Του
ΟΜΗΡΟΥ ΤΑΧΜΑΖΙΔΗ(*)
Στην
Θεσσαλονίκη πολλοί άνθρωποι, κυρίως από το χώρο των κάθε λογής λογίων, θεωρούν
ότι η Αθήνα, γενικώς και αορίστως, υπερτερεί έναντι των άλλων πόλεων της χώρας
και αποπνέει ένα είδος κοσμοπολιτισμού και ανοίγματος προς τον κόσμο.
Αμφιβάλλω. Στην πραγματικότητα στην Θεσσαλονίκη αποκαλύπτονται τα αδιέξοδα και
οι αδυναμίες του ελληνικού κοινωνικού
σχηματισμού, ενώ στην Αθήνα συγκαλύπτονται χωρίς, μάλιστα, πάντοτε την αναγκαία
επιδεξιότητα.
Έτσι η μεγαλοστομία, το πληθωρικό και πομπώδες δεν μπορούν να
συγκαλύψουν το βάθος του αττικού επαρχιωτισμού σε όλες τις εκφάνσεις του
δημόσιου βίου και ας συμπεριφέρονται οι διάφοροι πάτρωνες του κλεινού άστεως ως
αποικιοκράτες αφέντες προς την υπόλοιπη χώρα:
η διάγνωση αφορά τα καθημερινά και τετριμμένα, από το ποδόσφαιρο και την
εμπορική μουσική, έως την πολιτική και τον περίφημο υψηλό πολιτισμό και τις
εκφάνσεις του – η πατρωνία έχει τη δική της παραγωγική location,
κάτι που αποφεύγει επιμελώς να θίξει η εγχώρια διανόηση, εφόσον η ίδια
κατοικοεδρεύει στην συντριπτική της πλειονότητα σε αυτήν.
Έτσι όλη η Ελλάδα
εκφράζεται πλέον, άλλοτε επιδέξια, άλλοτε αδέξια, με τα ιδιώματα της βαθειάς
επαρχίας του Λεκανοπεδίου: οι πομφόλυγες της φιλελεύθερης ιδεοπληξίας, η
ανερμάτιστη επαναστατική ρητορεία εκπροσώπων ενός άρριζου μικροαστισμού, η
βλακώδης απανθρωπία της νεοχιτλερικής καρικατούρας, η χλιαρότητα μιας
κακοφορμισμένης, υποκριτικής και διαβρωτικής, μετριοπάθειας ως μέσο επιβίωσης σε ένα τρισάθλιο πολιτικό και
κοινωνικό περιβάλλον, η δειλία της σύνολης κοινωνικής συνειδήσεως, το μίσος
απέναντι στο απτό και το συγκεκριμένο εκπορεύονται από τα έγκατα της αττικής επαρχίας.
Αυτό το
περιφερόμενο πολύχρωμο τσίρκο δίνει τους ρυθμούς στο βηματισμό των
υποσυστημάτων της ελληνικής κοινωνίας και τα οδηγεί καθημερινώς από το ένα
αδιέξοδο στο άλλο προετοιμάζοντας την ολική υποταγή της χώρας στους ξένους.
Στο
εξής σε κάθε δημόσια αναφορά “σωτηρίας”, η οποία έρχεται από το βάθος του
αττικού καθεστώτος θα πρέπει να προσθέτουμε και την προειδοποίηση: Προσοχή
κίνδυνος! Δεν θεωρούμε ότι υπάρχουν γενικώς και αορίστως κακές προθέσεις, αλλά
ότι οι ποικιλώνυμοι εκπρόσωποι του καθεστώτος περιστρέφονται τόσο φιλάρεσκα γύρω
από τον αττικό εαυτό τους, ώστε αδυνατούν να αντιληφθούν τα προφανή. Και από
κοντά τους οι κάθε λογής πρόθυμοι της υπόλοιπης αποικίας, οι οποίοι συνδέουν
την τύχη και την σταδιοδρομία τους με την υποταγή στον πολιτισμό καρικατούρα
της πρωτεύουσας: στα γράμματα, στην πολιτική, στον αθλητισμό.. Ο πιο σημαντικός
δίαυλος διάχυσης των βασικών συμπεριφορών του αττικού επαρχιωτισμού σε όλη τη
χώρα είναι ο κόσμος των πανεπιστημίων και του κομματικού συστήματος (με όλα τα
παρακλάδια του).
Ένα
λαμπρό παράδειγμα αυτού που ονομάζω αττικό επαρχιωτισμό ήταν και το “παζάρι”
βιβλίου – 45ο Φεστιβάλ Βιβλίου, σύμφωνα με τους διοργανωτές του –
που άρχισε στις 2 Σεπτεμβρίου και έληξε την Κυριακή 18 Σεπτεμβρίου 2016 στην
Αθήνα. Δε θα καταγράψω τις εντυπώσεις μου, ούτε τις επικρίσεις μου επειδή δεν
υπάρχει κανένα ουσιαστικό σημείο επαφής για κριτική και αντιπαράθεση. Πρόκειται
για μια κωμικοτραγική διοργάνωση. Δυστυχώς όμως και για έναν ακόμη καθρέπτη των
κοινωνικών μας αδιεξόδων.
Ενδιαφέρον,
ωστόσο, έχει ο τρόπος με τον οποίο παρουσιάζουν οι εκπρόσωποι του αττικού
καθεστώτος την αθλιότητα και τον εμπαιγμό των ανθρώπων που εξακολουθούν, σε
πείσμα των καιρών, να έχουν την περίεργη συνήθεια να απολαμβάνουν την ανάγνωση.
Στο έντυπο του 45ου Φεστιβάλ Βιβλίου δημοσιεύεται και ο “χαιρετισμός του προέδρου του Ελληνικού
Ιδρύματος Πολιτισμού” Κωνσταντίνου Τσουκαλά. Το φετινό φεστιβάλ
πραγματοποιήθηκε υπό την αιγίδα του συγκριμένου ιδρύματος, οπότε ο πρόεδρός του
ήταν υποχρεωμένος να γράψει αυτός ή οι συνεργάτες του έναν χαιρετισμό στο
επίσημο έντυπο του φεστιβάλ. Το τελευταίο, κατά τα γραφόμενα, αποτελεί “τυπικό παράδειγμα πολιτιστικού θεσμού για
την πόλη της Αθήνας”. Εάν, όμως, το συγκεκριμένο φεστιβάλ αποτελεί
χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτιστικού θεσμού, θα πρέπει να ανησυχούμε προφανώς
και για τους υπόλοιπους. Δύο χαρακτηριστικά καθιστούν “θεσμό” ένα φεστιβάλ: από
τη μία το γεγονός ότι “διοργανώνεται
αδιαλείπτως για πολλά χρόνια και αφετέρου [ότι] έχει κατορθώσει, με το πέρασμα του καιρού, να ριζώσει στην κοινωνία και
να αποτελεί σημείο αναφοράς για τους πολίτες”.
Η
ρίζωση στην κοινωνία προκύπτει, σύμφωνα με την ρητορεία του προέδρου του
Ελληνικού Ιδρύματος Πολιτισμού, από την επίσκεψη των πληθών στο χώρο του
φεστιβάλ: “Δεν είναι τυχαίο ότι επί
δεκαετίες έχουν επισκεφθεί το φιλόξενο χώρο του εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπων”.
Μεγαλύτερο, ωστόσο, ενδιαφέρον θα είχε μια κάποια αναφορά στα ποσοστά χρήσης των βιβλιοθηκών του
Λεκανοπεδίου, δημοτικών και πανεπιστημιακών, για να δούμε πράγματι “πόσα απίδια χωράει ο σάκος”. Είμαι
σίγουρος ότι θα γελούσε το χείλι του κάθε πικραμένου, που ισοπεδώνεται
καθημερινά στην νεοελληνική πολιτιστική συνθήκη και βομβαρδίζεται, συν τοις άλλοις,
από τόσο χυδαίες μορφές παραπληροφόρησης και αποπροσανατολισμού. Προφανώς και
δεν αγνοεί ο καθεστωτικός Κωνσταντίνος Τσουκαλάς τη σχέση των συμπολιτών του με
το βιβλίο, αλλά αυτό δεν τον εμποδίζει να διατυπώσει δημοσίως την άποψη ότι
στόχος του κακοστημένου παζαριού στο Ζάππειο είναι “η
προώθηση της πολιτιστικής δημιουργίας τόσο εγχώρια όσο και στο εξωτερικό”.
Και, φυσικώς, από τη ρητορεία του δεν απουσιάζει η εθνική πτωχοαλαζονεία ως
μέσο κάλυψης της πολιτιστικής υποεκπροσώπησης των λογίων του τόπου στα κρίσιμα
και ουσιώδη των καιρών: “Άλλωστε, σήμερα
περισσότερο από οποτεδήποτε άλλοτε, ο πολιτισμός αποτελεί το μείζον εθνικό μας
>προϊόν<, το μείζον εθνικό μας πλεονέκτημα”.
Η
απογείωση της αυτοϊκανοποίησης ως μέσο εθνικού αφιονισμού και πνευματικής
αποβλάκωσης.
Στο
ίδιο μήκος κύματος και η πρόεδρος της Ελληνικής Εθνικής Επιτροπής της Unicef
Σοφία Τζιτζίκου, σύμφωνα με την οποία το Φεστιβάλ στο Ζάππειο προσέφερε “μια φωτεινή όαση πολιτισμού στους ζοφερούς
καιρούς μας”. Δε θα σχολιάσω το υπόλοιπο κείμενο του χαιρετισμού, διότι
σέβομαι τον οργανισμό και το έργο του, αλλά καλά θα είναι να αποφεύγονται
ανιστόρητες υπερβολές για το βιβλίο (“πολύτιμη
>σκυτάλη< μας στη μεταλαμπάδευση της γνώσης εδώ και χιλιάδες [sic!]
χρόνια…”) προς χάρη μιας λανθασμένης
αντίληψης δημοσίων σχέσεων.
Ο
πρόεδρος του Οργανισμού Πολιτισμού Αθλητισμού και Νεολαίας του δήμου Αθηναίων
Χρήστος Τεντόμας διαβεβαιώνει μέσα από το έντυπο του φεστιβάλ, ότι ο οργανισμός θα συνεχίσει
να στηρίζει “τέτοιου είδους διαχρονικούς
θεσμούς” και δεν παραλείπει να σημειώσει ότι οι βιβλιοθήκες του δήμου “προβάλλουν και προωθούν την πολιτιστική
κληρονομιά του τόπου”. Και αποκορυφώνει τον χαιρετισμό του καλώντας τους
πολίτες να συμμετέχουν στη γιορτή του βιβλίου και να επισκεφτούν τις
βιβλιοθήκες του δήμου, ώστε να αποτελέσουν “κομμάτι
της μεγάλης βιβλιοφιλικής κοινότητας [sic!] της Αθήνας”, “διότι, τέτοιες διοργανώσεις [όπως το
φεστιβάλ βιβλίου.σ.σ.] είναι που καθιστούν την πόλη κέντρο Πολιτισμού και
αστικό περιβάλλον εικαστικής και καλλιτεχνικής έκφρασης”.
Κάτι
προσπαθεί να πει ο ποιηματίας, αλλά δεν είναι τόσο σαφές…
Θα
ήταν παράλειψη να μην αναφερθώ και στον Γρηγόρη Πλαστάρα, πρόεδρο του Συνδέσμου
Εκδοτών Βιβλίου (Σ.ΕΚ.Β.), στον οποίο οφείλεται, κυρίως, η διοργάνωση του
φεστιβάλ. Και αυτός δεν ξέφυγε από τις γενικολογίες και από εκείνον το στόμφο
που προσπαθεί να προσδώσει αξία στο ασήμαντο: “Είναι μια ανοιχτή πρόσκληση-πρόταση επικοινωνίας, ένα αίτημα ανταλλαγής
θέσεων και απόψεων αναφορικά με τα φλέγοντα ζητήματα πνευματικού και κοινωνικού
χαρακτήρα”. Κατά την κρίση μου θα αρκούσε η διοργάνωση ενός ικανού
εμπορικού συμβάντος σε μια πόλη με πέντε εκατομμύρια κατοίκους, αντί να βαυκαλιζόμαστε
με κορώνες περί πνεύματος και κοινωνίας. Οι υπόλοιπες φλυαρίες αν δεν είναι
απόρροια αφέλειας, είναι κομμάτι ύποπτες. Μόνο το ειρωνικό μειδίαμα εκείνου που
έχει κάποια υποτυπώδη σχέση με το βιβλίο μπορεί να προκαλέσουν φράσεις σαν την
ακόλουθη: “Έχοντας επίγνωση ότι το καλό
βιβλίο, ως εκ της φύσεώς του, πάντα διαφεύγει από τον στενό εμπορικό χαρακτήρα
του, θέλουμε και επιδιώκουμε κάθε χρόνο το Φεστιβάλ Βιβλίου να αποτελεί μια
όαση και πρόταση πολιτισμού για την πόλη μας»
“Πρόταση
πολιτισμού”, “καλό βιβλίο” λεκτικά
ιδεολογικά σχήματα τα οποία φενακίζουν την πραγματικότητα, εξαπατούν τους
πολίτες και αποπροσανατολίζουν από τις αναγκαίες στοχεύσεις μιας επαρκούς
πολιτικής πολιτισμού και μιας ικανής πολιτικής προώθησης του βιβλίου… Να
σημειωθεί ότι είναι μια παλιά αθηναϊκή διαπίστωση πως όποιος εξαπατάει τον
εαυτό του, μεταφέρει συνεχώς μαζί του τον απατεώνα.
Κάθε
πόλη έχει το φεστιβάλ βιβλίου (και τον πολιτισμό) που της αξίζει. Και επειδή
θεωρώ ότι δεν αξίζει τέτοιο φεστιβάλ βιβλίου στην πρωτεύουσα του ελληνικού
κράτους, νομίζω ότι είναι προτιμότερο, σχεδόν λυτρωτικό, να καταργηθεί ο
συγκεκριμένος “θεσμός” του κατασπαταλημένου χρήματος.
Σε
άλλες κατευθύνσεις θα πρέπει να αναζητηθεί διέξοδος για το βιβλίο και να
ανιχνευθεί το πιθανό μέλλον του πολιτισμού
μας.
(*) Ο Όμηρος
Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της «Σοσιαλιστικής Προοπτικής»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου