ΑΛΛΑΓΗ EMAIL

Οι φίλοι αναγνώστες μπορεί να στέλνουν τα μηνύματά τους στο εμέηλ gmosxos1@hotmail.com στο οποίο θα προτιμούσε ο διαχειριστής να τα λαμβάνει. Παράλληλα άνοιξε και ισχύει πάλι το εμέηλ gmosxos23.6.1946@gmail.com το οποίο μπορείτε να χρησιμοποιείτε σε περίπτωση που αδυνατείτε να κάνετε χρήση του hotmail.com
ΤΗΛ. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 6938.315.657 & 2610.273.901

Σάββατο 25 Μαΐου 2019

Έφυγε στα 90 του, ο Αθηναίων λαϊκός παλαιστής Σαμψών


Τα ξημερώματα του Σαββάτου, περιστοιχισμένος από τα παιδιά του ο θρυλικός μασίστας Γιάννης Κεσκελίδής ή Κεσκιλίδης


Τον θυμάμαι στην πλατεία μπροστά στο Δημαρχείου Αθήνας, την πλατεία Κοτζιά. 

Εκεί στη δεκαετία του '70 με απλωμένα τα σύνεργά του καταγής, να διαλαλεί τα κατορθώματά του, που σε λίγο θα παρουσιάσει.

Διάσημος μεν, φτωχός δε. Πάλευε για τον επιούσιο. Με τα σφυριά, τη βαριοπούλα, τις κοτρώνες, που έπρεπε να σπάσουν πάνω στο κεφάλι του, κι αυτός να καλεί κάποιον από το κοινό να αναλάβει το έργο αυτό. Και ο Σαμψών, αφού βρισκόταν ο πρόθυμος να αρχίσει το έργο της... διάλυσης των βράχων, πάνω στο κεφάλι του Πόντιου των λαϊκών δρόμενων, να τον συμβουλεύει:

Σιγά αδελφέ, θα σπάσει ο βράχος, αλλά μην σπάσει και το κεφάλι μου, προσοχή!

Και μεις να σχολιάζουμε απέξω, από τον κύκλο των θεατών:

-Μάρκα είναι ο τύπος. Δείτε πως μας παραμυθιάζει!

Κι εκεί που τα λέγαμε αυτά, νάσου κι ο βράχος να ανοίγει κάτω από το βάρος του χτυπήματος με την βαριοπούλα.

Κι αυτός, ο Κεσκελίδης, σωστός Σαμψών, να σηκώνεται από τα γόνατα που ήταν καθισμένος, για το σμπαράλιασμα του βράχου, να τινάζει τα μαλλιά του από τα τρίμματα και να ετοιμάζεται χαμογελαστός για το επόμενο νούμερο.

Κι ως τότε  να έρχεται γύρα ο δίσκος για την συλλογή του επιούσιου σε εκατόδραχμα, πενηντόδραχμα ή ακόμη και πιο λιανά.


Αλυσίδες, καραβόσχοινα για δέσιμό του, ελατήρια και ότι φανταστεί ο νους κάθε ανθρώπου, γίνονταν αντικείμενο της δύσκολης εργασίας για την επιβίωση του Σαμψών. Γιατί όπως συχνά, όταν του έσπαζαν τα βράχια στο κεφάλι του, ή όταν του άφηναν από ψηλά το μαχαίρι με την αιχμηρή μύτη, πάνω στην κοιλιά του, ο ίδιος υπενθύμιζε: Σιγά αδερφέ, σιγά, έχω και παιδιά!


Σήμερα το χάραμα, ο Σαμψών ή Γιάννης Κεσκελίδης ή Κεσκιλίδης όπως είναι το πραγματικό του όνομα άφησε την τελευταία του πνοή στις 6.15, ξημερώματα του Σαββάτου (της 25-5-2019), από ανακοπή καρδιάς στο νοσοκομείο «Αγία Όλγα» όπου νοσηλευόταν προσβεβλημένος από πνευμονία.


Ο Γιάννης Κεσκελίδης ή Κεσκιλίδης, γεννημένος στην Καλαμαριά στις 5 Ιουνίου 1929, πιο γνωστός ως "Σαμψών", ήταν παλαίμαχος Έλληνας πρωτοπαλαιστής και μασίστας.

Προέρχεται από οικογένεια ποντίων οι οποίοι έφθασαν και εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα ύστερα από τη Μικρασιατική Καταστροφή του 1922. Όταν ήταν ακόμα σε μικρή ηλικία η οικογένεια του μετακόμισε στην Αθήνα όπου ασχολήθηκε από μικρός με τον αθλητισμό, καθώς εντάχθηκε στο δυναμικό του Πειραϊκού Συνδέσμου, ως αθλητής ελευθέρας πάλης.

Τα επόμενα χρόνια διακρίθηκε σε σωρεία διοργανώσεων στη χώρα και στο εξωτερικό, ενώ από τη δεκαετία του '50 ασχολήθηκε με αγώνες επιδείξεως της τεράστιας δύναμής του σε ανοικτούς χώρους (πλατείες, πάρκα κλπ) δίνοντας παραστάσεις που τον κατέστησαν πάρα πολύ δημοφιλή, έως του σημείου από πολλούς να χαρακτηρισθεί σαν «λαϊκός ήρωας».

12-7.jpg

Έχασε τη γυναίκα του κι άλλαξε η ζωή του!


Το σπινθηροβόλο βλέμμα του υπερήλικα Γιάννη Κεσκιλίδη ήταν το μόνο που θύμιζε τον θρυλικό Σαμψών, που με τους άθλους του μεγάλωσαν γενιές και γενιές.

«Νιώθω μοναξιά... Από τότε που έχασα τη γυναίκα μου, το στήριγμά μου, αφέθηκα. Ζω για να ζω. Η μόνη παρηγοριά μου πλέον είναι τα παιδιά και τα εγγόνια μου. Νοσταλγώ όσα έζησα όταν ο κόσμος με χειροκροτούσε στις αλάνες και τις πλατείες. Με αγάπησε ο κόσμος και τον αγάπησα πολύ. Όλα αυτά, όμως, είναι παρελθόν. Πλέον... σιωπή» είχε πει με τα μάτια του να δακρύζουν.

«Για μένα το χειροκρότημα ήταν τα πάντα. Ηταν μια δικαίωση και μια αναγνώριση. Ο κόσμος με λάτρεψε. Γύρισα όλη την Ελλάδα δεκάδες φορές, προσφέροντας θέαμα. Το ίδιο γύρισα και την Ανατολή. Πήγα παντού. Πόνεσα, μάτωσα, έσπασα σπόνδυλο, όμως άντεξα γιατί έπρεπε να επιβιώσει η οικογένειά μου.

Πλέον, κλείστηκα σπίτι. Δεν αντέχω...» έλεγε με τα μάτια του να χαμηλώνουν σχεδόν βουρκωμένα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: