Του
ΟΜΗΡΟΥ ΤΑΧΜΑΖΙΔΗ(*)
Ο
Ανδρέας Ανδριανόπουλος επιτέθηκε με εξαιρετικώς ανάρμοστο τρόπο κατά του
προέδρου του ΠΑΟΚ Ιβάν Σαββίδη, προφασιζόμενος τη στάση, την οποία τηρεί ο τελευταίος
στην ποδοσφαιρική διαμάχη με τον Ολυμπιακό Πειραιώς.
Επειδή
το ποδόσφαιρο είναι μια δραστηριότητα στην οποία εμπλέκεται και η πολιτική,
είναι δεδομένο ότι ο καθένας μπορεί να εκφέρει τη δική του γνώμη:
εμπεριστατωμένη ή όχι, δεν έχει σημασία. Κάπως έτσι, υποθέτουμε, θέλησε να
ασχοληθεί και ο πατριάρχης του νεοφιλελευθερισμού στον ελλαδικό χώρο, με την
περί το ελληνικό ποδόσφαιρο πραγματικότητα. Επικαλέστηκε για αυτό και την “κοινή
λογική” και τη “σοβαρότητα”: “μήπως είναι ώρα να σοβαρευτούμε”, διερωτήθηκε και
ξεδίπλωσε το λόγο του.
Σπανίως
έχω εμπιστοσύνη σε όλους εκείνους που επικαλούνται τη “σοβαρότητα” ως
επιχείρημα: συνήθως πρόκειται για κουτοπόνηρους ανθρώπους, οι οποίοι πίσω από το προσωπείο της “σοβαρότητας” επιχειρούν να χειραγωγήσουν το αναγνωστικό κοινό
τους. Ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος ενίσχυσε αυτήν
την επιφύλαξή μου και με την χουλιγκανική του επίθεση κατά του προέδρου του “Πανθεσσαλονικείου”,
επιβεβαίωσε την άποψη που διατύπωσα σε παλαιότερό άρθρου μου, το οποίο είναι
διαθέσιμο και στο διαδίκτυο: “κάθε μορφή
χουλιγκανοποίησης της πολιτικής είναι αντιδραστική”.
Η
χουλιγκανοποίηση του δημόσιου λόγου, όπως επεσήμανα στο συγκεκριμένο άρθρο,
είναι “πρόπλασμα και πρόφαση για
φασιστίζουσες εκτροπές”. Ο λεκτικός τραμπουκισμός του Ανδρέα Ανδριανόπουλο
κατά του προέδρου του ποδοσφαιρικού σωματείου της Θεσσαλονίκης έχει το
αντίστοιχό του στη φασιστική βία. Θα προσπαθήσω να παραμείνω στο πλαίσιο της
“σοβαρότητας”, αν και το περιεχόμενο του άρθρου του Πειραιώτη πολιτικού προκαλεί,
κυρίως, θυμηδία: γιατί αν αφαιρέσουμε τους προσβλητικούς χαρακτηρισμούς εις
βάρος άλλων προσώπων, θα απομείνει εκείνο το στοιχείο του κωμικού, το οποίο
βλέπει ο Δανός φιλόσοφος Σέρεν Κίρκεργκαρντ πίσω από κάθε μορφή φανατισμού.
Η
αίσθηση του γελοίου κυριαρχεί στο άρθρο του Ανδρέα Ανδριανόπουλου, από όποια
οπτική γωνία και αν το προσεγγίσει κανείς: από την άλλη η “κοινή λογική” του παραπαίει και εκτρέπεται σε λεκτικούς
τραμπουκισμούς και ερωτοτροπεί διαρκώς με έναν ιδεολογικοπολιτικό χουλιγκανισμό
παραφασιστικού τύπου. Αλλά ας είναι: θα μπούμε στον κόπο να
επιχειρηματολογήσουμε κατά ορισμένων ισχυρισμών του Ανδρέα Ανδριανόπουλο, όχι
διότι υπάρχει περιθώριο κάποιας αντιπαράθεσης σε αυτό το χυδαίο πλαίσιο που
εντάσσει το λόγο του, αλλά για να ερμηνεύσουμε κάποια στοιχεία του κειμένου, τα
οποία διέλαθαν της προσοχής ή δεν έγιναν αντιληπτά από όσους επέκριναν δημοσίως
την άθλια προσωπική επίθεση του νεοφιλελεύθερου πολιτικού κατά ενός επιχειρηματία και επενδυτή.
Από
την πρώτη αράδα του άρθρου ο συντάκτης του εκδηλώνει την αληθινή του πρόθεση: στοχοποιεί
και τραμπουκίζει λεκτικώς κατά του πρόεδρου του “Πανθεσσαλονίκειου”, όπως
ακριβώς τραμπουκίζουν οι αγέλες των φασιστών στους δρόμους απέναντι στα στοχοποιημένα
θύματά τους. Μελετημένα, με εντελώς κυνικό τρόπο και χωρίς κανέναν ενδοιασμό
και ηθικό φραγμό εξαπολύει ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος την επίθεσή του κατά του
“ξένου” Ιβάν Σαββίδη. Και όπως η φασιστική βία στους δρόμους επενδύει στην
ανοχή και τη σιωπή των υπολοίπων, έτσι και η λεκτική βία κατά του “ξένου”
επενδύει στην απομόνωση του τελευταίου. Ο τρόπος της αντίδρασης του Ανδρέα
Ανδριανόπουλου στην επικριτική, έναντί του, τοποθέτηση του δημάρχου
Θεσσαλονίκης Γιάννη Μπουτάρη, φέρνει στο προσκήνιο, ακριβώς αυτό το στοιχείο: ο
ρατσιστής επενδύει στην ένοχη σιωπή και την απραξία του κοινωνικού περίγυρου
και δυσαρεστείται όταν υπάρχει αντίλογος από εκεί που αναμένει συγκατάβαση και
συναίνεση.
Θα
ήταν εκ προοιμίου λανθασμένη κάθε πρακτική αντιμετώπισης του Ανδρέα
Ανδριανόπουλου ως ισότιμου συνομιλητή. Και αυτό διότι ο ίδιος δεν
επιχειρηματολογεί υπέρ ή κατά μιας άποψης, αλλά προσπαθεί να χειραγωγήσει:
πρόκειται για έναν προπαγανδιστή και ως τέτοιος θα πρέπει να αντιμετωπίζεται. Η
χυδαία επίθεσή του και η προσπάθεια προσβολής και απαξίωσης του προέδρου του
“Πανθεσσαλονίκειου” είχε έντονο προπαγανδιστικό χαρακτήρα και απομένει να
απαντήσει ο ίδιος για τις προθέσεις και τις στοχεύσεις του χυδαίου κειμένου
του: προφανώς και δεν είναι η εξυγίανση και η βελτίωση του προϊόντος που ονομάζεται
ελληνικό ποδόσφαιρο, ούτε και η αποκατάσταση του κύρους κα της λειτουργίας των αθλητικών
θεσμών. Όποιος θέλει να συμβάλλει στον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό των
επί μέρους πτυχών της ελληνικής κοινωνίας δεν απογειώνει τον εγχώριο
χουλιγκανισμό με τίτλους, όπως “ο
Ρωσσοπόντιος εξολοθρευτής”. Απέναντι, μάλιστα, σε έναν “επενδυτή” και
“επιχειρηματία”, έναν εκπρόσωπο του “ανταγωνισμού” και της
“επιχειρηματικότητας”, έναν άνθρωπο της “ιδιωτικής πρωτοβουλίας”: απέναντι
δηλαδή στα ιερά και όσια του νεοφιλελεύθερου ιδεολογικού αφηγήματος. Και ακόμη
περισσότερο όταν δεν αρκείται σε αυτόν
τον τίτλο με την πληθώρα των αρνητικών συνδηλώσεων, αλλά με την πρώτη αράδα του
κειμένου αφήνει τον λεκτικό χουλιγκανισμό του να εκσφενδονισθεί σε νέες σφαίρες
πολιτικής και κοινωνικής αθλιότητας.
Στην
πρώτη αράδα του κειμένου αποκαλύπτονται η ρατσιστική σκέψη και ο
πτωχοαλαζονικός επαρχιωτισμός του Ανδρέα Ανδριανόπουλου σε όλη τους τη μεγαλοπρέπεια.
Παραθέτω αυτούσιο το σύντομο μνημείο της διανοητικής κακομοιριάς του Έλληνα
πολιτικού: “Ομολογώ πως δυσκολεύτηκα να αναγνωρίσω την γλώσσα στην οποία έκανε
δηλώσεις στα… Ρώσικα ο πρόεδρος του ΠΑΟΚ κ. Σαββίδης”. Η φράση αποτελεί το
κλειδί για να αντιληφθούμε το ρατσιστικό
υπόστρωμα της “επιχειρηματολογίας” του Ανδρέα Ανδριανόπουλου. Με τη φράση αυτή
ο επαγγελματίας της πολιτικής ανακοινώνει, εμμέσως πλην σαφώς, στο κοινό του
ότι ο ίδιος είναι γνώστης της ρωσικής. Αλλά δεν αρκείται μόνο σε αυτό, το οποίο
και θεμιτό κα αποδεκτό μπορεί να κριθεί από κάποιους, αλλά συνοδεύει τη δική
του αυτοπροβολή και δημόσια “αναβάθμιση” με την ταυτόχρονη μείωση του όποιου
κύρους του θύματός του.
Ο Ιβάν Σαββίδης δεν ομιλεί καλά ρωσικά, που σημαίνει
ότι ο πρόεδρος του ΠΑΟΚ δεν είναι τίποτε περισσότερο από ένας απλός Ρώσος
επαρχιώτης. Συγχρόνως, ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος μας υπενθυμίζει για δεύτερη
φορά και με μεγαλύτερη έμφαση ότι γνωρίζει την ρωσική, αλλά δυστυχώς δεν είναι
σε θέση να καταλάβει έναν επαρχιώτη που μιλάει άλλα ρωσικά εκτός από αυτά της
Μόσχας, τα οποία προφανώς κατέχει ο ίδιος. Εδώ έχουμε εκείνο το φαινόμενο έπαρσης
ημιμαθών ανθρώπων, το οποίο επισημαίνει ο Νίτσε ως έναν από τους κινδύνους της
άκριτης –-ας μου επιτραπεί η έκφραση-
μάθησης ξένων γλωσσών. Ο γλωσσομαθής Ανδρέας Ανδριανόπουλος υποβιβάζει
τον πρόεδρο του ΠΑΟΚ σε έναν… απλό επαρχιώτη: η μετασοβιετική ολιγαρχία
διαβαθμίζεται ποιοτικώς στη βάση
γεωγραφικών κριτηρίων. Η έπαρση στο ύφος του Ανδρέα Ανδριανόπουλου είναι
χαρακτηριστική, όταν αρθρώνει αυτό το
“επιχείρημα’ εις βάρος του προέδρου του ΠΑΟΚ: “Ίσως στο Ροστόβ του μακρινού ποταμού Ντον, να γίνεται ευχερέστερα
κατανοητός. Σίγουρα όμως όχι στη Μόσχα!!!”. Στο Ροστόβ, όσο μου επιτρέπουν
οι γνώσεις μου περί του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού, χρησιμοποιήθηκε για
πρώτη φορά σε ελληνικό κείμενο ο όρος “χουλιγκανισμός”, τον οποίο και περιέλαβα
για αυτό το λόγο στον τίτλο του παρόντος άρθρου.
Στην χουλιγκανική
“επιχειρηματολογία” του Ανδρέα Ανδριανόπουλου, o
χαρακτηριστικός ρατσισμός της βαθειάς επαρχίας του Λεκανοπεδίου, ο οποίος
συνοψίζεται στην μετάλλαξη που υπέστη στο αττικό ιδίωμα η ονομασία “Βλάχος”, προβάλλεται και επί των
συνθηκών μιας άλλης χώρας. Ο Ιβάν Σαββίδης δεν είναι απλώς “Ρωσοπόντιος”, με
όλο το συνδηλωτικώς αρνητικό φορτίο το οποίο φέρει η συγκεκριμένη λέξη, αλλά
είναι και “βλάχος”, επαρχιώτης από
κάποια ασήμαντη γωνία της Ρωσίας, εφόσον
η αχανής χώρα συμπτύσσεται από τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο στη Μόσχα: και ότι
ευρίσκεται πέραν του μοσχοβίτικου οπτικού
πεδίου είναι δεύτερης διαλογής – δε χρειάζεται να επισημάνω από πού προέρχεται
η προκατανόηση αυτού του “επιχειρήματος”.
Και
αφού χουλιγκανίσει πειραϊκώ τω τρόπω, σα να ομιλεί σε συνοικιακό καφενείο με
αφιονισμένους οπαδούς , ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος, στο πλαίσιο της “σοβαρότητάς”
του, δηλώνει: “με ενοχλεί να σχολιάζω ποδοσφαιρικά γεγονότα”. Αλλά με το
αδύναμο κείμενό του ο Ανδρέας Ανδριανόπουλους ακουσίως, κάτι σαν παράπλευρη
απώλεια της γραφής του, φέρνει στο προσκήνιο ένα κομβικής σημασίας ζήτημα για
το μέλλον της χώρας: αυτό του συγκεντρωτικού κράτους. Με αφορμή το ποδόσφαιρο και
απολογούμενος για την κατάσταση που επικρατεί σε αυτό, παίρνει υπό την
προστασία του το ελλαδικό συγκεντρωτικό κράτος, ασκώντας κριτική “στους αστήρικτους ισχυρισμούς περί
>κράτους των Αθηνών<, που καταπιέζει τους πάντες”. Είναι εκπληκτικός
ο τρόπος με τον οποίο επιχειρεί να παρακάμψει ο πολιτικός από τον Πειραιά, το
υπαρκτό πρόβλημα της πληθυσμιακής, πολιτικής και οικονομικής υπερσυγκέντρωσης
στο Λεκανοπέδιο και τις γενικότερες συνέπειες
μιας τέτοιας κατάστασης.
Και
με επαρχιώτικη κουτοπονηριά, αντιπαραθέτει σε ένα από τα σημαντικότερα
προβλήματα, που καλείται να αντιμετωπίσει το κοινό των Ελλήνων, μια αστήρικτη
και κακοήθη υπόθεση: ότι όσοι επικρίνουν το κράτος των Αθηνών επιζητούν να
το αντικαταστήσουν με ένα κράτος της
Θεσσαλονίκης. Αυτό μόνο ένας ανασφαλής επαρχιώτης από τη βαθειά επαρχία της
Αττικής θα μπορούσε να το φαντασιωθεί: και είναι αυτός ο επαρχιωτισμός που δεν
επιτρέπει στον Ανδρέα Ανδριανόπουλο να αντιληφθεί ότι η κριτική στο κράτος των
Αθηνών δεν αφορά στη δημιουργία ενός “καινούργιου
>κράτους του Βορρά<”. Πρόκειται για μια πρακτική υπεκφυγής, η οποία
αγγίζει τα όρια της αυτοτύφλωσης, απέναντι σε ένα υπαρκτό πρόβλημα που κρατάει
δέσμια τη χώρα, αλλά το οποίο οι διεφθαρμένες ελίτ του Λεκανοπεδίου αρνούνται
να θέσουν στην ατζέντα της συζήτησης: αυτό θα σήμαινε αναδιανομή εξουσίας, κάτι
που για ευνόητους λόγους αποφεύγουν, όπως ο διάολος το λιβάνι. Κάπως έτσι και
χειρότερα είναι, εδώ και δεκαετίες, η κατάσταση στο ποδόσφαιρο: η εκτός
Λεκανοπεδίου Ελλάδα οφείλει να ικανοποιείται στο ρόλο του κομπάρσου και τίποτε
περισσότερο, είτε θέλει να το αποδεχθεί αυτό, είτε όχι. Αυτή η επαρχιώτικη
αντίληψη είναι επιζήμια για τον τόπο και συσκοτίζει το πρόβλημα της
καταστροφικής από πάσης πλευράς υπερσυσκέντρωσης στο Λεκανοπέδιο. Υπό αυτή την
έννοια δεν υφίσταται αθλητική αντιπαράθεση μεταξύ “βορειοελλαδικού χώρου” και
Λεκανοπεδίου, αλλά πολιτική.
Από
τη διαρκή και πολυποίκιλη αθλιότητα που κυριαρχεί στο ελληνικό ποδόσφαιρο, ο
Ανδρέας Ανδριανόπουλος, ενθυμήθηκε επιλεκτικώς μόνο τις “πράξεις ντροπής που σημειώνονται σε διάφορους αγωνιστικούς χώρους”,
οι οποίες αποδίδονται, από αυτόν, στους “απογοητευμένους
οπαδούς και στους ανώριμους ή και αδύναμους διοικητικούς παράγοντες”. Δε
ξέρω τι θα πράξει, πέρα από την προσφυγή στη δικαιοσύνη, ο πρόεδρος του ΠΑΟΚ, “ο Ρωσοπόντιος πολέμαρχος”, όπως τον
χλευάζει με σκαιό τρόπο ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος, αλλά για όλα τα πολιτικά
προβλήματα υπάρχουν λύσεις ή τουλάχιστον οφείλουμε να αναζητούμε λύσεις: και η
σχέση του Λεκανοπεδίου με την υπόλοιπη Ελλάδα είναι ένα κρίσιμο πρόβλημα, η
δημοσιοποίηση του οποίου υποσκάπτεται και παρακάμπτεται συστηματικώς από το
πολιτικό και κοινωνικό κατεστημένο του συγκεντρωτικού κράτους.
Το
πρόβλημα υφίσταται και μόνο μύωπες ιδεοληπτικοί πολιτικοί, χωρίς μακροϊστορικές
στοχεύσεις, και εκφραστές πολύ ”στενών” συμφερόντων θέλουν να το περιορίσουν
στο “ποδοσφαιρικό οπαδικό” πλαίσιο. Σε τι ακριβώς αποσκοπούσε η “παρέμβαση” του
Ανδρέα Ανδριανόπουλου: σίγουρα όχι να δρέψει τους επαίνους από τους οπαδούς της
πειραϊκής ομάδας, οι οποίοι προσέτρεξαν να προσεταιριστούν τα “επιχειρήματά”
του ικανοποιούμενοι και μόνο από το γεγονός ότι τα “χώνει” - όπως
χαρακτηριστικά αναφέρουν – στον ΠΑΟΚ. Τι ακριβώς θέλησε να εκφράσει ο Ανδρέας
Ανδριανόπουλος με τη δημοσίευση ενός τόσο απερίσκεπτου και χυδαίου κειμένου;
Σε
όχι πολύ παλιές εποχές, όταν στον τόπο υπήρχε μια χούφτα αστών διανοητών, π.χ.
Γιώργος Θεοτοκάς, που σέβονταν τον εαυτό τους και τον τόπο, υπήρχε
προβληματισμός, γύρω από τη γεωγραφική κατανομή της ισχύος και για τους τόπους
με βάση τους οποίους θα μπορούσε να
ανασυνταχθεί ο σύγχρονος ελληνισμός. Σήμερα εμφανίζονται κοσμογυρισμένοι
επαρχιώτες σαν τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο, οι οποίοι είναι εγκλωβισμένοι στην
λογική της βαθειάς επαρχίας του Λεκανοπεδίου και τα απωθημένα της επαρχιακής
τους καταβολής, και υψώνουν το δείκτη απειλητικά προς όλους εκείνους που δε
συμβαδίζουν με τις ιδεοληψίες, τις προθέσεις και τα συμφέροντά τους.
Στα
αρνητικά της “μεταπολίτευσης”, στην οποία εμπλέκεται άμεσα στο πλαίσιο της
εφαρμοσμένης πολιτικής ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος, θα πρέπει να καταλογιστεί η
αποφυγή αποκατάστασης της εσωτερικής (γεωγραφικής) ισορροπίας στη χώρα και του
αναγκαίου αναπροσδιορισμού των αστικών κέντρων ισχύος.
Όταν,
λοιπόν, γίνεται λόγος για “κράτος των Αθηνών”, αυτό δεν αφορά τους λαϊκούς
πληθυσμούς των συνοικισμών του Πειραιά και της Αθήνας, αλλά τη λειτουργία μιας “πόλης”
ως ορμητήριο ενός συνονθυλεύματος διεφθαρμένων
και ιστορικώς ασπόδυνλων ελίτ, οι οποίες, ως μόνιμο μέλημά τους, έχουν
την αναπαραγωγή τους και τίποτε περισσότερο.
Αλλά
οι ελίτ σε αυτή τη χώρα είναι διεφθαρμένες ως το μεδούλι: αυτά τα περί
“πολύπαθης Ελλάδας”, που επικαλείται με λαϊκιστική σπουδή ο νεοφιλελεύθερος
επαρχιώτης, συγχέουν την πραγματική συνάφεια των διεφθαρμένων δομών του
καθεστώτος με την υπερσυγκέντρωση εξουσίας σε μια και μόνη γεωγραφική περιοχή:
είναι κομμάτι αστείο να υπερασπίζονται υποτιθέμενοι θιασώτες του εκσυγχρονισμού
της χώρας, χαρακτηριστικά που θυμίζουν χώρες της καπιταλιστικής περιφέρειας.
Και η υπερσυγκέντρωση σε όλες τις εκδοχές της είναι χαρακτηριστικό
“καθυστερημένων” χωρών.
Ο
Ανδρέας Ανδριανόπουλος ως πολιτικό δημιούργημα του βαθέως επαρχιωτισμού και του
συγκεντρωτισμού του Λεκανοπεδίου, σχεδόν εξ ενστίκτου, αντιλαμβάνεται τον “βλάχο”
που έρχεται κάπου από τον “μακρινό ποταμό
Ντον” ως απειλή. Και αυτή τη “βλαχιά” του “ρωσοπόντιου” θέλει να στιλιζάρει
ως πραγματική απειλή ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος, όταν αναφέρεται στον τόπο
καταγωγής του προέδρου του
“Πανθεσσαλονίκειου”: “στα νοτιορωσικά
λημέρια του Ιβάν”, - όπως ακριβώς θα μπορούσε να πει κανείς, καλή ώρα, στα
λημέρια του Γιαγκούλα. Γιάννης ο ένας, Γιάννης και ο άλλος!
Για
να γίνω πιο συγκεκριμένος: δεν καταλογίζω
περιστασιακό και “τυχαίο” ρατσισμό στον Ανδρέα Ανδριανόπουλου, αλλά
θεωρώ ότι είναι ρατσιστής εκ πεποιθήσεως και πως η προσπάθεια μείωσης του
όποιου κύρους του προέδρου του ΠΑΟΚ έχει πρωτίστως ρατσιστική προέλευση.
Δυστυχώς είναι διάχυτη η εσφαλμένη αντίληψη ότι ο νεοφιλελευθερισμός είναι
συνέχεια του παραδοσιακού φιλελευθερισμού και πως σέβεται τις κατακτήσεις του
αστικού κόσμου. Αλλά ο νεοφιλελευθερισμός είναι καθ΄ οδόν να αντικαταστήσει το
επιχείρημα με τη χυδαιότητα, το διαφωτισμό
με την τυφλή υποταγή στις επιταγές της αγοράς: από εδώ και οι
ερωτοτροπίες με τον κοινωνικό και φυλετικό ρατσισμό και την αναδυόμενη
ακροδεξιά σε όλη την Ευρώπη.
Αλλά
ούτε και τα κουτοπόνηρα “επιχειρήματα” περί αντικατάστασης των πάντων από
Θεσσαλονικείς είναι αθώα: αποσκοπούν στην παγίωση και διαιώνιση μιας κατάστασης
που εκφράζει συγκεκριμένες πολιτικές και κοινωνικές επιλογές. Τι ακριβώς ζητούν
οι εξοργισμένοι του “επαρχιακού” ποδοσφαίρου: ίση μεταχείριση και ίσες
ευκαιρίες. Τι ζητούν οι εκατοντάδες χιλιάδες των ανέργων και οι μειονοτικές
ομάδες στην ελληνική κοινωνία: ίση μεταχείριση και ίσες ευκαιρίες.
Ο
Ανδρέας Ανδριανόπουλος είναι μέλος των ελίτ της χώρας, όπως και ο Ολυμπιακός
ανήκει στην ελίτ του ελληνικού επαγγελματικού αθλητισμού: τα τελευταία χρόνια,
μάλιστα, έχει εξελιχθεί σε ένα είδος αθλητικής υπερελίτ. Προσθέτω εδώ απλώς ότι
οι κυρίαρχες ελίτ αυτής της χώρας ήταν και εξακολουθούν να είναι διεφθαρμένες
ως το μεδούλι. Ο σκληρός πυρήνας της διαφθοράς τους δεν βρίσκεται τόσο στην (υπαρκτή) παραβατικότητα τους, όσο στη
συστηματική διαφθορά του δημόσιου λόγου
και του δημόσιου βίου (οι αθλητικές εκπομπές στην τηλοψία αξίζει να μελετηθούν επιστημονικώς
από αυτή τη σκοπιά): έχουν επιβάλλει και συντηρούν ένα καθεστώς μιθριδατισμού,
πτυχές του οποίου αναδεικνύονται και στο άρθρο του Ανδρέα Ανδριανόπουλου, ως “σοβαρός”
λόγος και ως “κοινή λογική”. Κάθε κοινωνία έχει την κοινή λογική που
πριμοδοτούν οι κυρίαρχες ελίτ της: στην ελληνική κοινωνία των διεφθαρμένων ελίτ
επικρατεί μια διεφθαρμένη κοινή λογική.
Σε
αυτή την “κοινή λογική” στηρίζει ο Ανδρέας Ανδριανόπουλος τα φληναφήματά του. Πρόκειται
για μια ακραία μορφή ταξικού και “τοξικού” μιθιδρατισμού που παρασέρνει τη χώρα,
εδώ και δεκαετίες, στην καταστροφή: οι φίλαθλοι του Ολυμπιακού μπορεί να
αυθυπνωτίζονται με τις ανόητες ατάκες του Ανδρέα Ανδριανόπουλου, που υποτίθεται
ότι τα “χώνει” στον πρόεδρο του ΠΑΟΚ, αλλά το ζήτημα για τους εχέφρονες σε αυτή
τη χώρα τίθεται επιτακτικά: ποιοι θα ανασύρουν τις λαϊκές γειτονιές του
Πειραιώς και της Θεσσαλονίκης από την πολιτική και την κοινωνική καταστροφή; Προφανώς
όχι ένας κοινωνικός ρατσιστής, ο οποίος, εκτός των άλλων, άλλα γράφει, άλλα
εννοεί και σε άλλα αποσκοπεί.
Το
αίτημα για ίσα δικαιώματα και ίσες ευκαιρίες αφορά όλο το δημόσιο βίο και πολύ
περισσότερο τα χειμαζόμενα λαϊκά στρώματα. Η βία στα γήπεδα είναι μέρος των αδιεξόδων τους, τα οποία δημιουργεί η πολιτική
και κοινωνική ανισότητα.
(*) Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος
του Ε.Γ. της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου