Η Επανάσταση δεν διαμορφώνει αυτομάτως πολίτες, δημιουργεί όμως επαναστάτες, που διεκδικούν τις μείζονες προϋποθέσεις για να είναι πολίτες. |
Η Επανάσταση του 1821 θεμελιώνεται στις υποδοχές που δημιούργησε στον οθωμανοκρατούμενο χώρο η Φιλική Εταιρεία, όπου δεξιώθηκε τα πολιτικά προτάγματα του Διαφωτισμού και συνέβαλε αποφασιστικά στη διάχυσή τους και στις ετοιμότητες για «ξεσηκωμό». Το ελληνικό έθνος λοιπόν συγκροτείται στο πλαίσιο της Επανάστασης ως πολιτικό υποκείμενο με επαναστατικό, νεωτερικό πρόγραμμα. Σε αυτή τη διαδικασία συγκρότησης -που δεν είναι απλή ή γραμμική, αλλά πολύπλοκη- η Επανάσταση σφραγίζει το σπάσιμο του «τσοφλιού του αυγού» του παλιού κόσμου, ενσωματώνοντας, χειραφετώντας και επαναστατικοποιώντας -όσο αναπτύσσεται- ανθρώπους, χώρο, χρόνο, αγαθά και οικονομικούς μηχανισμούς. Το επανασταστατικό συναγωνίζεσθαι εν τόπω και χρόνω οριοθετεί τους όρους συγκρότησης της συνείδησης του έθνους.
Η ανατρεπτική ενδεχομενικότητα
Από τις πλέον κρίσιμες ρηγματώσεις που δημιουργεί η Επανάσταση στον παλαιό κόσμο είναι η έννοια της πολιτικής ελευθερίας, όχι μόνο ως προϋπόθεσης και στόχου για την Ανεξαρτησία του, αλλά ως νέας χειραφετικής νοοτροπίας: χειραφέτηση του υποταγμένου ραγιά από τη θεοκρατική εξουσία του Σουλτάνου, του ποιμνίου από τη θρησκευτική ιεραρχία, της αόρατης, υποταγμένης και πιστής μάζας με κάποια προνόμια σε ορατό πολιτικό υποκείμενο που απαρτίζεται από πολίτες με δικαιώματα.
Η Επανάσταση δεν διαμορφώνει αυτομάτως πολίτες, δημιουργεί όμως επαναστάτες, που διεκδικούν τις μείζονες προϋποθέσεις για να είναι πολίτες. Η Επανάσταση διακινεί τη διεκδίκηση του δημόσιου χώρου, τη διεκδίκηση νομιμοποιημένης από την εθνική βούληση και ελεγχόμενης από τους νόμους κρατικής εξουσίας, διεκδικεί τη διάκριση των εξουσιών, διεκδικεί αγαθά και δικαιώματα για όλους, διεκδικεί την εθνικοποίηση της γης και πολλά άλλα. Με αυτή την έννοια η νεωτερικότητα που εγκαινιάζεται το 1821 εμπεριέχει επαναστατική, ανατρεπτική ενδεχομενικότητα.
Τελικά το ελληνικό έθνος, από τη γενέθλια, επαναστατική πράξη πολιτικής του συγκρότησης, είναι ευρωπαϊκό και εν δυνάμει οικουμενικό (συνομιλεί με μια ευρωπαϊκή και διεθνή κοινότητα κοινών αξιών), είναι επαναστατικό, είναι ο νέος κόσμος απέναντι στον παλιό. Το ερώτημα ωστόσο που τίθεται αφορά τους ιστορικούς λόγους για τους οποίους στο ανάπτυγμα της νεωτερικότητας στον ελληνικό χώρο αρχίζουν να δημιουργούνται στρεβλώσεις, να παράγονται κόμποι, στο πλαίσιο των οποίων «υλικά» του παλιού κόσμου αναπαράγονται στη νεωτερικότητα. «Κόμποι» που έχουν νομιμοποιήσει στρεβλωτικές αναγνώσεις της Ιστορίας, αλλά και την ταύτιση της νεωτερικότητας με ένα συγκεκριμένο εκσυγχρονισμό, αυτόν ωστόσο που οξύνει αντί να εξαφανίζει τα κατάλοιπα του «παλιού κόσμου», έστω κι αν τα ευαγγελίζεται.
Ο αυτοκρατορικός εθνικισμός
Οι οθωμανικές μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ (1830) και η θεσμική συγκρότηση των μιλλετιών (και του ορθόδοξου) ως εθνοθρησκευτικών πολιτικών υποκειμένων στο οθωμανικό σύστημα εξουσίας, διαβάζονται ως η οθωμανική (αλλά και πατριαρχική) απάντηση στη νεωτερικότητα που διακίνησε η Επανάσταση του 1821 στην ευρύτερη περιοχή.
Θα μπορούσαμε λοιπόν να μιλήσουμε για τις στρεβλώσεις της νεωτερικότητας μέσα στο οθωμανικό (και πατριαρχικό) περιβάλλον. Θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για «βαλκανοποιήσεις» της νεωτερικότητας από την οποία επηρεάζεται και η ελληνική. Τα πράγματα όμως δεν είναι ακριβώς έτσι. Η κάθετη διάκριση ανάμεσα σε μια ευρωπαϊκή νεωτερικότητα και μια άλλη, ανατολίτικη, στο πλαίσιο της οποίας «βαλκανοποιείται» λόγω οθωμανικών κατάλοιπων και η ελληνική νεωτερικότητα, αποτελεί βολικό και αληθοφανές σχήμα, απλουστευτικό μύθευμα όμως. Αν διευρύνουμε λίγο το πεδίο συζήτησης, αντιλαμβανόμαστε ότι: πρώτον, η Οθωμανική Αυτοκρατορία (όπως η Αυστριακή και η Ρωσική) συμμετέχουν στις ευρωπαϊκές συμμαχίες και στη διακρατική ευρωπαϊκή τάξη. Δεύτερον, η σύγκριση ανάμεσα, από τη μια μεριά, στις μεταρρυθμίσεις του Τανζιμάτ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τις μεταρρυθμίσεις στην τσαρική Ρωσία και τον Συμβιβασμό (1867, Αυστροουγγαρία), και, από την άλλη μεριά, στα διατάγματα της Γαλλίας και της Αγγλίας για τις αποικίες τους, οδηγεί στη διαπίστωση ότι με αυτά εγκαινιάζονται πανομοιότυπες «νεωτερικότητες».
Οι Αυτοκρατορίες (παραδοσιακές και στη συνέχεια αποικιακές) προσφέρονται ως τα πλέον βολικά εργαστήρια για τη διαμόρφωση μιας «εκσυγχρονιστικής νεωτερικότητας», στο πλαίσιο της οποίας αδρανοποιούνται οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις της νεωτερικότητας: κατεξοχήν το έθνος ως πολιτικό πρόγραμμα και πεδίο χειραφέτησης πολιτών και λαών. Αδρανοποιείται η ανατρεπτική ενδεχομενικότητα της νεωτερικότητας, από τον φόβο των εξεγέρσεων στην Ευρώπη (1848, Παρισινή Κομμούνα αργότερα), όσο και των εθνικών επαναστάσεων, κοινωνικών εξεγέρσεων στις Αυτοκρατορίες.
Στο πλαίσιο λοιπόν της αυτοκρατορικής, «εκσυγχρονιστικής / μεταρρυθμιστικής νεωτερικότητας» οι αξίες του Διαφωτισμού, που εμπνέουν πολιτικές κατηγοριοποιήσεις και προγράμματα, μετατρέπονται σε ηθικές αξίες πολιτισμικών κατηγοριοποιήσεων (πολιτισμένο έθνος ή κοινωνική ομάδα απέναντι σε αντίστοιχα απολίτιστα) και νομιμοποιούν τον κατακερματισμό και τις πολιτισμικές κατηγοριοποιήσεις που εξυπηρετούν το υπέρτατο, εκσυγχρονιστικό ή εκπολιτιστικό συμφέρον, έτσι όπως αυτό ορίζεται από την εξουσία. Έτσι, η πολιτική εξουσία διαπραγματεύεται με «επιλεκτικές συμμαχίες» (με «πελατείες»), με εκσυγχρονιστικά «έθνη» ή εθνοθρησκευτικές κοινότητες ή με κάποιες εκσυγχρονιστικές, κοινωνικές ομάδες, που αποκτούν προνομιακά δικαιώματα. Η αναγωγή των νεωτερικών αξιών σε ένα εκσυγχρονιστικό ή εκπολιτιστικό σχέδιο έγινε με δίαυλο την επικαιροποίηση, είτε των πιο παραδοσιακών, αυταρχικών εξουσιών είτε των πιο παραδοσιακών στοιχείων, όπως κατεξοχήν η θρησκεία.
Το έθνος από οικουμενική αξία στον ανταγωνισμό
Το έθνος λοιπόν, από πολιτικό πρόγραμμα χειραφέτησης που ήταν, από πεδίο διακίνησης οικουμενικών αξιών και οικουμενικότητας, μετατρεπόταν σε πεδίο σκληρού ανταγωνισμού ανάμεσα σε εθνότητες και σε φορέα απρόσκοπτης επέκτασης του κεφαλαίου σε βάρος άλλων εθνοτήτων ή κοινωνικών ομάδων (απολίτιστων). Αυτή η εκσυγχρονιστική νεωτερικότητα έγινε πηγή τροφοδότησης ενός αυτοκρατορικού εθνικισμού, θεμελιωμένου στην αντίληψη ενός εθνοθρησκευτικού, διαχρονικών αξιών και ελευθεριών έθνους.
Η κατάρρευση τελικά των Αυτοκρατοριών τίθεται επιτακτικά από την Οκτωβριανή Επανάσταση, όταν το έθνος αποκτά επαναστατική, χειραφετική δυναμική, ενώ στο πλαίσιο της Επανάστασης μια νέα αντίληψη περί διεθνισμού καθίσταται πλέον ρεαλιστική. Ο Λένιν ενσωματώνει το φιλελεύθερο οπλοστάσιο σε ένα νέο, επαναστατικό διεθνισμό, ενώ στη «Διακήρυξή του για την Ειρήνη» ενσωματώνει την εθνική αυτοδιάθεση σε μια επαναστατική διαδικασία όπου το έθνος συνιστά πολιτικό, κοινωνικό πρόγραμμα και όχι μια ηθική έννοια, σύνολο διαχρονικών αξιών. Η Οκτωβριανή Επανάσταση συγχρόνως αναδεικνύει την ειρήνη ως χειραφετικό, επαναστατικό διάβημα των λαών που σπάει τα διακρατικά μέτωπα και τις εξαρτήσεις ανάμεσα σε ισχυρά και αδύναμα κράτη. Διαλύει την έννοια της ανοχής ως συστατικό στοιχείο εμπέδωσης του αυταρχισμού της «εκσυγχρονιστικής νεωτερικότητας».
Η καθ’ ημάς εκσυγχρονιστική νεωτερικότητα
Το νέο ελληνικό κράτος βγαίνει από τα σπλάχνα της επαναστατικής νεωτερικότητας, δομείται όμως σταδιακά στο πλαίσιο της εκσυγχρονιστικής νεωτερικότητας. Η παρουσία των ξένων στην Ελλάδα (Βαυαροί, βασιλιάς κ.λπ.) εύκολα δίνει το στίγμα μιας εισαγόμενης, «εκσυγχρονιστικής νεωτερικότητας» απέναντι σε μια ελληνική νεωτερικότητα της Επανάστασης. Πράγματι, η ξένη παρουσία ευνοεί καταλυτικά τις προνομιακές σχέσεις με ντόπιες ελίτ, ευνοεί τη νεωτερικότητα ως σχέδιο εκσυγχρονισμού, ωστόσο -όσο οι ιδέες του Διαφωτισμού παραμένουν ισχυρές- παράγει αντινομίες και «διευκολύνει» την ενίσχυση ντόπιων, νεωτερικών δυνάμεων. Το παράδειγμα της ανακήρυξης του αυτοκέφαλου της ελληνικής Εκκλησίας (1832) αποτελεί ένα εξόχως ενδιαφέρον πεδίο μελέτης.
Το σημείο τομής, κατά τη γνώμη μου, τοποθετείται στην περίοδο της εσωτερίκευσης αυτής της εκσυγχρονιστικής νεωτερικότητας, ως ελληνικής ιδιομορφίας. Είναι η περίοδος όπου οι ιδέες του Διαφωτισμού στην Ελλάδα υποχωρούν προς όφελος μιας «αυτοκρατορικής νεωτερικότητας»: αυτής της Μεγάλης Ιδέας, όπου το έθνος ορίζεται ως μια διαχρονική, εθνοθρησκευτική ενότητα, με αμετακίνητες αξίες στον χρόνο. Την περίοδο λοιπόν όπου οι αρχές της αυτοκρατορικής ή εκσυγχρονιστικής νεωτερικότητας εσωτερικεύονται από τις ντόπιες (και ομογενείς) πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές ελίτ ως το μοναδικό εθνικό αφήγημα. Είναι τότε που οι ιδέες του Διαφωτισμού, όπως τις διακίνησε η Επανάσταση, αδρανοποιούνται στο πλαίσιο μιας διαχρονικής εθνοθρησκευτικής παράδοσης. Τότε που η ανάγνωση της Επανάστασης του 1821 εκφυλιζόταν και «ντυνόταν με τα ρούχα του παρελθόντος που η ίδια είχε καταστρέψει».
Η αντοχή της Μεγάλης Ιδέας
Η Μεγάλη Ιδέα κατέρρευσε το 1922, ωστόσο το διαχρονικό εθνικό αφήγημα παρέμεινε ισχυρό. Και μαζί με αυτό όλα τα στοιχεία που επέτρεπαν τη διαχρονική αναπαραγωγή του, αλλά και τη νομιμοποίηση από αυτό μιας αυταρχικής εκσυγχρονιστικής νεωτερικότητας, όποτε αυτή την είχαν ανάγκη πολιτικές και οικονομικές ελίτ: πολιτισμικές κατηγοριοποιήσεις, πελατειακές συμμαχίες, σχέσεις εξαρτημένου «ανήκειν» στην «Ευρώπη» και τη «Δύση». Κυρίως σε κρίσιμες φάσεις, όπου οι αντιστάσεις από την κοινωνία πλήθαιναν, η λογική της εκσυγχρονιστικής νεωτερικότητας ενεργοποιούσε παλιό και νέο οπλοστάσιο, οξύνοντας τα δίπολα που τη βόλευαν και τις προνομιακές συμμαχίες που την ενίσχυαν: πολιτισμένοι εναντίον απολίτιστων, εθνικόφρονες εναντίον εθνικών προδοτών, πατριώτες εναντίον εθνομηδενιστών, ευρωπαϊστές εναντίον αντιευρωπαϊστών, εκσυγχρονιστές εναντίον αντιεκσυγχρονιστών, άριστοι εναντίον μέτριων και άχρηστων. Κι ενώ η λογική μιας τέτοιας εκσυγχρονιστικής νεωτερικότητας υπονομεύει την ίδια τη νεωτερικότητα, εμφανίζεται ως η αυθεντική έκφρασή της απέναντι στις οθωμανικών καταβολών αδράνειες που αναπαράγουν αντιεκσυγχρονιστικές ομάδες, κόμματα κ.λπ.
Η εκσυγχρονιστική νεωτερικότητα αυτοεπινοήθηκε πολλές φορές σε αυτά τα 200 χρόνια, ενσωματώνοντας κάθε φορά στο οπλοστάσιό της ό,τι νέο, αρκεί αυτό να μην αποκτούσε χειραφετική δυναμική που θα αμφισβητούσε τους φορείς της. Άλλοτε ως εξευρωπαϊστική, άλλοτε ως δύναμη εθνικής και κοινωνικής συνοχής, άλλοτε ως αντιλαϊκιστική, άλλοτε ως μεταρρυθμιστική, ποτέ όμως επί της ουσίας ως δύναμη ανατροπής του «αυτοκρατορικού αφηγήματος περί έθνους». Ποτέ τελικά ως φορέας ρήξης των πελατειακών σχέσεων του κράτους με προνομιακά κέντρα.
Οι διανοητές της Αριστεράς έχουν προσφέρει σημαντικά εργαλεία για αναστοχασμό των 200 χρόνων από την Επανάσταση, πέρα από εύκολα σχήματα και αναλύσεις που ενσωματώνουν τους κόμπους της Ιστορίας σε νέα ιδεολογικά, κοινωνικά και πολιτικά περιβάλλοντα. Με αυτά τα κείμενα είναι απαραίτητο να ξανασυνομιλήσουμε σήμερα, προκειμένου να ξεφύγουμε από τις παγίδες που «στήνουν» οι εύκολες αναγνώσεις και οι κόμποι της Ιστορίας.
______________________
(*) Η Σία Αναγνωστοπούλου είναι ιστορικός, αναπληρώτρια καθηγήτρια στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου