Του
ΟΜΗΡΟΥ ΤΑΧΜΑΖΙΔΗ
Η
κατάσταση των ελληνικών συνδικαλιστικών οργανώσεων προκαλεί θλίψη. Είναι πηγή
απογοήτευσης και οργής. Και ακόμη χειρότερα: πηγή κινδύνου για τη δημοκρατία
και τη χώρα. Στην κατεύθυνση οριστικής απαξίωσης της συλλογικής δράσης των
εργαζομένων συμβάλλουν από τη μια πλευρά η πλήρης δαιμονοποίηση των συνδικάτων
από τις παλαιοσυντηρητικές και νεοφιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις, οι οποίες
πασχίζουν να εξοστρακίσουν οριστικά το λαϊκό παράγοντα – εργαζόμενους και
ανέργους – από το πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης, από την άλλη η φλύαρη
καθεστωτική Αριστερά – στην κυβερνώσα και μη εκδοχή της- η οποία συνεχίζει στα γνωστά
χνάρια της ποδηγέτησης και του ελέγχου των εργατικών συνδικάτων και την υποταγή
τους στα κελεύσματα των κομματικών γραφειοκρατιών.
Η
απελευθέρωση και αυτονόμηση των συνδικάτων από τους κομματικούς μηχανισμούς και
η αποδέσμευση από τον έλεγχο τους οφείλει να αποτελέσει μία από τις πρώτες
προτεραιότητες όλων εκείνων των πολιτικών δυνάμεων, οι οποίες ενδιαφέρονται για
τον εκδημοκρατισμό της χώρας. Η σημερινή κυβέρνηση έδωσε ήδη τα πρώτα
–αρνητικά- δείγματα γραφής. Συγκεκριμενοποιώ: η κυβέρνηση προπαραμονή
Χριστουγέννων έφερε στην Βουλή προς ψήφιση το νόμο περί πτωχεύσεως (νόμος
4446/2016 – πτωχευτικός κώδικας, διοικητική δικαιοσύνη, τέλη-παράβολα,
οικειοθελής αποκάλυψη φορολογητέας ύλης παρελθόντων ετών, ηλεκτρονικές
συναλλαγές, τροποποιήσεις του ν. 4270/2014 και λοιπές διατάξεις).
Σε
αυτές τις “λοιπές διατάξεις” στο “τέταρτο μέρος” του νόμου περιλαμβάνονται και
κάποιες αλλαγές, “αρμοδιότητας του υπουργείου δικαιοσύνης, διαφάνειας και
ανθρωπίνων δικαιωμάτων”, οι οποίες σχετίζονται με τη λειτουργία των
συνδικαλιστικών οργανώσεων.
Το
“άρθρο 52” αναφέρεται στη “συμμετοχή δικηγόρων ως δικαστικών αντιπροσώπων σε
αρχαιρεσίες συλλογικών οργάνων”. Πρόκειται για αλλαγές που έχουν γίνει
στον νόμο 1264/1982, ο οποίος στην εποχή
του δημιούργησε τις νομικές προϋποθέσεις για την εξάλειψη του φαινομένου του
εργατοπατερισμού και για τον εν μέρει εκδημοκρατισμό του θεσμού των συνδικάτων.
Αυτό δε σημαίνει ότι ο “εργοδοτικός συνδικαλισμός” εξαλείφθηκε δια παντός από
το χώρο του κόσμου της εργασίας, αλλά προσαρμόστηκε και αυτός στις νέες
συνθήκες και απέκτησε διάφορα προσωπεία.
Είναι προφανές ότι ο νόμος 1264/1982 δεν ήταν αρκετός για να εξαλείψει
τις αδυναμίες και τις παθογένειες του ελληνικού εργατικού συνδικαλισμού και στη
συνέχεια, ως φυσική συνέπεια των πραγμάτων, μετατράπηκε και ο ίδιος σε τροχοπέδη
της δημοκρατικής λειτουργίας του΄ οι κομματικές γραφειοκρατίες που έλεγχαν τα
συνδικάτα – ακριβώς για να συνεχίσουν να τα ελέγχουν – δεν έθεσαν ποτέ ζήτημα
αναθεώρησης και μεταρρύθμισης του συγκεκριμένου νόμου προς πιο προοδευτική
δημοκρατική κατεύθυνση. Η κομματική-συνδικαλιστική γραφειοκρατία τέθηκε στην
υπηρεσία του πελατειακού κράτους και συνέβαλλε και αυτή με αυτόν τον τρόπο στην
καταστροφή της χώρας. Καθοριστικό ρόλο διαδραμάτισαν και διαδραματίζουν οι “παρατάξεις”
- άτυπες και εξωθεσμικές οργανώσεις, μέσω των οποίων τα κόμματα ελέγχουν τα
συνδικάτα και ανεβοκατεβάζουν “ηγεσίες” - οι οποίες λειτουργούν ως “πέμπτη
φάλαγγα” των κομμάτων και των κυβερνήσεων μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Η
αλλαγή της νομοθεσίας για τη λειτουργία των συνδικάτων είναι μια από τις
προϋποθέσεις του εκδημοκρατισμού της ελληνικής κοινωνίας. Σήμερα σε συνθήκες
πλήρους αποσάθρωσης του παραγωγικού ιστού και διαλυτικής ανεργίας η συζήτηση
για την αναδιάρθρωση και ανασυγκρότηση του θεσμού των συνδικάτων φαντάζει ως
εκκεντρική πολυτέλεια, αλλά δεν είναι. Δυστυχώς η κυβέρνηση – πολλά στελέχη
της, ούτως ή άλλως, εμπλέκονται στο καθεστώς της πολιτικο-κομματικής συναλλαγής
στους συνδικαλιστικούς χώρους – φαίνεται να ακολουθεί τα παλαιοκαθεστωτικά
συντηρητικά μονοπάτια του καθεστώτος της πελατειοκρατίας και να νοιάζεται, αποκλειστικώς
και μόνο, για τη δημιουργία εξυπηρέτησης νέων και παλιών “πελατών”. Η “μουλωχτή”
αλλαγή – προπαραμονή Χριστουγέννων ως συμπλήρωμα σε άσχετο νόμο - που αφορά τις αρχαιρεσίες στις
συνδικαλιστικές οργανώσεις επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό μας. Η κυβέρνηση
αναδιανέμει εισόδημα από το “πάνω” προς τα “κάτω”, από τους εκπροσώπους του
δικαστικού σώματος που επέβλεπαν τις αρχαιρεσίες των συνδικάτων, προς τους δικηγόρους.
Σε κάθε εκλογική διαδικασία υπάρχει η σχετική αμοιβή, την οποία καταβάλουν τα
εργατικά σωματεία. Ένα είδος έμμεσης “φορολόγησης” της συνδικαλιστικής δράσης
υπέρ του δικαστικού σώματος παλαιότερα, για τους δικηγόρους από εδώ και στο
εξής.
Η
αλλαγή στην οποία προέβη η κυβέρνηση αφορούσε το άρθρο 11 του ν. 1264/1982.
Παραθέτω αυτούσιο το συγκεκριμένο άρθρο: “1. Οι εκλογές για τα όργανα των
συνδικαλιστικών οργανώσεων διεξάγονται από εφορευτική επιτροπή, που ο αριθμός
των μελών της, και η διαδικασία εκλογής τους
ορίζεται από το καταστατικό και
προεδρεύεται από τον δικαστικό αντιπρόσωπο. Σε όλη τη διάρκεια της διεξαγωγής
των εκλογών μέχρι και την ανακήρυξη των επιτυχόντων μπορεί να παραβρίσκεται ανά
ένας αντιπρόσωπος κάθε συνδυασμού. 2. Οι διατάξεις των παραγράφων 2-5 του
άρθρου 6 του ΝΔ 4361/1964 εφαρμόζονται και για τις συνδικαλιστικές οργανώσεις
του νόμου αυτού.3. Δικαστικός αντιπρόσωπος ορίζεται Πρωτοδίκης ή Ειρηνοδίκης
εφόσον πρόκειται για δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες συνδικαλιστικές
οργανώσεις. Ο δικαστικός αντιπρόσωπος ορίζεται με αίτηση της οργάνωσης, από τον
πρόεδρο του Πρωτοδικείου της έδρας της από πίνακα όλων των Πρωτοδικών ή
Ειρηνοδικών με αλφαβητική σειρά. Υπέρβαση της σειράς επιτρέπεται μόνο για
λόγους ανώτερης βίας, που βεβαιώνονται από τον Πρόεδρο Πρωτοδικών στην έγγραφη
εντολή του στο επόμενο στη σειρά Πρωτοδίκη ή Ειρηνοδίκη και για όσο χρόνο
διαρκεί η ανώτερη βία.4. Δικαστικός αντιπρόσωπος ορίζεται Πρωτοδίκης ή
Ειρηνοδίκης εφόσον πρόκειται για σωματεία, που έχουν την έδρα τους σε τόπους
που εδρεύει Πρωτοδικείο. Τα εδάφια β΄ και γ΄ της παρ. 3 εφαρμόζονται ανάλογα.
5. Δικαστικός αντιπρόσωπος στα άλλα σωματεία είναι ο Ειρηνοδίκης της
περιφέρειας όπου βρίσκεται η έδρα του σωματείου, στον οποίο κατατίθεται η
σχετική αίτηση. 6. Δεν απαιτείται η παρουσία δικαστικού αντιπροσώπου σε εκλογές
σωματείων που έχουν την έδρα τους εκτός της έδρας του Ειρηνοδικείου και ο
αριθμός των μελών τους δεν υπερβαίνει τους (50) πενήντα”.
Στο
άρθρο 52 του νόμου 4416/2016, που ψήφισε η κυβέρνηση προπαραμονή προς παραμονή
Χριστουγέννων, προβλέπονται οι εξής αλλαγές στα παραπάνω σημεία του νόμου
1284/1982: “1. Η παράγραφος 5 του άρθρου 11 του ν. 1264/1982 (Α΄ 79)
καταργείται και η παράγραφος 3 και 4 του ιδίου άρθρου αντικαθίσταται ως εξής: “3.
Δικαστικός αντιπρόσωπος ορίζεται δικηγόρος με επαγγελματική εμπειρία τουλάχιστον
τεσσάρων (4) ετών, εφόσον πρόκειται για δευτεροβάθμιες και τριτοβάθμιες
συνδικαλιστικές οργανώσεις. Ο δικαστικός αντιπρόσωπος ορίζεται με αίτηση της
οργάνωσης από τον Δικηγορικό Σύλλογο της έδρας της. 4. Εφόσον πρόκειται για
σωματεία που έχουν την έδρα τους εντός της περιφέρειας του Δικηγορικού
Συλλόγου, δικαστικός αντιπρόσωπος ορίζεται δικηγόρος του οικείου Δικηγορικού
Συλλόγου. Τα εδάφια β΄ και γ΄ της παραγράφου 3 εφαρμόζονται ανάλογα”.
Είναι
προφανές ότι η κυβέρνηση θέλει να ενισχύσει οικονομικώς το χειμαζόμενο κλάδο
των δικηγόρων “εις βάρος” των εκπροσώπων του δικαστικού σώματος. Από την άλλη
έχοντας εμπειρία, κοντά τριάντα χρόνια, από εκλογικές διαδικασίες σε
συνδικαλιστικές οργανώσεις, υπό την επιτήρηση εκπροσώπων του δικαστικού σώματος,
δύναμαι να ισχυριστώ ότι η αντικατάστασή τους από δικηγόρους θα επιτείνει τα “παρατράγουδα”.
Και είναι αυτά τα “παρατράγουδα” που καθιστούν αναγκαία την πλήρη απαγκίστρωση
των συνδικάτων από το κράτος. Δεν είναι δυνατόν η εκλογή των ηγεσιών των
συνδικαλιστικών οργανώσεων να γίνονται με τη μορφή “πυραμίδας”: όπου από κάποιο
σημείο και ύστερα δε δύναται κανείς να διακρίνει ποιος είναι αυτός που
διαφθείρει και αυτός που διαφθείρεται.
Το
κράτος θα πρέπει να απεμπλακεί από οποιαδήποτε εκλογική διαδικασία για την
ανάδειξη των ηγεσιών των συνδικαλιστικών οργανώσεων: η “απόσυρση” του κράτους
προϋποθέτει, ωστόσο, πλήρη αλλαγή του νόμου περί λειτουργίας των συνδικάτων στην
κατεύθυνση της “αποκρατικοποίησης” τους – ο κομματισμός είναι και αυτός μορφή
κρατικοποιημένου συνδικαλισμού. Αυτό γίνεται φανερό αν παρακολουθήσει κανείς τη
ροή του δημόσιου χρήματος προς τις
συνδικαλιστικές οργανώσεις, τις σχέσεις των ανώτερων βαθμίδων της
συνδικαλιστικής “πυραμίδας” με διάφορους κόμβους της πολιτικής εξουσίας κ.α.
Όλες οι παραλλαγές του κρατικο-κομματικού συνδικαλισμού αποδέχονται,
λειτουργούν και δρουν στο πλαίσιο του σημερινού καθεστώτος: από την “παράταξη”
ή, τις κατά καιρούς, “παρατάξεις” της Νέας Δημοκρατίας έως και την παράταξη του
Κομμουνιστικού Κόμματος – από την άλλη
για να έχουμε και μια σαφή εικόνα της σημερινής πολιτικής πραγματικότητας να
σημειώσουμε ότι το ηγετικό κρατικογραφειοκρατικό μόρφωμα της συνδικαλιστικής
“πυραμίδας” συνεχίζει να αποτελεί τον σκληρό πυρήνα του παλαιοκαθεστωτικού
ΠΑΣΟΚ.
Πρώτη,
λοιπόν, προϋπόθεση εκδημοκρατισμού των
συνδικάτων είναι ο απογαλακτισμός τους από το κράτος. Αλλά τα συνδικάτα ελέγχονται πλήρως από τις κομματικές “νομενκλατούρες”
εξαιτίας του ισχύοντος νομικού πλαισίου και της πριμοδότησης από αυτό
“παράτυπων” διαδικασιών που αναδεικνύουν εκπροσώπους εκεί που δεν υπάρχουν.
Για αυτό είναι επιτακτική ανάγκη η αλλαγή του σχετικού νόμου στην κατεύθυνση
εκδημοκρατισμού του: στην ανάγκη χρησιμοποιώντας τις ίδιες μεθόδους που
χρησιμοποίησε η πρώτη κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου για να απαλλαγεί ο κόσμος της
εργασίας από τον εργατοπατερισμό.
Δεν
είναι δυνατόν να μιλάμε για δημοκρατία με κολοβά συνδικάτα: ο εκδημοκρατισμός
και εκσυγχρονισμός της χώρας περνάει μέσα από την αποκατάσταση του ρόλου των
συνδικάτων στην Ελληνική Δημοκρατία.
(*) Ο Όμηρος
Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου