ΑΛΛΑΓΗ EMAIL

Οι φίλοι αναγνώστες μπορεί να στέλνουν τα μηνύματά τους στο εμέηλ στο οποίο θα προτιμούσε ο διαχειριστής να τα λαμβάνει. Παράλληλα επειδή η Maicrosoft μας λογόκρινε και μπλόκαρε το μαιηλ gmosxos1@hotmaihl. com άνοιξε και ισχύει πλέον το εμέηλ gmosxos23.6.1946@gmail.com το οποίο μπορείτε να χρησιμοποιείτε .ΤΗΛ. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 6938.315.657 & 2610.273.901

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2016

23-2-1944, η Πάτρα χάνει το διαλεκτό παληκάρι της!



 Ο Γραμματέας του Πελοποννησιακού Γραφείου Κ.Κ.Ε. Κώστας Γαμβέτας. Εκτελέστηκε στην ομαδική εκτέλεση της 23-2-1944 στην Πάτρα.


«…Μια μέρα με πήραν από το κελί μου και με έβαλαν στο δικό του (του Κ. Γαμβέτα). Του πρότεινα: Αφού έτσι κι αλλιώς θα μας σκοτώσουν, γιατί δεν κάνουμε μια απόπειρα απόδρασης;». Μου απάντησε: «Οι αγωνιστές δεν αυτοκτονούν. Αντιμετωπίζουν παλικαρίσια το θάνατο. Ύστερα αναρωτήθηκες πόσους θα σκοτώσουν στη θέση μας»!


Η εκτέλεση των 30 Αχαιών, στις 23 Φεβρουαρίου 1944, στο κτήμα του Γιάννη Μουρτζούχου, πίσω από το σημερινό ΚΕΤχ, στην συνοικία Συνόρων της Πάτρας, μεταξύ των οποίων και ο κομμουνιστής καθοδηγητής, παλικάρι της αντίστασης στην Πάτρα, Κώστας Γαμβέτας, ήταν ένα  ακόμη ομαδικό έγκλημα του φασισμού, που συντάραξε την πατραϊκή κοινωνία, μετά και από την ομαδική εκτέλεση της 4-12-1943, που αποτελούνταν από συλληφθέντες του Μπλόκου των Προσφυγικών.
Η εκτέλεση των "30"  έγινε στις 23-2-44 από τους ναζί με τη δικαιολογία, ότι μια εβδομάδα πριν, στις 17-2-44, ομάδα αντιστασιακών σκότωσε τρεις Γερμανούς στρατιώτες ’’πληγέντες εκ των νώτων εκ μέρους κομμουνιστικών αντάρτικων συμμοριών’’, όπως ανέφερε η ανακοίνωση της γερμανικής Διοίκησης την επόμενη ημέρα. Δηλαδή η ζωή κάθε Γερμανού στρατιώτη ήταν ίση με δέκα κρατουμένων, κατά τη ναζιστική λογική!
Τα γεγονότα, που τα έκρυψαν οι Γερμανοί, είναι ότι στις 17-2-44 δυο γερμανικά οχήματα με στρατιώτες εμφανίστηκαν για λεηλασία στο χωριό Χαλανδρίτσα Αχαΐας, τόπο που κρατούσε τότε ο ΕΛΑΣ, υπό τον ανθυπολοχαγό Νικήτα. Μετά το πλιάτσικο και κατά την επιστροφή τους, αντιμετώπισαν ενεδρεύοντες ενόπλους του Α΄ Τάγματος με επικεφαλής των Νικήτα. Ακολούθησε μάχη, στην οποία  οι αντάρτες σκότωσαν τρεις Γερμανούς και έκαψαν ένα από τα δυο οχήματα([1]).  
Χαρακτηριστικά είναι αυτά που αναφέρει ο αγωνιστής, μακαρίτης πια, Βασίλης Ροδόπουλος, από τα Σουδενά Καλαβρύτων, που νέος 25 χρόνων τότε, βρέθηκε συγκρατούμενος με τον Κώστα Γαμβέτα, λίγες ημέρες πριν την εκτέλεση του δευτέρου. (Βασ. Ροδόπουλου: ’’Ενός λεπτού σιγή – αφιερώματα’’).
Ο Βασ. Ροδόπουλος, στέλεχος του ΕΑΜ και του Εφεδρικού ΕΛΑΣ Καλαβρύτων, γράφει το 1983:
«Την άνοιξη  ή τις αρχές του καλοκαιριού 1943 πρωτομπήκα στην Πάτρα για δουλειά της οργάνωσης. Συνάντησα τον δικηγόρο Κώστα Καραχάλιο. Μου έδωσε έντυπο υλικό για τις οργανώσεις υπαίθρου. Με την ευκαιρία εκεί άκουσα για το ’’Νίκο τον ψηλό’’. Τον Νοέμβρη του 1943 τον συνάντησα σε μια συνεδρίαση της επιτροπής του Εφεδρικού ΕΛΑΣ Πάτρας. Ήταν ύψος πάνω από 1,85. Θα τον ξανασυναντούσα το πρωί της παραμονής Χριστουγέννων, για να διαπιστώσω πόσο ψηλός ήταν, όχι μόνον στο μπόι, αλλά και προπαντός στο ηθικό ανάστημα.
Η παραμονή των Χριστουγέννων του 1943 ήταν μοιραία μέρα, για το αντιστασιακό κίνημα της Πάτρας, που κυριολεκτικά εξαρθρώθηκε. Ο γραμματέας του Πελοποννησιακού Γραφείου, ο ’’Νίκος ο ψηλός’’, πιάστηκε από την Ες Ντε (S.D.). Ο Κώστας (σ.σ.: Βάγγος Αργυρόπουλος), Γραμματέας του ΕΑΜ ν. Αχαΐας, τραυματίστηκε βαριά στο μπράτσο και στην κοιλιά, εκεί που σκοτώθηκε ο Ντίνος Μυλωνάς (Γραμματέας της Πάτρας). Ένας Γερμανός τον πυροβόλησε εξ επαφής στον αυχαίνα (χαριστική βολή), αλλά η σφαίρα βγήκε στο δεξί μάγουλο. Ο Κώστας δεν πέθανε. Τον πήραν με φορείο άνθρωποι της Ασφάλειας Πατρών και τον παρέδωσαν στην Γκεστάπο. Πιάστηκαν ακόμη πολλά στελέχη του ΕΑΜ και του Εφεδρικού ΕΛΑΣ Πάτρας, ενώ λίγες ημέρες αργότερα, πιάστηκαν ο Δήμος (Βασ. Παπαδόπουλος), γραμματέας της Περιφερειακής  Επιτροπής ΚΚΕ Αχαΐας και ο Κώστας (δεν έμαθα ποτέ το πραγματικό όνομά του) γραμματέας της Πελοποννησιακής Επιτροπής της Εθνικής Αλληλεγγύης. Ουσιαστικά ο μόνος που σώθηκε από εκείνη την εκκαθαριστική επιχείρηση των Γερμανών και της Ειδικής Ασφάλειας ήταν ο Πέτρος (Νίκος Μπελογιάννης) μέλος της Περιφερειακής Επιτροπής του ΚΚΕ τότε. Εγώ πιάστηκα στις οκτώ παρά τέταρτο το πρωί κι ίσως ήμουν ο πρώτος απ’ την ’’σοδειά’’ εκείνης της τραγικής ημέρας. Μας πήγαν στην έδρα των Ες Ες, το επιταγμένο σπίτι του γιατρού Θ. Κωνσταντίνου, καπετάνιου του 12ου Συντάγματος ΕΛΑΣ…».
Ο Βασιλής Ροδόπουλος, εκείνη την ημέρα, πάνω του κρατούσε δυο ενοχοποιητικά σημειώματα. Το ένα το έριξε καθ’ οδόν από την τρύπα της τσέπης του παντελονιού του, το άλλο το έλιωσε στο στόμα του και το κατάπιε. Ήταν σημείωμα μιας αδελφής του Ερυθρού Σταυρού, μιας αγωνίστριας, ονόματι Βγεγγίνη, που φόρεσε την στολή (σ.σ.: της Ερυθροσταυρίτισσας) και είχε αναλάβει την περίθαλψη ενός αριθμού Βρετανών αιχμαλώτων με εντολή του κλιμακίου της Βρετανικής Αποστολής, το οποίο την τροφοδοτούσε με χρυσές λίρες  γι αυτό.
Με το πρόσωπο στον τοίχο ο Β. Ροδόπουλος και καθώς προσπαθούσε να λιώσει στο στόμα του το σημείωμα, αντιλαμβάνεται ότι οι Γερμανοί έφεραν στο ίδιο δωμάτιο, κρατούμενο τον Κώστα Γαμβέτα. Τον κόλλησαν στην άλλη γωνιά κι έδεσαν τα χέρια του πίσω.
Μπήκε ένας ελληνομαθής Γερμανός αξιωματικός και τους ρώτησε κατ’ αντιπαράσταση εάν γνωρίζει ό ένας τον άλλον. Απάντησαν αρνητικά. Και «από κείνη τη στιγμή, ο ’’Νίκος ο ψηλός’’ έγινε ’’Μήτσος Χαφατέας, ζωέμπορος’’».
Έμειναν εκεί όρθιοι, περίπου εννέα ώρες. Στις έξι το απόγευμα τους πήγαν ’’σ’ ένα κτίριο της οδού Κορίνθου που στέγαζε άλλοτε τα γραφεία της μεταξικής νεολαίας και που το είχαν μετατρέψει σε πρόχειρη φυλακή’’.
Τον Β. Ροδόπουλο τον έβαλαν στον πρώτο θάλαμο του ισογείου μαζί με άλλους συλληφθέντες. Τον ’’Μήτσο Χαφατέα’’ και τον Βάγγο Αργυρόπουλο, τους έβαλαν χωριστά και απομονωμένους σε άλλα δωμάτια…
Σε άλλο σημείο και ενώ αναφέρεται στην κράτηση των συλληφθέντων στο σπίτι του γιατρού Θρασ. Κωνσταντίνου, ο Βασ. Ροδόπουλος σημειώνει τα παρακάτω:
«Σχεδιάζαμε μια ομαδική απόδραση, με τη βοήθεια μιας ομάδας του ΕΛΑΣ, όταν την παραμονή της Πρωτοχρονιάς μας φόρτωσαν σε στρατιωτικό αυτοκίνητο. Αφού διέσχισε την Πάτρα, έφθασε μπροστά στους Στρατώνες του 12ου Συντάγματος. Όταν έστριψε στο δρόμο που ανοιγόταν η κυρία πύλη, κάποιος είπε: ’’Αν την προσπεράσει θα μας πάνε στη φυλακή Λυμπερόπουλου, αλλιώς… αντίο ζωή!’’. Το αυτοκίνητο μπήκε στους Στρατώνες. Μας κλείσανε στο πειθαρχείο, έναν σε κάθε κελί. Το είχαν ονομάσει ’’Μαύρο Σπίτι’’ γιατί οι Γερμανοί το είχαν μετατρέψει σε προθάλαμο θανάτου. Όσοι αγωνιστές κλείνονταν εκεί ζούσαν απομονωμένοι, έως την ημέρα της εκτέλεσής τους. Οι Γερμανοί απαγόρευαν τις επισκέψεις, ακόμα και στους αντιπροσώπους του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού. Μέναμε κλεισμένοι εικοσιτρείς ώρες το εικοσιτετράωρο. Μας άνοιγαν μισή ώρα το πρωί και μισή ώρα το βράδυ. Το πρωί για να πλυθούμε και το βράδυ για να μας μοιράσουν το συσσίτιο, που ήταν 75 δράμια ψωμί,  με μια υποψία μαργαρίνης. Ή για να πάρουν κάποιον να τον εκτελέσουν, (σ.σ.: στο κτήμα Μουρτζούχου) στο σκοτάδι της νύχτας, όπως τον Γιώργο Μαντέλη…».
«…Στο ’’Μαύρο Σπίτι’’ υπήρχαν δυο φρουροί. Ο Χανς και ο Χέρμαν. Ο Χανς ήταν Γερμανός, ένα κτήνος. Ο Χέρμαν ήταν Αυστριακός, ένας άνθρωπος. Κάθε βράδυ ο Χέρμαν μας έδινε τα τσιγάρα του. Άλλοτε μας έφερνε μια κουραμάνα. Σαν αντάλλαγμα τα έπαιρνε για να καμουφλάρει την χειρονομία του. Από το παραθυράκι του φωτισμένου φυλακίου, βλέπαμε το Χέρμαν που έκλεγε, κρατώντας το κεφάλι του με τα δυο του χέρια. Κάθε φορά που γίνονταν εκτελέσεις ο Χέρμαν έκλεγε».
Ο Χέρμαν είχε αναλάβει να μεταφέρει τα δέματα συγγενών που περνούσαν στο στρατόπεδο με την βοήθεια που έδιναν Ελληνίδες πλύστρες των Γερμανών, που δούλευαν στα πλυσταριά του στρατώνα. Και ο Βασ. Ροδόπουλος συνεχίζει:
«Μια μέρα εξαφανίστηκε. Τον έστειλαν στο ανατολικό μέτωπο; Τον εκτέλεσαν, όπως εκείνον τον Ιταλό που επιχείρησε να φέρει κουβέρτα σε κάποιον κρατούμενο; Δεν το μάθαμε ποτέ… Ο Χέρμαν ο Αυστριακός ήταν ένας ήρωας…».
«…Μια μέρα με πήραν από το κελί μου και με έβαλαν στο δικό του (του Κ. Γαμβέτα)». Του πρότεινα: «Αφού έτσι κι αλλιώς θα μας σκοτώσουν, γιατί δεν κάνουμε μια απόπειρα απόδρασης;». Μου απάντησε: «οι αγωνιστές δεν αυτοκτονούν. Αντιμετωπίζουν παλικαρίσια το θάνατο. Ύστερα αναρωτήθηκες πόσους θα σκοτώσουν στη θέση μας».
Λίγες ημέρες μετά «μας χώρισαν. Μ΄ έβαλαν σ’ ένα κελί του ισογείου, στη δεξιά πλευρά του διαδρόμου. Ακριβώς πάνω μου… Ποιος; ο Γαμβέτας ή ο Φαρμάκης; Στο πλαϊνό κελί, αριστερά μου, ο Κώστας Γρίβας([2]) Και στο αντικρινό κελί, στην αριστερή πλευρά του διαδρόμου,  ένας νεοφερμένος καταδότης…».

Αφήγηση του κρατούμενου στου Λυμπερόπουλου για τη σφαγή της 23-2-1944
Φωνάζει ένας: «Σαν να άκουσα μέσα στο γραφείο αλυσίδες». «Σε λίγο θα βγει ο ήλιος» λέει ένας άλλος. Ανοίγει επιτέλους η πόρτα και μπαίνουν στην αρχή του θαλάμου ένας αξιωματικός των Ες Ες, δύο Γερμανοί, ο λοχίας και ένας διερμηνέας, ο οποίος λέει «όποιος ακούσει το όνομά του να περάσει μέσα στο γραφείο». Αρχίζουν, απ’ ό,τι θυμάμαι, Νίκος Πολυμερόπουλος, Δημήτριος Πολυδωρόπουλος, Χρήστος Πολυδωρόπουλος (πρώτα ξαδέλφια). Μέσα στο γραφείο τρεις-τρεις τους έβαζαν στα χέρια τις αλυσίδες. Ενας στη μέση και από δεξιά κι αριστερά τους έδεναν και τους έβαζαν στα φορτηγά με τέντες. Είκοσι εννέα λεβέντες πήραν([1]). Εκείνη την ημέρα μαζί με τους είκοσι εννέα έφεραν από τα κρατητήρια τα κεντρικά της Γκεστάπο, έναν ακόμα, τον Κώστα Γαμβέτα, γενικό γραμματέα Πελοποννήσου, μέλος της Κεντρικής Επιτροπής, γλωσσομαθής, ανωτέρας μόρφωσης. Δεν εκτελέσθηκε όμως ως Κώστας Γαμβέτας, είχε πλαστή ταυτότητα, Δημήτρης Χαφαθέας. Έφυγαν λοιπόν τα φορτηγά, αυτό ήταν. Δεν παίρνουν άλλους. Μπας και ξανάρθουν; 


Από ένα μικρό παράθυρο φαινόταν ο τόπος της εκτελέσεως([2]) είχαν ανοίξει μια τάφρο μεγάλη. Τους οδήγησαν εκεί και ένας αξιωματικός τους λέει διαβάζοντας: «Εμείς ήλθαμε σαν φίλοι, εσείς καθημερινά μας σκοτώνετε. Αυτή η απόφαση δεν είναι σημερινή, είναι παλιά. Είχαμε στείλει τα ονόματά σας για αμνηστία στην Μεραρχία. Δυστυχώς δεν έγινε τίποτα, λυπούμαστε αλλά εσείς οι 30 θα εκτελεστείτε. Έχετε να πείτε τίποτα;».


Και τότε αρχίζει ο Γαμβέτας να τραγουδάει δυνατά, «σε γνωρίζω από την κόψη…». Τον ακούγαμε βουβά. Απόλυτη, νεκρική σιγή. 


Απότομα θόρυβος, ανοίγει η πόρτα και σπρώχνουν μέσα τον Δημήτρη Πολυδωρόπουλο. Σκοντάφτει και πέφτει μπρούμυτα. Όλοι επάνω του. «Τι έγινε ρε Μήτσο; Πες μας». «Παιδιά, αδέλφια μου, λίγο νερό, πνίγομαι. Αχ τι είδανε τα μάτια μου». Και μας έλεγε αυτά που σας λέγω εγώ. 


Άξαφνα ξανανοίγει η πόρτα, μπαίνουν οι Γερμανοί. Είχανε κάνει λάθος στο μέτρημα, γιατί διάβασαν δυο φορές Πολυδωρόπουλο. Μπερδεύτηκαν, ήταν ξαδέλφια. Λίγο μετά κατάλαβαν το λάθος τους. Τον ξαναπήραν, τον πήγαν στον τόπο και για δεύτερη φορά εκτελέστηκε. Εάν δεν είχε γίνει αυτό το λάθος δεν θα ξέραμε αυτές τις λεπτομέρειες της τραγικής αυτής εκτέλεσης. 


Πού βρέθηκε αυτή η ψυχή; Όλοι σκυμμένοι όταν άκουγαν το όνομά τους έλεγαν, «μην πεις στη μάνα μου ότι εκτελέστηκα» άλλος στην αδελφή του, άλλος στη γυναίκα του, στα παιδιά του. Όλοι αυτό έλεγαν «μην πείτε τίποτα, πέστε ότι μας πήραν ομήρους εργάτες στη Γερμανία». Και ξαφνικά όταν έφτασαν μπροστά στο μεγάλο τάφο αλυσοδεμένοι φούντωσε μέσα τους αυτό που λέγεται ιδέα, πατρίδα. «Όχι ορέ, δεν σας φοβόμαστε, είμαστε πατριώτες πολεμιστές για την πατρίδα μας. Ζήτω η Ελλάδα. Σε γνωρίζω από την κόψη του σπαθιού την τρομερή».



------οοο------



Αυγή 23 Φεβρουαρίου 1944. Την πρωινή εκείνη ησυχία την χαλάει ένας κρότος. Ξύπνημα, κροτάλισμα. Κάτι ριπές μυδραλίου, τρουκ-τρουκ-τρουκ και κάθε τρουκ τρεις λεβέντες, τρεις Έλληνες έπεφταν, τρεις βράχοι γκρεμίζονταν, αλλά δεν λύγιζαν. Όπως έπεφταν, έτσι έμεναν, ακίνητοι, λες και περίμεναν να δοθεί ένα σάλπισμα να πεταχτούν επάνω και να ξαναφωνάξουν «Ζήτω η ελευθερία». Αυτά έτσι τα λόγια μας έλεγε ο Μάκης Αθανασούλας, ο πιο ψηλός στη φυλακή, που από ένα μικρό μέρος έβλεπε πέρα στους στρατώνες. 


Εγώ αγριεμένος από το οινόπνευμα, από τις αλλεπάλληλες ατομικές εκτελέσεις που είχα ζήσει στους δυο μήνες ζωής, με στερήσεις, βασανιστήρια, δεν ήμουν 20 χρονών, αλλά 60 ή 70. Το βάρος μου θα ήταν μισό από το κανονικό. Το οινόπνευμα, ο στριφτός καπνός -  μέχρι κωλόχαρτο είχα φουμάρει – η απλυσιά, η βρώμα, το φαγητό από αποξηραμένο λάχανο, βρασμένο σαν σε κάτουρο, μια φορά την εβδομάδα, λίγα ρεβίθια, πιο πολύ νερό με είχαν αποκάμει. Ευτυχώς ο Ερυθρός Σταυρός συμπλήρωνε, αλλά ψίχουλα. Έφερνε για δύο, αλλά το μοιραζόμαστε πότε τέσσερις, πότε πέντε και πότε πιο πολλοί, γιατί δεν ερχόταν κάθε μέρα και δεν ήμασταν αριθμητικώς πάντα το ίδιο νούμερο, έφερναν τρεις, φόρτωναν πέντε για εκτέλεση. Αλλά ποτέ δεν ακούσαμε να βγει ένας, να του πουν βγαίνεις, αποφυλακίζεσαι. Ποτέ. 


Καθόμαστε όλοι βουβοί, άλλοι σταυροπόδι, άλλοι έκοβαν βόλτες. Εγώ είχα μείνει με ανοιχτά μάτια. Κοίταζα έξω στο παράθυρο και δεν ξέρω αν μονολογούσα, εάν ζούσα εκείνες τις ώρες, ήμουν με τον αδελφό μου. Μιλάγαμε. Ναι τον είχα μπροστά μου. Λυγερός, ψηλός με το καφέ ριγωτό κουστουμάκι, που φόραγε όταν το είχε φτιάξει δουλεύοντας και του έλεγε η μάνα μας: «Τάκη μην το φοράς κάθε μέρα, θα το λιώσεις». Και μου ζήταγε τα δικά μου παπούτσια, που ήταν καφέ χρώμα.  Αλλάζαμε παπούτσια, όποιος θα έβγαινε έξω φόραγε τα καλά, καινούργια βλέπεις. Και όταν είχα βγει την Πρωτομαγιά([3]) με άλλους τρεις να ρίξουμε προκηρύξεις, έφυγα τρέχοντας να αποφύγω τη σύλληψή μου. Φόραγα τα καλά μου παπούτσια. Αυτά και άλλα, που όταν θέλω καμιά φορά να τα θυμηθώ είναι τόσα πολλά. Τέλος μπερδεύομαι και θολώνω. 


Εκεί που ήμουνα με τον αδελφό μου, με τάραξαν. Με είχαν πιάσει από τους ώμους μου. «Γιώργο είσαι καλά;» «Ναι» τους λέω και επανήλθε η σκέψη μου πάλι. Φωνάζει ο Οφιτσία το όνομά μου. Λέω «όχι ρε». Μου λένε εάν θα πάρουμε συσσίτιο, λέω «δεν θέλω τίποτα», «ούτε εγώ» λέει ο ένας, «ούτε και εγώ» λέει ο άλλος. Κανένας δεν πήγε να πάρει το νεροζούμι, κανείς δεν πείναγε, κανείς δεν είχε τη διάθεση να πάει να κάτσει στην ουρά, να πάρει τι; «Για φαΐ, είμαστε ρε Κώστα» λέω. «Πού ήσουνα ρε, στο βαρέλι;» μου λέει. «Πού ήμουν;» του λέω. «Όχι, ο αδελφός μου ο Τάκης μου ζήταγε τα παπούτσια μου». «Ρε Μάκη, τρελάθηκε το παιδί, τι γίνεται τώρα;» Ο Γράβος ρωτάει: «Έχει μείνει καθόλου από χτες;» Εννοούσε το μπουκάλι με το ούζο. «Λίγο», απαντάει ο Κώστας. «Δώσ’ του το με τρόπο» λέει ο Μάκης.

 


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠ¨Ο ΡΟΔΟΠΟΥΛΟ

([1]) Εφημερίδα ’’Νεολόγος,, Πατρών, φύλλο της 24-2-44. ’’Αγιώτικο Ημερολόγιο,, περ. 1980. Εφημερίδα ’’Το Βήμα της Αιγιάλειας,, φύλλο της 26-2-1982.


([2]) Ο Κώστας Γρίβας γλίτωσε από την εκτέλεση της 23-2-44, αλλά τρεις μήνες αργότερα, στις 9-5-44, τον κρέμασαν στα Ψηλαλώνια Πατρών, με διαταγή του χαρακτηρισμένου ως εγκληματία πολέμου, ναυτικού Διοικητή Αλεξάντερ Μάγκνους,  οι συνεργάτες των Γερμανών οπλίτες του ευζωνικού Τάγματος Πατρών  μαζί άλλους οπλίτες του 5/42 που τελούσαν υπό τις διαταγές του Ν. Κουρκουλάκου.





ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΑΠΟ ΠΟΡΕΥΟΠΟΥΛΟ

([1]) Ο δημοσιογράφος Βασ. Ροδόπουλος που στις 23-2-44 ήταν κρατούμενος στο πειθαρχείο του 12ου Συντάγματος (’’Μαύρο Σπίτι’’) μαζί με τον Γαμβέτα και άλλα δώδεκα άτομα, στο βιβλίο του ’’Ενός λεπτού σιγή’’, όταν τους μετέφεραν από του Λυμπερόπουλου στο 12ο Σύνταγμα, σημειώνει: «όταν ησύχασαν τους ρωτήσαμε, πόσοι ήταν. Μετρήθηκαν. Ήταν εικοσιτρείς». Και παρακάτω: «Πήραν (από το ’’μαύρο σπίτι’’ τον Αθανασόπουλο, τον Κ. Γαμβέτα, τον Βάγγο Αργυρόπουλο και τον μικρό Γκέκα… Αργά το βράδυ έφεραν τρεις νέους κρατούμενους και τους εκτέλεσαν… Τριάντα είχαν πει».

([2])  Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο τόπος εκτελέσεως των πατριωτών ευρίσκετο στο κτήμα Μουρτζούχου, που κείτεται νοτίως της βίλας Λυμπερόπουλου και συνορεύει σήμερα με την ανατολική μάντρα του ΚΕΤχ και το21ο Δημ.οτικό Σχολείο που βρίσκεται απέναντί της. Εύλογο είναι λοιπόν από τα νότια παράθυρα της βίλας να ήσαν ορατές οι εκτελέσεις, καθώς η βίλα Λυμπερόπουλου είναι κτισμένη στο επάνω μέρος πλαγιάς.


([3]) Πρωτομαγιά του 1942.
 ________________

Το παραπάνω ιστορικό σημείωμα είναι απόσπασμα από το βιβλίο "Η ΠΑΤΡΑ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ" του Γιώργου Δημ. Μόσχου, που εκδόθηκε το 2013 και επανεκδόθηκε το 2014, από τις εκδόσεις Γιάννη Παικραμένου στην Πάτρα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: