Τρία
στοιχεία χαρακτηρίζουν τον Προϋπολογισμό του 2015.
Αφενός είναι αλλόκοτα αισιόδοξος και προκλητικά
ανεδαφικός. Υποβαθμίζονται σκοπίμως τα διεθνούς εμβέλειας γεγονότα – όπως η
κρίση στις ευρω-ρωσικές σχέσεις και η επιδείνωση των ισορροπιών στη Μέση
Ανατολή. Λόγω άγνοιας και προχειρότητας, απόρροια μεταξύ άλλων της πολιτικής
πίεσης που αισθάνεται η Κυβέρνηση, βασίζεται στην εξωφρενική πρόβλεψη για
μεγέθυνση της τάξεως του 2,9% το 2015, παρά την
περαιτέρω μείωση του
προγράμματος επενδύσεων και τη δυσμενή διεθνή συγκυρία.
Ο προϋπολογισμός έχει
ξεκάθαρη ιδεολογική φόρτιση, το
οποίο αποδεικνύεται περίτρανα όταν οι συντάκτες του μετρούν την
ανταγωνιστικότητα της χώρας μόνο με όρους κόστους, παραβλέποντας το ζήτημα της
παραγωγικότητας της εργασίας. Παράλληλα περιορίζουν την ανάγνωση της κρίσης
στην Ευρωζώνη σε ένα χρηματοπιστωτικό φαινόμενο, αναπαράγοντας την μυωπία ή
εθελοτυφλία της πολιτικής ηγεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο προϋπολογισμός
είναι πολιτικά στείρος, όταν
εκλείπει παντελώς η ουσιαστική αναφορά σε ένα στρατηγικό σχέδιο παραγωγικής
ανασυγκρότησης και κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης. Τουναντίον αναπαράγει τις
παλιές καλές πρακτικές της ντόπιας ολιγαρχίας: την ίδια στιγμή που
προϋπολογίζουν περαιτέρω μείωση του μέσου κόστους εργασίας κλείνουν το μάτι στα
σώματα ασφαλείας με τις αυξήσεις – ψίχουλα, προσβλέποντας στην εξαγορά τους
ενόψει των αναπόφευκτων κοινωνικών συγκρούσεων. Ενώ επιμένει σε περαιτέρω
μειώσεις του προγράμματος επενδύσεων, προβλέπει αύξηση των εξοπλιστικών
δαπανών, υποτιμώντας τη νοημοσύνη μας και προκαλώντας την λαϊκή αγανάκτηση. Όχι
γιατί δεν αναγνωρίζουμε τη σημασία των ενόπλων δυνάμεων, μάλιστα σε ένα
επιδεινούμενο περιβάλλον, αλλά διότι είναι προφανές ότι το πάρτυ των
στρατιωτικών δαπανών καλά κρατεί, με καλεσμένους τόσο τις πολεμικές βιομηχανίες
των «εταίρων» μας όσο και τους εγχώριους τοποτηρητές τους.
Ο εν λόγω
προϋπολογισμός αποσκοπεί σε ένα διπλό πολιτικό στοίχημα της Κυβέρνησης, σε
βάρος βεβαίως του μέλλοντος της χώρας και της επιβίωσης του ελληνικού λαού. Από
τη μία αξιοποιείται ως ευκαιρία για παροδικό ξεπέρασμα της πολιτικής πίεσης που
της ασκείται, εξωτερικά και εσωτερικά, εξ ου και η συνάρτηση της ψήφισης του με
την ψήφο εμπιστοσύνης.
Από την άλλη, η
άρνηση της πραγματικότητας και η εμμονή σε εξωπραγματικά σενάρια θέλει να
διαμορφώσει την πολιτική ατζέντα των αναπόφευκτων πρόωρων εκλογών προς όφελος
της Κυβέρνησης. Θέλουν να πείσουν, πρώτα από όλα τα δικά τους πολιτικά στελέχη,
ότι η εποχή των μνημονίων έλαβε τέλος. Βεβαίως αποδέχονται ταυτόχρονα άνευ
συζήτησης τα νεοφιλελεύθερα μυθεύματα: μεταφράζουν τη μακροχρόνια ανεργία σε
διαρθρωτική υπονοώντας ότι δεν τους αφορά επί του παρόντος, επιμένουν στην
ανοησία των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών με ταυτοχρόνως υπερχρεωμένα
νοικοκυριά, στην επιβολή μεσαιωνικών σχέσεων εργασίας – αναμασούν το μύθευμα
της flexicurity – στην επίκληση των «μαγικών» ιδιοτήτων των
«ιδιωτικοποιήσεων», καλύπτοντας έτσι τον κυνισμό του ξεπουλήματος της δημόσιας
περιουσίας.
Το μάρκετινγκ της
σύγχρονης, νεοφιλελεύθερης, ξενικής ορολογίας που διαπνέει το κατατεθειμένο
κείμενο δεν μας πείθει: η Κυβέρνηση εναποθέτει τις ελπίδες της στο φαινόμενο «carry
over», δηλαδή στην υποτιθέμενη δύναμη της αδράνειας και της
αυτομάτως, αργά η γρήγορα προκύπτουσας ανάπτυξης, καθώς επίσης και στην
πειστικότητα του κατά Σαμαρά «success story».
Από τη μια συνεχίζει ακάθεκτη τη διάλυση του κοινωνικού κράτους – ο
προϋπολογισμός προβλέπει περαιτέρω μειώσεις στις δαπάνες για κοινωνική ασφάλιση
και περίθαλψη – ενώ από την άλλη επιδιώκει να διασκεδάσει τις εντυπώσεις με το
πυροτέχνημα του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος.
Δεν λογαριάζει όμως
σωστά. Η λαϊκή αγανάκτηση και η κοινωνική ανατροπή που κυοφορείται θα την
επαναφέρει στην αδυσώπητη πραγματικότητα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου