Τα
κάγκελα, απ’ όπου γινόταν ο «Τηλέγραφος». Φωτογραφία από το βιβλίο της Ολυμπίας Παπαδούκα
«Γυναικείες φυλακές Αβέρωφ».
|
Το
κείμενο της Μαρίας Φαφαλιού (Κοινωνική Ψυχολόγος και συγγραφέας), που
αναδημοσιεύουμε από το περιοδικό του ΑΠΘ «Κοινωνία και Ψυχική Υγεία»,
αποτελεί επεξεργασμένη μορφή ομιλίας της η οποία έγινε στο πλαίσιο
εκδήλωσης προς τιμή της Ολυμπίας Παπαδούκα στο Ελληνικό Κέντρο Λονδίνου
στις 16 Οκτωβρίου 2008.
Είμαι πολύ
τυχερή στη ζωή μου γιατί γνώρισα όμορφους ανθρώπους. Μορφές που μου
δίνουν κουράγιο και πίστη πως υπάρχει ο Άνθρωπος. Μια από αυτές τις
μορφές: Η Oλυμπία Παπαδούκα, 92 χρονών σήμερα. Τη γνώρισα μέσω του
θεατρικού Μουσείου την εποχή που γράφαμε τα βιβλία με τις Μαρτυρίες του
Πολέμου και της Κατοχής,σε συνεργασία με τον αξέχαστο Κώστα Ν.
Χατζηπατέρα. Συγκέντρωνα υλικό.
«Αποτανθείτε σ’ εκείνην» μου πρότειναν,
«εκείνη όλους τους βοηθάει». Πράγματι, της τηλεφώνησα. «Ρίξτε μια ματιά
στο βιβλίο μου ‘Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ’ και μιλάμε πάλι» μου λέει. Κι
έτσι άρχισε η φιλία μας!
Oλυμπία Παπαδούκα: Η αντιστασιακή, η
ηθοποιός, η συγγραφέας και πάνω απ’ όλα ο άνθρωπος ο καλοσυνάτος που
δίνει απλά, αθόρυβα, από το χρόνο της, από τις γνώσεις της, από τα
πενιχρά οικονομικά της μέσα, από την ψυχή της… Η καλλιτεχνική και η
αντιστασιακή της δράση είναι άρρηκτα συνδεδεμένες. Δύο μεγάλα βιβλία της
έχουν προκύψει απ’ αυτή την ένωση, «Το θέατρο στην Αντίσταση» και «οι
Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ» -από τα χρόνια του εγκλεισμού της λόγω
πολιτικών φρονημάτων.
Η δράση της 0λυμπίας Παπαδούκα ξεκίνησε από
τα χρόνια της Κατοχής, στη Γερμανοκρατούμενη Αθήνα όπου, ενταγμένη στο
ΕΑΜ, ψυχαγωγούσε τους τραυματίες μας στα νοσοκομεία, μοίραζε φέιγ βολάν,
βοηθούσε με κάθε τρόπο στον αγώνα κατά του κατακτητή. Νεαρή κοπέλα
ακόμα, φυγάδευε Εβραίους με κίνδυνο της ζωής της (της έχει απονεμηθεί
και ιδιαίτερη τιμή από την εβραϊκή Yad Vashem). Παρ’ όλη την εθνική και
ανθρωπιστική δράση της όμως, δεν αργεί να έρθει ο καιρός που τα αριστερά
της φρονήματα θα την οδηγήσουν στη φυλακή, όπου θα μείνει για τρία
ολόκληρα χρόνια. Γλίτωσε το εκτελεστικό απόσπασμα μόνο χάρη στην
παρέμβαση της Μαρίκας Κοτοπούλη.
Είχαμε
πια μπει για τα καλά στην εποχή του Εμφυλίου Πολέμου, μία εποχή ακόμη
τραγικότερη από την προηγούμενη, μιας και τώρα σκοτώνονταν μεταξύ τους
αδέλφια με αδέλφια. Κλείστηκε, λοιπόν, το 1948 η Oλυμπία -ως υπόδικη-
στις «Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ» (στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, εκεί που είναι
τώρα το θέμιδος Μέλαθρον).
Διηγείται:
Ανεβήκαμε τα έξι πέτρινα σκαλοπάτια της
φυλακής. O αστυνόμος χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξε αμέσως μία τρυπούλα
της σιδερένιας πόρτας και πρόβαλε από μέσα ένα μάτι. Ήτανε του φύλακα.
Συγχρόνως στρίγκλισαν και οι σύρτες. Άνοιξε αυτή η πρώτη πόρτα, η
μεγάλη, η εξωτερική σιδερένια. Σε λίγο άνοιξαν και άλλες πόρτες, που
αυτές οδηγούσανε σε διάφορους χώρους όπου εκεί γινότανε η έρευνα για τα
στοιχεία της κρατούμενης, που παίρνανε οι υπάλληλες της φυλακής.
Μετά από τις διατυπώσεις αυτές, άνοιξε
τελευταία και η πέμπτη σιδερένια πόρτα, που ώσπου ν’ανοίξει, έκλεισε
κιόλας ορμητικά πίσω μου, αφήνοντας ένα σκληρό βόγκο. Έτσι αδειάστηκα
στο εσωτερικό της φυλακής.
Εδώ, πήχτρα μπροστά μου οι γυναίκες.
Πήχτρα το μαύρο ρούχο. Μαύρα μαντίλια, μαύρα τσεμπέρια, μαύρα φουστάνια,
όλα μαύρα. Ξέχειλη στο μαύρο η αυλή. Ηλικία: από δωδεκάμισι ως ογδόντα
χρονών. Τη μαυρίλα ετούτη έσπαγαν κάπως τ’ ανοιχτόχρωμα φουστανάκια των
παιδιών (από δυο χρονώ ως τα τέσσερα) που ανυποψίαστα τρέχανε στην αυλή
(…).
Κάτω από το ισόγειο της αριστερής
πτέρυγας (20 σκαλοπάτια κάτω από τη γη) ήτανε τα μπουντρούμια (εδώ στην
αρχή βάζανε αυτές που προορίζονταν για εκτέλεση ή για αυστηρή τιμωρία)
με έντεκα μικρά κελιά, χωρητικότητας ενός κρεβατιού το κάθε κελί, που ο
μισός του χώρος, υψωμένος σε λεία επιφάνεια με τσιμέντο -χρησίμευε για
‘κρεβάτι’ της μελλοθάνατης. Το κελί αυτό σφραγιζότανε με βαριά σιδερένια
πόρτα. Παράθυρο δεν υπήρχε (…) Σε τούτους τους χώρους που τους λέγαμε
θαλάμους και σε όλους τους κάτω βοηθητικούς μας στοιβάξανε 1200
γυναίκες, ενώ ο αρχικός χώρος της φυλακής, όταν χτίστηκε το 1890, ήτανε
για 200 κρατούμενες.
Η Ολυμπία
συνεχίζει και μέσα στη φυλακή τη δράση της, αγωνίζεται για έναν κόσμο
όμορφο, δίκαιο και ειρηνικό. Εμψυχώνει, ενδυναμώνει, μορφώνει τις
συγκρατούμενές της. Μέσα στη φυλακή δημιουργούν ομάδες εκπαίδευσης κάθε
είδους.
Γράφει:
Δεν
ήτανε όμως μονάχα οι γυμνάστριες, οι γιατρίνες και οι δικηγορίνες που
προσφέρανε ακούραστα τις υπηρεσίες τους στο σύνολο των συγκρατουμένων,
μα και οι φιλολογίνες μας και οι δασκάλες και οι λογίστριες και οι
καλλιτέχνισσες και οι μοδίστρες, και όλος ετούτος ο κόσμος βοηθούσε και
πρόσφερε ο ένας στον άλλον και όλοι μαζί στο σύνολο. Η αντίστασή μας στα
μέτρα της ξενοκίνητης βίας ήτανε, πώς να γίνουμε οι καλύτεροι πολίτες,
οι πιο χρήσιμοι (…)
Δημιουργούσαμε γιορτές κι όταν δεν
ήτανε γιορτή. Αυτό, έτσι, από ανάγκη αυτοσυντήρησης, για να ξεφεύγουμε
από την ένταση και το βάρος των γεγονότων της ημέρας, της κάθε μέρας,
θέμα στις ευχές μας: Ειρήνη, Αποφυλάκιση (…) Στους θαλάμους και στην
αυλή, βλέπεις συντροφιές συντροφιές. Σ’ αυτές τις συντροφιές οι
φιλολογίνες μας κάνουν μάθημα στις κοπέλες του γυμνασίου που διακόψανε
το σχολείο τους, γιατί τις κλείσανε στη φυλακή. Προετοιμάζουν και
εκείνες που προορίζονται για το Πανεπιστήμιο. Οι δασκάλες μας κάνουν
μάθημα σε όλες τις αγράμματες κάθε ηλικίας. Η Ισμήνη Σιδηροπούλου κάνει
στις κοπέλες μαθηματικά [...]
Φροντιστήριο και κυψέλη δουλειάς όλη η
φυλακή. Και όλα αυτά γινόντουσαν στα κρυφά, γιατί απαγορεύονταν. Τα μόνα
που επιτρέπονταν ήτανε τα κεντήματα και η μοδιστρική. Έτσι, βρίσκανε
ευκαιρία και οι υπάλληλες να γλιτώσουνε τα ραφτικά τους και να
εφοδιάζονται με χειροτεχνήματα.
H Ολυμπία,
βέβαια, μπήκε στην καλλιτεχνική ομάδα: χορωδία, επιθεωρήσεις, θεατρικές
παραστάσεις. Πάντα ωστόσο είχε το μεράκι -ή το σαράκι;- να καταγράφει
στη μνήμη της τα συμβάντα και να συλλέγει μαρτυρίες. Βγαίνοντας από τη
φυλακή λοιπόν, ο Βασίλης Ρώτας -ο γνωστός ποιητής, μεταφραστής,
θεατρικός συγγραφέας- την παρότρυνε να γράψει τις αναμνήσεις της. «Μα
μπαρμπα-Βασίλη», του λέει εκείνη, «εγώ δεν ξέρω την τέχνη να γράφω». «Τι
θα πει δεν ξέρεις την τέχνη», της απαντάει εκείνος. «Έτσι απλά, όπως τα
λες θα τα γράφεις. Τέχνη είναι η Αλήθεια. Η αλήθεια και η απλότητα».
Ξανάρχισε λοιπόν η Ολυμπία να συγκεντρώνει
από τις παλιές συγκρατούμενες και τις οικογένειες τους ό,τι μαρτυρία,
παλιό έντυπο, ντοκουμέντο, καρτούλα, φωτογραφία, έβρισκε. Πολύτιμο
πρωτογενές υλικό που αλλιώς θα είχε χαθεί. ‘Ομως δεν αρκέστηκε εκεί.
Μάζεψε στο σπίτι της παλιές της συγκρατούμενες και όλες μαζί
ξαναθυμήθηκαν και τραγούδησαν τα «Τραγούδια της Φυλακής», που η Ολυμπία
τα μαγνητοφώνησε και τα κυκλοφόρησε σε δίσκο.Το βιβλίο της Ολυμπίας
Παπαδούκα, οι «Γυναικείες Φυλακές Αβέρωφ», παρ’ όλα τα έντονα βιώματα,
τις καθημερινές εκτελέσεις, γεγονότα συγκλονιστικά στην αγριάδα και τη
βία της εποχής -δυστυχώς, όπως φαίνεται, όλων των εποχών- το βιβλίο αυτό
ωστόσο αναδύει συνάμα και την ευγενή πλευρά του ανθρώπου που, όταν
αγωνίζεται για τα πιστεύω του, μπορεί να υπερβαίνει τον εαυτό του. Τον
άνθρωπο που πηγαίνει για εκτέλεση με το κεφάλι ψηλά, που η φωνή του
ενώνεται με άλλες φωνές που τον ξεπροβοδίζουν στο στερνό αντίο, το οποίο
αντηχεί από τις ανδρικές μέχρι και τις γυναικείες φυλακές: «Γεια σας
αδέλφιααα».
Βλέπουμε στη ζωή της φυλακής πολλά κοινά
σημεία με τους άλλους χώρους εγκλεισμού, στρατόπεδα, ψυχιατρεία, κ.λπ.:
έλλειψη δομημένου χρόνου (είδαμε πώς οι γυναίκες «κατασκεύαζαν» τεχνητές
γιορτές για να οριοθετήσουν τον χρόνο τους), έλλειψη χώρου, έλλειψη
στοιχειωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, φόβος, έλλειψη επικοινωνίας με τον
έξω κόσμο. θα εστιάσω σ’ αυτό το τελευταίο, στις λιγοστές στιγμές
επικοινωνίας με τους έξω -πέρα από τη λογοκριμένη βέβαια αλληλογραφία-
αλλά και με τους άνδρες τους όσοι ήσαν κι εκείνοι κρατούμενοι στο
ανδρικό τμήμα των Φυλακών Αβέρωφ.
Είχαν εφεύρει τον ‘τηλέγραφο’: Ένα
μαντιλάκι πίσω από τα σίδερα των αντρικών φυλακών, κι άλλο ένα πίσω από
τα σίδερα των γυναικείων, ακριβώς απέναντι, ανεβοκατεβαίνουν σαν σε
χαιρετισμό, ενώ με σχήματα γραμμάτων κεφαλαίων που σχηματίζονται με τις
κινήσεις είναι πομπός και δέκτης μηνυμάτων των φυλακισμένων.
Μια από τις πιο σημαντικές στιγμές όμως για τις κρατούμενες γυναίκες ήταν το επισκεπτήριο: Είναι
αδύνατο να δώσει κανείς μία ιδέα για το τι ήτανε το ‘επισκεπτήριο’ που
το περιμέναμε πώς και πώς. Από την προηγούμενη μέρα, σαν γιορτή το
περιμέναμε, θα μας φέρει λίγη δροσιά ‘ελεύθερου’ αέρα. Είναι η μόνη
επικοινωνία μας με τον έξω κόσμο. Αυτή, και ο ήχος των κλάξον των
αυτοκινήτων που περνάνε στη λεωφόρο Αλεξάνδρας.
Περιποιόμασταν, όσο μπορούσαμε, την
εμφάνισή μας, επιστρατεύοντας χαμόγελο στο πρόσωπο για τους δικούς μας.
Δεν πρέπει να καταλάβουνε τίποτα απ’ την ασφυκτική διαβίωσή μας, από το
άγχος, τις στερήσεις και την ψυχική μας κατάσταση. Ποιος θα δώσει
κουράγιο στον άλλον. Εμείς από μέσα ή εκείνοι απ’ έξω, που
αντιμετωπίζουνε μαζί με τον φόβο για την τύχη μας (κάθε μέρα εκτελέσεις)
και όλα τα προβλήματα -οικονομικά, ηθικά, επαγγελματικά, κ.λπ.
Ήρθε η ώρα του επισκεπτηρίου… φτάναμε
επιτέλους μπροστά στη «σίτα». Εμείς από δω -δέκα τον αριθμό- και άλλοι
δέκα από την άλλη μεριά της σίτας: οι επισκέπτες μας. Είκοσι στόματα
μιλούσανε ταυτόχρονα και γρήγορα για να προφτάσουνε μέσα σε 5 λεπτά που
κράταγε το επισκεπτήριο (γιατί ήμασταν πολλές οι κρατούμενες και το
επισκεπτήριο για όλες διαρκούσε τρεις ώρες) να ενημερωθούμε απ’ τους
δικούς μας και να τους ενημερώσουμε για τις υποθέσεις μας: για
δικηγόρους, για μάρτυρες υπεράσπισής μας (που ήτανε τόσο επικίνδυνο γι’
αυτούς να παρουσιαστούν στο δικαστήριο για να μας υπερασπιστούν), για
την υγεία μας, για φάρμακα και τέλος, η σχετική πολιτική ενημέρωση,
κ.λπ.
Μιλάμε από τη «σίτα» είκοσι στόματα.
Λίγο πιο πολύ να υψωνότανε μία φωνή, αμέσως υψωνότανε και η άλλη και η
άλλη, έτσι που μέσα σ’ αυτό το καινούριο πανδαιμόνιο, ήτανε αδύνατο να
συνεννοηθείς. Στην τύχη έπαιρνες καμία λέξη. Τα 5 λεπτά περνούσανε, και
οι άλλες δύο υπάλληλες έξω από τη «σίτα» που παρακολουθούσανε το
επισκεπτήριο, χτυπούσανε το καμπανάκι για λήξη και αρχίζανε να
τραβολογάνε τους επισκέπτες μας, που δεν εννοούσαν να φύγουνε στα 5
λεπτά χωρίς να έχουνε προλάβει να μας πούνε ό,τι έπρεπε να μας πούνε.
[...]
Και συνεχίζει η Oλυμπία, δείχνοντας την ξέχωρη έγνοια της για τα παιδιά, συνοψίζοντας συνάμα όλη την τραγικότητα της εποχής:
Βλέπεις εδώ μικρά παιδιά, στην αγκαλά
της καλής και ηρωικής γειτόνισσας, που παραμέρισε φόβους και κινδύνους,
για να ‘ρθει να το φέρει στην κρατούμενη μάνα τους. Το ανθρωπιστικό και
χριστιανικό της καθήκον νίκησε τον διάχυτο φόβο, από την τρομοκρατία της
εποχής.
Πώς να φαίνεται σ’ αυτά τα παιδιά άραγε
η μάνα τους, πίσω απ’ αυτά τα σίδερα και τα σύρματα… τι θα χαραχτεί
στην ψυχή τους για όλη τους τη ζωή…
Εκείνο όμως που ήτανε το χειρότερο για
τα παιδιά των φυλακισμένων, όταν επισκέπτονταν τους γονείς τους στη
φυλακή, ήτανε ο φόβος. Ο φόβος πως μπορεί κάποια μέρα, όπως πάνε τις
τσάντες με το επισκεπτήριο, να τους τις δώσουνε πίσω, μαζί και το
μπογαλάκι με τα ρούχα του γovιoú που θα είχανε εκτελέσει.
Τι να πει
κανείς… Ας τελειώσω με την ευχή που άκουσα ξανά και ξανά από ανθρώπους
που ζήσανε τον πόλεμο, την κατοχή και τον εμφύλιο από κοντά: Ας μη
ξανάρθουν, θεέ μου, τέτοιες μέρες. Έστω κι αν μέσα από τέτοιες μέρες
μπόρεσαν και ξεχώρισαν κάποιοι Άνθρωποι -σαν την Ολυμπία Παπαδούκα.
Αποφυλάκιση γυναικών από τις φυλακές Αβέρωφ! |
Αναδημοσίευση από: «ΚΟΙΝΩΝΙΑ & ψυχική ΥΓΕΙΑ», Τριμηνιαία Επιστημονική Έκδοση για θέματα Υγείας και Κοινωνικού Αποκλεισμού
Ιδιοκτησία: Επιτροπή Ερευνών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Εκδότης – Διευθυντής: Μπαϊρακτάρης Κώστας
Επιστημονική Επιτροπή: Δικαίου Μαρία,
Ζαφειρίδης Φοίβος, Μεγαλοοικονόμου Θεόδωρος, Μιχαήλ Σάββας, Μπακιρτζής
Κων/νος, Μπιτζαράκης Παντελής, Πανταζής Παύλος, Παπαϊωάννου Σκεύος,
Φαφαλιού Μαρία
Συντακτική Ομάδα: Γεωργάκα Ευγενία, Λαϊνάς Σωτήρης, Σταμάτη Γιούλη, Φίγγου Λία, Φραγκιαδάκης Κων/νος
Επιμέλεια κειμένων: Σταμάτη Γιούλη
Εκτύπωση / Βιβλιοδεσία: Κανάκης Ευθύμιος, Grapholine
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου