«Δεν αποδεχόμασταν και δεν αποδεχόμαστε μακεδονική εθνότητα»
Θανάσης Παφίλης, βουλευτής και μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ, αγόρευση στη Βουλή (24/1/2019)
Θανάσης Παφίλης, βουλευτής και μέλος της Κ.Ε. του ΚΚΕ, αγόρευση στη Βουλή (24/1/2019)
Αν υπήρξε κάποια αξιοσημείωτη εξέλιξη κατά την τριήμερη συζήτηση στη Βουλή για τη Συμφωνία των Πρεσπών, αυτή σίγουρα δεν ήταν το ξεσάλωμα μιας βαθιάς Δεξιάς, που ένιωσε να της ξανάρχονται ένα ένα χρόνια δοξασμένα.
Οπως έχουμε κι άλλοτε εξηγήσει, το Μακεδονικό υπήρξε ανέκαθεν –εδώ κι ενάμιση αιώνα– το πεδίο εκείνο πάνω στο οποίο κατεξοχήν συγκροτήθηκε (κι αυτονομιμοποιήθηκε ιδεολογικά) καθετί αντιδραστικό σε τούτο τον τόπο: από την απόρριψη του δημοτικισμού και της αγροτικής μεταρρύθμισης μέχρι τον αντικοινοβουλευτισμό και τον αντικομμουνισμό.
Μπορεί στην αρχηγική αγόρευσή του ο Αντώνης Σαμαράς να αράδιασε τη μία ιστορική ανακρίβεια ή παραποίηση μετά την άλλη (με χαρακτηριστικότερη τη χονδροειδή παραχάραξη κάποιων δηλώσεων του Μιτεράν το 1992), σίγουρα όμως δεν πρωτοτύπησε.
Το ίδιο ακριβώς έκαναν, πριν απ’ αυτόν, ουκ ολίγοι εθνικόφρονες πολιτικοί και επαγγελματίες προπαγανδιστές: από τους συντάκτες των φυλλαδίων της μετεμφυλιακής ΚΥΠ, που στον «από Βορρά κίνδυνο» και την «προαιώνια σλαβική επιβουλή» έβλεπαν ένα βολικό μοτίβο για την κατασυκοφάντηση του εσωτερικού εχθρού, μέχρι τους τροφίμους των μυστικών κονδυλίων που (κατά τον τότε πρωθυπουργό Μητσοτάκη) μοίραζε αφειδώς ο ίδιος το 1991-1992 από μια μαύρη σκουπιδοσακούλα στο ΥΠ.ΕΞ., προκειμένου ο απληροφόρητος ελληνικός λαός να εγκολπωθεί με ταχύρρυθμα δημοσιογραφικά φροντιστήρια το ανιστόρητο δόγμα πως «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική».
ΓΕΝΝΑΔΕΙΟΣ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ / ΑΡΧΕΙΟ Φ. ΔΡΑΓΟΥΜΗ
Πρωτοτυπία δεν αποτέλεσε ούτε η διπλή γλώσσα του ευρύτερου «μεσαίου χώρου», που επί δύο δεκαετίες διαρρήγνυε τα ιμάτιά του για τη «χαμένη ευκαιρία» του 1991-1993, όταν η τυφλή εθνικιστική πλειοδοσία και η μικροκομματική εργαλειοποίηση του «Σκοπιανού» από κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση απέτρεψαν μιαν αμοιβαία ικανοποιητική συνεννόηση με τους βόρειους γείτονές μας.
Η διπλή γλώσσα υπήρξε άλλωστε σύμφυτη με τη διαχείριση του Μακεδονικού ήδη από τον 19ο αιώνα: «Η αλήθεια είναι ότι μέρος της Μακεδονίας ανήκει στους Σλαύους», σημείωνε π.χ. το 1896 ο Ιωάννης Μεταξάς στο προσωπικό ημερολόγιό του (τ.Α', σ. 99), την ίδια στιγμή που ως μέλος της Εθνικής Εταιρείας μετείχε στη συλλογική υστερία για τα προαιώνια, απαράγραπτα και αποκλειστικά εθνικά δίκαιά μας στην περιοχή.
Εντύπωση δεν προκάλεσε, φυσικά, ούτε η προδιαγεγραμμένη σύμπλευση του φιλελεύθερου Κυριάκου με τον ανορθολογισμό της εθνικιστικής Ακροδεξιάς.
Αρκεί μια προσεκτική ματιά στο παρελθόν για να διαπιστώσει κανείς πως η οικογένεια Μητσοτάκη αντιμετώπιζε πάντα τον εθνικισμό (γενικά) και το Μακεδονικό (ειδικότερα) σαν ένα χρήσιμο εργαλείο χειραγώγησης των μαζών. Οχι μόνο το 1991-1992, όταν ο τότε πρωθυπουργός πόνταρε αρχικά στο «Σκοπιανό» για να παροχετεύσει σε βολική κατεύθυνση τη λαϊκή δυσφορία, μετά τις πρώτες ήττες του από το εκπαιδευτικό και εργατικό κίνημα −ασχέτως αν, τελικά, το εθνικιστικό τζίνι έριξε και τον ίδιο μέσα στον λάκκο που έσκαψε για τους αντιπάλους του.
Ακόμη και το μακρινό 1947, ο Εμφύλιος κηρύχθηκε στην Κρήτη (με προκήρυξη του στρατιωτικού διοικητή Παύλου Γύπαρη) μέσω της ιδιόκτητης εφημερίδας των Μητσοτάκηδων, σαν συνέχεια του Μακεδονικού Αγώνα: εκκαθάριση του νησιού από τους «Κουκουέδες Βουλγάρους» που «εξασκούν [sic] την Σλαυική προπαγάνδα σε βάρος της Πατρίδος μας», όπως ακριβώς οι κομιτατζήδες πρόγονοί τους έκαναν κάποτε στη Μακεδονία («Κήρυξ», 20/3/47).
Μεταχρονολογημένη δήλωση μετανοίας
Αν κάτι σημάδεψε βαριά την τριήμερη κοινοβουλευτική αντιπαράθεση, αυτό ήταν η θλιβερή συμμόρφωση του ΚΚΕ με τον σκληρό πυρήνα των επιχειρημάτων της εθνικιστικής δεξιάς περί Μακεδονικού, σε βάρος της ίδιας της εκατοντάχρονης ιστορίας του.Δεν αναφερόμαστε φυσικά στην αντίθεσή του στην ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στο ΝΑΤΟ, που από μόνη της θα δικαιολογούσε την εκ μέρους του καταψήφιση της συμφωνίας − έστω κι αν η ΠΓΔΜ μπορούσε έτσι κι αλλιώς να γίνει δεκτή στη συμμαχία με το προσωρινό της όνομα, βάσει της Ενδιάμεσης Συμφωνίας του 1995, μετά τη ρητή καταδίκη του ελληνικού βέτο από το Διεθνές Δικαστήριο το 2011.
Πραγματική τομή αποτέλεσε η προσχώρηση του ΚΚΕ στο βασικό αφήγημα της μείζονος Δεξιάς, με την αναπαραγωγή από τους αγορητές του των βασικών ιδεολογημάτων της τελευταίας όσον αφορά τον «ανιστόρητο» και «εγγενώς αλυτρωτικό» χαρακτήρα του μακεδονικού αυτοπροσδιορισμού των γειτόνων μας. Αποψη που ισοδυναμεί επί της ουσίας με κατασυκοφάντηση των ηρωικότερων σελίδων της Ιστορίας του κόμματος − των ίδιων ακριβώς σελίδων, δηλαδή, που οι σημερινοί κάτοχοι του τίτλου του αρέσκονται να προβάλλουν σαν την «ύψιστη στιγμή της ταξικής πάλης» στη χώρα μας.
Δεν έφτασε βέβαια το ΚΚΕ μέχρι του σημείου να διακηρύξει πως «η Μακεδονία είναι μία και ελληνική». Οι βουλευτές του κατήγγειλαν μάλιστα το συγκεκριμένο σύνθημα, όχι μόνο ως ανιστόρητο αλλά και ως έκφραση ενός αντίστροφου, ελληνικού αλυτρωτισμού.
Η εκ μέρους τους περιγραφή του «προβλήματος» δεν απείχε, ωστόσο, καθόλου απ’ αυτό το ιδεολόγημα, στον βαθμό που εντόπιζαν στη μακεδονικότητα των γειτόνων μας «το σπέρμα του αλυτρωτισμού» σε βάρος της εθνικής μας ασφάλειας.
Για την τεκμηρίωση αυτής της θέσης επιστρατεύθηκαν τα πιο ετερόκλητα επιχειρήματα: από τη θεωρητική διακήρυξη πίστης στον σταλινικό ορισμό του έθνους (με ταυτόχρονη έμπρακτη αναίρεσή του) μέχρι τη συνήθη ανιστόρητη κινδυνολογία, σύμφωνα με την οποία η Γιουγκοσλαβία διαλύθηκε αποκλειστικά και μόνο λόγω εξωτερικών ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων − με τη συνδρομή, φυσικά, του «καραμπινάτου ιμπεριαλιστικού ιδεολογήματος» του αυτοπροσδιορισμού.
«Η θέση περί μακεδονικού έθνους δεν πατάει στην πραγματικότητα», διακήρυξε χαρακτηριστικά ο κ. Κουτσούμπας, «γιατί δεν πληροί στην ενότητά της τα κριτήρια που τονίζουν πως το έθνος, ως ιστορικά διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων, εμφανίστηκε πάνω στην κοινότητα του εδάφους, της οικονομικής ζωής, της γλώσσας και της ψυχοσύνθεσης που εκδηλώνεται στην κοινότητα του πολιτισμού».
Ο ίδιος έσπευσε βέβαια να παραδεχτεί ότι «το κυρίαρχο έθνος που υπάρχει στη FYROM» (και το οποίο απέφυγε να κατονομάσει) «συγκροτήθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στη βάση αυτών των όρων, με την οντότητα όμως που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της ενιαίας Γιουγκοσλαβίας».
Να υποθέσουμε ότι, από τη στιγμή που η Γιουγκοσλαβία δεν υπάρχει πια, πήγε περίπατο και το επίμαχο έθνος; Η επιστήμη σηκώνει τα χέρια ψηλά, αφήνοντάς μας ν’ αναρωτιόμαστε πόσο «πραγματικά» έθνη είναι π.χ. οι Παλαιστίνιοι ή οι Κούρδοι, η συγκρότηση των οποίων υπήρξε φαινόμενο ταυτόχρονο ή μεταγενέστερο από εκείνην των ακατανόμαστων γειτόνων μας.
Υστερα απ’ αυτή τη βαθυστόχαστη ανάλυση, ο κ. Κουτσούμπας διέγνωσε, πάντως, για ακόμη μία φορά «το σπέρμα του αλυτρωτισμού» στην «αποδοχή και κατοχύρωση των εννοιών του μακεδονικού λαού, του Μακεδόνα πολίτη, της μακεδονικής γλώσσας».
Ακόμη προβληματικότερη ήταν η διάγνωσή του περί ανυπαρξίας μακεδονικής γλώσσας:
«Κανένα στοιχείο δεν μπορεί να τεκμηριώσει πως μέσα σ’ αυτό το μωσαϊκό [της Μακεδονίας] υπήρξε ή υπάρχει ξεχωριστή διαμορφωμένη ενιαία μακεδονική γλώσσα. Φυσικά, ένα τμήμα των κατοίκων που έμεναν σ’ αυτό το κομμάτι στην περιοχή της γεωγραφικής Μακεδονίας μιλούσαν μία σλαβική διάλεκτο, την οποία συνεχίζουν να μιλούν και σήμερα βεβαίως, που συνήθως προσδιοριζόταν –και έτσι είναι– ως σλαβομακεδονική. Αυτή τη γλώσσα τη μάθαιναν και τη μιλούσαν τα παιδιά στην Τασκένδη, που ανιστόρητα είπε ο κύριος πρωθυπουργός, και όπου αλλού ζούσαν παιδιά που μιλούσαν τα σλαβομακεδονικά ή ήταν Σλαβομακεδόνες. Ολο αυτό, όμως, είναι κάτι εντελώς διαφορετικό από την ύπαρξη και τον ισχυρισμό για ύπαρξη μακεδονικής γλώσσας».
Το κλειδί των παραπάνω βρίσκεται φυσικά στο τέχνασμα της προαπαίτησης «ενιαίου» γλωσσικού οργάνου των κατοίκων μιας περιοχής, προκειμένου αυτό να δικαιούται την αντίστοιχη ονομασία. Μ’ αυτό το σκεπτικό, βέβαια, θα μπορούσε κανείς να αμφισβητήσει ακόμη και την ύπαρξη ρωσικής γλώσσας, αφού το 1897 στο τότε ρωσικό κράτος την είχε βάσει της επίσημης απογραφής ως μητρική μόλις το 44,3% του πληθυσμού!
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΚΑΙ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΑΡΑΚΑΤΩ:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου