Κατερίνα Πάντα Πότε θα το καταλάβουμε?
ΔΕΝ ήθελαν καμένα δάση. Δεν ήταν απλά οικοπεδοφάγοι.
Καμένους ανθρώπους ήθελαν, καμένες περιουσίες, πολιτική αστάθεια,
εσωτερικό διχασμό, κατάρρευση του ήδη ευάλωτου κοινωνικού ιστού. Τα
εξωτερικά και τα εσωτερικά σκοτεινά συμφέροντα πολλά.
Οι φωτιές μπήκαν σε κατοικημένες περιοχές γνωρίζοντας τους ισχυρους
ανέμους που έπνεαν για να καταστεί μη διαχειρίσιμη η κατάσβεσή τους.
Ηξεραν τι έκαναν.
ΔΕΝ ήταν φωτιές από τις συνηθισμένες. Είναι πόλεμος!
Thodoris Doumouras
Μαρτυρία μητέρας από το Μάτι:
«Είχε καπνό πολύ και δε μπορούσες να καταλάβεις πως η φωτιά ήταν τόσο
κοντά, ο καπνός έμπαινε στο σπίτι και φύγαμε όχι γιατί πιστεύαμε θα μας
φτάσει η φωτιά, αλλά γιατί έβηχε το μωρό. Είπαμε θα πάμε προς την
παραλία .
Μεσα σε δεκα λεπτά, ώσπου να τη ντύσω και να βάλω δυο φρούτα στην τσάντα της , κόπηκε το ρεύμα.
Βγήκαμε στο δρόμο , στα σπίτια οι γείτονες έριχναν νερά με τα λαστιχα, άλλοι ετρεχαν , η Ντίνα απο απέναντι έψαχνε το γιο της.
Έμπαιναν στα αυτοκινητα και έβγαιναν πάλι γιατί οι δρόμοι ηταν κλειστοί και κατεβαίναμε ολοι προς την παραλία.
Πενηντα μέτρα παρακάτω μας έφτασε η φωτιά.
Ουρλιαχτά , κουκουνάρια με φλόγες, να φωνάζει κόσμος το όνομα του
παιδιού της Ντίνας, πηγαίναμε οπου πήγαιναν οι άλλοι, η μικρή εκλαιγε
την κρατούσα αγκαλιά και της έλεγα θα σωθούμε , θα σωθουμε. Μπροστά μας
καμμένα, δίπλα φλόγες, η μάνα μου προχωρούσε μπροστά μου, σαν να θελε να
μου ανοίξει το δρόμο.
Ειδε κατι σαν κορμό, ήταν ανθρωπος. Καμμενος άνθρωπος. Ενα καρβουνο σε
ανθρωπινο σχημα, τον κάναμε στο πλάι για να μη περάσουμε από πάνω του.
Φτάσαμε στην παραλία, νομίζαμε θα μείνουμε εκεί, καιγοταν η άμμος, χωρις
υπερβολή.
Απο μια ταβέρνα που δεν είχε ακομη καει μπήκαμε στη θαλασσα. Περπατώντας
στα νερά περασαμε μέχρι το ξενοδοχείο που ηρθαν και μας πηραν οι
βάρκες, δεν ξέρω ποσοι... Πεντακόσιοι; Μπορεί παραπάνω .
Δεν άκουγα άλλο τις φωνές. Ελεγα μονο στη μικρή, θα σωθουμε, θα σωθούμε.
Μας συνέλλεξαν οι βάρκες. Πρωτα τραυματίες και παιδιά ειπαν.
Φτασαμε βουβοί στη Ραφήνα, δεν άλλαξα κουβέντα με άνθρωπο, δε μιλούσαν οι άνθρωποι.
Μολις βγήκαμε μου πήραν το παιδί το τύλιξαν με κουβερτα και μας είπαν θα
πάμε στο νοσοκομείο, προληπτικά. Άγνωστοι μου έδειχναν φωτογραφίες στα
κινητά, αν είχα δει καποιον.
Νόμιζα τους εχω δει όλους η κανεναν, δεν απαντούσα, τι να έλεγα.
Δεν έχω πια σπίτι, δεν εχω αυτοκίνητο, έχω μόνο τα ρούχα μου και το
κινητό που κρατούσα με το στόμα στο νερό για να επικοινωνήσω . Αλλα δε
με νοιάζει.
Εχω την κόρη μου και τη μάνα μου. Ζω.
Δε μπόρεσαν όλοι. Δεν αντέχεται.
Δεν περνάει. Δεν ξεχνιέται». |
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου