Τύνιδα: Η άλλη πλευρά του νομίσματος
Της Χάρις Μπουτιέρη
Την εβδομάδα που πέρασε έλαβα μηνύματα
συγγενών και φίλων από διάφορες μεριές του πλανήτη, μηνύματα που
εξέφραζαν συμπαράσταση, απορία και αγανάκτηση για τη βίαιη επίθεση
εναντίον ξένων τουριστών στο ιστορικό Μουσείο του Μπαρντό στην Τύνιδα. Η
ταχύτητα με την οποία τα νέα μαθεύτηκαν σε όλο τον κόσμο –πέρα από τον
ρόλο του facebook και του twitter όσο και των σχεδόν αυτοματοποιημένων
εκστρατειών αλληλεγγύης εναντίον αυτών των ενεργειών– οφείλεται,
φαντάζομαι, στο γεγονός ότι τα θύματα ήταν ξένοι.
Η επίθεση έγινε από δύο τουλάχιστον νεαρούς
Τυνήσιους οπλισμένους με Καλάσνικοφ, οι οποίοι φαίνεται να
χρησιμοποιούσαν τα όπλα αυτά για πρώτη φορά. Έτσι εικάζουν μάρτυρες που
τους είδαν να προσπαθούν να τα συναρμολογήσουν πριν τα στρέψουν εναντίον
δεκάδων ανθρώπων, μεταξύ των οποίων και υπαλλήλων του μουσείου. Το
γεγονός ήταν ιδιαίτερα σοκαριστικό για τα δεδομένα της μετεπαναστατικής
Τυνησίας, η οποία κατάφερε από τον Ιανουάριο του 2011 (και μετά από 65
χρόνια δικτατορικά καθεστώτα και 75 χρόνια αποικιοκρατία) να ολοκληρώσει
τη σύνταξη νέου δημοκρατικού συντάγματος και να φέρει σε πέρας δύο
κύκλους εκλογών (2011 και 2014). Είναι αξιοσημείωτο άλλωστε ότι η χώρα
αποφάσισε τη σύνθεση κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ των δύο κύριων
αντιπάλων, τους οποίους, χάριν συντομίας, θα αναφέρω ως λαϊκιστές και
ισλαμιστές. Όλα αυτά συνέβησαν σε αντίθεση με τα γειτονικά της κράτη, τα
οποία μετέφρασαν τη λεγόμενη «Αραβική Άνοιξη» είτε σε σκληρές και
λιγότερο σκληρές δικτατορίες (αναφέρομαι στο Μαρόκο και την Αίγυπτο)
είτε σε εμφύλιο πόλεμο (όπως η Λιβύη και η Συρία).
Οι προσπάθειες που έχουν γίνει τον
τελευταίο χρόνο για να περιγραφούν και να αναλυθούν τα γεγονότα στην εν
λόγω περιοχή –από τις πιο πρόσφατες επιθέσεις στη Γάζα από τον ισραηλινό
στρατό και την αντεπίθεση των μαχητών της Χαμάς το καλοκαίρι του 2014,
μέχρι τους αποτρόπαια θεαματικούς απαγχονισμούς του I.S.I.S. το
φθινόπωρο και τον φόνο των γελοιογράφων του περιοδικού Charlie Hebdo
στο Παρίσι τον Ιανουάριο– έχουν καθιερώσει και διαδικτυακά το εδώ και
πολύ καιρό υπάρχον λεξιλόγιο, με το οποίο η κοινή γνώμη διαχειρίζεται
ένα επεισόδιο όπως το Μπαρντό. Υπάρχει, δηλαδή, ένα ρεπερτόριο εικόνων
και εννοιών που παραμένει σχεδόν αμετακίνητο και είναι ανεξάρτητο από τη
συγκεκριμένη προοπτική με την οποία κρίνουμε αυτά τα γεγονότα. Είναι
χαρακτηριστικό ότι τα κίνητρα των δραστών –νέων Αράβων, μουσάτων και
οργισμένων– οι οποίοι εξουδετερώθηκαν πριν προλάβουν να τα κατονομάσουν,
μεταφράστηκαν αυτόματα ως θρησκευτικά, πολύ πριν αναλάβουν την ευθύνη
των φόνων ντόπιες ομάδες που έχουν δηλώσει υποταγή στον αρχηγό του
I.S.I.S. Αμπού Μπακρ αλ Μπαγκντάντι. Η τρομοκρατική αυτή ενέργεια
συνέπεσε χρονικά, και συνέβαλε ουσιαστικά, στην επιτάχυνση συζητήσεων
στη Βουλή (η οποία σχεδόν συστεγάζεται με το μουσείο) για έναν
αντιτρομοκρατικό νόμο, ο οποίος έχει αμφίβολη σχέση με ανθρώπινα και
πολιτικά δικαιώματα. Η διεθνής κοινότητα, μαζί με την κυβέρνηση και
μέρος του πληθυσμού της χώρας, ενώθηκαν με σκοπό την προστασία του
«τυνησιακού λαού» συνολικά αλλά και του τουρισμού (κύρια πηγή εσόδων της
χώρας) από τον θρησκευτικό φανατισμό και τα γεωπολιτικά συμφέροντα που
θεωρείται ότι εξυπηρετεί. Συνοπτικά, λοιπόν, το λεξιλόγιο ανάλυσης αυτών
των γεγονότων αφορά την ακατάσχετη οργή των νεαρών Αράβων, στη
συνύφανση του Ισλάμ ως θρησκείας με τον σκοταδισμό και τη βαρβαρότητα,
και στην (κατά)χρηση των εννοιών του πατριωτισμού και της ασφάλειας για
την εδραίωση αντιδημοκρατικών μέτρων σε μία πρόσφατα χτισμένη
δημοκρατία.
Άλλες ιστορίες της Αραβικής Άνοιξης
Δεν έχω πιο συγκεκριμένες πληροφορίες για
τα προαναφερθέντα γεγονότα, και δεν έχει τύχει να γνωρίσω ώς τώρα
κάποιον από τους νέους και τις νέες που έφυγαν από την Τυνησία (και όπως
μαθαίνουμε, και από πολλές άλλες χώρες, συμπεριλαμβανομένων και της
Γαλλίας και Αγγλίας) για να συμμετάσχουν στον αγώνα του I.S.I.S., είτε
επειδή συμμερίστηκαν το όραμά του, είτε για βιοποριστικούς λόγους (ναι,
είναι αλήθεια ότι το I.S.I.S. πληρώνει αδρά τις υπηρεσίες των μελών του
και αποζημιώνει ακόμη πιο αδρά τις οικογένειες των μαρτύρων του).
Τυχαίνει όμως, μέσα από την έρευνά μου για εκπαιδευτικές δραστηριότητες
με θέμα τον εκδημοκρατισμό και, συγκεκριμένα, τα δικαιώματα και τις
υποχρεώσεις των πολιτών, τα τελευταία δύο χρόνια να έχω πολλές άλλες
εμπειρίες στην Τύνιδα. Αυτές οι εμπειρίες, η δουλειά δεκαετίας που έχω
κάνει στο Μαρόκο με μαθητές σχολείων και σπουδαστές πανεπιστημίων, και η
συνεχής επαφή μου με ακτιβιστές από την Αίγυπτο και τη Λιβύη με έχουν
πείσει ότι η επανάσταση στην Τυνησία και στην ευρύτερη περιοχή έγκειται
και συνεχίζεται κυρίως σε άλλους χώρους, πέρα από εκείνους των
εγκλημάτων όπως το Μουσείο Μπαρντό και μέσω προσώπων άλλων από εκείνα
που απεικονίζονται στα δελτία ειδήσεων ως καταζητούμενοι ή, πιο συχνά,
ως ήδη νεκροί «εχθροί του πολιτισμού και της προόδου». Αυτή η εικόνα που
έχω για την Τυνησία αποκτά ευρύτερο ενδιαφέρον, όχι μόνο γιατί είναι η
«άλλη πλευρά του νομίσματος», αλλά, κυρίως, επειδή δείχνει πιο καθαρά
πόσο πολύπλοκη και πολύπλευρη είναι αυτή η ιστορική στιγμή που
ονομάζουμε «Αραβική Άνοιξη». Η πολυπλοκότητα αυτή, βέβαια, δεν
συνοψίζεται στους όρους θρησκεία, τρομοκρατία, ασφάλεια, και σίγουρα δεν χωράει στους 140 χαρακτήρες μιας αναφοράς στο twitter.
Από το 2013 που επισκέφτηκα την Τυνησία για
πρώτη φορά, και κυρίως από τον Σεπτέμβριο του 2014 που εγκαταστάθηκα
στην Τύνιδα, έχω συναναστραφεί με πάρα πολλούς νέους που δουλεύουν
ασταμάτητα και ακούραστα για τη δημοκρατική μετάβαση της χώρας τους.
Αναφέρομαι σε νεαρούς επαγγελματίες στον χώρο της κοινωνίας των πολιτών,
οι οποίοι οργανώνουν δραστηριότητες κάθε μέρα, κάθε βράδυ και κάθε
Σαββατοκύριακο. Αναφέρομαι επίσης σε ακτιβιστές που ασχολούνται με τις
ενέργειες αυτές παράλληλα με τις σπουδές τους –και πιο συχνά με κόστος
την πρόοδο στις σπουδές τους – ή παράλληλα με άλλη εργασία που τους
προσφέρει τα προς το ζην. Αναφέρομαι σε μαθητές σχολείων που εμπλέκονται
σε εκστρατείες υπεράσπισης διαφόρων σκοπών τα απογεύματα, στις σχολικές
αργίες και στις διακοπές τους. Ανάμεσα στους στόχους τους είναι η
αναγέννηση των πολιτικών κομμάτων μέσα από νέα πρόσωπα που είναι
προετοιμασμένα να συμμετάσχουν σε εκλογικές και κυβερνητικές
διαδικασίες. Είναι επίσης η καταπολέμηση της διαφθοράς σε όλα τα επίπεδα
της οικονομίας και της διάρθρωσης της πολιτείας, η ενημέρωση και η
συμμετοχή όλων των πολιτών ανεξαρτήτως περιοχής, ηλικίας και μόρφωσης
στις εκλογικές διαδικασίες και η απόδοση δικαιοσύνης στα θύματα της
δικτατορίας – κυρίως σε πολιτικούς αντιπάλους θρησκευτικών αλλά και
αριστερών πεποιθήσεων, όπως και σε ολόκληρες περιοχές της χώρας που
αποκλείστηκαν οικονομικά για δεκαετίες λόγω τον αντιρρήσεών τους στο
καθεστώς του Μπουργκίμπα και, κατόπιν, του Μπεν Άλι. Τα εκπαιδευτικά
σεμινάρια που παρακολουθώ εδώ και καιρό αποσκοπούν στην αλλαγή
νοοτροπίας της κοινωνίας, ώστε, μέσω του διαλόγου, να εξομαλυνθούν οι
εντάσεις και να εξισορροπηθούν οι ταξικές διαφορές που εν μέρει
οφείλονται στο άνισο και απαρχαιωμένο εκπαιδευτικό σύστημα και στην
πατριαρχία.
Τα επιρρήματα «ασταμάτητα» και «ακούραστα»
που αποδίδω στους νέους αυτούς δεν είναι ούτε χαριστικά ούτε μεταφορικά.
Τα εργαστήρια επιμόρφωσης που παρακολουθώ απαιτούν από τους εκπαιδευτές
και τους συμμετέχοντες να κάνουν πολύωρα ταξίδια σε όλη τη χώρα. Τις
περισσότερες φορές διαρκούν τρεις με έξι μέρες, από τις 8 το πρωί μέχρι
τις 7 το απόγευμα, και περιλαμβάνουν σκληρή προετοιμασία κατά τη
διάρκεια της νύχτας για την επόμενη ημέρα. Οι εκπαιδευτές παίρνουν ρεπό
από την κανονική τους δουλειά –μερικοί από αυτούς αστειεύονται ότι έχουν
να ξεκουραστούν από το 2011– και οι εκπαιδευόμενοι, ανεξαρτήτως ηλικίας
και επιπέδου, συμμετέχουν ενεργητικά και αφοσιωμένα στις δραστηριότητες
που προβλέπονται. Το κλίμα αυτών των προγραμμάτων, που συχνά
απαρτίζονται από νέους ηλικίας 16 μέχρι (το πολύ) 30, είναι, όπως
περιμένει κανείς, τόσο ώριμο όσο και ανώριμο πρέπει. Οι οργανωτές και οι
συμμετέχοντες προσπαθούν να κατανοήσουν εκ νέου τόσο την φιλοσοφία όσο
και τις πρακτικές απόψεις της εκπαίδευσης, δίνοντας προσοχή στην ισότητα
και τον σεβασμό των διαφόρων απόψεων. Μέσα σε αυτό το κλίμα, διαφωνίες
πεποιθήσεων οι οποίες στην επίσημη πολιτική σκηνή της Τυνησίας έχουν
δικαιολογήσει ανυπολόγιστη γλωσσική, ψυχολογική και σωματική βία,
γίνονται αντικείμενα για συζήτηση και ευκαιρία για προσέγγιση του
«άλλου» μέσω της γνώσης του ως ανθρώπου και πολίτη.
Για παράδειγμα, λίγο μετά τη δολοφονία του
Τσόκρι Μπελαΐντ, ενός αριστερού πολιτικού του λαϊκού Κινήματος των
Δημοκρατικών Αγωνιστών (η οποία χρεώθηκε στο κόμμα Εννάχντα (Ennahda)
που υποστηρίζει την ίδρυση ενός δημοκρατικού κράτους με θρησκευτικό
χαρακτήρα), ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα αφιερωμένο στην τεχνική της
δημόσιας συζήτησης (debate) οργάνωσε μια τέτοια δημόσια συζήτηση μεταξύ
νεαρών μελών διαφόρων κομμάτων στην πόλη Σφαξ. Όταν οι εκδηλώσεις για
την εργατική Πρωτομαγιά στην πόλη στράφηκαν εναντίων των υποστηρικτών
του Εννάχντα και περικύκλωσαν το κτίριο που στέγαζε την εν λόγω
συζήτηση, οι συμμετέχοντες του προγράμματος από άλλα κόμματα
προσφέρθηκαν να συνοδεύσουν τα μέλη του Εννάχντα στα σπίτια τους
προστατεύοντάς τα από την οργή των διαδηλωτών. Αυτή η ιστορία αλλά και
χιλιάδες άλλες παρόμοιες ιστορίες ηχούν έντονα στους κύκλους των νέων
αυτών όταν συζητούν με πάθος τις εμπειρίες τους με χρηματοδότες,
δημοσιογράφους και τα διάφορα όργανα της κυβέρνησης (που κυρίως τους
δυσκολεύουν τη ζωή) ή όταν χαλαρώνουν στο τέλος μιας εξοντωτικής μέρας
με έναν καφέ, ένα τσιγάρο ή μια μπίρα.
Νέες ευκαιρίες και νέες προκλήσεις
Η εικόνα, φυσικά, είναι κάθε άλλο παρά
ρόδινη. Εκτός από αυτές τις ενθαρρυντικές ιστορίες που τους δίνουν
περαιτέρω επιχειρήματα, κουράγιο και ευχαρίστηση, οι συζητήσεις τους
αναφέρονται σε όλες τις προκλήσεις στις οποίες καλούνται να απαντήσουν,
προκλήσεις που αυτοί –όπως κι εμείς οι ίδιοι άλλωστε– δεν έχουν
κατανοήσει ακόμα πλήρως ή στις οποίες δεν μπορούν ακόμα να βρουν
ικανοποιητικές λύσεις. Μία από αυτές αφορά τον τρόπο διαπραγμάτευσης των
ευκαιριών που τους δίνει η διεθνής προβολή του τυνησιακού
εκδημοκρατισμού: για παράδειγμα, ευκαιρίες για χρηματοδότηση και
υλοποίηση ιδεών όσο και για κατάρτιση των ιδίων, οι οποίες συνοδεύονται
από τις γεωπολιτικές και πολιτισμικές φιλοδοξίες άλλων κρατών από την
Αμερική ώς το Κατάρ. Η διαπραγμάτευση αυτή γίνεται με αρκετές
υποχωρήσεις από τη μεριά των νεαρών Τυνήσιων αλλά και με χιούμορ και
τεχνάσματα όπως η χρήση του σέξι όρου ανάπτυξη ικανοτήτων σε
κάθε αίτηση χρηματοδότησης που υποβάλλουν.
Παρόμοιες τεχνικές και
χιούμορ επιδεικνύουν και σε διεθνή συνέδρια στο οποία συμμετέχουν ως
«νέοι ηγέτες», και στα οποία βετεράνοι της δημοκρατίας από δυτικές χώρες
τούς «εισάγουν» στις αξίες της δημοκρατίας, όπως o πλουραλισμός και η
ανοχή στη διαφορετικότητα – αξίες που υποτίθεται ότι είναι
θεσμοθετημένες και σεβαστές στις δυτικές χώρες.
Μία άλλη σοβαρή πρόκληση είναι η πεποίθηση
ότι αυτή η υποστήριξη έχει ημερομηνία λήξης κι ότι πρέπει να
δημιουργηθούν πιο σταθερές κοινωνικές δομές, οι οποίες θα συνεχίσουν το
έργο της πολιτικής και κοινωνικής αλλαγής της χώρας: πώς θα βρεθούν
τέτοιες ευκαιρίες σε ένα κλίμα σκληρού ανταγωνισμού μεταξύ κομμάτων που
εκμεταλλεύονται τις πολιτισμικές ανησυχίες του πληθυσμού (όπως ποια
είναι η θέση της θρησκείας στην κοινωνική ζωή και στη δομή του κράτους,
και πώς συνδέεται ένα παρελθόν το οποίο τώρα αρχίζει να γνωρίζεται με το
μέλλον;) για να εδραιώσουν τη θέση τους στην εξουσία; Και μάλιστα τη
στιγμή που το ίδιο κράτος αναδομείται με τις αρχές του φιλελευθερισμού,
δίνοντας τη σκυτάλη των αποφάσεων όχι στην (επιτέλους) δημοκρατική
κυβέρνηση –με όλα τα αναμενόμενα προβλήματα– αλλά στη διεθνή αγορά που
είναι αμφίβολο ότι ενδιαφέρεται για τον εκδημοκρατισμό, εφόσον
συνεργάστηκε επιτυχημένα και με το προηγούμενο καθεστώς.
Περί πολιτικής οικονομίας
Παράλληλα, το θέμα της οικονομίας είναι
κρίσιμο για τους νεαρούς αυτούς επαγγελματίες και ακτιβιστές, για τρεις
βασικούς λόγους. Ο πρώτος και απλούστερος είναι ότι οι ίδιοι
συντηρούνται χρηματικά από αυτά τα διεθνή κονδύλια. Και δεν μιλάμε
βέβαια για μία ελίτ που αλλιώς θα περνούσε τις μέρες της σε πολυτελείς
ντίσκο και θέρετρα, ή έστω σε φιλανθρωπικές εκδηλώσεις οργανωμένες από
τις επιχειρήσεις των γονιών τους, αλλά για ανθρώπους από όλα τα
κοινωνικά στρώματα που είδαν στην επανάσταση όχι μόνο μια κοινωνική
αποστολή, αλλά κι έναν προσωπικό δρόμο κοινωνικής ένταξης. Μερικοί από
αυτούς, μάλιστα, δουλεύουν εδώ και τέσσερα χρόνια απλήρωτοι, με την
ελπίδα ότι θα απορροφηθούν στην κοινωνία των πολιτών ή στην υπόλοιπη
αγορά εργασίας στο κοντινό μέλλον. Σε μια χώρα με ποσοστό ανεργίας
σταθερά πάνω από 30% πριν και μετά την επανάσταση, τέτοιου είδους
φιλοδοξία είναι όχι μόνο αναμενόμενη αλλά και απαραίτητη.
Ο δεύτερος λόγος είναι ότι δεν
εμπιστεύονται το κράτος με το οποίο τώρα καλούνται να συνεργαστούν σε
πιο μακροπρόθεσμα σχέδια. Έχουν, βέβαια, πολλούς σοβαρούς λόγους να
είναι σκεπτικοί: πάνω απ’ όλα, η πολιτική σκηνή της χώρας υποστηρίζεται
από την οικονομική ολιγαρχία του παρελθόντος, η οποία είναι συνυφασμένη
με την οικονομική εκμετάλλευση και διαφθορά, αλλά και με τον αποκλεισμό
των νέων από τη λήψη αποφάσεων για τη δημιουργία ενός δικαιότερου
οικονομικού συστήματος. Αυτό το καινούριο σύστημα θα μπορούσε να είναι
το αποτέλεσμα είτε της συμβολής τους σε νέα πολιτικά κινήματα είτε της
ουσιαστικής μεταρρύθμισης του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος (που εδώ
και καιρό λειτουργεί σαν όργανο αναπαραγωγής ανέργων) ή και των δύο. Το
αίσθημα αδυναμίας που προκύπτει από την ανεργία εντείνεται μέσα στην
κοινωνικά αποδεκτή πατριαρχία, που είναι ανεξάρτητη από θρησκευτικές
πεποιθήσεις και που κάνει, ακόμα και μέσα στους πιο προοδευτικούς
κύκλους, τους νεαρούς Τυνήσιους να σωπαίνουν, τόσο άνδρες όσο και
γυναίκες, που απαιτούν την ελεύθερη έκφραση και υπεράσπιση των απόψεών
τους.
Ο τρίτος λόγος, που μας επαναφέρει στα
επεισόδιο στο Μουσείο του Μπαρντό, το οποίο πραγματικά συντάραξε την
εγχώρια κοινωνία, αφορά τη συστηματική βία ενός κράτους δίχως πρόνοια
για τους πιο περιθωριοποιημένouς πολίτες του. Η μακροχρόνια πολιτική βία
προς τους λεγόμενους ισλαμιστές και αριστερούς έχει βαθιές οικονομικές
συνέπειες, οι οποίες όμως ωχριούν μπροστά στην οικονομική βία που
ασκείται σε φτωχές γειτονιές δίχως νερό, δρόμους, σχολεία, γιατρούς και
προοπτικές για εργασία. Σε αυτές τις γειτονιές, σε πόλεις και χωριά,
όπου στο παρελθόν το πρόσωπο του κράτους ήταν –κι ακόμα δεν έχει
καταφέρει να αλλάξει– η αστυνομία, το εγχείρημα που τώρα ορίζεται ως
I.S.I.S. (και προηγουμένως ως Αλ Κάιντα και ούτω καθεξής), κερδίζει όλο
και πιο πολύ έδαφος, μια και φαίνεται ότι προσφέρει όχι απλώς ένα
εναλλακτικό σχέδιο, αλλά το μόνο σχέδιο οικονομικής επιβίωσης
και ένταξης σε ένα κοινωνικό σύνολο. Επειδή ακριβώς πολλοί από τους
νέους με τους οποίους συνομιλώ γνωρίζουν από κοντά μία ή και
περισσότερες ιστορίες γι’ αυτούς τους άλλους Τυνήσιους νέους –τα πρόσωπα
των οποίων βλέπουμε όλοι στα δελτία ειδήσεων και στο facebook μετά από
επεισόδια σαν το Μπαρντό–, προσπαθούν με νύχια και με δόντια να
εκμεταλλευτούν οποιαδήποτε χρονική και οικονομική ευκαιρία τους έχει
δοθεί για να χτίσουν κάτι διαφορετικό από αυτό πού τους κληροδότησε η
προηγούμενη γενιά. Συνομιλούν έντονα με αυτή τη γενιά, από τα έδρανα της
Βουλής μέχρι το οικογενειακό τραπέζι του σπιτιού τους με πολύ θάρρος
(και κάποιο θράσος) για το νόημα των δικαιωμάτων, των πεποιθήσεων και
των οραμάτων.
Αν μου ζητούσαν, λοιπόν, να περιγράψω την
Τύνιδα σήμερα και την πορεία της Αραβικής Άνοιξης πέντε χρόνια μετά, θα
εντόπιζα την περιγραφή μου όχι στα επεισόδια του Μπαρντό αλλά σε αυτές
τις έντονες συνομιλίες ανάμεσα στα πιο ανήσυχα, ενεργητικά και
δημιουργικά στρώματα της τυνησιακής κοινωνίας.
http://chronosmag.eu
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου