Αν δεν υπάρξει μέριμνα έκτακτης ενίσχυσης της χρηματοδότησης του ΣΚΑ, τότε
πάμε σε «νέο γύρο» περικοπών συντάξεων
Του Διονύση Τεμπονέρα(*)
Τη Δευτέρα, 17.2.2020, κατατέθηκε στη Βουλή, το νέο νομοσχέδιο για το ασφαλιστικό. Η κυβέρνηση, διά του αρμόδιου υπουργού Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων κ. Βρούτση, «επαίρεται» ότι, ο νέος -σύντομα- ασφαλιστικός νόμος αποτελεί το πρώτο νομοθέτημα, το οποίο, σύμφωνα και με τις αποφάσεις του ΣτΕ, θα συνοδεύεται από αναλογιστική μελέτη και μελέτη επάρκειας συνταξιοδοτικών παροχών. Όπως λέγεται, το ασφαλιστικό καθίσταται βιώσιμο μέχρι το 2070!
Ας μείνουμε όμως στην έννοια της «βιωσιμότητας» του ασφαλιστικού και της «επάρκειας» των συντάξεων και πώς επιτυγχάνονται.
Είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι αν η λογική των κυβερνώντων, ήταν να εξασφαλίσουν τη βιωσιμότητα και την επάρκεια των συντάξεων, με την καταβολή όμως παροχών που ανταποκρίνονται στις πραγματικές ανάγκες των συνταξιούχων, θα ελάμβαναν μέριμνα προκειμένου να ενισχύσουν τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος.
«Βγάζει μάτι» όμως ότι από τις 171 σελίδες του νομοσχεδίου απουσιάζει κάθε πρόβλεψη προς την κατεύθυνση αυτή. Ακόμα πιο εμφανές είναι ότι η κυβέρνηση όχι μόνο δεν ενοχλείται, αλλά επιδιώκει την περαιτέρω υποβάθμιση του ΣΚΑ. Διότι πώς αλλιώς να εξηγήσει κανείς το γεγονός, ότι η ενίσχυση της χρηματοδότησης των συντάξεων επαφίεται σε ένα μελλοντικό και αβέβαιο γεγονός; Ποιο είναι αυτό; Μα, φυσικά, η αύξηση του ΑΕΠ.
Η κυβέρνηση λέει ουσιαστικά το εξής:
«Με την πολιτική μας, η δημοσιονομική δαπάνη θα πέσει στον μέσο όρο της Ευρωζώνης το 2030 (από το 15,6% στο 11,9%). Εμείς θα 'πατήσουμε ένα κουμπί' και θα έρθει η ανάπτυξη, οπότε με την ανάπτυξη των επιχειρήσεων και τις αυξήσεις μισθών το πρόβλημα θα αντιμετωπιστεί επαρκώς».
Ο κίνδυνος νέων περικοπών
Αλήθεια, πόσοι πείθονται από αυτή τη βεβαιότητα;Το 2030, με βάση όλες τις δημογραφικές μελέτες, προκύπτουν ενισχυμένες χρηματοδοτικές ανάγκες λόγω δημογραφικού, ενώ από το 2032 το ζήτημα του χρέους επανέρχεται στο προσκήνιο.
Δημογραφικό, χρέος αλλά και η αβεβαιότητα στον χρηματοπιστωτικό τομέα, σε συνδυασμό με την κρίση του παραγωγικού υποδείγματος, που, ακόμα και αν αλλάξει ριζικά, μάλλον είναι αδύνατον να φέρει γρήγορα και απτά αποτελέσματα έως τότε, καταδεικνύουν το προφανές:
Αν δεν υπάρξει μέριμνα έκτακτης ενίσχυσης της χρηματοδότησης του ΣΚΑ, τότε πάμε σε «νέο γύρο» περικοπών συντάξεων.
Πώς όμως θα μπορούσε να αποτραπεί μια τέτοια προοπτική;
Φυσικά, τον πρώτο λόγο έχουν οι εργασιακές σχέσεις, που αποτελούν τον κύριο «αιμοδότη» του συστήματος.
Δυστυχώς όμως, σε συνθήκες οικονομικής αστάθειας και δημογραφικών πιέσεων, οι εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών, είναι αδύνατον να καλύψουν τις χρηματοδοτικές ανάγκες.
Αν και η προσέγγιση πρέπει να είναι ολιστική, σε σχέση με την ενίσχυση των αποθεματικών (εργασιακές σχέσεις, διοικητική ανασυγκρότηση των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης, ασφαλής τοποθέτηση αποθεματικών, ενιαίοι κανόνες εισφορών και παροχών, νέοι πόροι κ.λπ.), δεν μπορεί κανείς να παραγνωρίσει την ανάγκη έκτακτης ενίσχυση του συστήματος με καινούργιους πόρους, που θα βοηθήσουν σε περιόδους κρίσης και μη να κρατήσουν τις συντάξεις σε σχετικά αξιοπρεπή επίπεδα ή ακόμα και να τις αυξήσουν.
Είναι εφικτή όμως μια τέτοια προοπτική, όταν η τρόικα το 2012 κατήργησε τους περίφημους «κοινωνικούς πόρους»;
Αν γυρίσουμε πίσω στις αίθουσες του Hilton, όπου διεξάγονταν οι διαπραγματεύσεις με τος δανειστές το 2015, όταν και έμπαινε το ζήτημα της κατάργησης των κοινωνικών πόρων που είχαν επιβιώσει από τον κ. Βρούτση και τον Ν.4093/2012, θα είχε ενδιαφέρον να δούμε το σκεπτικό των δανειστών.
Το μοναδικό επιχείρημα για την κατάργηση των κοινωνικών πόρων, που, σημειωτέον, το 2012 συνεισέφεραν περίπου 1 δισ. κατ' έτος, στο ΣΚΑ, ήταν ότι δεν είναι δυνατόν οι πολίτες να πληρώνουν μια υπηρεσία (π.χ. μια καταχώριση στις εφημερίδες ή τη μεταβίβαση ενός ακίνητου κ.λπ.) και να ωφελείται από αυτό μια συγκεκριμένοι κοινωνική ομάδα (δημοσιογράφοι δικηγόροι κ.λπ.).
Μάλιστα. Λογικό, θα έλεγε κάποιος τότε, μόνο που σήμερα, μετά την ενοποίηση των ασφαλιστικών ταμείων στον «e-ΕΦΚΑ», η συνθήκη αυτή έχει εκλείψει. Ο προϋπολογισμός του φορέα είναι ενιαίος και σε λίγο θα περιλαμβάνει και την επικουρική ασφάλιση και το εφάπαξ. Άρα, στις νέες συνθήκες, η επαναφορά των κοινωνικών πόρων είναι απόλυτα θεμιτή, αναγκαία και κοινωνικά δίκαιη.
Συνδυασμός μέτρων και επαναφορά "κοινωνικών πόρων"
Το ερώτημα όμως είναι: ποιος θα πληρώσει; «Το μάρμαρο» θα πληρώσουν πάλι οι πολίτες;Όχι απαραίτητα.
Υπάρχει η δυνατότητα επιβολής παραφορολογικών επιβαρύνσεων (κοινωνικοί πόροι). Οι παραφορολογικές, επιβαρύνσεις γνωστές και με τις ονομασίες «φόροι υπέρ τρίτων», «ειδικά δημοσιονομικά έσοδα», διαφέρουν από τους φόρους ως προς το ότι δεν αποτελούν γενικό έσοδο του προϋπολογισμού, δεν επιβάλλονται με κριτήριο μόνο τη φοροδοτική ικανότητα και επιδιώκουν κυρίως σκοπούς οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής.
Είναι λοιπόν συνταγματικά, κοινωνικά και πολιτικά επιβεβλημένη η εισαγωγή έκτακτης παραφορολογικής επιβάρυνσης, υπέρ της κοινωνικής ασφάλισης:
Π.χ. στον ΦΠΑ των επιχειρήσεων και ειδικά εκείνων που παραβιάζουν την εργατική νομοθεσία, στο αλκοόλ και στα τσιγάρα ως προϊόντα, που αποδεδειγμένα επιβαρύνουν το ασφαλιστικό σύστημα, διά των δαπανών για υγειονομική περίθαλψη, είτε ακόμα και στα υψηλά εισοδήματα, στο πλαίσιο της αναδιανεμητικής λειτουργία του συστήματος εντός της ίδιας γενιάς, στον τζόγο, στις επιχειρήσεις που μολύνουν το περιβάλλον κ.λπ.
Μια άλλη πρόταση θα ήταν η αύξηση της κρατικής συμμετοχής στη χρηματοδότηση της κοινωνικής ασφάλισης, μέσω της γενικής φορολογίας των μεγαλύτερων εισοδημάτων. Άλλως, συνδυασμός των παραπάνω μέτρων.
Θα ήταν επίσης δυνατή η ενίσχυση του κεφαλαίου αλληλεγγύης γενεών (ΑΚΑΓΕ) με τη χρηματοδότησή του από τμήμα της αμέσως παραπάνω αναφερόμενης παραφορολογικής επιβαρύνσεως ή της αυξημένης κρατικής συμμετοχής.
Για να αντιληφθούμε το μέγεθος των εσόδων που μπορούν να προκύψουν από μια τέτοια προοπτική, αρκεί να αναλογιστούμε ότι με τα έσοδα από τους κοινωνικούς πόρους που καταργήθηκαν το 2012 θα ήταν εφικτή σήμερα η καταβολή ολόκληρης της 13ης σύνταξης σε όλους τους συνταξιούχους!
Όλα τα ανωτέρω φυσικά απουσιάζουν από τη νέα νομοθετική πρωτοβουλία της κυβέρνησης και είναι λογικό. Είναι σαφής και συνειδητή η πολιτική επιλογή υποβάθμισης του κοινωνικού κράτους και οι εργαζόμενοι δεν θα περίμεναν κάτι περισσότερο από μια νεοφιλελεύθερη «δεξιά» κυβέρνηση. Από μια αριστερή - προοδευτική διακυβέρνηση όμως;
(*) Ο Διονύσης Τεμπονέρας είναι δικηγόρος - εργατολόγος
Η συνέντευξη δημοσιεύτηκε στην ΑΥΓΗ της Κυριακής
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου