ΑΛΛΑΓΗ EMAIL

Οι φίλοι αναγνώστες μπορεί να στέλνουν τα μηνύματά τους στο εμέηλ gmosxos1@hotmail.com στο οποίο θα προτιμούσε ο διαχειριστής να τα λαμβάνει. Παράλληλα άνοιξε και ισχύει πάλι το εμέηλ gmosxos23.6.1946@gmail.com το οποίο μπορείτε να χρησιμοποιείτε σε περίπτωση που αδυνατείτε να κάνετε χρήση του hotmail.com
ΤΗΛ. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 6938.315.657 & 2610.273.901

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

Τέχνη: Καθοριστική παράμετρος διαμόρφωσης της Ευρώπης



Του ΝΤΙΝΟΥ ΒΓΕΝΟΠΟΥΛΟΥ

Θα χρησιμοποιήσω τον ορισμό του ιστορικού τέχνης  Benjamin Buchloch  για την μοντέρνα τέχνη  προκειμένου να σας μιλήσω για την τέχνη, μια σημαντική παράμετρο στην διαμόρφωση της Ευρώπης: «μια διαρκώς ανανεούμενη μάχη γύρω από τον ορισμό του πολιτιστικού-πολιτικού  νοήματος, την ανακάλυψη και αναπαράσταση νέων ακροατηρίων, και την ανάπτυξη νέων στρατηγικών προκειμένου να αντενεργήσουν και να αντισταθούν στην τάση των μηχανισμών της βιομηχανίας της κουλτούρας  να καταλαμβάνουν και να ελέγχουν όλες τις πρακτικές και όλους τους χώρους αναπαράστασης».   

Και το γεγονός ότι σήμερα ή Ευρώπη είναι αυτό που είναι δεν είναι άσχετο από την ίδια την «απουσία» ή ελλειμματική παρουσία της τέχνης η οποία είναι, και αυτή, θύμα μιας συντηρητικής –οπισθοδρομικής θεώρησης όλων των παραμέτρων του Ευρωπαϊκού πνεύματος και πολιτισμού. Μιας θεώρησης και πρακτικής  που στρέφεται εναντίον της ίδιας της Ευρώπης… Σε πλήρη αντίθεση με την περίοδο που εξετάζουμε…
Η Πρώιμη αναγέννηση αποτελεί την απαρχή  μιας νέας αντίληψης στην τέχνη αλλά και γενικότερα στην κοινωνία του ύστερου Μεσαίωνα .
Η μεσαιωνική κοινωνία βιώνει τις μεγάλες αλλαγές που συντελούνται τόσο στο οικονομικό όσο και στο κοινωνικό πεδίο.
Ήταν αναπόφευκτο ότι οι διεργασίες που εκδηλώνονται επηρεάζουν το σύνολο των κρατών και των κοινωνιών και φυσικά των ανθρώπων της εποχής ,όπως και κάθε εποχής.
Ο περίγυρος λοιπόν επιδρά στα άτομα και αυτά με τη σειρά τους ασκούν και δέχονται επιρροή μεταξύ τους  και διαμορφώνουν με τη σειρά τους  την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα».
Οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές που εκδηλώνονται από τον 12ο αιώνα και επισπεύδονται τον 13ο με την αύξηση επιρροής και σημασίας των πόλεων , με την ίδρυση των Πανεπιστημίων και την προσπάθεια αξιοποίησης της επιστημονικής γνώσης  κορυφώνονται στην περίοδο της  Αναγέννησης, η οποία τράφηκε από τις γόνιμες διεργασίες των προηγούμενων αιώνων.
Η αστικοποίηση είναι δεδομένη πλέον, στα μέσα του 13ου αιώνα η δε άνθιση σειράς πόλεων, Βενετία,  Φλωρεντία, Φλάνδρα  κ.α., με βασικό επακόλουθο την ανάπτυξη πολλών επαγγελματικών ειδικοτήτων οι οποίες εξυπηρετούσαν τις καταναλωτικές ανάγκες των αστών.
 Από αυτήν τη ραγδαία εξέλιξη και ανάπτυξη των πόλεων δεν μπορούσε να λείπει η τέχνη σε όλες τις εκφάνσεις της. Η μέχρι τότε Βυζαντινή τεχνοτροπία κυριαρχούσε υπηρετώντας  την εξουσία που την έτρεφε και την προήγαγε.
Η Βυζαντινή «ακαμψία», στην τεχνοτροπία εξέφραζε την πολιτική και κοινωνική διαστρωμάτωση του Βυζαντίου,  και επικράτησε στις περιοχές της Λομβαρδίας και Τοσκάνης της Ιταλίας λόγω μακροχρόνιων πολιτικών δεσμών κυρίως, με την αυτοκρατορία.
 Η «ανατροπή» και στην τέχνη, φυσιολογικά, ξεκινά από αυτή ακριβώς την περιοχή, με καθοριστική τη συμβολή του Τζιόττο ντι Μποντόνε (1267-1337) του Φλωρεντίνου ζωγράφου, του πρώτου επώνυμου ρεαλιστή,  και «ανατροπέα της «καθεστηκυίας» βυζαντινής τεχνοτροπίας.
 Τα χρονικά όρια προσδιορισμού μιας περιόδου, η οποία βρίθει   γεγονότων  είναι δύσκολο να οριστούν με ακρίβεια. Μπορεί, όμως, να οριστεί χρονικά από την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα» και συμβάντα που τη σηματοδοτούν, αλλά πάντα έχει ρευστά και χαραγμένα με υποκειμενικά, συνήθως, κριτήρια όρια, αν και δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ο επακριβής προσδιορισμός.
Είναι, όμως, σημαντικό να αντιληφθούμε τις συνθήκες, το πλαίσιο όπου πραγματώνεται κάθε εξέλιξη.
Η πρώιμη Αναγέννηση είναι το φυσικό συνεπακόλουθο μεγάλων αλλαγών που παρατηρούνται στην Ευρώπη του 13ου αιώνα, όταν έχει πλέον διαμορφωθεί σε μεγάλο βαθμό η πόλη και αποτελεί διοικητικό, θρησκευτικό και οικονομικό κέντρο.
Η Φλωρεντία, στα μέσα του 13ου αιώνα, αποδεικνύοντας πόσο ισχυρή είναι, έκοψε δικό της νόμισμα . Επίσης, η Βενετία, με γνωστή την έως τότε διαδρομή της και τις σχέσεις με τη Βυζαντινή Ανατολή (οικονομικές – πολιτικές, ιδίως κατά τις σταυροφορίες), είναι μια πόλη – κράτος με ισχυρή οικονομία,  όπου, όπως είναι αναμενόμενο νομίζω, οι πλούσιοι αστοί επιζητούν να επιδείξουν  αυτό τον πλούτο τους, είτε με την ενδυμασία τους (μεταξωτά και λινά), είτε με την κατασκευή πολυτελών παλατιών  ή ακόμη με την προαγωγή της τέχνης -μουσική, γλυπτική ζωγραφική. Επιπλέον, οι δύο αυτές ιταλικές πόλεις, κυρίως, διατηρούν προνομιακές και θεσμοθετημένες σχέσεις με την Βυζαντινή Αυτοκρατορία.
 Είναι αυτονόητο ότι το ισχυρό, και πνευματικά, Βυζάντιο επηρεάζει σημαντικά και πολυποίκιλα τη ζωή των δύο πόλεων, αλλά και ευρύτερα  την Ιταλική χερσόνησο.
Μέσα σε τέτοιο αναπτυσσόμενο  αστικό περιβάλλον, η τέχνη θα βρει τη θαλπωρή και την οικονομική υποστήριξη των  αστών «μαικηνών»  για να δημιουργήσει τον δικό της κόσμο και τα διαχρονικά της έργα..
[…] Η ζωγραφική της Ιταλίας ήταν άμεσα εξαρτημένη από το Βυζάντιο.[…] Από τη βυζαντινή τέχνη μεγάλοι Ιταλοί καλλιτέχνες του 13ου και 14ου αιώνα όπως οι: PietroCavallini, Jacopo Torriti, Cimadue , οι ανώνυμοι ζωγράφοι της Πάνω Εκκλησίας του Αγίου Φραγκίσκου της Ασίζης , ο Giotto , ο Duccio, κ.α άντλησαν υψηλά πρότυπα , τα αφομοίωσαν και τα μετασχημάτισαν , καθένας ανάλογα με την προσωπική του καλλιτεχνική συγκρότηση.[…] [1][1]
Ωστόσο, η πορεία των δύο σημαντικότερων εκείνη την εποχή πόλεων –κρατών της Ιταλικής χερσονήσου δεν ήταν  ούτε ίδια, ούτε παράλληλη με την έννοια της αλληλοεπίδρασης
Η Βενετία και η Σιένα  ακολουθούν το δρόμο, που χαράχθηκε βαθιά καθώς φαίνεται από τους Βυζαντινούς, και με πρωτομάστορα τον Duccio di Buonisegna, συνεχίζει τη μακραίωνη παράδοση της Βυζαντινής ζωγραφικής τέχνης τολμώντας παρόλα αυτά ανατροπές .
Ο Duccio εργάστηκε σπουδάζοντας δίπλα σε βυζαντινούς ζωγράφους και ίσως μετέβη στην Κωνσταντινούπολη, για να τελειοποιήσει την τεχνική του[2], προσηλωμένος στην τεχνοτροπία που διδάχθηκε ή αδυνατώντας να τολμήσει το άνοιγμα νέων δρόμων στην τέχνη του η οποία ενώ ήταν αποδεκτή ως τέχνη δεν κατοχύρωνε ταυτόχρονα και τους δημιουργούς της. Το ενδεχόμενο αυτό ίσως ενισχύεται από το γεγονός ότι ο Duccio παρέμεινε μέχρι τέλους δημιουργός φορητών εικόνων, δεν του ανατέθηκε δηλαδή ή δεν εκτέλεσε   εικονογράφηση ναού ή άλλου  κτίσματος θρησκευτικού ή μη.
Συνεχιστές της «σχολής» Σιέννα ήταν, με την ίδια πάντα τεχνοτροπία, οι S.Martini, A&P Lorenzetti και τον Lippo Memmi, οι οποίοι όπως και ο δάσκαλός του Duccio ένοιωσαν την αύρα της ανανέωσης που φύσηξε από  την κοντινή Φλωρεντία.
Η πιο μακρινή Βενετία, διατηρώντας τον πολυετή δεσμό της με το Βυζάντιο, επιβεβαιώνει την συνέχιση και της ζωγραφικής παράδοσης και ως προς την ίδια τη ζωγραφική αλλά και ως προς την τεχνοτροπία.  Από τη διατήρηση της τεχνοτροπίας φαίνεται πως όχι μόνο οι καλλιτέχνες, αλλά ολόκληρη η κοινωνία της Βενετίας είναι διαποτισμένη από τη Βυζαντινή κουλτούρα αν λάβουμε υπόψη ότι τις περισσότερες φορές οι ζωγράφοι εκτελούν έργα κατά παραγγελία. Η διατήρηση αυτής της τεχνοτροπίας μαρτυρά μάλλον  την αντίστοιχη αντίληψη των παραγγελιοδοτών της Βενετίας.
Και είναι φυσικό αυτό αν αναλογιστούμε ότι από το 1204-1669 η Βενετία διατηρεί την κυριαρχία της στην Κρήτη (τελευταίο «οχυρό» στη Μεσόγειο) και σε όλο αυτό το διάστημα ωθεί και ενισχύει με πολλούς τρόπους την παιδεία και την τέχνη[3][3] και επιπλέον συνεργάζεται στενά ποικιλοτρόπως με το Βυζάντιο με αποτέλεσμα να δεχθεί και αυτή τις επιδράσεις του Βυζαντινού πολιτισμού ο οποίος έφτανε εκεί τόσο μέσω των εμπόρων αλλά και των λογίων που καλούνταν  .
 Προαναφέρθηκε ότι το περιβάλλον των πόλεων του 13ου  αιώνα και στη συνέχεια του 14ου αιώνα παρουσιάζει μια εξαιρετική κινητικότητα, μάλλον ως  αποτέλεσμα σύνθετων διεργασιών που συντελούνται εντός τους αλλά και πολύ ευρύτερα. Υπάρχει δηλαδή ένα κοινωνικό – οικονομικό – πολιτικό  και θρησκευτικό περιβάλλον, το οποίο διαγκωνίζεται για τις δικές του εξουσίες και πρωτοκαθεδρίες, ενώ δεν είναι ασήμαντες οι κοινωνικές διεργασίες. Είναι η περίοδος κατά την οποία οι αστοί καταλαμβάνουν σταδιακά  τα «οχυρά» των φεουδαρχών. Αυτές οι ανακατατάξεις επιδρούν όπως είναι φυσικό και στους δημιουργούς της εποχής.
Ο Ερνστ Φίσερ γράφει σχετικά: «Επομένως, όταν αναλύουμε τα καλλιτεχνικά επιτεύγματα μιας ξεχωριστής εποχής πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη μας τα προβλήματα τεχνοτροπίας και μορφής , καθώς και την επικρατούσα τεχνοτροπία, αλλά πρέπει επίσης να βλέπουμε τις παρεκκλίσεις από την τεχνοτροπία αυτή. Επισκοπώντας την ιστορία της τέχνης δεν πρέπει να θεωρούμε την τέχνη σαν ένα ανώνυμο όλο , αλλά ως έργο ατομικών καλλιτεχνών με τα δικά τους ειδικά χαρίσματα και τους δικούς τους πόθους. Πάνω από όλα πρέπει να μελετούμε τους κοινωνικούς όρους, τα κινήματα και τις συγκρούσεις της περιόδου , τις ταξικές σχέσεις , τους ταξικούς αγώνες και τις ιδέες που προκύπτουν από αυτές[…] [4]
Η Αναγέννηση δεν είναι ένα γεγονός που μπορεί να οριοθετηθεί σε κάποιες δεκαετίες. Τα ψήγματα των αλλαγών που θα ονομαστούν αργότερα «Αναγέννηση» διακρίνονται από τα τέλη του 13ου αιώνα, όταν  ο Θωμάς Ακινάτης κι ο Μποναβεντούρα  διασταυρώνουν τα θρησκευτικά τους ξίφη, ανοίγοντας διάπλατα τις πύλες της αμφισβήτησης στις μεταφυσικές αναζητήσεις, αλλά κυρίως τον 14ο ο Δάντης, ο Βοκάκκιος, ο Πετράρχης κ.α. θεμελιώνουν τη νέα ιταλική γλώσσα και λογοτεχνία. Είναι η περίοδος των μεγάλων φιλοσοφικών αναζητήσεων όπου συγκρούεται ο σχολαστικισμός με το αναπτυσσόμενο κίνημα του ουμανισμού.
Στο νέο αυτό κίνημα πρωτοστατεί ο Τζόττο ντι Μποντόνε, καθώς «προσγειώνει» την υπερβατική τέχνη των Βυζαντινών καθιστώντας τον Χριστό ένα επίγειο ον  και το Θείο Δράμα «εξανθρωπίζεται», καταργώντας τον αμετάβλητο κόσμο της βυζαντινής τεχνοτροπίας. Η ιστόρηση των γεγονότων της ζωής του Χριστού γίνεται χειροπιαστή πραγματικότητα και το δέος μετατρέπεται σε ταύτιση με τη ίδια τη ζωή και το δράμα των ανθρώπων.
[…] Η αλαζονική μοναξιά των […] αγγέλων και των αγίων στις άκαμπτες χρυσές συνθέσεις […] [5]   
Από τον 6ο αιώνα και μέχρι την μεγάλη ανατροπή που προκάλεσε ο Τζιόττο και οι σύγχρονοί του η Ιταλία κυρίως, ήταν καλλιτεχνική επαρχία του Βυζαντίου όπως διαπιστώνεται στα πολλά μνημεία ζωγραφικής και μωσαϊκών (π.χ της Ραβέννας)  που διασώζονται σε ναούς και κτίρια της Ιταλίας, ιδίως των περιοχών της Λομβαρδίας και της Τοσκάνης[6]
Η εκδήλωση νέων αναζητήσεων στην τέχνη σηματοδοτείται μεν από τον Τζιόττο αλλά έχει μιαν εξίσου εντυπωσιακή πορεία καθώς, τόσο στη ζωγραφική και την γλυπτική όσο και την αρχιτεκτονική πραγματοποιείται μια επανάσταση. Η Πρώιμη Αναγέννηση εκφράζεται πλέον με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο.  Ο Μπρουνελέσκι (1377-1446), οΑλμπέρτι (1404-1472) και ο Μικελοτζο (1392-1472), ιδιαίτερα ο πρώτος με τις έρευνές του δίνει την αφορμή συστηματοποίησης των μαθηματικών κανόνων της προοπτικής , τεχνική που αξιοποίησε στο έπακρο η ζωγραφική και η γλυπτική .Ο Π. Ουτσέλο (1397-1475), Ο Φρα Αντζέλικο(1387-1445), ο Μασσάτζιο (1401-1428)  ο A. Pizanello(1397-1455) στη συνέχεια, εδραιώνουν την Αναγέννηση την αναδομή της οποίας  θα χτίσουν λίγα χρόνια και μέχρι τον 16ο αιώνα   μεγάλοι καλλιτέχνες, αρχής γενομένης από τον Leonardo da Vinci (1452-1519) μέχρι τον Titorento (1518-1594).
Είναι αξιοσημείωτο πάντως το γεγονός ότι η Αναγέννηση , σε κάθε της στάδιο και μέχρι την «ολοκλήρωσή» της όταν εμφανίστηκαν ο μανιερισμός και  το Μπαρόκ, δεν αποτέλεσε «εξαγώγιμο» είδος αλλά περιορίστηκε και μεγαλούργησε μέσα στα όρια της Ιταλικής χερσονήσου. Εξήγηση γι΄ αυτή την εκτίμηση ίσως αποτελεί το γεγονός ότι όλες σχεδόν οι χώρες της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης βρίσκονται σε διαρκή διαπάλη μεταξύ τους κυρίως η Γαλλία και η Αγγλία με τον καταστροφικό εκατονταετή πόλεμο (1337-1453) αλλά και η ανακάλυψη νέων χωρών, πέραν του Ατλαντικού είναι πιθανόν να απέσπασε πολλές χώρες από τις εσωτερικές διεργασίας της Γηραιάς Ηπείρου.
Οι επί μέρους επιδράσεις μάλλον επιβεβαιώνουν αυτή την εκτίμηση. Επιστρέφοντας στους πρώτους χρόνους της αναγέννησης αξίζει να μελετηθεί ο πίνακας των 3 του Χρονικού της Τέχνης[7] όπου παραστατικά αναπτύσσεται το χρονολόγιο της Αναγέννησης.
Επιβεβαιώνεται από το χάρτη ότι τόσο το  εύρος χρόνου όσο και τον αριθμό και την καταγωγή τον καλλιτεχνών ότι η κυριαρχία της Ιταλική τέχνης είναι  αναμφισβήτητη.
Βέβαια, αυτή η έκρηξη η Αναγέννηση της τέχνης από την Ιταλία ίσως ερμηνεύεται από το γεγονός ότι αποτελεί τον φυσικό χώρο όπου τα ίχνη ενός μεγάλου πολιτισμού, του Ρωμαϊκού, είναι διάσπαρτα παντού και όξυναν την αισθητική των κατοίκων  μπολιάζοντάς τους με ένα ανάλογο πνεύμα. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι τα ερεθίσματα του Πιζάνο υιοθετεί την προχριστιανική γλυπτική τεχνοτροπία, γιατί αυτές είναι οι παραστάσεις του. Δεν είναι επίσης τυχαίο ότι ο Μπρουνελέσκι λίγο αργότερα βασίζει τη φιλοσοφία των έργων του στα αρχαία ελληνορωμαϊκά κτίσματα όπου το ανθρώπινο μέτρο είναι υπαρκτό χωρίς να στερεί το έργο του από τη λιτή του μεγαλοπρέπεια και ομορφιά. Αντίστοιχα, στη ζωγραφική παρατηρούμε ένα όμορφο συγκερασμό  στα έργα του Μασάτσιο όπου παρατηρούμε μια σοβαρή υπόμνηση της κλασικής εποχής αλλά και τη νέα ρωμαλέα οπτική ματιά του καλλιτέχνη αποτυπωμένη στην έκφραση και την κίνηση των προσώπων αλλά και στην προοπτική που με σαφήνεια εμφανίζεται στα έργα του μαρτυρώντας την κατάκτηση αυτής της τεχνικής.
Είναι φανερό, πως η αναζήτηση γενικά αλλά και ειδικότερα των πνευματικών ανθρώπων της εποχής του ύστερου μεσαίωνα έχει φθάσει στα όρια της. Δεν αρκούνται πλέον σε ότι έχει διδαχθεί και ενσωματώσει στη σκέψη η την τέχνη τους, «αναζητούν» μια συμπόρευση με την κοινωνία που αλλάζει ραγδαία. Οι καλλιτέχνες επιλέγουν να ξεφύγουν από την Βυζαντινή τεχνοτροπία η οποία, έχει φτάσει σε υψηλό επίπεδο εκφραστικότητας και στρέφονται στο απώτατο παρελθόν στην κλασική αρχαιότητα και αναζητώντας ίσως το χαμένο κλέος της τέχνης. […] «Στην πρώιμη Αναγέννηση οι καλλιτέχνες είχαν ακαταληφθεί από ένα είδος μανίας σχετικά τις άπειρες και τόσο εντυπωσιακές εφαρμογές της «γλυκιάς» κατά τον Πάολο Ουτσέλο προοπτικής[…][8]  ή  […] “Για τους μεγάλους καλλιτέχνες της Αναγέννησης, οι νέες ανακαλύψεις και οι τεχνικές επινοήσεις δεν ήταν ποτέ αυτοσκοπός. Τις χρησιμοποιούσαν για να κάνουν οικειότερο  το νόημα των θεμάτων τους”[9] υλοποιώντας την ρήση του Θωμά Ακινάτη   habethomo rationem et manum[10]
Οι Φλωρεντινοί καλλιτέχνες έχοντας την ελευθερία και την οικονομική κάλυψη των πατρώνων τους αλλά, ως φαίνεται, κατακτήσει και την κουλτούρα των νέων καιρών που απελευθέρωνε από αγκυλώσεις του παρελθόντος τολμούν με θάρρος, επινοούν με κέφι και δημιουργούν με έμπνευση τα έργα τους ωθούμενοι από τη «μαγεία» της τέχνης που δεν έχει όρια και δεν
«Σε όλες τις μορφές της εξέλιξής της, στο σοβαρό και το αστείο, στην πειθώ και την υπερβολή, στο συνετό και στο παράλογο, στη φαντασία και στην πραγματικότητα, η τέχνη πάντα έχει κάτι από μαγεία.
Η τέχνη είναι απαραίτητη για να γίνεται ο άνθρωπος ικανός να γνωρίζει και να αλλάζει τον κόσμο. Αλλά η τέχνη είναι απαραίτητη και δυνάμει της σύμφυτής της μαγείας».[11]
Η πρώιμη Αναγέννηση είναι μια εποχή μαγείας για την τέχνη. ¨όχι βέβαια με τον τρόπο που το εννοούσε η Ιερή εξέταση αλλά με την μυστηριακή έμπνευση των καλλιτεχνών της εποχής που έπρεπε να σπάσουν καταρχάς στερεότυπα αιώνων, και τα ξεπέρασαν, να νικήσουν την άγνοια βασικών κανόνων στη δημιουργία τους πχ. Τεχνικά κυρίως στην αρχιτεκτονική  προοπτικής κ.α στη ζωγραφική κοκ.
Το πνεύμα της εποχής περιείχε τη δύναμη και τη φρεσκάδα που απαιτούσε η δημιουργία, παράλληλα η κοινωνία επιζητούσε να αποτινάξει το βαρύ μεσαιωνικό πέπλο της. Μέσα σε αυτή κατάσταση η συγκυρία θέληση την γέννηση πολλών ανώνυμων και επώνυμων δημιουργών που τόλμησαν να υπερβούν  ότι είχα μάθε ως αρχή και ότι τους είχαν διδαχθεί ως αξία . Έτσι, για μια ακόμα φορά η τέχνη πρωτοπορεί και ανατρέπει τη καθεστηκυία λογική και  θρησκευτική ιδεολογία που κυριαρχούσαν. Εκμεταλλευόμενοι, οι καλλιτέχνες, τη δίψα των πατρώνων τους για επίδειξη και την ανοχή τους, πιθανόν και εν αγνοία τους πέρασαν στην αντίπερα όχθη οδηγώντας τον κόσμο στην Αναγέννηση της τέχνης και του ανθρώπου. 
Δεν θα μπορούσε ίσως να γίνει αλλιώς καθώς η ευτυχής συγκυρία θέλησε εκείνη  την περίοδο να συνυπάρξουν ο Πετράρχης, ο Βοκκάκιος, ο Δάντης, ο Καβαλκάντι , ο Πιστόια , ο Λαππο κ.α που αποτέλεσαν την πρώτη avant garde  της Ευρώπης στο τέλος του 13ου αιώνα[12]  ανοίγοντας τους   ορίζοντες μιας εντελώς νέας εποχής.

 Βιβλιογραφία:

[1] ΤΖ. ΑΛΜΠΑΝΗ-Μ ΚΑΣΙΜΑΤΗ , Η Ιστορία των Τεχνών στην Ευρώπη, εκδ. ΕΑΠ 2001, Τόμος Α΄σελ.54.
[2] Δ. ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΣ-Β. ΠΕΤΡΙΔΟΥ-Γ.ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΣ-Ε. ΣΑΜΠΑΚΙΔΟΥ, Ιστορία των Τεχνών –Έργα και Δημιουργοί  εκδ. ΥΠΕΠΘ/Π.Ι 2000 σελ. 148.
[3] ΑΘ. ΠΑΛΙΟΥΡΑΣ, Εισαγωγή στη Βυζαντινή Τέχνη, έκδ. Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων 2000, σελ. 181,182,183,
[4] ΕΡΝΣΤ ΦΙΣΕΡ, Η αναγκαιότητα της Τέχνης , μετ. Φ. Χατζηδάκη, εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ σελ 181, χ.χ
[5] ΕΡΝΣΤ ΦΙΣΕΡ, Η αναγκαιότητα της Τέχνης , μετ. Φ. Χατζηδάκη, εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ σελ 175,176
[6] Ι. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ . www.myriodidlos.gr
[7] Ε.Η.GROMBRICH, Το Χρονικό της Τέχνης , μετ. Λ. Κάσδαγλη , εκδ. ΜΙΕΤ 1989(16)
[8]  ΜΑΝΟΣ ΣΤΕΦΑΝΙΔΗΣ , ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΊΑ –ΙΣΤΟΡΙΚΑ. Βυζαντινή Αναγέννηση τ.154, Οκτώβριος 2002.
[9]  Ε.Η.GROMBRICH, Το Χρονικό της Τέχνης , μετ. Λ. Κάσδαγλη , εκδ. ΜΙΕΤ 1989(16)σελ.230.
[10] ΕΡΝΣΤ ΦΙΣΕΡ, Η αναγκαιότητα της Τέχνης , μετ. Φ. Χατζηδάκη, εκδ. ΘΕΜΕΛΙΟ σελ 18.
[11] ο.π σελ15.
[12] Γ. ΚΟΡΟΠΟΥΛΗ, ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ-ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ,  Ένας «θείος» Δάντης. Σελ. 23.

Δεν υπάρχουν σχόλια: