ΑΦΙΕΡΩΝΕΤΑΙ ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ
ΛΑΟΓΡΑΦΟΥ
ΤΟΥ ΝΟΤΟΥ ΤΖΩΡΤΖΗ ΑΝΩΜΗΤΡΗ
Της ΜΕΝΤΗ-ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΙΔΟΥ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗΣ (Σύνης) του
Σπυρίδωνος,
Καθηγήτρια-Νομικός
Για τους Λαφονησιώτες, και τις
Λαφονησιώτισσες, όπως και για τους τους Έλληνες απανταχού, οι Αποκριές είναι
συνώνυμο της χαράς, του κεφιού, της ευθυμίας, της εκτόνωσης, της διασκέδασης
του ξεφαντώματος.
Κυριακή της Κρεατινής (της
Απόκρεω)
Την Κρεατινή (Κυριακή της Απόκρεω) συγκεντρώνονταν
σε συγγενικά σπίτια για να αποκριέψουν (αποκρέψουν). Η κάθε νοικοκυρά έφτιαχνε
το φαγητό της, το οποίο ήταν, συνήθως, κρέας κοκκινιστό με μακαρόνια. Οι
νοικοκυρές συναγωνίζονταν ποια θα φτιάξει το πιο νόστιμο. Όλα τα μέλη των
οικογενειών κρατούσαν τσουπλέκια (σκεύη), καρέκλες, σκαμνιά, σοφράδες και
ξεκινούσαν για να πάνε στα σπίτια που τους είχαν προσκαλέσει.
Η χαρά των παιδιών ήταν πολύ μεγάλη,
γιατί δοκίμαζαν άλλες γεύσεις φαγητών πέρα του καθημερινού που παρασκεύαζε η
μητέρα τους. Επιπλέον συναντούσαν εκεί τα ξαδέλφια τους. Τα παιδιά, όταν ήταν
μικρό το σπίτι, σύνηθες για την εποχή εκείνη, τους έστρωναν κάτω από το
τραπέζι, που έτρωγαν οι μεγάλοι, ένα τραπεζομάντιλο και έτρωγαν εκεί. Από το
σημείο εκείνο έκαναν ό,τι λογής σκανταλιά, μπορείς να φανταστείς. Δεν είχαν
άμεση οπτική επαφή με τους γονείς τους κι ούτε αυστηρή επιτήρηση.
Άρχιζε το φαγοπότι με ευχές, αστεία,
τραγούδια κι ύστερα χορό. Πλούσιος, επίσης, έρεε ο οίνος που εύφρανε τους
ουρανίσκους τόσο των συνδαιτυμόνων, όσο και των επισκεπτών. Επισκέπτες ήταν οι
μουσκαράδες (μασκαράδες), οι οποίοι ντύνονταν με αυτοσχέδιες στολές. Κάλυπταν
τα πρόσωπά τους με μουτσούνες (μάσκες) ή μαντήλια για να μην αναγνωρίζονται.
Τους έδιναν μεζέ και κρασί. Όταν στο σπίτι χόρευαν, έμπαιναν κι οι μουσκαράδες
(μασκαράδες) στο χορό. Ποτέ, όμως δεν αποκάλυπταν την ταυτότητά τους. Έκαναν
αγώνες στοιχημάτων μεταξύ τους οι οικοδεσπότες και οι επισκέπτες για το ποιος
είναι ο κάθε μασκαράς. Όταν έμπαιναν στο χορό προσπαθούσαν από τα τσαλίμια τους
(τις κινήσεις τους) να ανακαλύψουν την ταυτότητά τους. Πολλές φορές έφευγαν
δίχως να φανερώσουν την ταυτότητα τους,αφήνοντας τους οικοδεσπότες και τους
καλεσμένους να αναρωτιούνται ποιοι ήταν. Άλλες φορές έβγαζαν τη μάσκα και
αποκαλύπτονταν. Ευχαριστούσαν τη συντροφιά, εύχονταν και του χρόνου,
καληνύχτιζαν και έφευγαν για να συνεχίσουν τις επισκέψεις τους. Ούτε και έπρεπε
κάποιος να τους αποκαλύψει. Αν κάποιο παιδί αναγνώριζε κάποιον και τον
φανέρωνε, οι γονείς του το μάλωναν έντονα.
Την εποχή εκείνη δεν υπήρχαν κασετόφωνα,
pick – ups, στερεοφωνικά, cds, p.c.s. Υπήρχαν μόνο γραμμόφωνα, τα οποία
διέθεταν μόνο τα καφενεία. Επίσης ούτε όλοι γνώριζαν κάποιο μουσικό όργανο.
Έτσι τραγουδούσαν χωρίς τη συνοδεία οργάνων με το στόμα (α καπέλα). Το
εγχείρημα αυτό αναλάμβαναν οι καλλίφωνοι της συντροφιάς, οι οποίοι τραγουδούσαν
σόλο και οι υπόλοιποι επαναλάμβαναν τη στροφή του τραγουδιού. Οι μασκαράδες
χόρευαν λίγο και στη συνέχεια έφευγαν για να επισκεφτούν και άλλα σπίτια. Σε
όλα τα σοκάκια της Ελαφονήσου συναντούσες μασκαράδες με τα φακά (φακούς) στο
χέρι, γιατί την εποχή εκείνη δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα, να γυρίζουν από σπίτι
σε σπίτι, να τρώνε, να πίνουν και να διασκεδάζουν. Μετά την Κυριακή της
Κρεατινής (της Απόκρεω) έπαυε η κρεοφαγία.
Κυριακή, της Τυρινής
Η επόμενη τελευταία εβδομάδα των
Αποκριών είναι η «Τυρινή». Το έθιμο επαναλαμβανόταν ακριβώς όπως και την
Κυριακή της Κρεατινής (της Απόκρεω). Η διαφορά μόνο ήταν στα εδέσματα και τα
σπίτια. Τώρα έπρεπε να συγκεντρωθούν σε άλλο συγγενικό σπίτι. Καθώς, όπως
προαναφέραμε, απείχαν από το κρέας, το κύριο συστατικό των τροφών ήταν το τυρί,
εξού και το όνομα “Τυρινή”. Έτσι έτρωγαν
την Κυριακή αυτή τυρόπιτες, χορτόπιτες παρασκευασμένες με χόρτα άγρια και τυρί,
μακαρόνια με τυρί, χυλοπίτες με γάλα, αυγά, γάλα και τυροκομικά είδη. Φυσικά
δεν απουσίαζαν από το τραπέζι και τα τηγανιτά ψάρια, συνοδευτικό φαγητό όλων
των Λαφονησιώτικων πιάτων.
Αφού σταύρωναν το τραπέζι και πριν
αρχίσουν το φαγητό, έπαιρναν μια πιρουνιά μακαρόνια, την έβαζαν στο στόμα τους
και έκαναν “κλου κλου κλου”, μιμούμενοι την κλώσα. Αυτό το έκαναν για κλωσήσουν
οι κότες τους. Τη Σαρακοστή, επειδή νήστευαν και δεν έτρωγαν αυγά, τα έβαζαν
για να τα επωάσουν οι κότες. Έβαζαν “κλωσούδες”, όπως έλεγαν. Πρώτα,όμως,
έπρεπε να κλωσήσουν οι κότες. Γι' αυτό είχαν αυτό το έθιμο με τα μακαρόνια της
Τυρινής.
Μετά άρχιζε το φαγοπότι και το πήγαινε
έλα των μασκαράδων στα σπίτια. Διασκέδααζαν μικροί μεγάλοι ως τις πρώτες
πρωινές ώρες. Τα φαγητά που περίσσευαν τα έριχναν στις κότες και τα γουρούνια.
Δεν έπρεπε να μείνει τίποτε, γιατί ξημέρωνε Καθαρή Δευτέρα κι έπρεπε να τα
“καθαρίσουν” όλα.
Καθαρή Δευτέρα
Η Καθαρή Δευτέρα είναι η πρώτη μέρα της
Σαρακοστής (Μεγάλης Τεσσαρακοστής). Την ημέρα αυτή από το πρωί μαζεύονταν σε
άλλο συγγενικό σπίτι. Αν το επέτρεπε ο καιρός έστρωναν τα τραπέζια έξω από το
σπίτι σε βεράντες, αυλές, κήπους. Η Καθαρή Δευτέρα αποτελούσε συνέχεια στο
πνεύμα της Αποκριάς. Οι Λαφονησιώτες πιστοί στις παραδόσεις δεν αρτευόντουσαν
αυτή την ημέρα (δεν κατάλυαν ζωικές τροφές ούτε και λάδι). Οι νοικοκυρές άλλες
ζύμωναν στους φούρνους τους (τότε δεν υπήρχαν αρτοποιεία για να παρασκευάζουν
λαγάνες). Το πρώτο ψωμί που έβγαζαν το έλεγαν λαγάνι. Όμως αυτό δεν το
παρασκεύαζαν όπως τις σημερινές λαγάνες. Ήταν όπως το κανονικό ψωμί που
ζύμωναν.
Άλλες πήγαιναν στη θάλασσα για να
μαζέψουν πεταλίδες, μπομπόλια και αχινιούς (αχινούς).
Άλλες πήγαιναν στον αυλόκηπό τους να
μαζέψουν και να πλύνουν φρέσκα λαχανικά όπως: κρεμμυδάκια, ραπανάκια, μαρούλια.
Το γεύμα απαρτιζόταν κι από άλλα νηστίσιμα όπως: ελιές που δεν έλειπαν από
κανένα λαφονησιώτικο σπίτι, χαλβά, ταραμά, βορβοί (βολβοί) που τους είχαν
βγάλει από τα σπλάχνα της ελαφονησιώτικης γης, χταπόδια και βραστές πατάτες.
Στο τέλος πήγαινε η καθεμιά τα εδέσματα
που είχε προετοιμάσει, στο σπίτι που θα έτρωγαν.
Την ημέρα αυτή εκτός από τους
μασκαράδες, επισκέπτονταν τις συγκεντρωμένες παρέες και πολλοί ξένοι. Οι ξένοι
αυτοί ήταν κυρίως Βιγκλαφιώτες, Βατικιώτες και άλλοι Λάκωνες από τις γύρω
περιοχές. Ακόμη κι απ' την πρωτεύουσα του νομού, τη Σπάρτη κατέφθαναν. Ως
είθισται, την Καθαρά Δευτέρα τη γιορτάζουν κοντά στη θάλασσα. Οι επισκέπτες
λοιπόν αυτοί έρχονταν να γιορτάσουν, να περάσουν τα 'Κούλουμα' στις παραλίες
της Ελαφόνησου μιας και είναι το μοναδικό νησί της Λακωνίας και βρίσκεται σε
απόσταση αναπνοής από την Πελοποννησιακή στεριά.
Οι Ελαφονησιώτες που φημίζονταν για τη
φιλοξενία τους, τους καλούσαν στο τραπέζι τους λέγοντάς τους: “κοπιάστε να
φάμε” και τους κερνούσαν μεζέ και κρασί.
Πέταγμα του αϊτού (χαρταετού)
Μετά το φαγητό ή πριν από αυτό, τα
Λαφονησιωτάκια εκείνης της εποχής πήγαιναν στο Κοντογόνι και στον Καλόγερα,
κρατώντας σφιχτά και με καμάρι στα χέρια τους τους χειροποίητους αϊτούς τους
(χαρταετούς) για να τους αμολήσουν (να τους πετάξουν).
Τους χαρταετούς αυτούς τα παιδιά τους
ετοίμαζαν με περισσή φροντίδα εβδομάδες πριν. Δεν υπήρχαν εκείνη την εποχή τότε
έτοιμοι στο εμπόριο για να τους προμηθευτούν. Έτσι για να τηρήσουν το έθιμο της
Καθαράς Δευτέρας,τους έφτιαχναν μόνα τους. Έπαιρναν τρία κομμάτια ξύλου,το
μήκος των οποίων κυμαινόταν από 20-60 εκατοστά,ανάλογα με την προτίμηση του
καθενός. Τα λείαιναν ώστε να γίνουν επίπεδα και στη συνέχεια τα έδεναν μεταξύ
τους με σπάγκο σε σχήμα κανονικού εξαγώνου. Κατόπιν έπαιρναν μπλε χαρτί, από
αυτό που έντυναν τα τετράδιά τους, το τοποθετούσαν πάνω στα ξύλα και το έκοβαν
στο σχήμα και το μέγεθος του εξαγώνου, αφήνοντάς του δύο τρία εκατοστά περιθώριο.
Έντυναν μ' αυτό τα ξύλα και τα περιθώρια του χαρτιού τα γύριζαν και τα
κολλούσαν με αλευρόκολλα. Σε δύο άκρα του χαρταετού έδεναν την ουρά με σπάγκο.
Την ουρά την έφτιαχναν με χρωματιστά χαρτιά. Το μήκος της έπρεπε να είναι
τουλάχιστον τρεις φορές μεγαλύτερο από αυτό του χαρταετού.
Στα αντίθετα άκρα από αυτά της ουράς,
έδεναν τα ζύγια, τα οποία αποτελούσαν το σπουδαιότερο τμήμα, γιατί σ' αυτά
έγκειται το πέταγμα του χαρταετού. Τα ζύγια σχημάτιζαν ένα ισοσκελές τρίγωνο
από σπάγκο. Στο σημείο της ένωσής τους έδεναν την καλούμα (σπάγκο) για να τους
συγκρατούν κατά τη διάρκεια της “πτήσης”. Ο χαρταετός τώρα ήταν έτοιμος να
“πετάξει”. Περίμενε στην άκρη ως την Καθαρή Δευτέρα”. Τα παιδιά ικανοποιημένα
από το έργο τους ανυπομονούσαν να έρθει η μέρα αυτή. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη
ικανοποίηση για ένα παιδί από τη χαρά της δημιουργίας. Κανένα παιχνίδι, όσο
ακριβό κι αν είναι αυτό, δεν προσφέρει τόση ευχαρίστηση στο παιδί, όσο αυτό που
το έχει φτιάξει με τα ίδια του τα χέρια.
Όταν έφταναν στις παραλίες του νησιού
με βοηθό τον άνεμο, που συνήθως πνέει στο νησί, προσπαθούσαν να τους πετάξουν.
Το τι επακολουθούσε δε δύναται να περιγραφεί με λόγια. Γινόταν πανζουρλισμός
από τις φωνές τους. “Αμόλα καλούμα”. Η φωνή αυτή ακουγόταν καθώς ο χαρταετός
κέρδιζε ύψος.
Τα παιδιά συναγωνίζονταν μεταξύ τους
ποιος θα επικρατεί, ποιου ο χαρταετός θα κατόρθωνε τελικά να πετάξει και ποιου
θα έφτανε πιο ψηλά.
“Ξεφταλάγιαζαν” που θα έλεγε κι ο
αξέχαστος μεγάλος λαογράφος και ιστορικός του νησιού μας, Τζώρτζης Ανωμήτρης, τις παραλίες από τις φωνές τους.
Όσοι χαρταετοί κατόρθωναν τελικά κι
ανέβαιναν ψηλά, συναντούσαν τους γλάρους και πετούσαν παρέα μαζί στο
λαφονησιώτικο ουρανό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου