ΑΛΛΑΓΗ EMAIL

Οι φίλοι αναγνώστες μπορεί να στέλνουν τα μηνύματά τους στο εμέηλ gmosxos1@hotmail.com στο οποίο θα προτιμούσε ο διαχειριστής να τα λαμβάνει. Παράλληλα άνοιξε και ισχύει πάλι το εμέηλ gmosxos23.6.1946@gmail.com το οποίο μπορείτε να χρησιμοποιείτε σε περίπτωση που αδυνατείτε να κάνετε χρήση του hotmail.com
ΤΗΛ. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 6938.315.657 & 2610.273.901

Τρίτη 30 Σεπτεμβρίου 2014

Ευκλείδης Τσακαλώτος: Τα μνημόνια είναι καθεστώς που πρέπει να ανατραπεί

Φωτογραφία αρχείου, από ομιλία προεκλογικά τον Μάη του 2012 στην Πάτρα.



Μπορεί να σταθεί μια κυβέρνηση τόσο πιστή στα μνημόνια σε μια κοινωνία και μια οικονομία τόσο εξουθενωμένη, όπως η ελληνική; Πόσο πειστική μπορεί να είναι η εξαγγελία της ότι «βγαίνουμε από το μνημόνιο» ή η τρομοκράτηση των πολιτών; Ποτέ, ίσως, οι πολιτικές εξελίξεις δεν είχαν τόσο μεγάλη εξάρτηση από την οικονομική πραγματικότητα μιας χώρας. Τι πιο φυσικό να αναζητήσουμε τις απαντήσεις σε μια συζήτηση με έναν οικονομολόγο όπως ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.


-Η κυ­βέρ­νη­ση εί­χε καλ­λιερ­γή­σει συ­γκε­κρι­μέ­νες προσ­δο­κίες α­πό τη συ­νά­ντη­ση Μέρ­κελ – Σα­μα­ρά. Πώς κρί­νε­τε τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα της συ­νά­ντη­σης. Δι­καιώ­θη­καν αυ­τές οι προσ­δο­κίες;

Αν μπο­ρού­με να συ­νο­ψί­σου­με σε λί­γες γραμ­μές τη στρα­τη­γι­κή των δύο πλευ­ρών, θα λέ­γα­με ό­τι ο Σα­μα­ράς ε­πι­διώ­κει να κερ­δί­σει κά­ποιες πα­ρα­χω­ρή­σεις α­πό τη Μέρ­κε­λ, ώ­στε να ε­πι­τευ­χθεί πιο εύ­κο­λα οι­κο­νο­μι­κή και πο­λι­τι­κή στα­θε­ρο­ποίη­ση, ε­νώ η Μέρ­κελ πε­ρι­μέ­νει πρώ­τα τη στα­θε­ρο­ποίη­ση και στη συ­νέ­χεια να συ­ζη­τή­σει για τυ­χόν πα­ρα­χω­ρή­σεις. Αυ­τή η δια­φο­ρά προ­τε­ραιο­τή­των δεν φαί­νε­ται να άλ­λα­ξε στην πρό­σφα­τη συ­νά­ντη­ση. Δεν γνω­ρί­ζου­με, βέ­βαια, αν υ­πήρ­ξε τε­λι­κά, σε ε­πι­μέ­ρους το­μείς έ­στω, κά­ποιου εί­δους συμ­φω­νία. Σε κά­θε πε­ρί­πτω­ση, ο χρό­νος λι­γο­στεύει για την κυ­βέρ­νη­ση, η ο­ποία θα βρε­θεί σε πο­λύ δύ­σκο­λη θέ­ση αν αυ­τή η δια­φο­ρά δεν γε­φυ­ρω­θεί ά­με­σα. Δεν εί­ναι μό­νο ό­τι ό­λα τα προ­η­γού­με­να, αλ­λά και τυ­χόν νέα, μέ­τρα εί­ναι δύ­σκο­λο να στα­θούν σε μια τό­σο ε­ξα­σθε­νη­μέ­νη οι­κο­νο­μία και κοι­νω­νία. Εί­ναι και το γε­γο­νός ό­τι και οι ί­διοι οι βου­λευ­τές τής συ­γκυ­βέρ­νη­σης, βλέ­πο­ντας το α­διέ­ξο­δο, θα δυ­σκο­λεύο­νται ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο να τα υ­πο­στη­ρί­ξουν. Γι’ αυ­τό ε­κτι­μού­με ό­τι η προ­ε­δρι­κή ε­κλο­γή μπο­ρεί να α­πο­τε­λέ­σει έ­να α­νυ­πέρ­βλη­το ε­μπό­διο για αυ­τήν.

-Ο πρω­θυ­πουρ­γός ι­σχυ­ρί­ζε­ται ό­τι το Μνη­μό­νιο τε­λειώ­νει και το ΔΝΤ εί­ναι έ­τοι­μο να α­πο­χω­ρή­σει. Ισχύει κά­τι τέ­τοιο;

Όπως λέ­νε και οι Άγγλοι, αν το πι­στεύεις αυ­τό, εί­σαι δια­τε­θει­μέ­νος να πι­στέ­ψεις ο­τι­δή­πο­τε!  Ας δού­με πρώ­τα το τυ­πι­κό μέ­ρος. Μέ­χρι να ξε­πλη­ρω­θεί το 75% των δα­νείων που έ­χου­με λά­βει στα πλαί­σια του προ­γράμ­μα­τος στή­ρι­ξης, η χώ­ρα θα βρί­σκε­ται σε κα­θε­στώς ε­νι­σχυ­μέ­νης ε­πο­πτείας. Αυ­τό προ­κύ­πτει α­πό την ευ­ρω­παϊκή νο­μο­θε­σία και δη­μιουρ­γεί έ­ναν α­σφυ­κτι­κό κλοιό για την ελ­λη­νι­κή οι­κο­νο­μία σε βά­θος αρ­κε­τών δε­κα­ε­τιών, α­κό­μα κι αν δεν λά­βου­με κα­νέ­να νέο δά­νειο α­πό τώ­ρα και στο ε­ξής. Αλλά υ­πάρ­χει και το ου­σια­στι­κό μέ­ρος. Το Μνη­μό­νιο δεν α­πο­τε­λεί έ­να κομ­μά­τι χαρ­τί με η­με­ρο­μη­νία λή­ξης. Πε­ρι­λαμ­βά­νει χι­λιά­δες νό­μους, ε­γκυ­κλίους και υ­πουρ­γι­κές α­πο­φά­σεις, που στα­δια­κά ξε­δι­πλώ­νο­νται, ε­γκα­θί­στα­νται και α­πο­τε­λούν μέ­ρος της οι­κο­νο­μι­κής πραγ­μα­τι­κό­τη­τας. Η λή­ξη του Μνη­μο­νίου εν­δέ­χε­ται να ση­μά­νει τη μη ε­πι­βο­λή νέων μέ­τρων, αλ­λά σε κα­μία πε­ρί­πτω­ση δεν ση­μαί­νει λή­ξη ό­λων αυ­τών των μέ­τρων που έ­χουν ή­δη ε­πι­βλη­θεί. Εί­ναι αυ­τό που τό­σο και­ρό λέ­με ό­τι το Μνη­μό­νιο έ­χει γί­νει κα­θε­στώς.

Υπάρ­χει και έ­να πο­λι­τι­κό μή­νυ­μα α­πό ό­λη αυ­τή την κου­βέ­ντα. Οι πα­θια­σμέ­νες το­πο­θε­τή­σεις Σα­μα­ρά πε­ρί τέ­λους του Μνη­μο­νίου ου­σια­στι­κά α­κυ­ρώ­νουν και α­πο­νο­μι­μο­ποιούν τη μέ­χρι τώ­ρα πο­λι­τι­κή του και γί­νο­νται υ­πό το βά­ρος της έλ­λει­ψης ι­δε­ο­λο­γι­κής η­γε­μο­νίας των νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρων στην ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία. Εί­ναι αυ­τό άλ­λο έ­να ση­μά­δι ό­τι πλη­σιά­ζει το τέ­λος ε­πο­χής για την κυ­βέρ­νη­ση Σα­μα­ρά. Η ελ­λη­νι­κή κοι­νω­νία α­να­ζη­τά έ­να δια­φο­ρε­τι­κό πα­ρά­δειγ­μα οι­κο­νο­μι­κής και κοι­νω­νι­κής συ­γκρό­τη­σης, πέ­ρα και έ­ξω α­πό τις νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες λο­γι­κές των Μνη­μο­νίων, γι’ αυ­τό στρέ­φε­ται ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο στον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ ως τον πο­λι­τι­κό χώ­ρο που α­ξια­κά, ι­δε­ο­λο­γι­κά και προ­γραμ­μα­τι­κά α­ντι­στέ­κε­ται σε αυ­τά και μπο­ρεί να τα α­να­τρέ­ψει.

Πλε­ο­νά­σμα­τα και ελ­λείμ­μα­τα;

-Ο πρω­θυ­πουρ­γός, ό­πως α­να­φέ­ρουν τα ρε­πορ­τά­ζ, έ­δω­σε ι­διαί­τε­ρη έμ­φα­ση στη συ­νέ­χι­ση της πο­λι­τι­κής των πλε­ο­να­σμά­των. Γνω­ρί­ζου­με ε­πί­σης ό­τι, πα­ράλ­λη­λα, ε­πι­διώ­κει να α­πο­σπά­σει υ­πό­σχε­ση για  μι­κρή μείω­ση των πρω­το­γε­νών πλε­ο­να­σμά­των που έ­χουν συμ­φω­νη­θεί στο Μνη­μό­νιο. Δεν συ­νά­γε­ται έ­τσι ό­τι η κυ­βέρ­νη­ση συ­νε­χί­ζει την πο­λι­τι­κή της λι­τό­τη­τας; Ποια εί­ναι η θέ­ση του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ για ό­λα αυ­τά;

Επί της αρ­χής, δεν υ­πάρ­χει κα­νέ­νας λό­γος η Αρι­στε­ρά να εί­ναι υ­πέρ των ελ­λειμ­μα­τι­κών ή των πλε­ο­να­σμα­τι­κών προϋπο­λο­γι­σμών. Επί­σης, πρέ­πει να α­πο­σα­φη­νι­στεί ό­τι εί­ναι δια­φο­ρε­τι­κής τά­ξης ζή­τη­μα, αλ­λά ι­διαί­τε­ρης ση­μα­σίας, το συ­νο­λι­κό μέ­γε­θος του προϋπο­λο­γι­σμού, δη­λα­δή το ε­πί­πε­δο των δα­πα­νών και των ε­σό­δων, που α­ντι­κα­το­πτρί­ζει τις πο­λι­τι­κές ε­πι­λο­γές της ε­κά­στο­τε κυ­βέρ­νη­σης – π.χ. για το μέ­γε­θος του κοι­νω­νι­κού κρά­τους. 

Νο­μί­ζω ό­τι κύ­ριος στό­χος της Αρι­στε­ράς, που α­ντι­με­τω­πί­ζει τη δη­μο­σιο­νο­μι­κή πο­λι­τι­κή ως ερ­γα­λείο και ό­χι αυ­το­σκο­πό, εί­ναι η ευε­λι­ξία. Χρειά­ζο­νται ελ­λείμ­μα­τα σε πε­ριό­δους ύ­φε­σης, για την ε­πα­νεκ­κί­νη­ση της οι­κο­νο­μίας, και α­ντι­στοί­χως πλε­ο­νά­σμα­τα σε πε­ριό­δους α­νά­πτυ­ξης, ώ­στε να μη χρειά­ζε­ται να κα­τα­φεύ­γεις σε υ­περ­βο­λι­κό δα­νει­σμό. Άρα, ό­ταν μι­λά­με για ι­σο­σκε­λι­σμέ­νους προϋπο­λο­γι­σμούς, α­να­φε­ρό­μα­στε σε μια με­γά­λη χρο­νι­κή πε­ρίο­δο, ό­που το έλ­λειμ­μα ο­ρι­σμέ­νων ε­τών α­ντι­σταθ­μί­ζε­ται με το πλεό­να­σμα των υ­πό­λοι­πων. 

Επι­πλέ­ον, θεω­ρού­με ό­τι το σκέ­λος των δη­μό­σιων ε­πεν­δύ­σεων πρέ­πει να ε­ξαι­ρεί­ται α­πό τον υ­πο­λο­γι­σμό των ελ­λειμ­μά­των, διό­τι οι ε­πεν­δύ­σεις τεί­νουν να εί­ναι αυ­το­χρη­μα­το­δο­τού­με­νες. Μπο­ρεί ά­με­σα να συ­νε­πά­γο­νται αύ­ξη­ση των δα­πα­νών, αλ­λά μα­κρο­χρό­νια συμ­βάλ­λουν στην αύ­ξη­ση των ει­σο­δη­μά­των ε­ξα­νε­μί­ζο­ντας το αρ­χι­κό τους κό­στος.  

Σή­με­ρα, βέ­βαια, α­ντι­με­τω­πί­ζου­με το πρό­βλη­μα του χρέ­ους που α­παι­τεί την ε­πί­τευ­ξη πλε­ο­να­σμά­των. Το θέ­μα αυ­τό α­πο­τε­λεί έ­να α­πό τα βα­σι­κά α­ντι­κεί­με­να της δια­πραγ­μά­τευ­σης, α­πό την ο­ποία θα ε­ξαρ­τη­θεί το κα­τά πό­σο μπο­ρείς να φτά­σεις στο βέλ­τι­στο ση­μείο που μό­λις εί­πα­με. Πά­ντως, η οι­κο­νο­μι­κή θεω­ρία, και η πρό­σφα­τη ε­μπει­ρία με τα α­πο­τε­λέ­σμα­τα μιας κα­τα­στρο­φι­κής δη­μο­σιο­νο­μι­κής πο­λι­τι­κής λι­τό­τη­τας, εί­ναι με το μέ­ρος των ε­πι­χει­ρη­μά­των μας.

Αναζητούμε νέες ιδέες

-Η ΔΕΘ και οι ε­ξαγ­γε­λίες των μέ­τρων α­ντι­με­τώ­πι­σης της αν­θρω­πι­στι­κής κρί­σης ή­ταν μια ση­μα­ντι­κή στιγ­μή για τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ. Πώς συ­νε­χί­ζει η κα­τάρ­τι­ση του προ­γράμ­μα­τος και ποια στοι­χεία πι­στεύε­τε ό­τι πρέ­πει να το­νι­σθούν, προ­κει­μέ­νου να έ­χει έ­να σα­φές πο­λι­τι­κό στίγ­μα;

Το πρό­γραμ­μα του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, ό­πως έ­χου­με πει και στο πα­ρελ­θόν, εί­ναι μια συ­νε­χής δια­δι­κα­σία με πυ­ξί­δα τις θέ­σεις που ψη­φί­στη­καν στο τε­λευ­ταίο συ­νέ­δριο. Οι συν­θή­κες στην οι­κο­νο­μία αλ­λά­ζουν, οι α­νά­γκες της κοι­νω­νίας διευ­ρύ­νο­νται, θέ­το­ντας διαρ­κώς νέα ζη­τή­μα­τα προς ε­πί­λυ­ση.  

Συ­στα­τι­κά στοι­χεία της δια­δι­κα­σίας αυ­τής πρέ­πει να εί­ναι η συμ­με­το­χή και η δια­βού­λευ­ση, ό­χι μό­νο των με­λών του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ αλ­λά και ό­σο το δυ­να­τόν ευ­ρύ­τε­ρων κοι­νω­νι­κών ο­μά­δων, κα­θώς η έ­μπρα­κτη υ­πο­στή­ρι­ξη της κοι­νω­νίας εί­ναι το πιο δυ­να­τό στή­ριγ­μα για μια κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς. Από τη μια πλευ­ρά, η ε­μπλο­κή των με­λών του ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στη δια­μόρ­φω­ση του προ­γράμ­μα­τος ό­χι μό­νο ε­νι­σχύει την ε­σω­κομ­μα­τι­κή δη­μο­κρα­τία, αλ­λά και ε­ξα­σφα­λί­ζει την αυ­το­πε­ποί­θη­ση ό­λων μας για να διευ­ρύ­νου­με την ε­πιρ­ροή μας στην κοι­νω­νία και να κά­νου­με πρά­ξη τις θέ­σεις μας, ό­ταν α­να­λά­βου­με την κυ­βέρ­νη­ση. Από την άλ­λη πλευ­ρά, ε­πι­θυ­μού­με την α­νοι­χτή συ­ζή­τη­ση με τους ερ­γα­ζό­με­νους, τα κοι­νω­νι­κά κι­νή­μα­τα, τους πα­ρα­γω­γι­κούς φο­ρείς και τα εγ­χει­ρή­μα­τα στην κοι­νω­νι­κή οι­κο­νο­μία. 

Η συ­ζή­τη­ση αυ­τή σα­φώς έ­χει το χα­ρα­κτή­ρα της α­νταλ­λα­γής α­πό­ψεων και της προ­σπά­θειας σύ­γκλι­σης στους στό­χους και τα μέ­σα της πο­λι­τι­κής. Αλλά ι­διαί­τε­ρη ση­μα­σία έ­χει και κά­τι α­κό­μα.  Ανα­ζη­τού­με και νέες ι­δέες για το πρό­γραμ­μά μας, ζη­τά­με να μας θέ­σει η κοι­νω­νία νέα ε­ρω­τή­μα­τα, που δεν έ­χουν α­κό­μα α­πα­σχο­λή­σει το δη­μό­σιο διά­λο­γο.

Για πα­ρά­δειγ­μα, ό­ταν συ­ζη­τά­με για τις δη­μό­σιες ε­πι­χει­ρή­σεις, πέ­ρα α­πό τις θέ­σεις μας, θέ­λου­με να α­κού­σου­με ι­δέες για το πώς μια δη­μό­σια ε­πι­χεί­ρη­ση μπο­ρεί να βο­η­θή­σει την α­νά­πτυ­ξη της κοι­νω­νι­κής οι­κο­νο­μίας, πώς μπο­ρεί να υ­πο­στη­ρί­ξει τις μι­κρές ε­πι­χει­ρή­σεις. Σε έ­να γε­νι­κό­τε­ρο πλαί­σιο και μπρο­στά στην πι­θα­νό­τη­τα α­νά­λη­ψης της κυ­βέρ­νη­σης, χρεια­ζό­μα­στε ι­δέες για το τι χρειά­ζε­ται να αλ­λά­ξει στη δη­μό­σια διοί­κη­ση, για να ε­μπε­δω­θεί μια δια­φο­ρε­τι­κή α­ντί­λη­ψη για το ρό­λο του κρά­τους και τις σχέ­σεις του με τον πο­λί­τη. Ανα­μέ­νου­με τις 13 πε­ρι­φε­ρεια­κές συ­σκέ­ψεις για το πρό­γραμ­μά μας με με­γά­λο εν­δια­φέ­ρον.
 
Αυ­το­δυ­να­μία και συμ­μα­χίες

-Οι δη­μο­σκο­πή­σεις δεί­χνουν τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στα­θε­ρά στην πρώ­τη θέ­ση και με δυ­να­μι­κή αυ­το­δυ­να­μίας. Την ί­δια ώ­ρα υ­πάρ­χει πράγ­μα­τι έ­να ζή­τη­μα α­που­σίας πι­θα­νών πο­λι­τι­κών συμ­μά­χων. Πώς πρέ­πει να κι­νη­θεί ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, προ­κει­μέ­νου να μπο­ρέ­σει να τη­ρή­σει και τις συ­γκε­κρι­μέ­νες δε­σμεύ­σεις που έ­χει πά­ρει α­πέ­να­ντι στους πο­λί­τες;

Ως ρι­ζο­σπα­στι­κή Αρι­στε­ρά πρε­σβεύου­με πολ­λά και πο­λύ δια­φο­ρε­τι­κά πράγ­μα­τα α­πό ό­σα έ­χου­με συ­νη­θί­σει α­πό τις κυ­ρίαρ­χες μέ­χρι πρό­τι­νος πο­λι­τι­κές δυ­νά­μεις. Οι πο­λι­τι­κοί σχη­μα­τι­σμοί, τα κόμ­μα­τα δεν μπο­ρεί να α­πο­τε­λούν ε­λι­τί­στι­κους μη­χα­νι­σμούς, δεν μπο­ρεί να α­πο­κό­πτο­νται, να βρί­σκο­νται πά­νω α­πό την κοι­νω­νία και να λει­τουρ­γούν ε­ρή­μην της. Το ΠΑ­ΣΟΚ (αλ­λά και ο ΛΑ­ΟΣ ή η ΔΗ­ΜΑΡ), για πα­ρά­δειγ­μα, πλή­ρω­σε αυ­τή την τα­κτι­κή. Οι πο­λι­τι­κές συμ­μα­χίες ή θα α­ντα­να­κλούν τις κοι­νω­νι­κές διερ­γα­σίες ή θα ο­δη­γούν σε α­διέ­ξο­δα. Ως εκ τού­του, οι πο­λι­τι­κές συμ­μα­χίες, με τη στε­νή έν­νοια του ό­ρου που υ­πο­νο­εί η συ­ζή­τη­ση πε­ρί έλ­λει­ψης αυ­το­δυ­να­μίας, α­πο­τε­λούν κά­τι δευ­τε­ρεύον αυ­τή τη στιγ­μή.

Πρω­τεύον εί­ναι να α­να­ζη­τού­με διαρ­κώς τις κοι­νω­νι­κές συμ­μα­χίες. Οι κοι­νω­νι­κές ορ­γα­νώ­σεις, οι φο­ρείς, τα σω­μα­τεία, οι κι­νή­σεις πο­λι­τών, τα κοι­νω­νι­κά υ­πο­κεί­με­να που προω­θούν ε­ναλ­λα­κτι­κά, συλ­λο­γι­κά εγ­χει­ρή­μα­τα κοι­νω­νι­κής και αλ­λη­λέγ­γυας οι­κο­νο­μίας, και έ­να σω­ρό άλ­λοι εί­ναι, τε­λι­κά, η ζω­ντα­νή κοι­νω­νία με την ο­ποία προ­νο­μια­κά μάς εν­δια­φέ­ρει να συμ­μα­χή­σου­με και να βρού­με κοι­νούς δρό­μους. Έτσι στή­νο­νται στέ­ρεα τα πο­λι­τι­κά εγ­χει­ρή­μα­τα και α­πο­κτούν του­λά­χι­στον την πο­λι­τι­κή και ι­δε­ο­λο­γι­κή η­γε­μο­νία, πριν καν α­να­ζη­τή­σουν την αυ­το­δυ­να­μία και τυ­χόν πο­λι­τι­κούς συμ­μά­χους.

-Ποια εί­ναι η με­γα­λύ­τε­ρη α­πει­λή για τον ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ το ε­πό­με­νο διά­στη­μα;

Να θεω­ρή­σει ως δε­δο­μέ­νο ό­τι η κυ­βέρ­νη­ση εί­ναι ξο­φλη­μέ­νη, ό­τι δεν έ­χει κα­μία πι­θα­νό­τη­τα να ε­κλέ­ξει Πρό­ε­δρο και έ­τσι να μην πά­ρει σο­βα­ρά τη στρα­τη­γι­κή του α­ντι­πά­λου. Σε μια κυ­βέρ­νη­ση της Αρι­στε­ράς δε, να χά­σει την αυ­το­νο­μία του α­πέ­να­ντι στο κρά­τος, οι κρα­τι­κοί θε­σμοί να α­πορ­ρο­φή­σουν το ι­κα­νό­τε­ρο πο­λι­τι­κό δυ­να­μι­κό, ο πο­λι­τι­κός στο­χα­σμός, η θεω­ρη­τι­κή και στρα­τη­γι­κή α­να­ζή­τη­ση να μεί­νει ε­γκι­βω­τι­σμέ­νη στα ό­ρια της κρα­τι­κής δια­χεί­ρι­σης. Αν σκε­φθού­με τη γο­η­τεία που α­σκούν οι α­ντι­προ­σω­πευ­τι­κοί θε­σμοί, το κοι­νο­βού­λιο, η αυ­το­διοί­κη­ση, οι κρα­τι­κές λει­τουρ­γίες, υ­πάρ­χει πά­ντα φό­βος να μας λεί­ψουν στε­λέ­χη για την κοι­νω­νία, για την αυ­τοορ­γά­νω­ση των πο­λι­τών, για ε­ναλ­λα­κτι­κά πα­ρα­δείγ­μα­τα στην αλ­λη­λεγ­γύη και την πα­ρα­γω­γή, για τον στο­χα­σμό και τον α­να­στο­χα­σμό στα ζη­τή­μα­τα του κοι­νω­νι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού.

Δια­γρα­φή χρέ­ους ή ε­πι­μή­κυν­ση;

-Πολ­λοί οι­κο­νο­μο­λό­γοι και α­να­λυ­τές, αλ­λά και ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ, υ­πο­στη­ρί­ζουν ό­τι το χρέ­ος εί­ναι μη βιώ­σι­μο. Από την άλ­λη, η κυ­βέρ­νη­ση –μέ­σω του κ. Χαρ­δού­βε­λη- το­νί­ζει ό­τι δεν θέ­λει ού­τε κού­ρε­μα του χρέ­ους ού­τε νέο δά­νειο. Πώς θα κι­νη­θεί ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ σε αυ­τό το πε­δίο;  

Το δη­μό­σιο χρέ­ος πα­ρα­μέ­νει μη βιώ­σι­μο. Εί­ναι α­λή­θεια ό­τι υ­πάρ­χει μια σύγ­χυ­ση σχε­τι­κά το ζή­τη­μα της ε­πι­μή­κυν­σης. Οι υ­πο­στη­ρι­κτές της ε­πι­μή­κυν­σης του χρό­νου α­πο­πλη­ρω­μής του χρέ­ους προ­βάλ­λουν δύο ε­πι­χει­ρή­μα­τα. Πρώ­τον, ό­τι η δια­γρα­φή του χρέ­ους εί­ναι α­νέ­φι­κτη και, δεύ­τε­ρον, ό­τι η ε­πι­μή­κυν­ση ε­πι­φέ­ρει ε­πί της ου­σίας τα ί­δια α­πο­τε­λέ­σμα­τα. Η ε­πι­χει­ρη­μα­το­λο­γία αυ­τή έ­χει προ­βλή­μα­τα. Διό­τι πρέ­πει να α­πα­ντη­θεί το ε­ρώ­τη­μα, αν και οι δύο μέ­θο­δοι έ­χουν τα ί­δια α­πο­τε­λέ­σμα­τα, για­τί οι δα­νει­στές να α­ντι­στέ­κο­νται στη μία και θα δε­χτούν εύ­κο­λα την άλ­λη;

Ο ΣΥ­ΡΙ­ΖΑ στις θέ­σεις του εν­σω­μα­τώ­νει και τις δύο με­θό­δους – μι­λά και για δια­γρα­φή και για ε­πι­μή­κυν­ση (α­πο­πλη­ρω­μή με ρή­τρα α­νά­πτυ­ξης). Η γε­νι­κή ά­πο­ψη εί­ναι ό­τι η λύ­ση χρειά­ζε­ται τη δια­γρα­φή, για­τί δεν μπο­ρεί μια α­δύ­να­μη οι­κο­νο­μι­κά χώ­ρα έ­πει­τα α­πό μια τε­ρά­στια ύ­φε­ση να με­τα­βι­βά­ζει πό­ρους – μέ­σω των πλε­ο­να­σμά­των – στις πλου­σιό­τε­ρες χώ­ρες. Αυ­τό μά­θα­με και α­πό την κρί­ση χρέ­ους του Νό­του τη δε­κα­ε­τία του ’80. Στην αρ­χή δό­θη­κε ε­πι­μή­κυν­ση και μείω­ση ε­πι­το­κίων, αλ­λά χω­ρίς α­πο­τέ­λε­σμα. Μό­νο ό­ταν έ­γι­νε δια­γρα­φή χρέ­ους με την εγ­γύη­ση του ε­να­πο­μεί­να­ντος α­πό την Κε­ντρι­κή Τρά­πε­ζα των Η­ΠΑ, δό­θη­κε πραγ­μα­τι­κή α­να­κού­φι­ση στις α­να­πτυσ­σό­με­νες χώ­ρες.

Επι­πλέ­ον, το πο­σο­στό χρέ­ους ως προς το Α­ΕΠ μπο­ρεί να γί­νει βιώ­σι­μο και α­πό την πλευ­ρά του πα­ρο­νο­μα­στή. Πρέ­πει έ­τσι να βά­λου­με στην ε­ξί­σω­ση τα α­να­γκαία μέ­τρα για την α­νά­πτυ­ξη και τα ε­πεν­δυ­τι­κά προ­γράμ­μα­τα που θα ο­δη­γή­σουν σε αύ­ξη­ση του Α­ΕΠ.  Η τε­λι­κή λύ­ση, λοι­πόν, χρειά­ζε­ται πα­ρεμ­βά­σεις και στα δύο σκέ­λη, και στο χρέ­ος και στο Α­ΕΠ.

(Πηγή: Συνέντευξη στην "Εποχή" και τον Αδάμο Ζα­χα­ριά­δη)

Δεν υπάρχουν σχόλια: