«Υπάρχουν πολλοί που
δεν ξέρουν πως είναι φασίστες,
αλλά θα το ανακαλύψουν
όταν έρθει η ώρα»
Έρνεστ
Χέμινγουεϊ, Για ποιον κτυπά η καμπάνα
Κείμενο:
Όμηρος Ταχμαζίδης
Στις
23
Αυγούστου 2017 στις 5.40 μ.μ. στην διεύθυνση του facebook
“Δημοκρατική Συμπαράταξη Πειραιά” και με τίτλο “η
ΠΑΛΑΒΗ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ” αναρτήθηκε ένα σχόλιο των χειριστών του λογαριασμού.
Σε πρώτο πλάνο μια φωτογραφία της βουλεύτριας της Β΄ Αθηνών του ΣΥΡΙΖΑ
Ελένη Αυλωνίτου να αγορεύει στο Βήμα της Βουλής των Ελλήνων και από κάτω
την ένδειξη: “Και αν δεν ήσουν;
Αυλωνίτου: “Αν ήσουν με το κομμουνιστικό καθεστώς δεν σε πείραζαν…”.
Και
στη συνέχεια υπήρχε η παραπομπή στην διεύθυνση της ιστοσελίδας THE CALLER.gr
(η εύρεση της οποίας τώρα δεν είναι δυνατή, όπως απαντάει αυτομάτως το “σύστημα”
του διαδικτύου), όπου υπήρχε η στιχομυθία της βουλεύτριας με το δημοσιογράφο.
Αρχικώς
διάβασα σε γραπτή μορφή το επίμαχο απόσπασμα, αργότερα το άκουσα στην αυθεντική
ηχητική εκδοχή του. Έγραψα και ένα σχόλιο στην διεύθυνση της “Δημοκρατικής
Συμπαράταξης Πειραιά”, με την πρόθεση να προλάβω την περαιτέρω
εκτράχυνση του λόγου και την ολίσθηση σε ακραίες αντικομουνιστικές απόψεις. Η
αντίδραση ήταν αρνητική, διότι πέραν της επιστημονικής άγνοιας υπάρχει και η
άκριτη αντιπολιτευτική τακτική, η οποία εμποδίζει να γίνουν ορατά τα προφανή.
Οι
δηλώσεις της Ελένης Αυλωνίτου ήταν αρκετά σαφείς και δεν
άφηναν κανένα περιθώριο σε κάθε καλοπροαίρετο και σχετικό προς τα ιστορικά
δεδομένα να τα παρερμηνεύσει στην κατεύθυνση μιας απολογίας των εγκλημάτων του
σταλινισμού. Ωστόσο, η ανεύθυνη πρακτική αντιπολίτευσης, ακόμη και σε τέτοιας
λεπτής υφής από ηθικής και πολιτικής σκοπιάς, ζητήματα, οδήγησε σε μια
συλλογική παράκρουση στο δημόσιο λόγο, όπου αναδείχθηκαν διάφορα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας με
πρώτο και καλύτερο την ανεπάρκεια του μεγαλύτερου μέρους της πολιτικής τάξεως
του τόπου και την ηθική κατάπτωση της οργανικής διανόησής του, από
δημοσιογράφους και πανεπιστημιακούς έως κομματάρχες και γνωμηγήτορες κομμάτων.
Και όλα αυτά διότι μια βουλεύτρια του κυβερνητικού συνασπισμού ψέλλισε δημοσίως
– υπό τη διαρκή πίεση του χλευασμού και της ειρωνείας ενός ημιμαθούς και
ανερμάτιστου δημοσιογράφου – αυτό που από χρόνια είναι κοινός τόπος στις σχετικές
επιστήμες αναφορικώς με τις διαφορές των δύο καθεστώτων και, κυρίως, γύρω από
τη φύση της βίας και των εγκλημάτων που διέπραξαν: και βαρύνει στο ζήτημα της
απόλυτης ταύτισής τους ή όχι.
Σε
αυτή τη “συζήτηση” η οδυνηρή έκπληξη ήσαν οι διάφοροι εκπρόσωποι της λεγόμενης
“Κεντροδεξιάς”
και της “Κεντροαριστεράς” (Γιαννάκου-Κούτσικου, Ντ.
Μπακογιάννη,
Ευ.
Βενιζέλος, “Το Ποτάμι” κ.α.). Πρόκειται για πραγματική κατάπτωση, για
καιροσκοπισμό αίσχιστου είδους, αλλά και ανεπάρκεια, η οποία εξηγεί και την
αδυναμία του ελληνικού πολιτικού συστήματος να ανταπεξέλθει στην διαρκή
πρόκληση την οποία συνιστά το νεοχιτλερικό μόρφωμα του πολιτικοποιημένου
εγκλήματος που έχει εγκατασταθεί στο ελληνικό κοινοβούλιο.
Η
επίθεση μέσω του facebook στην Ελένη
Αυλωνίτου
από τους συντοπίτες της στο Λεκανοπέδιο – κάποιοι φαίνεται στον Πειραιά
δεν αντιλήφθηκαν ποιος ακριβώς κίνδυνος κτύπησε μέχρι τη δολοφονία του νεαρού
μουσικού την πόρτα του σπιτιού τους – αναδεικνύει το τεράστιο
ιδεολογικοπολιτικό κενό του συγκεκριμένου χώρου, ο οποίος είναι πλέον φάντασμα
του εαυτού του. Ένα πολιτικό και ηθικό ερείπιο που διευθύνεται από αστοιχείωτους
ηγετίσκους και με μειωμένες αντιστάσεις στις αντιδημοκρατικές ιδεολογικές
πιέσεις της εποχής: αυτά τα υπολείμματα του παρελθόντος ενισχύουν στον ευρύτερο
χώρο όλες τις μορφές συντηρητικού παραγοντισμού και συμβάλλουν στην αναπαραγωγή
των αδιεξόδων σε όλα τα πεδία του δημόσιου βίου. Αυτοί οι κατά φαντασίαν “σοσιαλιστές”
δεν έχουν καμία σχέση με το παρελθόν από το οποίο προήλθαν και ακόμη περισσότερο
καμία σχέση με την ιστορία των διαφόρων εκδοχών του δημοκρατικού σοσιαλισμού.
Η
Ελένη
Αυλωνίτου δεν εκόμισε κάποιον ερμηνευτικό νεωτερισμό στην Ελλάδα
αναφορικώς με τη φύση του νατσιστικού καθεστώτος, απλώς αναπαρήγαγε αυτό το
οποίο είναι γνωστό από τη Δίκη του Άιχμαν στην Ιερουσαλήμ
και από τις παρατηρήσεις της Χάνα Άρεντ: τα θύματα του νατσισμού δεν είχαν την
πολυτέλεια της υποταγής και του ελέους.
Πεθαίνεις για αυτό που είσαι, όχι για αυτό που σκέφτεσαι, πράττεις ή και δεν
πράττεις.
Η
ερμηνεία των λεγόμενων της βουλεύτριας της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας ως
μορφή δικαιολόγησης ή, ακόμη χειρότερα, τιμής στην ανθρωποβόρα βία του
σταλινισμού, δεν έγινε απλώς μόνο εκ του πονηρού, αλλά δηλώνει και πλήρη άγνοια
των ιστορικών συναφειών αναδεικνύοντας, συγχρόνως, και την πολιτική ανεπάρκεια,
η οποία προκύπτει από την ταύτιση των δύο φαινομένων. Έτσι εξηγείται και η
αδυναμία του πολιτικού και δικαστικού συστήματος να αντιμετωπίσουν
αποτελεσματικώς το ελληνικό νεοχιτλερικό εγκληματικό μόρφωμα. Αλλά η Ελένη
Αυλωνίτου
ήταν σαφέστατη στην περιγραφή της και στην επικέντρωσή της στο
καθοριστικό σημείο διάκρισης ανάμεσα στις πρακτικές βίας των δύο καθεστώτων:
του ρατσιστικού υποβάθρου της χιτλερικής βίας.
Η
Ελένη
Αυλωνίτου
αναφέρθηκε expressis verbis στη βία
εναντίον των Εβραίων, των Τσιγγάνων, των ομοφυλοφύλων: στη βία,
δηλαδή που ασκείται για αυτό που είσαι και όχι για αυτό που πρεσβεύσεις ή
πράττεις. Στη βία που ασκείται σε πληθυσμιακές ομάδες, οι οποίες δεν έχουν τη
δυνατότητα να επιλέξουν την υποταγή ή δεν έχουν την πολυτέλεια να ζητήσουν
έλεος από το διώκτη τους προφασιζόμενοι έναν οποιονδήποτε λόγο.
Και
είναι τραγικό το γεγονός ότι επιλέχθηκε
ακριβώς αυτό το λεπτό σημείο στη διαφορά της βίας του σταλινισμού από εκείνη
του νατσισμού, για να χλευαστεί η βουλεύτρια και να της αποδοθεί αναιτίως, αλλά
με σαφείς πολιτικές αποσκοπήσεις, ο ρόλος του όψιμου αποκαταστάτη της
σταλινικής βίας. Δεν γνωρίζω τις απόψεις της συγκεκριμένης γυναίκας επί του
ζητήματος της σταλινικής βίας, αλλά από την συνέντευξή της δεν προκύπτει τίποτε
περισσότερο, από αυτό το οποίο θεωρείται κοινός τόπος στην επιστήμη: η
χιτλερική βία είναι ένα ενικό φαινόμενο στην ανθρώπινη ιστορία από κάθε άποψη.
Υπό αυτή την έννοια κάθε προσπάθεια ταύτισης με άλλες μορφές βίας – στην Ελλάδα
γίνεται αυτό συχνότατα στο πλαίσιο της φλυαρίας περί της υποτιθέμενης Γενοκτονίας
των Ελλήνων του Πόντου – αποσκοπεί σε σχετικοποίηση του εγκλήματος των
εγκλημάτων, του Ολοκαυρώματος – Shoah.
Επαναλαμβάνω
την επιχειρηματολογία της Ελένη Αυλωνίτου, με ακόμη πιο
απλοϊκό τρόπο: ένας Γερμανός κομμουνιστής – και αυτή ήταν η στάση των
περισσοτέρων – δε θα κινδύνευε ποτέ εάν δεν εναντιωνόταν στο καθεστώς,
αντιθέτως ένας Εβραίος, ένας Τσιγγάνος, τα παιδιά με το σύνδρομο DOWN,
τα αυτιστικά παιδιά κλπ., ένας ομοφυλόφιλος δεν είχαν αυτήν την επιλογή (θεωρητικώς
και οι ομοφυλόφιλοι μπορούσαν να αποκρύψουν τη σεξουαλική επιλογή τους,
αποφεύγοντας εφ΄ όρου ζωής να εκδηλώσουν την ερωτική τους προτίμηση).
Σε
όλες τις περιπτώσεις οι χιτλερικοί προχώρησαν με βιομηχανικό τρόπο, με
καταμερισμό εργασίας, με χρήση επιστημονικών μεθόδων και μέσων για την εξόντωση
αυτών των ανθρώπων, γιατί τους θεωρούσαν
υπανθρώπους,
εκφυλισμένους,
“ανάξιας ζωής ζωή” κ.α.
Θα
παρακάμψω τον έμφυλο ρατσισμό του ελληνικού πατριαρχικού δημόσιου λόγου και τις
μορφές της πολιτικής αλητείας που αναδείχθηκαν και στις επιθέσεις εναντίον της
συγκεκριμένης γυναίκας πολιτικού – η χλεύη και η ειρωνεία στον τόνο της φωνής
του απαίδευτου, από κάθε άποψη, δημοσιογράφου είναι ενδεικτική για την εκ του
ασφαλούς “αντρίλα” του- και θα συσχετίσω αυτή την κατάσταση ανεπάρκειας και
αντικομμουνιστικής ιδεολογικής τύφλωσης με την αδυναμία του πολιτικού
συστήματος να ανταπεξέλθει στην αντιμετώπιση του νεοχιτλερικού εγκληματικού
μορφώματος.
Για
την Ελληνική
Δημοκρατία, πέρα από τους ηθικούς και επιστημονικούς λόγους, υφίστανται
λόγοι της εφαρμοσμένης πολιτικής, οι οποίοι μας υποχρεώνουν να λάβουμε σοβαρά
υπόψη μας τη διάκριση μεταξύ “σταλινισμού” και “νατσισμού”. Οι
αποπροσανατολιστικές φλυαρίες περί δύο πανομοιότυπων άκρων, δε φανερώνει μόνο
επιστημονική ένδεια, αλλά και πολιτική ανεπάρκεια. Αντιστοίχως η προσπάθεια
παράκαμψης του προβλήματος με την απόδοσή του στην αποκλειστική ευθύνη των
ιστορικών οδηγεί σε μια ακατανόητη ιδεολογική εξομάλυνση της σημερινής συνθήκης
με την προσβλητική παρουσία για όλους τους Έλληνες στο ελληνικό κοινοβούλιο του
νεοχιτλερικού μορφώματος.
Η
νατσιστική βία είναι ευδιάκριτη στις κινήσεις και τις πράξεις της ηγεσίας και
των μελών της συγκεκριμένης μορφής οργάνωσης: έχει εκφραστεί με την άρνηση και
τη δημόσια χλεύη του Ολοκαυτώματος, με τον αντισημιτισμό των μελών της, με τη
λεκτική βία και τις απειλές (μόνο;) κατά των Τσιγγάνων, καθώς και με τα
νυκτερινά πογκρόμ κατά ομοφυλοφίλων στις “πιάτσες” και , φυσικώς, τα “πασίγνωστα”
με τους μετανάστες. Η “Χρυσή Αυγή” είναι ενιαίο έγκλημα και ως τέτοιο θα πρέπει να
αντιμετωπίζεται.
Όποιος
θέλει να αντιμετωπίσει το φαινόμενο δεν κρύβεται πίσω από αποπροσανατολιστικές
ταυτίσεις.
Υ.Γ.:
Επικέντρωσα το ενδιαφέρον μου στην ανιστόρητη και πολιτικώς επικίνδυνη ταύτιση
του “σταλινισμού” με τον “νατσισμό”, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι παραβλέπω τον
τρόπο με τον οποίο χειρίζονται οι όψιμοι απολογητές του Στάλιν τη βία κατά των
λαών και τα μαζικά πολιτικά εγκλήματα που διέπραξε ο σταλινισμός. Η
εγκληματική φύση του νατσισμού δεν παραγράφει τα εγκλήματα του σταλινισμού.
Δε μου διέφυγε επίσης ότι, μέσα στον γενικότερο ορυμαγδό, διάφοροι ανεγκέφαλοι
Αριστεροί ηύραν την ευκαιρία να ξεδιπλώσουν τις αντισημιτικές εμμονές και
φαντασιώσεις τους και να αναζητήσουν, ακόμη και εδώ, τον Εβραίο Drahtzieher. [Βλ. επίσης για μια πιο εκτεταμένη ανάλυση επί της
ευρύτερης συνάφειας το άρθρο στο διαδίκτυο, Όμηρος Ταχμαζίδης, Μνήμη: ο κομμουνισμός δεν είναι ίδιος με τον
νατσισμό, καθώς και την αναφερόμενη σε αυτό δικτυογραφία].
(*) Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι
μέλος του Ε.Γ. της “Σοσιαλιστικής Προοπτικής”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου