Μετάφραση: Άντζυ Δεσύπρη
ΠΟΤΑΜΙ ΟΡΜΗΤΙΚΟ
Κυλάει το ποτάμι ορμητικό και πάνω από τα τείχη κάσες από ξόδια παγερά
βουτάνε στα βαθιά, πλέουν κι αναπαύονται στη λίμνη σιμά στον τύμβο,
μονοπάτι νεκρικό στρωμένο βότσαλα, χλωμό νερό ξεπλένει τα μνημούρια
κι όπως τ’ άλογα αντιμάχονται το ρεύμα παράτολμα πηδούν και χάνονται.
Φέρετρα έρχονται στρατιές συνοδεία τυμπάνων – τρέχει, τρέχει ο ποταμός,
τινάζουν τις οπλές τ’ αγέρωχα φαριά και ξεσκεπάζονται οι κάσες,
στο χείμαρρο πέφτουν τ’ άψυχα κορμιά, χαλαρώνουν τα σαγόνια
καταπίνουν λαίμαργα κύματα που τσακίζουν τους αυχένες,
τα μεθάει του νερού η μάνητα, τα συνεπαίρνει και τα θάβει
με λάσπη ποταμίσια τα σκεπάζει και μετά καγχάζει πάνω από τα σκέλεθρα.
Οι μελωδίες των αυλών πετούν ψηλά, δεν πέφτουν στα τρεχούμενα νερά·
εκεί ακούγονται μονάχα τ’ άλογα, οπλές κι αρματωσιάς κροτάλισμα,
τα κουδουνάκια στα κεφάλια τους, τα γέλια των νεκροθαπτών.
Αχός δίχως ζωή μ’ απόλυτα ικανός να πλήξει τη σιωπή σε βάθος
κι έπεται η ακολουθία των λεπτών, σημαίνει απαρέγκλιτα
κάθε λεπτό που φεύγει κι ύστερα το επόμενο.
1925-1929
C I R C E
«…vitreamque Circen»
Κάτι γυάλινο πάνω της, κάτι από ράθυμο νερό,
ρίγος που μας διαπερνά, μας παραλύει,
πιο μοιραία κι από φτιασιδωμένη σάρκα ή την έλξη μιας κόμης στιλπνής,
είναι η απόγνωση της κρυστάλλινης λαμπρότητας.
Του Νάρκισσου η πλάνη
μας περιζώνει, μας σκοτώνει –
σαστισμένους εμπρός σ’ αυτό το στέρφο κάλλος,
που δεν είναι παρά της καρδιάς ο λογισμός.
Έφυγαν, πέταξαν σε τόπο βάρβαρο·
δαμάζονται οι σκέψεις; Ο Τίμων
δεν σταμάτησε χρυσάφι να ξεχώνει.
Σε δάσος μ’ εξωτικά πουλιά ή χέρσο ακρογιάλι
μια πιο επίμονη φωνή κι από το κύμα ή το πουλί,
σηκώνεται στον άνεμο, γραφή εραλδική με παγερά ψηφία,
μας γυρεύει και βέβαια μας βρίσκει –
(είναι το αντιλάλημά μας).
Στάσου γενναίο Εγώ, κοίταξε μέσα στο γυαλί σου
κι αποδέξου το πως ετούτη η πάντα ανέγγιχτη οπτασία
είναι η ερωμένη σου.
Αύγουστος, 1931
BELFAST
Τραχιά φωτιά παγώνει στων Βορείων
το αίμα – όπως η λάβα γίνεται βασάλτης,
φέγγει στων ματιών τους τη μαρμαρυγή
ενώ πλουτίζουν από τ’ αλμυρά ψοφίμια.
Πέρα, στην άκρη μιας λίμνης μελαγχολικής
με κατάστικτα νερά κόντρα σε φοβερό στερέωμα,
εκεί που τα σφυριά θανάσιμα χτυπάνε τα δοκάρια,
σαν Εσταυρωμένοι ορθώνονται οι γερανογέφυρες.
Στα ράφια ποζάρουν γάντια λάτεξ σα θύλακες
πολυπόδων, σελιλόιντ, χρωματιστά εργαλεία,
φαντεζί επινοήσεις, περγαμηνές σε αμπαζούρ –
άτεγκτες απόπειρες για ομορφιά εμπορεύσιμη.
Εμπρός στην κακόγουστη Μαντόνα, η εργάτρια
τυλιγμένη σε μποχτσά – μοιάζει μπόγος πεταμένος,
θαρρείς κι απάνω μας είδε άντρο ζοφερό
καθώς περιδιαβαίναμε θυμηδείς κι αστόχαστοι.
Εδώ τα πρόσωπα κρύβονται, κάτι τα στοιχειώνει,
ο ήλιος δύει με ρυθμό Διαμαρτυρόμενων τυμπάνων,
ενώ τ’ αρσενικά φονεύουν τις γυναίκες τους ζητώντας
άφεση με προσευχές που αποδιώχνει η Παναγιά.
Σεπτέμβριος 1931
ΧΙΟΝΙ
Πλούτισε ξάφνου η κάμαρη όταν στο παραθύρι
ήσυχα σκορπίστηκαν χιόνι και ροζ τριαντάφυλλα,
όμορφα το ένα δίπλα στο άλλο μα μεταξύ τους ξένα.
Αφάνταστα είναι απρόβλεπτος ο κόσμος.
Η τρέλα της ζωής ατέρμονη στροφή κι ο νους δεν την αντέχει·
πολύπλοκη κατάσταση κι αδιόρθωτη. Ξεφλουδίζω, τεμαχίζω
ένα μανταρινάκι κι όταν τα κουκούτσια φτύνω νιώθω
πόσο ποικιλόμορφο είναι το μεθύσι των πραγμάτων.
Φλόγες και φούσκες ο ίδιος σαματάς αφού κι ο κόσμος
περισσή, απ’ ό,τι φαίνεται, διαθέτει μοχθηρία κι αλαφράδα.
Για τη γλώσσα, τα μάτια, τ’ αφτιά, τις παλάμες των χεριών –
δεν είναι μόνο το γυαλί ανάμεσα στο χιόνι και τα ρόδα.
Ιανουάριος 1935
ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ
Κόσμε, δεν τον εγνώρισα μα – πάει λίγη ώρα, εδώ ήταν
το γραφείο εκείνου του άσημου ανθρώπου.
Τιμολόγια στο ραφάκι, στάχτες στο τασάκι·
καθημερινή αναμέτρηση
με γκρίζες στοίβες σημειωμάτων, σειρές αρχείου,
αβάσταχτη ενοχή για την αναπάντητη αλληλογραφία –
του έγνεφε σαλεύοντας τα φύλλα στ’ αλαφρό αεράκι
σαν έμπαινε απ’ το παράθυρο που έφυγε κι εκείνος.
Ορίστε το ραγισμένο ακουστικό που δεν επισκευάστηκε,
το μπλοκ με τη στερνή μουντζούρα – ίσως είναι το έλκος του,
τα πονεμένα σωθικά
ή μήπως ο ανθισμένος δαίδαλος που κάποτε πλανήθηκε ευτυχής
μα σκόνταψε σ’ ένα πηγάδι, σκεπασμένο με βιολέτες.
Τότε πια κατάλαβε
το κενό πίσω από τ’ ανθηρό προπέτασμα.
Η μύτη του μολυβιού είχε σπάσει σαν απέστρεψε την πλάτη
και κίνησε γι’ αλλού – με τρόπο απλοϊκό ή φιγουράτο,
παρά το χάος που προκάλεσε στο δρόμο, κατά κοινή παραδοχή
ο άνδρας με το διστακτικό χαμόγελο,
άφησε πίσω του κάτι ακέραιο.
1961
ΣΥΣΤΑΣΕΙΣ
Γνωρίστηκαν σε ξέφωτο, μέσα σε κάποιο τάφο
κι εκείνος ανασκίρτησε γιατί ήταν τόσο νέα
κι εκείνος άργησε πολύ. Ρίγη, ρίγη το χάδι
των κλαριών στα πόδια κι οι προνύμφες που
μέστωναν γιορτάζοντας. Ρίγη, ρίγη η λαχτάρα
του πουλιού για έναν ήλιο ξέθωρο,
απρόθυμο να βασιλέψει
κι εκείνη ανασκίρτησε μπρος στα γερατειά του
και πόσο νωρίς αντάμωσαν. Ρίγη, ρίγη σαν έσμιξαν
στα βάθη του μυαλού οι βιόλες contrappunto.
«Καθυστερημένη γνωριμιά, παράταιρη δίχως άλλο.»
Το κουαρτέτο επέμενε, βαθιά μέσα στη σκέψη,
άψογος συντονισμός με δίχως θέμα και σκοπό.
Γνωρίστηκαν σ’ ένα τάφο κατάφυτο, παλιό.
1962
THALASSA
Ελάτε στο πλοίο, αποσταμένοι μου συντρόφοι.
Να τρυπώσει το αρχαίο φύκι στο σκαρί,
να φουσκώσει το κύμα – λησμονιά στο στερνό
μπάρκο του τσούρμου των απτάληδων,
να συγκλίνουν οι αντίρροπες δυνάμεις –
είναι ανάγκη να σαλπάρουμε ξανά.
Υψώστε το πανί, θλιμμένοι μου συντρόφοι,
να τρεκλίζουν οι ορίζοντες, να γέρνουν.
Τα χάλια σας τα ξέρετε: άστατες έχετε βουλές,
αμφίβολα ιδανικά και συνειδήσεις μιαρές,
το παρελθόν μια ρημαγμένη εκκλησιά.
Ας γίνει το φαρμάκι ετούτο γιατρικό σας.
Εμπρός λοιπόν στο πέλαγο, ελεεινοί συντρόφοι
τιμή και σέβας θ’ απολαύει μόνον εκείνος που
στα μαρμάρινα νερά θα χιμήξει κατακέφαλα -
ελεύθερους μας καρτεράει το κερασφόρο κήτος.
Ορίζει την πορεία μας ένα άστρο από ψηλά
το τέλος μας είναι ζωή. Εμπρός λοιπόν στο πέλαγο.
Ο Frederick Louis MacNeice γεννήθηκε το 1907 στο Μπέλφαστ της Βόρειας Ιρλανδίας. Ο πατέρας του ήταν κληρικός της Εκκλησίας της Ιρλανδίας. Τα παιδικά του χρόνια σημαδεύτηκαν από τον πρόωρο θάνατο της μητέρας του, όταν εκείνος ήταν επτά ετών, το αυστηρό θρησκευτικό περιβάλλον της οικογένειας και την ιρλανδική εμφύλια θρησκευτική και πολιτική διαμάχη. Έλαβε κλασική παιδεία σε παραδοσιακά βρετανικά εκπαιδευτήρια και το 1926 βρέθηκε υπότροφος στο Merton College της Οξφόρδης. Εκεί γνωρίστηκε με τους W.H. Auden, Stephen Spender, C.D. Lewis κι άλλους, τους επονομαζόμενους «ποιητές του ’30» (Thirties Poets) ή Auden Group και δημιούργησαν τη «νέα ποίηση» (New Poetry), που άντλησε τα θέματά της κυρίως μέσα από την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων, ασκώντας αιχμηρή κριτική στη νοσηρότητα του μεσοπολεμικού κόσμου. Εργάστηκε στο ραδιόφωνο του BBC ως επιμελητής και παραγωγός εκπομπών λόγου. Κυκλοφόρησε πάνω από δέκα ποιητικές συλλογές και κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο BBC (1941-1963) έγραψε πολλά και αξιόλογα ραδιοφωνικά δράματα συμβάλλοντας στην ποιοτική αναβάθμιση του είδους. Εκπόνησε επίσης εκτενή μελέτη για το έργο του Γέιτς, απέδωσε έμμετρα τον Φάουστ του Γκαίτε στην αγγλική και μετέφρασε την τραγωδία του Αισχύλου Αγαμέμνων από το αρχαιοελληνικό κείμενο. Εκτιμήθηκε ιδιαίτερα από τους κριτικούς η ημιτελής αυτοβιογραφική του απόπειρα με τίτλο The strings are False, που βρέθηκε μετά τον θάνατό του. Πέθανε την 4η Σεπτεμβρίου 1963 στο Λονδίνο από πνευμονία. Είναι θαμμένος δίπλα στη μητέρα του, στην εξοχή της Βόρειας Ιρλανδίας.
Diastixo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου