| Στιγμιότυπο από την κατάμεστη κόσμου αίθουσα της Φιλαρμονικής Πατρών. |
Γερμανία,
Καναδάς, Αμερική, Αυστραλία, είναι οι σταθμοί που οι μουσικοί μας ταξίδεψαν και
επούλωσαν πληγές. Πληγές την ξενιτιάς και της ζωής μακριά από την Ελλάδα!
Του ΘΑΝΑΣΗ ΜΠΑΜΠΑΝΕΒΑ(*)
Δημοσιογράφου της ΕΣΗΕΠΗΝ
Ποιος
μπορεί δηλαδή να αγνοήσει ή να παραβλέψει στην Πάτρα τα τρία καλοκαιρινά κυρίως
στέκια του Σαραντίδη, του Βαζούρα και του Σταμάτη, που εκτείνονταν στο
παραλιακό μέτωπο από την παλιά Γλυφάδα στον Άγιο Διονύσιο, όπου σήμερα ο
σταθμός υποδοχής, μέχρι την Τερψιθέα. Εκεί λοιπόν όπως αφηγούνται οι Παναγιώτης
Κέκελος και Γιώργος Μαντέλης είχαν περάσει όλες οι φίρμες της Αθήνας με
προεξάρχοντες τους Μανώλη Χιώτη, τον Στέλιο Καζαντζίδη, την Πόλυ Πάνου, την
Καίτη Γκρέυ τον Μπέμπη, τον Λαύκα, τη Μαρίκα Νίνου, το Στελλάκη, τη Σωτηρία
Μπέλου, την Ιωάννα Γεωργακοπούλου αλλά και τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και άλλους
επίσης γνωστούς καλλιτέχνες.
Ποιος
επίσης μπορεί εύκολα να προσπεράσει μερικά από τα κάστρα της μαγικής νυχτερινής
διασκέδασης των Πατρινών, όπως Τζάκι, Βίλλυ Πάρκ, Λίντο, Παριζιάνα, Αστέρια,
Εξέδρα στο μώλο, Βασίλης, Κρεμανταλά, Ακταίο,
Μπύρα Μαράτου, Αμαπόλα, Γρανάδα, Σπάθακας, Καλυδώνα, Καν Καν, 21, Χρυσό
Βαρέλι, Μπαρμπαρέλα, Παλιά Πάτρα, Καλλιφόρνια, αλλά και Δημοτικό Θέατρο τα
Καρναβάλια, Πάνθεον και Λυρικόν;
"Ο ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΣ
ΣΤΑΘΜΟΣ ΠΑΤΡΩΝ ΛΟΙΠΟΝ ΠΟΥ ΚΑΠΟΙΟΙ ΑΦΡΟΝΕΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΑΝ ΠΡΟΣΦΑΤΑ ΝΑ ΚΛΕΙΣΟΥΝ ΕΙΝΑΙ ΓΕΝΝΗΜΑ ΘΡΕΜΜΑ ΤΩΝ ΠΑΤΡΙΝΩΝ. ΙΔΡΥΘΗΚΕ
ΤΟ 1950 ΕΠΙ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΔΗΜΑΡΧΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ
ΒΕΤΣΟΥ, ΜΕ ΕΝΕΡΓΕΙΕΣ ΤΟΥ ΣΥΜΠΟΛΙΤΗ ΤΟΤΕ ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΟΥ Ε.Ι.Ρ. ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ
ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΣΩΦΡΟΝΟΠΟΥΛΟΥ"
Δεν
είναι σχήμα λόγου ότι οι Έλληνες μετανάστες που πήγαν στα δύσκολα χρόνια
εργάτες στη Γερμανία, τα ορυχεία του Βελγίου και τις άλλες Ευρωπαϊκές χώρες
αλλά και την Αμερική, τον Καναδά, την Αυστραλία στις αποσκευές τους, είχαν κι
ένα δισκάκι με τα αγαπημένα τους τραγούδια, κυρίως λαϊκά για να απαλύνουν τον
πόνο της ξενιτιάς και να θυμούνται τα βιώματά τους, τον τόπο τους, την πατρίδα.
Θύμησες
τρυφερές, στιγμές μοναδικές, εμπειρίες ανεπανάληπτες, νότες πνιγμένες από
νοσταλγία, λόγια βγαλμένα μέσα από την ψυχή, περιγραφές συγκλονιστικές, διηγήσεις
με παρρησία και αυθεντικότητα, συνθέτουν τον καμβά, του αληθινού παραμυθιού που
μας προσφέρει με την καλαίσθητη έκδοση, του Γιάννη Πικραμένου το βιβλίο του
Διονύση Μπονέλη, ή καλύτερα του Σάκη του φίλου, του γείτονα στα παιδικά μας
χρόνια εκεί στις σκάλες της Αγίου Νικολάου.
Με
τις αναζητήσεις, τις μουσικές περιπλανήσεις και το ταξίδι που αρχίζει και δεν
τελειώνει ποτέ. Γιατί πάντα θα υπάρχουν ευαίσθητοι άνθρωποι με περίσσευμα αγάπης
που θα φροντίζουν να διασκεδάζουν τους πολλούς. Όλους εμάς που στριμωγμένοι
στην γκρίζα καθημερινότητα, αναζητούμε διεξόδους, ψάχνουμε μονοπάτια για να
διώξουμε το άγχος, να βγούμε στο ξέφωτο και
να δούμε έστω και σαν ψευδαίσθηση την ομορφιά της ζωής.
Πρωταγωνιστές στο αληθινό παραμύθι
τον Διονύση Μπονέλη οι αφανείς ήρωες. Οι άνθρωποι με την ιδιαίτερη
ιδιοσυγκρασία, την ευαισθησία και το ασίγαστο πάθος. Οι μουσικοί της Πάτρας που
με έμφυτο ταλέντο, μουσική παιδεία, πολλή προσπάθεια, απίστευτα ξενύχτια,
μελέτη και ατέλειωτες πρόβες έγραψαν τη δική τους ιστορία στη διασκέδασή μας. Μια διασκέδαση που μας συντρόφευσε στις
όμορφες στιγμές της ζωής.
Σε
κάθε μας ευτυχισμένη κοινωνική εκδήλωση. Σε γεγονότα που σφράγισαν σχέσεις ζωής. Όλοι εκεί αγαπήσανε, στο μαγαζί, υπονοώντας
φυσικά την ΠΑΡΙΖΙΑΝΑ εξομολογείται ο
αείμνηστος μαέστρος Νίκος Κούφης.
Οι
μουσικοί όπως προαναφέραμε είναι άνθρωποι ξεχωριστοί. Έχουν υψηλό δείκτη
ευαισθησίας και διαπνέονται από πνεύμα κοινωνικής προσφοράς και αγάπης για τον
συνάνθρωπο. Όλη τους η ζωή είναι απόλυτα συνυφασμένη με τη μελέτη της μουσικής
και βασικό τους μέλημα ακόμα και για τους αυτοδίδακτους είναι πως θα γίνουν
καλύτεροι, να καταξιωθούν στο χώρο τους.
Ο
μουσικός που ανεβαίνει στο πατάρι, έχει την αγωνία του τερματοφύλακα πριν από
το πέναλτυ. Γιατί κάθε βράδυ όταν αρχίζει και μέχρι να τελειώσει το πρόγραμμα
δίνει εξετάσεις. Παρουσιάζεται ενώπιον του κοινού και κρίνεται. Γι’ αυτό
οφείλει και πρέπει να διαθέτει αυξημένα αντανακλαστικά. Να αφουγκράζεται τον
παλμό της κοινωνίας και να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες της.
Πολλές
φορές η κοινή γνώμη έχει αδηφάγες ορέξεις. Οι απαιτήσεις είναι αυξημένες και
δεν δικαιολογούνται τα λάθη. Η συνεχής ενασχόληση με το όργανο που αποτελεί
αναπόσπαστο κομμάτι και εργαλείο της καθημερινότητας του μουσικού, αποδεικνύει
υψηλό αίσθημα ευθύνης, επαγγελματική ευσυνειδησία και συνέπεια καθώς επίσης και
αυτοσεβασμό.
Θυμάμαι
με πολλή τρυφερότητα, έναν εξαίρετο άνθρωπο, αξιοπρεπή εργάτη της μουσικής παιδείας, που ανέδειξε
σημαντικούς πατρινούς μουσικούς των πνευστών οργάνων. Τον μαέστρο δημιουργό της
μπαντίνας του Δήμου, αρχές δεκαετίας του 60 τον αείμνηστο Κώστα Καρυδάκη. Ο
άνθρωπος αυτός όπως άλλωστε και οι συνεχιστές αυτής της προσπάθειας, οι
αείμνηστοι Κώστας Βαβειάδης, άλλη μεγάλη προσωπικότητα της μουσικής διεθνούς
εμβέλειας, μεγάλος δάσκαλος, αρχιμουσικός στην μπαντίνα και την μπάντα και ο
αγαπημένος γείτονας φίλος και συμμαθητής Αλέξανδρος Παπαγεωργόπουλος, δίδαξαν
όχι μόνο μουσική, θεωρία και πρακτική, αλλά και ήθος, επαγγελματική συνέπεια,
ακρίβεια στις εκτελέσεις και προσήλωση σ’ αυτό που διακονούσαν.
Δεν
είναι άλλωστε τυχαίο που η Πάτρα είχε πρωτοπορήσει τότε, δεκαετία 50 – 60 με το
αμιγώς ερασιτεχνικό της σχήμα στη δημιουργία ενός μόνιμου φυτωρίου μουσικών, αγοριών
και κοριτσιών, που τροφοδοτούσαν την καταξιωμένη πανελλαδικά μπάντα με
μαέστρους τους κορυφαίους , τον αρχιμουσικό Βασίλη Σωζόπουλο και τον έγκριτο
συνθέτη που έφυγε πρόωρα από τη ζωή συμπολίτη Θεόφιλο Κάββουρα.
Μέσα
στις 383 σελίδες του βιβλίου, καταγράφονται εκτός των άλλων εκπληκτικές
ιστορίες ζωής, από τα ηρωικά πατρινόπουλα που με μοναδικό τους εφόδιο τη
μουσική σκορπίστηκαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα υπηρετώντας τη μουσική μας
παράδοση. Γερμανία, Καναδάς, Αμερική, Αυστραλία, είναι οι σταθμοί που οι
μουσικοί μας ταξίδεψαν και επούλωσαν πληγές. Πληγές την ξενιτιάς και της ζωής
μακριά από την Ελλάδα.
Διαβάζοντας
και περιδιαβαίνοντας στις σελίδες του βιβλίου μπορεί να παρατηρήσει και να
αντιδιαστείλει κανείς ορισμένες σημαντικές διαφορές στη μουσική έκφραση του
χθες και του σήμερα. Σε όλες τις ιστορικές φωτογραφίες, βλέπει κανείς ότι οι
μουσικοί σέβονται το κοινό. Δεν ευτέλιζαν ό,τι παρουσίαζαν και άφηναν το στίγμα
και το αποτύπωμά τους στην κάθε τους εμφάνιση. Γι’ αυτό και το έργο και οι
μορφές τους παρέμειναν ανεξίτηλα χαραγμένες στο χρόνο. Δεν είναι τυχαίο ότι και
σήμερα αποτελούν σημείο αναφοράς και αποπνέουν μια νοσταλγία με μοναδική αύρα τη
σοβαρή προσπάθεια που λάτρεψαν χιλιάδες κόσμου.
Για
να προσεγγίσει να κατανοήσει και να εκτιμήσει κανείς την προσφορά και τον αγώνα
των μουσικών της Πάτρας, οφείλει κατά την ταπεινή μου γνώμη και πρέπει να
συνυπολογίσει ορισμένες παραμέτρους που κλήθηκαν να ξεπεράσουν μέχρι να καθιερωθούν
να καταξιωθούν και να γίνουν αποδεκτοί ως επαγγελματίες από το κοινωνικό
σύνολο.
Αναφερόμαστε
στην εικόνα που είχε λανθασμένα καλλιεργηθεί και τις εντυπώσεις που είχαν
απαξιωτικά επιβληθεί από έναν στείρο συντηρητικό κοινωνικό περίγυρο ότι δήθεν
οι
καλλιτέχνες
γενικώς ήταν άνθρωποι της νύχτας, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Υπήρχε δηλαδή
προπολεμικά αλλά και τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια ένας υφέρπων ρατσισμός, γι’
αυτούς τους εκλεκτούς κατά τ’ άλλα συνανθρώπους μας, άψογους συμπολίτες
οικογενειάρχες.
Σκεφτείτε
δηλαδή πόσα κότσια έπρεπε να διαθέτει κάποιος για να ακολουθήσει σε τελευταία
ανάλυση αυτό που αγαπούσε. Και κυρίως τι ψυχικό μεγαλείο, πόσες αντιστάσεις και
δύναμη απαιτούσε η παρουσία μιας γυναίκας μουσικού στο πάλκο εκείνη την εποχή.
Και τι δεν είχαν ακούσει από πικρόχολα σχόλια μέχρι ανυπόστατες φήμες και
χυδαιολογίες μεγάλες μορφές του λαϊκού, ρεμπέτικου, αλλά και ελαφρού
τραγουδιού, επειδή τόλμησαν να βγουν στα προσκήνιο και να πλαισιώσουν άνδρες
συναδέλφους τους σε διάφορα μουσικά σύνολα.
Γι’
αυτό και το βιβλίο του Διονύση Μπονέλη αποτελεί φόρο τιμής σ’ αυτούς τους
ανθρώπους που περνώντας μέσα από αναρίθμητες συμπληγάδες κατόρθωσαν να ανοίξουν
δρόμους, να διατηρήσουν και να κρατήσουν σε επίπεδο τη διασκέδαση χιλιάδων
θαμώνων των διαφόρων κέντρων διασκέδασης.
Μέσα
από την αποκρυπτογράφηση που επιχείρησε ο Σάκης, την κατάθεση ψυχής θρυλικών
μορφών της νυχτερινής μουσικής διαδρομής, αναδεικνύονται κέντρα σταθμοί που
ξετυλίγουν το κουβάρι των αναμνήσεων για τους παλιότερους, αλλά δίνουν την
ευκαιρία στους νεώτερους να ενδιαφερθούν, να γνωρίσουν να μελετήσουν μια πτυχή
ιστορίας από την Πάτρα των αλλοτινών ωραίων – παρά τα προβλήματα εποχών.
| Ένα ακόμη στιγμιότυπο από την αίθουσα. |
Επί
σειρά ετών στου Σαραντίδη, χρέη κομφερανσιέ,
εκτελούσε ο αείμνηστος συμπολίτης διαφημιστής και μετέπειτα ιδιοκτήτης καταστημάτων μουσικών οργάνων ο
Ντέτος Στόλας.
Ποιος
επίσης μπορεί εύκολα να προσπεράσει μερικά από τα κάστρα της μαγικής νυχτερινής
διασκέδασης των Πατρινών, όπως Τζάκι, Βίλλυ Πάρκ, Λίντο, Παριζιάνα, Αστέρια,
Εξέδρα στο μώλο, Βασίλης, Κρεμανταλά, Ακταίο,
Μπύρα Μαράτου, Αμαπόλα, Γρανάδα, Σπάθακας, Καλυδώνα, Καν Καν, 21, Χρυσό
Βαρέλι, Μπαρμπαρέλα, Παλιά Πάτρα, Καλλιφόρνια, αλλά και Δημοτικό Θέατρο τα
Καρναβάλια, Πάνθεον και Λυρικόν;
Σ’
αυτά τα κέντρα έπαιξαν μεγάλοι μουσικοί και υπήρξαν μαέστροι που άφησαν
ανεξίτηλο έργο στο μουσικό στερέωμα. Αν μπω σε ονοματολογία φοβούμαι ότι θα
ξεχάσω άθελά μου φυσικά και θα αδικήσω κάποιους. Άλλωστε αναφέρονται στο
βιβλίο. Όμως θεωρώ ότι
θα
ήταν απρέπεια να μην μνημονεύσω μερικούς για τους οποίους συγκλίνουν οι γνώμες
και οι απόψεις των περισσοτέρων μουσικών. Σημείο αναφοράς λοιπόν, ένας από τους καλύτερους Έλληνες
κορνετίστες, ο Νίκος Παπαγιαννάκης και ακολουθούν οι συνθέτες Μιχ. Αρχοντίδης,
Σπ. Παπαβασιλείου, Κ. Βαφειάδης, Κ. Σκαναβής, Νίκος Κούφης,
Σπ.
Αποστολίδης, Μίμης Αργυρόπουλος,Κ. Τακανίκας, Κ. Μπακογιάνης , Τάκης Μπεζαιδές.
Ο μουσικός Γιάννης Ζουγανέλης, οι τραγουδιστές Τάκης Καλλιβωκάς,Τόλης
Γεωργίου, ο Φώτης Βουτσινάς γνωστός στους Πατρινούς ως Φωτάκιας, ο κιθαρίστας Γ. Λέκας ,και μετέπειτα οι αδελφοί Τζαβάρα, ο
Θάνος και ο Ανδρέας Μικρούτσικος, που
διέπρεψαν και διαπρέπουν στην Αθήνα. Ίνδαλμα φυσικά όλων, ο αείμνηστος
τροβαδούρς Τόνης Μαρούδας.
Όλα αυτά αποτελούν φυσικά μια πολύ
ενδιαφέρουσα ιστορία την οποία κατέγραψε και ανέδειξε ο Διονύσης Μπονέλης και
γι’ αυτό του αξίζουν θερμά συγχαρητήρια. Η σκυτάλη τώρα παραδίδεται στους
ιστορικούς του μέλλοντος, όσους δηλαδή θα ήθελαν να μελετήσουν σε βάθος όλες
τις πτυχές που αποκάλυψε η σκαπάνη του συγγραφέα.
Και
κυρίως να μεγενθύνουν, να φωτίσουν τις χιλιάδες σημαντικές λεπτομέρειες.
Είναι
βέβαιο, ότι το αληθινό παραμύθι των μουσικών της νύχτας, ήταν το επιστέγασμα
στο μεράκι και την αγάπη για τη μουσική που είχε και έχει ο Διονύσης Μπονέλης.
Γόνος μουσικής οικογένειας. Εκτός από τους θείους του Σπύρο και Τάκη και ο
αδελφός του Ανδρέας είναι,
εξαιρετικός μουσικός παραγωγός. Ο Σάκης
Μπονέλης είναι γέννημα θρέμμα μουσικός. Από τα μικρά του χρόνια εντάχθηκε στην
μπαντίνα του Δήμου και αργότερα θήτευσε με επιτυχία παίζοντας αλτικόρνο με
επιτυχία στην μπάντα. Παράλληλα σπούδασε μουσική και πήρε πτυχίο αρμονίας. Υπήρξε
από νεαρός ταλαντούχος ντράμερ και καταξιώθηκε μετέχοντας στο πασίγνωστο στο πανελλήνιο σχήμα «ΠΑΙΔΙΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΑΤΡΑ». Εργάσθηκε ως μουσικός παραγωγός στην ΕΡΑ Πάτρας από το 1985. Εκεί
συναντηθήκαμε και συνεργαστήκαμε μπλέκοντας τα λόγια με τις μουσικές. Στο
σταθμό ο Σάκης άνοιξε καινούργιους δρόμους κυρίως με τις εκπομπές από την ξένη δισκογραφία αλλά και τις συνεντεύξεις με
τους μουσικούς της Πάτρας. Γι’ αυτή του την συμβολή και την προσπάθεια
ανταμείφθηκε με το 3ο παγκόσμιο ραδιοφωνικό βραβείο από γαλλικό
πανεπιστήμιο.
Στο
σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω κάτι που αποτελεί κοινή συνισταμένη όλων
σχεδόν των εκλεκτών μουσικών που μιλάνε στο Σάκη. Πρόκειται για την αναφορά
τους στο Ραδιοφωνικό Σταθμό Πατρών, που τους έδωσε την ευκαιρία να παρουσιάσουν
ζωντανά το πρόγραμμά τους, να γίνουν γνωστοί και ν’ ανοίξουν τα φτερά τους για
τις μεγάλες σάλες, τις πίστες και τα προγράμματα των Αθηνών αλλά και του
εξωτερικού. Ο Ραδιοφωνικός Σταθμός Πατρών λοιπόν που κάποιοι άφρονες επιχείρησαν
πρόσφατα να κλείσουν είναι γέννημα θρέμμα
των Πατρινών. Ιδρύθηκε το 1950 επί
αειμνήστου Δημάρχου Νικολάου Βέτσου, με ενέργειες του συμπολίτη τότε διευθυντή
του Ε.Ι.Ρ. αείμνηστου Γεωργίου Σωφρονόπουλου. Και για των λόγων το αληθές
καταθέτω το αντίγραφο του φύλλου της ιστορικής εφημερίδας των Πατρών Νεολόγος
της Τρίτης 27ης
Ιουνίου
1950, όπου φιλοξενείται το ρεπορτάζ από τα επίσημα εγκαίνια του Ραδιοφωνικού
Σταθμού στο Δασύλλιο. Στην αποψινή μας εκδήλωση είναι παρών ο επί σειράν ετών
προιστάμενος του Ραδιοφωνικού Σταθμού Πατρών Γ. Πέρπερας.
Αξίζουν
λοιπόν θερμά συγχαρητήρια στο Διονύση τον Μπονέλη για το καινούριο εξαιρετικό
του βιβλίο. Και επειδή γνωρίζω ότι είναι ανήσυχο πνεύμα ρίχνω μια ιδέα. Εκτός
από τις εκμυστηρεύσεις των σημαντικών μουσικών θα είχε νομίζω ενδιαφέρον να
κατατεθούν
και οι απόψεις των καταστηματαρχών εκείνης της εποχής σε επόμενο φυσικά βιβλίο
του. Να μάθουν δηλαδή οι νεώτεροι και να θυμηθούν οι παλαιότεροι.
Πως
δηλαδή δημιουργήθηκαν τόσα κέντρα διασκέδασης και πόσες θυσίες και αγώνες
απαιτήθηκαν για να γράψουν τη δική τους ιστορία στο μακρινό ταξίδι της ημέρας
μέσα στη νύχτα.
___________
(*) Τα παραπάνω αποτελούν ομιλία του δημοσιογράφου Θαν. Μπαμπανέβα,
κατά την παρουσίαση του βιβλίου του Σάκη Μπονέλη, με τίτλο «Ένα αληθινό
παραμύθι, οι μουσικοί της Πάτρας», σ. 383, των πατραϊκών εκδόσεων Γιάννη
Πικραμένου, που έγινε στις 8 Δεκεμβρίου 2015, στην φιλόξενη κατάμεστη κόσμου αίθουσα της Φιλαρμονικής
Πατρών.


Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου