλλων γράφει:
«... Όλοι γνωρίζουμε τι έγινε στον Χορτιάτη, στο Δίστομο, στα
Καλάβρυτα και άλλα μαρτυρικά χωριά. Η μνήμη των θυμάτων εκεί τιμάται και υπάρχει
αγώνας για αποζημιώσεις από το γερμανικό κράτος. Για τη Βάλτα, όμως, στη
σημερινή Κασσανδρεία, δεν ακούγεται τίποτα! Γιατί άραγε;» αναρωτιέται η συγγραφέας και απαντά:
«Μα γιατί η περίπτωση της Βάλτας καταρρίπτει τους μύθους που κατασκευάστηκαν προκειμένου να συκοφαντηθεί η Αντίσταση και να "εξαφανιστούν" οι πράξεις των συνεργατών των Ναζί στην Κατοχή. Ποιοι ήταν αυτοί οι μύθοι;
Μύθος πρώτος: Ότι για τις εκτελέσεις και τις αγριότητες που έγιναν στα χωριά έφταιγαν οι αντάρτες που σκότωναν Γερμανούς και έτσι προκαλούσαν αντίποινα! Στη Βάλτα όμως δεν υπήρξε ούτε ένας νεκρός Γερμανός! Συγκεκριμένα, δεν κυκλοφορούσαν καν Γερμανοί στρατιώτες στα χωριά της Κασσάνδρας. Είχαν μόνο ένα φυλάκιο στον φάρο της Καλάνδρας.
Τους κάλεσαν μόνοι τους οι ταγματασφαλίτες της περιοχής ζητώντας να γίνουν εκτελέσεις, για να τρομοκρατήσουν τους συμπατριώτες τους προκαταβολικά και να λύσουν τις διαφορές που οι ίδιοι είχαν δημιουργήσει προηγουμένως. Ο επικεφαλής αξιωματικός της γερμανικής δύναμης όμως φαίνεται ότι δεν ήταν αρκετά σκληρός ή ήταν πολύ τυπικός. Δέχτηκε να τρομοκρατήσει τους κατοίκους, αλλά προσπάθησε να αποφύγει τις εκτελέσεις, προφασιζόμενος ότι δεν έχει τουλάχιστον έναν νεκρό Γερμανό, ώστε να δικαιολογήσει αντίποινα και να ενοχοποιήσει αντάρτες.
Οι ταγματασφαλίτες επέμεναν φορτικά και τότε αυτός ζήτησε έγγραφη αίτηση με την υπογραφή τους, στην οποία να φαίνεται ότι οι ίδιοι απαιτούν τις εκτελέσεις των συμπατριωτών τους. Και αυτοί το έκαναν! Ζητώντας μάλιστα να γίνει και στρατόπεδο συγκέντρωσης των Γερμανών στην περιοχή, κάτι που εκείνοι ευτυχώς αρνήθηκαν.
Έτσι στις 23 Φεβρουαρίου 1944 μπήκαν μεσάνυχτα οι Γερμανοί στην Κασσάνδρα καθοδηγούμενοι από τους ταγματασφαλίτες, περικύκλωσαν τα χωριά και επήλθε η τραγωδία...
Μύθος δεύτερος: Ότι μετά την απελευθέρωση δικάστηκαν όσοι έκαναν εγκλήματα στην κατοχή... Από τα 25 άτομα που πήραν μέρος, μαζί με τους Γερμανούς, στις ωμότητες και στο πλιάτσικο εκείνης της νύχτας, ανάμεσά τους και όσοι υπέγραψαν το αίτημα για εκτελέσεις, συντάσσοντας κατάλογο με τα ονόματα όσων θα εκτελούνταν, στήνοντας και αγχόνες για όσους θα κρεμούσαν με τα ίδια τα χέρια τους, μόνο ΕΝΑΣ καταδικάστηκε! Ίσως επειδή υπηρετούσε στην Κομαντατούρ Θεσσαλονίκης με γερμανική ταυτότητα και ήταν δύσκολο να τον απαλλάξουν.
Κι όμως, το 1950, με βασιλική απόφαση, μετριάστηκε η ποινή του από ισόβια σε πέντε χρόνια, τα οποία είχε ήδη εκτίσει, οπότε αφέθηκε ελεύθερος!
Από το 1944 μέχρι που αναγνωρίστηκε η Αντίσταση, ο τόπος των εκτελέσεων και ο ομαδικός τάφος των θυμάτων ήταν ένας εγκαταλειμμένος,
χορταριασμένος τόπος, όπου πετούσαν τα σκουπίδια τους κάτοικοι της περιοχής. Μόνο το 1982 μπόρεσαν οι συγγενείς των θυμάτων να φτιάξουν ένα μνημείο με τα ονόματα των εκτελεσμένων. Είναι οι ίδιοι που το επισκέπτονται, προσπαθούν να το συντηρούν, να το κάνουν γνωστό. Διότι ακόμα και σήμερα είναι ξεχασμένο από τις αρχές, εγκαταλελειμμένο, χωρίς ούτε μία πινακίδα που να μπορεί να οδηγεί σε αυτό. Έτσι, οι περισσότεροι το αγνοούν, αλλά και όσοι θέλουν να το επισκεφθούν δυσκολεύονται να το βρουν.
Για το μακελειό της Βάλτας δεν αποδόθηκε ποτέ δικαιοσύνη, δεν τιμήθηκε η μνήμη των θυμάτων, δεν απαλύνθηκε ο πόνος των συγγενών».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου