Της
ΒΑΣΙΛΙΚΗΣ ΛΑΖΟΥ
(Ιστορικός Παντείου Πανεπιστημίου)
Καθώς η προέλαση του Κόκκινου Στρατού στα Βαλκάνια και οι εξελίξεις στο
ιταλικό μέτωπο έκαναν στρατηγικά αναγκαία την γερμανική υποχώρηση από την
Ελλάδα, το κύριο ζήτημα που προέκυπτε ήταν ομαλή η μετάβαση της εξουσίας στην
απελευθερωμένη χώρα. Το διακύβευμα αφορούσε την ίδια την κοινωνική οργάνωση της
χώρας: ποιος θα κυβερνήσει την Ελλάδα μετά τον πόλεμο, ποια δομή θα έχει η
εξουσία αυτή και πώς θα κατακτηθεί.
Πολλοί ήταν οι
διεκδικητές της εξουσίας. Από τη μια το ΕΑΜ/ ΕΛΑΣ το οποίο αναδείχθηκε στις
δύσκολες συνθήκες της Κατοχής μέσα από την Αντίσταση εναντίον των κατακτητών.
Διαρρηγνύοντας τους παραδοσιακούς θεσμούς της εξουσίας και εκφράζοντας νέες
κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις ανέδειξε τη συλλογική θέληση της κοινωνίας
για αλλαγή. Αυτή αποτυπώθηκε στις δομές και τις πρακτικές στην Ελεύθερη Ελλάδα,
όπου μέσω της ΠΕΕΑ το ΕΑΜ άσκησε πολιτική και στρατιωτική εξουσία σε
εκτεταμένες περιοχές διαθέτοντας τις παραμονές της απελευθέρωσης 35.000 στρατό.
Απέναντι
στέκονταν οι δυνάμεις εκείνες οι οποίες επιθυμούσαν τη συνέχιση της
προπολεμικής κατάστασης πραγμάτων. Σε αυτές προστέθηκαν νέες ομάδες που είχαν
αναδυθεί κοινωνικά και οικονομικά μέσα από τις ευκαιρίες πλουτισμού που
πρόσφερε η Κατοχή. Η πιθανή επικράτηση του ΕΑΜ και η ανάγκη συλλογικής
επιβίωσής τούς οδήγησε στην πολιτική, κοινωνική, οικονομική και τελικά
στρατιωτική τους ενοποίηση. Η επιστροφή τους στην εξουσία θα στηρίζονταν στη
βρετανική διπλωματία και στρατιωτική υποστήριξη.
Στις 9
Αυγούστου 1944 το Βρετανικό Πολεμικό Συμβούλιο ενέκρινε το σχέδιο ΜΑΝΝΑ για την
αποστολή στρατιωτικής δύναμης 10.000 ανδρών στην Ελλάδα αμέσως μόλις
υποχωρήσουν οι Γερμανοί. Η Συμφωνία της Καζέρτας στις 26 Σεπτεμβρίου έθετε τις
ανταρτικές δυνάμεις υπό την εξουσία του Βρετανού Αντιστράτηγου Ρόναλντ Σκόμπι ο
οποίος οριζόταν Διοικητής των στρατιωτικών δυνάμεων στην Ελλάδα ενώ η
στρατιωτική διοίκηση της Αττικής, ανετίθετο στον Στρατηγό Παναγιώτη
Σπηλιωτόπουλο, που είχε διοριστεί από τον Τσολάκογλου ως Αρχηγός Χωροφυλακής
και είχε εγκαίρως μεταστραφεί υπέρ των Βρετανών. Ο ΕΛΑΣ διατάχθηκε να κρατήσει
τις δυνάμεις του εκτός Αττικής.
Η συμφωνία του
Λιβάνου 4 μήνες νωρίτερα, τον Μάιο 1944, είχε αποτελέσει την αρχή μιας σειράς
επώδυνων συμβιβασμών εκ μέρους του ΕΑΜ το οποίο, παρά τις έντονες αντιδράσεις
στο εσωτερικό του, λαμβάνοντας υπόψη τη διεθνή συγκυρία αλλά και την επιδείνωση
των οικονομικών όρων και δυνατοτήτων της Ελεύθερης Ελλάδας επέλεξε (η απόφαση
του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΕ κάνει λόγο για εξαναγκασμό) να προσχωρήσει στην
Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας του Γ. Παπανδρέου στην οποία μετείχε με 6 υπουργούς.
Άμεσα
συνδεδεμένος με το ζήτημα της ομαλής μετάβασης της εξουσίας ήταν ο τρόπος με
τον οποίο οι Γερμανοί θα υποχωρούσαν από την χώρα. Από τις αρχές Σεπτεμβρίου
1944, όταν άρχισαν να αποσύρουν τις δυνάμεις τους από την Πελοπόννησο και τα
νησιά, έγινε φανερό ότι επιδίωκαν μια όσο το δυνατό πιο ανώδυνη απαγκίστρωση.
Από την άλλη, οι Βρετανοί αποφάσισαν να μη συγκρουστούν με τους υποχωρούντες
Γερμανούς. Η μικρή στρατιωτική δύναμη που ήταν διατεθειμένοι να στείλουν, μετά
βίας έφτανε να ελέγξει την Αθήνα. Κύριος πολιτικός της στόχος ήταν να
εγκαταστήσει φιλική προς αυτούς ελληνική κυβέρνηση. Παρά ωστόσο τη βρετανική
στρατιωτική στήριξη και την ενίσχυση της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής με
βρετανικά όπλα – πολλά από τα οποία κατέληγαν στην ημιδοσιλογική, σύμφωνα με
βρετανικές αναφορές, οργάνωση Χ - η ομαλή μετάβαση της εξουσίας εξαρτιόταν
ουσιαστικά από το αν το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, η μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη στη χώρα ύστερα από
την υποχώρηση των Γερμανών, θα τηρούσε ή όχι τα συμφωνηθέντα ή αν θα
καταλάμβανε βίαια την εξουσία.
Το κρίσιμο διάστημα ήταν ο χρόνος ανάμεσα στη γερμανικη κατάρρευση και
την άφιξη των βρετανικών στρατευμάτων. Για να εξασφαλιστεί ότι δεν θα υπήρχε
διάστημα «μεσοβασιλείας» του ΕΑΜ, ώστε αυτό ενισχυθεί πολιτικά και στρατιωτικά,
έπρεπε να συντονιστεί η υποχώρηση των Γερμανών με την άφιξη των Βρετανών. Όπως
επισήμανε στην αναφορά του ο επικεφαλής της βρετανικής στρατιωτικής αποστολής
στην Αθήνα Αντισυνταγματάρχης Σέπαρντ, αυτή δεν έπρεπε να αργήσει περισσότερο
από 6 ώρες από τη γερμανική υποχώρηση. Βρετανοί αξιωματικοί έλαβαν οδηγίες να
διακανονίσουν την άνευ όρων παράδοσή των Γερμανών, με επαφές μέσω του εκπροσώπου του
Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού Σάντστρομ και μέσω της ελβετικής αποστολής. Προς αυτή
την κατεύθυνση κινήθηκαν και κύκλοι προσκείμενοι στο Σπηλιωτόπουλο και την
κυβέρνηση Παπανδρέου, μέλη της κατοχικής κυβέρνησης και ο αρχιεπίσκοπος
Δαμασκηνός.
Οι όποιες συζητήσεις απέβησαν άκαρπες, όταν οι Γερμανοί διαπίστωσαν ότι
κανένας από αυτούς τους παράγοντες δεν διέθετε στρατιωτικές δυνάμεις και ως εκ
τούτου δεν θα ήταν σε θέση να τηρήσει τους όποιους όρους παράδοσής τους. Η μοναδική ουσιαστικά απειλή για
τους Γερμανούς, ο ΕΛΑΣ, είχε κρατηθεί έξω από τη διαδικασία. Τελικά ο Φέλμυ, ο
γερμανός Στρατιωτικός Διοικητής Νοτίου Ελλάδος, με επίσημη επιστολή του μία
ημέρα πριν τη Γερμανική υποχώρηση ανακήρυξε την Αθήνα ανοχύρωτη πόλη μέχρι τις
11:00 το πρωί της 12ης Οκτωβρίου και πληροφόρησε ότι δεν θα
προχωρούσε σε καταστροφές. Ο Πειραιάς ωστόσο θα παρέμενε υπό γερμανική κατοχή,
οι λιμενικές εγκαταστάσεις θα καταστρέφονταν, το ίδιο και οι εγκαταστάσεις
παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος.
Η αποτροπή των καταστροφών δημοσίων κτιρίων και υποδομών αποτελούσε το
στρατιωτικό διακύβευμα της γερμανικής υποχώρησης. Στα μέσα Σεπτεμβρίου
συγκροτήθηκε Επιτροπή Αποτροπής Καταστροφών αποτελούμενη από Στρατιωτικό
Διοικητή Αθηνών Σπηλιωτόπουλο, το Διευθυντή της Αστυνομίας Αθηνών Έβερτ και
ανώτερο στέλεχος της Υπηρεσίας Απόλλων, οργάνωσης κατασκοπείας υπό την αιγίδα
και τη χρηματοδότηση των Βρετανών. Η Επιτροπή, η οποία επικοινωνούσε με το
Κάιρο μέσω της Υπηρεσίας Απόλλων, τηλεγραφούσε σχετικά με τα σημεία κλειδιά τα
οποία έπρεπε να προστατευθούν: το φράγμα του Μαραθώνα, σταθμοί παραγωγής
ηλεκτρικού, σιδηροδρομικοί σταθμοί, λιμενικές εγκαταστάσεις στον Πειραιά,
κτίρια στο κέντρο της πόλης, τηλεφωνική υπηρεσία καθώς και ο ραδιοφωνικός
σταθμός. Επισημάνθηκε ότι οι Γερμανοί είχαν τοποθετήσει εκρηκτικά στο λιμάνι
του Πειραιά. Οι καταστροφές θα αποτρέπονταν μέσω ομάδων αξιωματικών μηχανικών
με ένοπλη επέμβαση την τελευταία στιγμή της γερμανικής υποχώρησης. Για αυτό το λόγο η Υπηρεσία
Απόλλων ζήτησε 3.000 λίρες. Όταν το ποσό αυτό δεν δόθηκε από τους Βρετανούς, η
οργάνωση δήλωσε αδυναμία να πραγματοποιήσει οποιοδήποτε σχέδιο αποτροπής
καταστροφών.
Την ίδια αδυναμία λόγω έλλειψης πόρων και οπλισμού εξέφρασε και η Headsman, μια οργάνωση δολιοφθορών της
βρετανικής στρατιωτικής υπηρεσίας SOE στην Αθήνα, η οποία ξεκίνησε τη δραστηριότητά της
τον Ιούνιο 1944, καταρτίζοντας παράλληλο σχέδιο αποτροπής των καταστροφών. Ήρθε μάλιστα
σε διαπραγματεύσεις με το διευθυντή του εργοστασίου της Ηλεκτρικής ώστε να
βοηθήσει στη σωτηρία του σταθμού. Θεωρούσε ωστόσο πως οποιαδήποτε ενέργεια για
τη σωτηρία των λιμενικών εγκαταστάσεων ήταν καταδικασμένη σε αποτυχία.
Το ΕΑΜ μέσω των οργανώσεών του είχε εκπονήσει το δικό του σχέδιο στο
οποίο συμμετείχαν μέλη του που εργάζονταν στις δημόσιες υπηρεσίες καθώς και
δυνάμεις του ΕΛΑΣ στην Αθήνα. Οι εγκαταστάσεις της Ηλεκτρικής Εταιρείας και του
λιμανιού του Πειραιά βρισκόταν στην περιοχή αρμοδιότητας του 6ου
Ανεξάρτητου Συντάγματος του ΕΛΑΣ Πειραιά με διοικητή τον ταγματάρχη Σωτήρη
Κυβέλο και καπετάνιο τον Νίκανδρο Κεπέση. Το Σύνταγμα συντόνιζε τη δράση του
μέσω των διαταγών του Α Σώματος Στρατού ΕΛΑΣ με τις συμμαχικές δυνάμεις βάσει
της συμφωνίας της Καζέρτα. Στο πλαίσιο αυτό ο διορισμένος από την κυβέρνηση
Παπανδρέου Στρατιωτικός Διοικητής Σπηλιωτόπουλος έδωσε διαταγή να μη γίνει
καμία επιθετική ενέργεια εναντίον των υποχωρούντων Γερμανών μέσα στην Αθήνα και
τον Πειραιά για να μη διακινδυνεύσει ο άμαχος πληθυσμός και προκληθούν εκτεταμένες
καταστροφές.
Τη νύχτα της 11 Οκτωβρίου 1944 δυνάμεις του 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ αχρήστευσαν
τρία φρεάτια υπομόνευσης με εκρηκτικά που είχαν στόχο την ανατίναξη του
λιμανιού του Πειραιά. Στις 12 Οκτωβρίου 1944 οι 60 Γερμανοί φρουροί του
εργοστασίου της Ηλεκτρικής προχώρησαν σε διαπραγματεύσεις με στελέχη του ΕΛΑΣ
και την εργοστασιακή επιτροπή του ΕΑΜ. Έκθεση του 6ου Συντάγματος με
την υπογραφή του διοικητή του Σωτήρη Κυβέλου και ημερομηνία 1 Νοεμβρίου 1944
ανέφερε: «αποτέλεσμα χθεσινών συνεννοήσεων υπήρξεν ότι οι Γερμανοι
εγκατέλειψαν την Ηλεκτρικήν σχεδόν άθικτον μη κτυπηθέντες από τους δικούς μας.
Το Τμήμα είχεν αποστείλει φρουράν από 15 μαχητές στην Ηλεκτρικήν Εταιρείαν και
εις επίκαιρα σημεία είχε τάξει άλλας δυνάμεις των Λόχων Ευγενείας κλπ. Το
Σύνταγμα διέταξε όπως το Τάγμα διπλασιάσει την Φρουράν της ηλεκτρικής ίνα είναι
έτοιμον να υπερασπίση αυτήν. Εις ερώτησιν του Τάγματος του τι πρέπει να κάνει
εάν οι Γερμανοί επανήρχοντο δια να επανακαταλάβουν ή θελήσουν α καταστρέψουν
την Ηλεκτρικήν εδόθη η διαταγή ότι πάση θυσία πρέπει να κρατήσει και να
διαφυλάξει την Ηλεκτρικήν».
Την επόμενη, 13 Οκτωβρίου, και ενώ η Αθήνα πανηγύριζε την Απελευθέρωσή
της, οι Γερμανοί οι οποίοι στο μεταξύ είχαν ανατινάξει το μεγαλύτερο τμήμα του
λιμανιού του Πειραιά, επιχείρησαν να καταστρέψουν τις εγκαταστάσεις της
Ηλεκτρικής.
Η συνέχεια δόθηκε από τους αντάρτες του 1ου Λόχου του 6ου
Συντάγματος του ΕΛΑΣ οι οποίοι αψηφώντας τον εις βάρος τους αριθμητικό
συσχετισμό δυνάμεων, την έλλειψη οπλισμού και πυρομαχικών (που επανειλημμένα
είχαν επικαλεστεί οι χρηματοδοτούμενες από τους Βρετανούς οργανώσεις) έδωσαν
πολύωρη μάχη με τους Γερμανούς και έσωσαν το εργοστάσιο διαφυλάσσοντας την τόσο
πολύτιμη για την απελευθερωμένη πρωτεύουσα λειτουργία του.
Αντί περιγραφής δημοσιεύουμε για πρώτη φορά την έκθεση που συνέταξαν
τέσσερεις ημέρες μετά τη μάχη στις 17 Οκτωβρίου ο διοικητής του λόχου Πέτρος
Ευσταθόπουλος και ο καπετάνιος Αλέκος Βαρυτιμίδης.
Μετά την μάχη «τα Τάγματα προς απόκρουσιν τυχόν επιθετικής επιστροφής
των Γερμανών βοηθούμενα υπό του πληθυσμού έστησαν εις ελάχιτον χρονικόν
διάστημα οδοφράγματα συσσωρεύσαντα πέτρες, ξύλα, κάρα, γαιοσάκους και
παντοειδές υλικόν».
Ο ΕΛΑΣ έσωσε το εργοστάσιο της Ηλεκτρικής. Μεταγενέστερες εκθέσεις
πρόσθεσαν και άλλους διεκδικητές της δόξας, αστυνομία και Βρετανούς,
προσπαθώντας να μειώσουν τη συμβολή του ΕΛΑΣ στην απελευθέρωση της χώρας.
Σύγχρονες με την εποχή βρετανικές και κυβερνητικές εκθέσεις δεν κάνουν καμία
αναφορά στην ύπαρξη άλλων ομάδων στη διάσωση του εργοστασίου η οποία πρέπει να
πιστωθεί εξ ολοκλήρου στον ΕΛΑΣ και στα οργανωμένα στο ΕΑΜ μέλη της
εργοστασιακής επιτροπής.
Η Μάχη της Ηλεκτρικής παρά τον εμβληματικό της χαρακτήρα ήταν ένα μόνο
ηρωικό επεισόδιο από τον αγώνα που έδωσε ο ΕΛΑΣ για τη σωτηρία των υποδομών σε
όλες τις πόλεις και εναντίον των υποχωρούντων Γερμανών. Κάθε άλλο παρά ευνοϊκές προς τον
ΕΛΑΣ βρετανικές πηγές κατέγραψαν ότι κατά τη διάρκεια του Σεπτεμβρίου 1944
τέθηκαν εκτός μάχης 3.197 άνδρες του εχθρού και κυριεύθηκαν 499 όπλα, 12 τόννοι
εκρηκτικών 68 στρατιωτικά οχήματα και ένα καΐκι ενώ κατά τη διάρκεια του
Οκτωβρίου, το δεύτερο μήνα της γερμανικής υποχώρησης, οι Γερμανοί υπέστησαν
συνολικά απώλειες 1.180 ανδρών.
Παρά την δυσπιστία και την ανησυχία των πολιτικών του αντιπάλων και των
Βρετανών προστατών τους, το ΕΑΜ τήρησε τα συμφωνηθέντα παραμένοντας έως το
τέλος πιστό στην πολιτική της εθνικής ενότητας την οποία είχε χαράξει. Από ό,τι
αποδείχθηκε εκ των υστέρων, με μεγάλο κόστος.
Η «ΧΑΜΕΝΗ ΕΚΘΕΣΗ» ΤΟΥ 6ΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΤΟΥ
ΕΛΑΣ
Εθνικός Στρατός ΕΛΑΣ
1/6/Τάγμα Πεζικού
«Έκθεσις Ενεργείας του Τάγματος προς διάσωσιν της
Ηλεκτρικής»
Την 12ην του μηνός Οκτωβρίου και περί ώραν 8μ.μ οι
Γερμανοί απέσυραν εκ του συνοικισμού της Ευγενείας τα πυροβόλα των και όλο το
άλλο υλικό, εκτός από ένα αυτόματο τύπου Σταιν, ενός τηλεμέτρου Τσάιτα και
τινών άλλων υλικών. Ο λοχαγός του λόχου ανέφερε αμέσως στο Τάγμα την αναχώρισιν
των Γερμανών και επί πλέον έστειλε αμέσως στο Τάγμα την αναχώρησιν των Γερμανών
και επί πλέον έστειλε και πάλιν περίπολον εκ τριών αγωνιστών δια την
εκκαθάρισιν της θέσεως των πολυβολείων.
Περί ώραν όμως 10.30 κούρσα γερμανική πλήρης
στρατιωτών καλώς εξοπλισμένων δια αυτομάτων κλπ διήλθεν εκ του Συνοικισμού
κατευθυνόμενοι προς την Ηλεκτρικήν, πράγμα το οποίο παρέσυρε τους αγωνιστάς των
μέτρων ασφαλείας, αλλά ούτοι κατελθόντες του αυτοκινήτου κατευθύνθησαν προς τα
πολυβολεία και ιδόντες τους ημετέρους εντός του καταυλισμού των πολυβολείων
τους ηχμαλώτισαν και οδήγησαν στο εργοστάσιο της ηλεκτρικής.
Ο λόχος της Ευγενείας ανέφερε αμέσως το γεγονός στη
διοίκησιν του Τάγματος, το δε Τάγμα κινητοποίησεν δια κάθε ενδεχόμενον τας
ενόπλους δυνάμεις των λόχων Ευγενείας, Ταμπουρίων, Δραπετσώνος, Αμφιάλης και
εζήτησε από τη διοόκηση του Συντάγματος το τι πρέπεινα γίνει ‘να ανοίξωμε πυρ ή
να αποσυρθώμε και συντοχρόνως ο επιτελής του τάγματος έφεδρος ανθ/γος
Δημοσθένης Μιχαηλίδης έφτασε επί τόπου και έταξε τους αγωνιστ΄΄ας στις
αρμόζουσες θέσεις, επέβαλλε πειθαρχίαν πυρός και ταυτόχρονα μετά του Κοβίτου
της Τετραλοχίας Γεωργίου – Χατζηγεωργίου απέστειλε σύνδεσμον προς τους
Γερμανούς του εργοστασίου δια την ελευθέρωσιν των αγωνιστών μας, άλλως θα
ευρισκόμεθα εις την δυσάρεστον θέσιν να τους ανοίξωμε μάχην.
Το ίδιο ενήργησε χωριστά και η Διοίκησις του Τάγματος
δια σύνδεσμον. Πριν όμως επιστρέψη σύνδεσμος 30 Γερμανοί Ποδηλατισταί της Κοπής
δια της οδού Αναπαύσεως και πυροβολούντες καταυθύνοντο προς το εργοστάσιον ίσως
προς βοήθειαν των συναδέλφων των, στην καμπήν όμως της οδού και ακριβώς στον
περίβολον των μνημάτων οι ημέτεροι ανταπέδωσαν στα πυρά, το αποτέλεσμα του
οποίου ήτο η καθήλωσις των Γερμανών και η γενίκευσις της μάχης προς στιγμήν.
Συντοχρόνως όμως επληροφορήθη ο επιτελής την αποδοχήν της προτάσεώς μας από
τους Γερμανούς και την ελευθέρωσιν των αγωνιστών μας και προς τούτο διατάσσει
αμέσως την παύση πυρός και την οπισθοχώρησιν εις τον λόφον του Αγ. Γεωργίου
όλων των Τμημάτων φοβούμενος εξ άλλου την περικύκλωσιν εκ της οδού Βασιλέως
Γεωργίου Β. Μεμονωμένοι όμως αγωνιστάι μας εξηκολούθουν να πυροβολούν διότι
επυροβόλουν και οι Γερμανοί εκ της Κοπής προς όλας σχδόν τας κατευθύνσεις
εναντίον παντός αδιακρίτως έως ότου η Διοίκησις του Τάγματος κατόρθωσε δια
συνδέσμων την παύσιν του πυρός.
Απώλειαι ημετέρων δύο νεκροί: οι θρυλικοί αγωνισταί
Κοσμίδης Παναγιώτης και Μαυρομμάτης και τρεις τραυματίαι. (και Παπάζογλου
Συρίγος νεκρός).
Εν συνεχεία η διοίκησις του Τάγματος διά του
αξιωματικού πληροφοριών έφεδρου ανθ/γου Κων/νου Φερετούρου επληροφορήθη από δυο
Γερμανούς λιποτάκτας που παρεδόθησαν στον ΕΛΑΣ και υπηρέτουν στη ΣΕΛ Περάματος
την υπονόμευσιν αυτής και τον εξοπλισμόν και την δύναμιν των ανδρών και επιεδή
επιπροσθέτως επληροφορήθη και την υπονόμευσιν του εργοστασίου της Ηλεκτρικής
Εταιρείας έλαβε τα κάτωθι μέτρα ασφαλείας.
1ον Μία Διμοιρία του Λόχου Αμφιάλης με το λοχαγό της
Βασίλειον Βεζυγιόπουλον να καταλάβει το ύψωμα (ΝΔ)του Αγ. Γεωργίου με αποστολή
να φράξει τη διέλευσι των Γερμανών προς την οδό Σαλαμίνος και να έχη μέτωπο
προς την οδό Προς Πέραμα και να έχει σύνδεσμον με την Διμοιρίαν του λόχου
Ταμπουρίων.
2ον Μία διμοιρία του Λόχου Ταμπορίων θα καταλάβη τας
ΝΑ υπώρειας του ιδίου λόφου και με ασποστολή να φράξη την διέλευσι προς την
λεωφόρο Βασιλέως Γεωργίου Β και με Μέτωπο προς την οδό που οδηγεί προς το
εργοστάσιο της Ηλεκτρικής. Και εις τα δύο τμήματα εδόθη να είναι και όλη τη
νύχτα εν επιφυλακή και να πρυοβολήσουν τότε, όταν θα λάβουν διαταγήν και
επιπροσθέτως αν οι Γερμανοί δεν θίξουν τίποτε να τους αφήσουν να φύγουν.
3ον Άπαντες οι Λόχοι να είναι εν επιφυλακή. Σύμφωνα
άλλωστε κατά διαταγήν του Συντάγματος.
4ον Επειδή η Φρουρά, γερμανική, του εργοστασίου
κατόπιν των συνεννοήσεων του Τάγματος εγκατέλειψεν περί ώραν 18 το εργοστάσιο
της Ηλεκτρικής, η διοίκηση του Τάγματος εγκατέστεισε αμέσως φρουράν
ενισχυθείσαν και με το προσωπικόν του εργοστασίου και με πυρομαχικά.
5ον Η Διοίκησις Δια των Εφέδρων ανθυπολοχαγών Δημοσθ.
Μιχαηλίδη επιτελούς Τάγματος και Κων/νου Φερετούρου Αξιω/κου Πληροφοριών
εξασφάλισε δια συνεχών εφόδων την αγρύπνισιν των τμημάτων και την τακτοποίησιν
των θέσεών των. Την πρωίαν της 13ης Τρέχοντος και περί ώραν 4.30 ανετινάχθη η
ΣΕΛ και μετά το Τμήμα ανατινάξεως δυνάμεως 56 ανδρών ενεφανίσθη με 4 φορτηγά
αυτοκίνητα και δύο κούρσες φεύγοντα εκ της ΣΕΛ πλην όμως έλαβεν καταύθυνσιν
προς το εργοστάσιον περί ώραν 5.30 π.μ. Τούτο ανεφέρθη υπό του λοχαγού της
Αμφιάλης εις την διοίκησιν του Τάγματος, το δε τάγμα διέταξε πυρ δια να σώση το
εργοστάσιο.
Πράγματι εις απόστασιν 60 μέτρων από του εργοστασίου η
διμοιρία της Αμφιάλης και του λόχου Ταμπουρίων άνοιξε πυρ κατά των Γερμανών,
ταυτοχρόνως δε το ίδιο έπραξε και η ηρωική φρουρά.
Οι Γερμανοί ευρεθέντες μεταξύ δύο πυρών καθηλώθησαν
επί τόπου και από της πρώτης στιγμής είχον πολλάς απωλείας και αιφνιδιάσθησαν
και δεν ηδυνήθησαν να τάξουν άμυνα υπό τον πολυποίκιλον οπλισμών των σε θέσι
μάχης.
Πράγμα το οποίον αν κατόρθωναν η νίκη θα ήτο
κερδισμένη σε μεγάλη μας απώλεια,αλλά επειδή συνέβη το αντίθετον με τα
υπεραστικά πυρά των Τμημάτων της Αμφιάλης και Ταμπουρίων λόγω της θέσεώς των
και τα μετωπικά πυρά της φρουράς εφεδρεία ένοπλων τμημάτων του Λόχου Αμφιάλης
και του ενεξάρτητου λόχου ως και της Ευγενείας υποστηριζόμενα από τα υπεραστικά
πυρά επετέθησαν ανενόχλητοι κατά των Γερμανών βάλλοντες προς όλας τας
κατευθύνσεις κατά των εγκλωβισμένων Γερμανών.
Η Μάχη κατευθύνετο υπό του επιτελούς του τάγματος
έφεδρου ανθ/γου Δημοσθένους Μιχαηλίδη και του Έφεδρου ανθ/γου Φερετούρου
Κων/νου οι οποίοι αφού επέβαλον την πειθαρχίαν πυρός στα τμήματα των
υπεραστικών πυρών διότι πλέον υπήρχεν κίνδυνος δια τα προχωρήσαντα τμήματα
μήπως βληθούν από δικά μας τμήματα επλησίασαν την πρώτην γραμμήν πυρός,
επέβαλον τάξιν και πειθαρχίαν κατά την μάχην δια να δυνηθώμεν να ζητήσωμεν δια
διερμηνέως Γερμανού και δια του τηλεβόα την παράδοσιν των Γερμανών, διότι εις
τρεις αποπείρας των να παραδοθούν η αταξία ορισμένων μαχητών ενέβαλε την
παράδοσιν. Οι Γερμανοί επί τρίωρον ανθίστατο με πυροβόλα, αυυτόματα,
χειροβομβίδας και άλλων εκρηκτικών υλών που με χαρακτηριστικόν κρότον όλμου στο
πρώτο καλεσμά μας δια να παραδοθούν ο Διοικητής των απάντησε χαρακτηριστικά,
«Δεν παραδινόμαστε, είσθε όλοι κομμουνισταί και θα σας σκοτώσουμε όλους».
Μετά
τρίωρον μάχην και όταν τα τμήματά μας έφθασαν σε θέσει ρίψεως χειροβομβίδος
αφού εισέδυσαν στην Μάνδρα του
εγοστασίου ΕΛΕΜ οι Γερμανοί παρεδόθησαν. Όλοι οι μαχητές και δη οι λοχαγοί
Βασίλειος Βεζυγιόπουλος, Χρίστος Ιωακείμίδη, Μπάμπης Αναγνωστόπουλος,
Αριστείδης Σπυρόπουλος έδειξαν παραδειγματικό θάρρος και δράσιν, ένας δε
μαχητής ηλικίας 17 ετών σε απαράμιλλο τόλμη πλησίασε τους Γερμανούς σε απόσταση
30 μέτρων και έρριπτε τας χειροβομβίδας του ενώ εμαίνετο η μάχη.
Ο θρυλικός μαχητής Γεώργιος Γκιόρδας στην πρώτη γραμμή
πυρός πριν ξεψυχήσει ανεφωνησε «Ζήτω η Ελλάς». Ο γενναίος Καλαμποθάκης της
Φρουράς του εργοστασίου εξησφάλισε με τον θάνατόν του την ακεραιότητα του
εργοστασίου. Στην πρώτη γραμμή εθεάθη αγωνιστής Βασίλειος Γιανόγκονας και ο
αξιωματικός του εξοπλισμού Νίκος Μωυσιάδης καθώς και πολλοί άλλοι της Εθνικής
Πολιτοφυλακής.
Απώλειές μας εις νεκρούς δύο και δυο του προσωπικού
του εργοστασίου. Τραυματίαι τρεις. Ο εχθρός άφησε 11 νεκρούς, ο ένας
υπολοχαγός, οποίος ηυτοκτόνησε.
Τραυματίαι 21 και 24 αιχμάλωτοι μεταξύ των οποίων δύο υπολοχαγοί και 8
υπαξιωματικοί. Υλικόν εις οπλισμόν 19 βαρέα πολυβόλα, ελαφρά 4, 50 τυφέκια, 120
πιστόλια, χειροβομβίδες 300, φυσίγγια 50.000, εκρηκτικές ύλες 20 τεμάχια και
διάφορα άλλα υλικά εις είδη ιματισμού και τρόφιμα δια 40 ημέρες. Αυτοκίνητα
τρία φορτηγά και δύο κούρσες.
Σ.Δ. 17 Οκτώβρη 1944
Η ΔΙΟΙΚΗΣΙΣ
Πέτρος
Ευσταθόπουλος Διοικητής
Αλέκος
Βαρτυμίδης Καπετάνιος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου