Ο Λυκούργος για τον όρκο των Αθηναίων εφήβων στον
Ναό της Αγραύλου, στον «Κατά Λεωκράτους» λόγο 77
Της ιστορικού, σκηνοθέτιδος Έλενας Πατρικίου
Αφιερωμένο στον Πιέρ Βιντάλ-Νακέ,
για τα πέντε χρόνια απουσίας
Περίσσεψαν οι αναφορές στην ελληνική αρχαιότητα στη διάρκεια της συζήτησης της πλατείας Συντάγματος (17/6) με θέμα την άμεση δημοκρατία. Αν και ο ένας των ομιλητών, ο Μανόλης Γλέζος, είναι ο μόνος πολιτικός άνδρας που έχει ιδίαν πείραν από το μοναδικό νεοελληνικό πείραμα άμεσης δημοκρατίας, έστω στα στενά όρια της κοινότητας Απειράθου Νάξου, τόσο οι υπόλοιπες ομιλίες όσο και η συζήτηση επικεντρώθηκαν, όσον αφορά τα λογικά παραδείγματα ή τις θεωρητικές επεξεργασίες, σ’ αυτό που, από συστάσεως νεοελληνικού κράτους, παραμένει το μοναδικό νόμιμο καταγωγικό πρότυπο, την κλασική αρχαιότητα.
Η ήττα του ναξιώτικου πειράματος είναι κατανοητή: τα μικρά καθημερινά που εκλήθη να επιλύσει η μη θεσμοθετημένη λαοσύναξη των κατοίκων Απειράθου δεν μπορούν ούτε να γοητεύσουν ως ιδανικό ούτε να αποτελέσουν ιδεολογικό πρόκριμα για ένα κοινό που δεν αποβλέπει στη διαχείριση της καθημερινότητας αλλά προσβλέπει, αν όχι σε ανάστασιν νεκρών, τουλάχιστον σε ζωή του μέλλοντος.
Η πλήρης αποσιώπηση όμως άλλων υποδειγμάτων καταλήγει ύποπτη. Το αίτημα άμεσης δημοκρατίας των δημοτικών συνελεύσεων στην αρχή της Αμερικάνικης Επανάστασης είναι δυστυχώς υπονομευμένο, διότι αμερικανικής κοπής. Αλλά προς τι η αποσιώπηση του ευφυούς συγκερασμού μεταξύ αντιπροσώπευσης και ανακλητότητας που πρότεινε η Παρισινή Κομμούνα ή η αποσιώπηση της έκλαμπρης άμεσης δημοκρατίας των αρχικών ρώσικων σοβιέτ και των αντίστοιχων γερμανικών συμβουλίων; Αν, θύματα ενός ανιστόρητου αντιαμερικανισμού, ακρωτηριάζουμε την ιστορική εμπειρία σύγχρονης άμεσης δημοκρατίας σβήνοντας το αμερικάνικο πείραμα, γιατί ολοκληρώνουμε την κατακρεούργηση μιας στοιχειώδους ιστορικής επίγνωσης διαγράφοντας κάθε αναφορά στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος;
Προφανώς γιατί το ίδιο το κομμουνιστικό και σοσιαλιστικό κίνημα, και οι ιδέες που επεξεργάστηκε, μαρξιστικές ή μη, έχουν γίνει ταμπού, ως λέξεις και ως πράγματα, μέσα στον εξεγερτικό καθωσπρεπισμό της πλατείας Συντάγματος. Ακόμα και το γενναίο δείγμα αριστερής κοινωνικής θέσπισης που έχει να προσφέρει το ΕΑΜικό Σύνταγμα των Κορυσχάδων (στο οποίο ματαίως αναφέρθηκε ο Γλέζος) ή το παρεπόμενο ΕΑΜικό σχέδιο κοινοτικής αυτοδιοίκησης φάνηκαν να μην έχουν θέση λογικού παραδείγματος στη φαντασιακή αυτοσυγκρότηση της πλατείας και στην πολιτική ορθότητα της συλλήβδην απόρριψης του κομματικού --άρα διχαστικού-- ιστορικού μας παρελθόντος. Συνεπώς, το μόνο ιστορικό προηγούμενο που απέμεινε προς επίκλησιν είναι αυτό πάνω στο οποίο ιδρύθηκε φαντασιακά το νεοελληνικό κρατίδιο και το οποίο αναπαράγουν όλο και πιο σχηματικά --και ανιστορικά-- οι εκπαιδευτικές δομές του κρατιδίου: η αρχαία ελληνική δημοκρατία.
Η όλη συζήτηση διεξήχθη με τις ιερές σκιές του Σόλωνα, του Περικλή, του Πλάτωνα, του Πρωταγόρα και του Αριστοτέλη να υπερίπτανται της πλατείας Συντάγματος και με τα ονόματα θεσμών ή αντιλήψεων να αντηχούν από τα μεγάφωνα: κλήρωση, εξοστρακισμός (sic!), ατιμία, αιδώς και δίκη, φύρδην-μίγδην, παραφρασμένα, κακομεταφρασμένα, και, κυρίως, βάναυσα ξεριζωμένα από οποιασδήποτε αίσθηση και γνώση της ιστορικότητας και της ιστορίας, προς αιωνίαν δόξαν της νεοελληνικής εκπαίδευσης.
Η άρρωστη σχέση του νεοελληνισμού με το καθόλου παρελθόν του και, ειδικότερα, με το αρχαιοελληνικό παρελθόν, είναι περίπου γνωστή. Αλλά στην περίπτωση της καταγωγικής σχέσης που (υποτίθεται πως) έχει η σύγχρονη αστική δημοκρατία με την αρχαιοελληνική, υπάρχει μια σοβαρή δικαιολογία για την αρχαιολατρική παθογένεια: το γεγονός πως η ιδεολογικοποιημένη αυτή σχέση αποτελεί ευρωπαϊκό (άρα αναντίρρητης σοφίας) προϊόν εισαγωγής.
Αν κάθε εθνική ιστορία δεν παραλείπει όχι απλώς να επαίρεται, αλλά και να θεμελιώνει την ιδρυτική της αφετηρία σε κάποιου είδους δημοκρατικές πρωταρχικές αναζητήσεις (η Ιταλία στο κοινοτικό κίνημα του 12ου και 13ου αιώνα, η βασιλοκτόνος Αγγλία στα Commons, η Γαλλία στην τομή της Επανάστασης…), όλες συναινούν στον καθορισμό της αθηναϊκής δημοκρατίας ως αρχετυπικής δομής από την οποία ευθέως κατάγεται η ευρωπαϊκή αστική δημοκρατία. Στην παραδοσιακή αρχαιογνωστική επιστήμη των δυτικών πανεπιστημίων (που εισάγουμε και πληκτικά αναπαράγουμε), η δημοκρατία γεννήθηκε, όπως η Αθηνά από το κεφάλι του Δία, στην Αθήνα του Περικλή και, ύστερα από μια αδιανόητα μακρόχρονη χειμερία νάρκη, ξύπνησε, επηυξημένη και βελτιωμένη, στην Εσπερία του 19ου αιώνα. Εξού και το μόνο ερώτημα που προκύπτει γι’ αυτή την ιστοριογραφία (είτε στη συντηρητική είτε στη μαρξιστική και εξίσου συντηρητική εκδοχή της) είναι το κατά πόσον η αθηναϊκή δημοκρατία, με τον αποκλεισμό των δούλων και των γυναικών, αποτέλεσε τελικά μια αληθινή δημοκρατία.
Χρειάστηκε μια σειρά μικρών αλλά θεμελιωδών εξεγέρσεων ενάντια σ’ αυτό το τυραννικό ιστοριογραφικό ιδεολόγημα και μια συγκλονιστική διανοητική επανάσταση, αυτή που πραγματοποιήθηκε μεταπολεμικά από τον Ζαν-Πιέρ Βερνάν και τον Πιέρ Βιντάλ-Νακέ στην παρισινή Ανωτάτη Σχολή Κοινωνικών Επιστημών, για να διαπιστώσουμε έκπληκτοι τα εξής ιστορικά αυτονόητα:
1. Πως η ελληνική Πόλις δεν είναι, όπως ήθελαν οι γερμανοί ιστορικοί (και τα νεοελληνικά εγχειρίδια) «πόλη-κράτος», αφού το κράτος είναι ένα κοινωνικό φαινόμενο άγνωστο στο σύνολο του αρχαιοελληνικού κόσμου. 2. Πως η γέννηση της πόλεως τον 8ο αιώνα αποτελεί το ιδρυτικό γεγονός για μια σειρά από πολύμορφες εξελίξεις τυπικά αρχαιοελληνικές, που οδηγούν σε διεκδικήσεις δημοκρατικής διεύρυνσης του πολιτικού σώματος και των οποίων αποκορύφωμα είναι η κλασική Αθήνα. 3. Πως θεμελιώδης παράγοντας αυτών των εξελίξεων είναι η δημιουργία της οπλιτικής φάλαγγας και πως στις ελληνικές κοινωνίες ο πολίτης είναι πολίτης επειδή είναι οπλίτης. 4. Πως η πόλις δεν είναι μόνον ένας ισονομικός και ισηγορικός τρόπος διαχείρισης των κοινών μεταξύ ίσων (ή όμοιων), αλλά και ένας τρόπος διαχείρισης των ιερών μεταξύ θεών και ανθρώπων (και επομένως η αρχαία δημοκρατία είναι ένας τρόπος διαχείρισης της πολυθεϊστικής θρησκευτικής εμπειρίας). Και τελικά, 5. Πως η ισονομική και ισηγορική διαχείριση των κοινών δεν είναι προνόμιο των ελληνικών πόλεων, αλλά και ενός πλήθους άλλων κοινωνιών, των Κοζάκων της Ουκρανίας και των Οσόλο της Νότιας Αιθιοπίας συμπεριλαμβανομένων.
Αν υπάρχει ένα (μοναδικό) κοινό στοιχείο ανάμεσα στην αρχαιοελληνική και τη σύγχρονη δημοκρατία, όπως και σε κάθε μορφή δημοκρατικής διακυβέρνησης αποπειράθηκαν ποτέ οι ανθρώπινες κοινωνίες, είναι το γεγονός πως η δημοκρατία παράγει, αυτομάτως σχεδόν, τις προϋποθέσεις για την επανεφεύρεσή της. Το γεγονός πως η δημοκρατία, πάντα, είναι αφ’ εαυτής ικανή συνθήκη για τη διαρκή διεύρυνσή της, για τον διαρκώς εκ νέου επαναπροσδιορισμό της. Υπ’ αυτή την έννοια, είναι άκρως αποκαρδιωτική η προσπάθεια της δυτικής αστικής ιδεολογίας να παγιώσει την αστική δημοκρατία και να τη μετατρέψει σε ένα είδος πολιτικής θεολογίας, σε ένα είδος μεταφυσικής μοναρχίας και, τελικά, σε ένα υποχρεωτικά εξαγώγιμο προς όλη την οικουμένη πολιτικό σχήμα.
Αλλά είναι επίσης αποκαρδιωτικό, τη στιγμή που ανοίγει επιτέλους μια συζήτηση για το κατεξοχήν κεντρικό ζήτημα που είναι η πολιτική συγκρότηση, τη στιγμή ακριβώς που συνειδητοποιούμε πως το κατεξοχήν κεντρικό ζήτημα είναι η ίδια η πολιτική θέσμιση, άρα ο εκ νέου προσδιορισμός και η επανεφεύρεση της δημοκρατίας, να αυτοπαγιδευόμαστε στην πιο αρχαιολατρική, συντηρητική και κενή συζήτηση για το αρχαίο πρότυπο, προδίδοντας τη φτώχεια της ιστορικής μας συνείδησης και της ιστορικής μας γνώσης.
Ο Μπενζαμέν Κονστάν είχε δει από το 1819 τη ματαιότητα κάθε ιδεολογικής απόπειρας να θεωρηθεί η αρχαία ελευθερία (δηλαδή η συλλογική πολιτική συμμετοχή των πολιτών στα κοινά) ως πρόγονος της σύγχρονης ελευθερίας (δηλαδή της ελευθερίας των ατομικών δικαιωμάτων και της αναζήτησης προσωπικής ευτυχίας). Ο Μαρξ, εξαιρετικά ευαίσθητος αναγνώστης της αρχαίας ιστορίας, είδε στην Αγία Οικογένεια την αυταπάτη (ή την προσχηματικότητα) των αναλογιών με τρόπο ακόμα πιο καίριο:
«Ο Ροβεσπιέρος, ο Σαιν-Ζυστ και το κόμμα τους νικήθηκαν γιατί μπέρδεψαν την αρχαία, ρεαλιστική-δημοκρατική πολιτεία, που βασιζόταν στην πραγματική δουλεία, με το σύγχρονο ιδεαλιστικο-δημοκρατικό αντιπροσωπευτικό κράτος που βασίζεται στην χειραφετημένη δουλεία, την αστική κοινωνία. Η αυταπάτη [τους] πήρε τραγικές διαστάσεις όταν ο Σαιν-Ζυστ, την μέρα της εκτέλεσής του, έδειξε τον πίνακα με τα Δικαιώματα του Ανθρώπου και είπε περήφανα: “Κι όμως, εγώ το έφτιαξα αυτό”. Αυτός όμως ο πίνακας διακηρύσσει τα δικαιώματα ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να είναι ο άνθρωπος της αρχαίας πολιτείας, όπως ακριβώς και οι οικονομικές και βιομηχανικές συνθήκες της ύπαρξής του δεν είναι οι συνθήκες της αρχαιότητας».
_______________________
ΥΓ. Ο φίλτατος Κ. Δουζίνας επεσήμανε την απουσία κυριών από τα πάνελ της πλατείας και προέτρεψε να κληθούν γυναίκες, να προσφέρουν την «ιδιαίτερη γυναικεία οπτική», με δεδομένη την αποτυχία της τρισχιλιόχρονης ανδρικής διαχείρισης των κοινών. Η φιλοφρόνηση αποδεικνύεται εντελώς παραδοσιακού τύπου: είναι οι γυναίκες θεωρητικοί ένα είδος «πιπέρι καγιέν προαιρετικά», που κατά παραχώρησιν θα κληθεί να διακοσμήσει τον μονόχνωτο ανδρικό πολιτικό μονόλογο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου