"Είμαι ναζί, καταλαβαίνω πολύ καλά τον άνθρωπο Χίτλερ..."
ΚΑΝΝΕΣ, ΑΠΟΣΤΟΛΗ: ΚΩΣΤΑΣ ΤΕΡΖΗΣ
Ο πλανήτης Μελαγχολία και το «παιχνίδι» με τον ναζισμό: Αν απλώς μου το περιέγραφαν δεν θα το πίστευα, αλλά ήμουν μπροστά όταν συνέβη, στη συνέντευξη Τύπου, ο Λαρς φον Τρίερ να παίζει το γνωστό σουρεαλιστικό παιχνίδι του με τους δημοσιογράφους και να καταλήγει «Είμαι ναζί, καταλαβαίνω πολύ καλά τον άνθρωπο Χίτλερ, εκεί, μέσα στο μπούνκερ… Δεν είμαι βέβαια υπέρ του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά τον καταλαβαίνω αυτόν τον άνθρωπο. Για πολλά χρόνια νόμιζα ότι ήμουν Εβραίος και μου άρεσε αυτό. Αλλά μετά ήρθε η (Δανέζα σκηνοθέτις, εβραϊκής καταγωγής) Σουσάνε Μπίερ και κατάλαβα ότι δεν μου άρεσε και τόσο να είμαι Εβραίος. Και τότε συνειδητοποίησα ότι οι γονείς μου είναι Γερμανοί και ότι συμπαθώ τους ναζί, μη φανταστείτε ότι είμαι εναντίον των Εβραίων, αλλά το κράτος του Ισραήλ γίνεται μερικές φορές πολύ ενοχλητικό», συνέχισε ακάθεκτος ο Λαρς φον Τρίερ ενώπιον των δημοσιογράφων, που είχαν αιφνιδιαστεί, και ορισμένοι αντέδρασαν γελώντας ειρωνικά, ενώ οι περισσότεροι αρνήθηκαν να συμμετάσχουν σε αυτό το παραλήρημα και η συνέντευξη Τύπου σταμάτησε κάπου εδώ, σε μια παγωμένη σιωπή…
Όσο για την ίδια την ταινία, που αναπόφευκτα επισκιάστηκε απ’ αυτό το (απίστευτα ανιστόρητο και εξαιρετικά κακόγουστο) εγωμανιακό «παιχνίδι» του σκηνοθέτη, μοιράζεται σε δύο μέρη: Το πρώτο μέρος του φιλμ παρουσιάζει ένα προβληματικό γαμήλιο πάρτι σε έναν πολυτελή πύργο, με τη νύφη (Κίρστεν Ντανστ) σε κρίση κατάθλιψης να παρατάει τελικά τον γαμπρό και να κάνει έρωτα με έναν νεαρό στο γήπεδο του γκολφ, ενώ η μητέρα της (Σαρλότ Ράμπλινγκ) είναι εξ αρχής εναντίον του γάμου της κόρης της, αλλά και οποιουδήποτε γάμου… Και όλα αυτά ενώ ένας παράξενος μπλε πλανήτης που ονομάζεται «Μελαγχολία» πλησιάζει επικίνδυνα τη Γη ώστε όλοι να φοβούνται τη σύγκρουση μαζί του και το τέλος του κόσμου… Εδώ εστιάζει το δεύτερο μέρος της ταινίας, από τη σκοπιά της αδελφής της νύφης (Σαρλότ Γκενσμπούργκ). Ο κόσμος του Λαρς φον Τρίερ δεν περιέχει κανένα νόημα, παρά μόνο αυτό της αναπαράστασής του, πριν την απόλυτη καταστροφή. Αφήνοντας για μια ακόμη φορά στην άκρη το αναμενόμενο τρίτο μέρος της αμερικανικής τριλογίας του, το «Ουάσιγκτον», ο Λαρς φον Τρίερ θεώρησε ότι η καλύτερη μέθοδος προκειμένου να υπερβεί το προσωπικό του αδιέξοδο ήταν να το θεματοποιήσει… Μια «μαγική καλύβα» θα μπορούσε, ίσως, να σώσει τους ανθρώπους από την επερχόμενη καταστροφή - μια υπόμνηση για την τέχνη, για τον ίδιο τον κινηματογράφο, «ξαναβλέπω τις ταινίες του Ταρκόφσκι και κλαίω», μας είπε ο Λαρς φον Τρίερ στη συνέντευξη Τύπου, προτού αρχίσει τα περί ναζισμού.
Ακόμη και στις Κάννες, στις τηλεοπτικές ειδήσεις κάθε δέκα λεπτά η εικόνα του αξύριστου Ντομινίκ Στρος Καν στο δικαστήριο της Νέας Υόρκης μπλέκεται με την πληροφόρηση ότι «οι Έλληνες, ένα χρόνο μετά το Μνημόνιο και τα 110 δισ., ζητούν κι άλλα λεφτά», είδηση που συνοδεύεται, φυσικά, από το ειρωνικό υπομειδίαμα του παρουσιαστή, τόσο που αντιλαμβάνεσαι πως δεν είναι καθόλου εύκολο πια να δηλώνεις Έλληνας, πουθενά στην Ευρώπη…
Κάποια παρηγοριά, χωρίς καμία συσχέτιση με τους κομπασμούς περί «αναγέννησης του ελληνικού κινηματογράφου», η είδηση πως οι «Άλπεις» του Γιώργου Λάνθιμου θα είναι τελικά στο επόμενο φεστιβάλ της Βενετίας, μετά την κρυάδα της απόρριψης από τους υπεύθυνους των Καννών.
Στο ύφος των έργων του Μαρσέλ Καρνέ, αλλά διαθέτοντας σύγχρονη κοινωνική εγρήγορση, η τελευταία ταινία του Άκι Καουρισμάκι, “Le Havre”, μια γαλλο-φιλανδική παραγωγή, που διαδραματίζεται, φυσικά, στο λιμάνι της Χάβρης, η δική του ματιά στη Ευρώπη των ημερών μας, που αρνείται να αντικρίσει την πλημμυρίδα των μεταναστών:
Ο Μαρσέλ Μαρξ (Αντρέ Βιλμς), πρώην συγγραφέας, έχει αποσυρθεί στη Χάβρη κάνοντας τον λούστρο, ενώ η γυναίκα του Αρλετί (Κάτι Ούτινεν) αρρωσταίνει ξαφνικά από καρκίνο… Ο Μαρσέλ θα γνωρίσει ένα αγόρι, τον Ιντρισα, μετανάστη από την Αφρική, που τον κυνηγάει η αστυνομία, ενώ προσπαθεί να περάσει στην Αγγλία, όπου βρίσκεται η μητέρα του. Το σενάριο είναι απλό, θυμίζοντας την «Μποέμικη ζωή», φορτίζεται όμως από τον ουμανισμό του σκηνοθέτη και τη βαθιά του πίστη στους απλούς, συνήθως τσακισμένους ανθρώπους. «Δεν έχω απάντηση στο πρόβλημα», λέει ο Καουρισμάκι, αλλά, τουλάχιστον, «ελπίζω ακόμα στη συμπόνια και την αδελφοσύνη, διαφορετικά ζούμε ήδη σε μια κοινωνία μυρμηγκιών, που, όπως έλεγε συχνά ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν, θα ακολουθήσει μετά από μας. Κανονικά αυτή η ταινία θα έπρεπε να γυριστεί στην Ελλάδα, την Ιταλία ή την Ισπανία, γιατί αυτές οι χώρες δέχονται τη μεγαλύτερη πίεση. Βέβαια, το πρόβλημα δεν οφείλεται στις ίδιες τις χώρες, αλλά στην αδράνεια των πολιτικών που δεν μπορούν να αφήσουν τα ξενοδοχεία και τις Μερσεντές τους και να ασχοληθούν σοβαρά με τη λύση του. Δεν είμαι ειδικός αλλά νομίζω ότι η σημερινή κατάσταση δεν πάει άλλο έτσι». Ο Καουρισμάκι πάντως επέλεξε τη Χάβρη για να γυρίσει εκεί την ταινία του γιατί «για μένα αυτή είναι η ευρωπαϊκή πόλη των μπλουζ, της σόουλ και του ροκ εν ρολ».
Και οι νέες ταινίες της εβδομάδας
«Οι Πειρατές της Καραϊβικής σε άγνωστα νερά» του Ρομπ Μάρσαλ έκαναν πρεμιέρα εδώ στις Κάννες και φαίνεται να φτάνει στο τέλος του αυτό το επιτυχημένο φραντσάιζινγκ του διασκεδαστικού εμπορικού κινηματογράφου… Ο φοβερός τυχοδιώκτης Τζακ Σπάροου (Τζόνι Ντεπ), με τον έρωτα της ζωής του, την Αντζέλικα (Πενέλοπε Κρουθ, κόρη του Μαυρογένη πειρατή), θα αναζητήσει τη θρυλική «Πηγή της αιώνιας νεότητας» για να σώσει την ψυχή του από την κόλαση.
«Η Νέα Βαβυλωνία», των Γκριγκόρι Κόζιντσεφ - Λεονίντ Τράουμπεργκ. Σε επανέκδοση αυτό το αριστούργημα του 1929, σπουδαίο δείγμα της ρωσικής κινηματογραφικής πρωτοπορίας που εκμηδένισε τελικά ο σταλινισμός στη δεκαετία του '30. Αυτή η ταινία της δυάδας Κόζιντσεφ-Τράουμπεργκ προέρχεται από τη «Φάμπρικα του Εκκεντρικού Ηθοποιού», την πιο φημισμένη πειραματική ομάδα του σοβιετικού κινηματογράφου που ίδρυσαν το 1921, στο Λένινγκραντ, οι δύο σκηνοθέτες μαζί με τον Σεργκέι Γιούτκεβιτς και που είχε για σύνθημά της το «Επανάσταση στην Τέχνη». Ταινία-δοκίμιο, που μέσα από τη συστηματική χρήση του «ιδεολογικού μοντάζ» αποδίδει στην οθόνη τις 72 μέρες της Παρισινής Κομμούνας, χωρίς να ενδιαφέρεται για μια «ιστορική» αναπαράσταση…
«Το νόημα της ζωής» του Τέρι Τζόουνς. Επανέκδοση της τρελής κωμωδίας των φοβερών Μόντι Πάιθον, παραγωγής 1983. Τελικά ποιο είναι το νόημα της ζωής; Μήπως είναι η δουλειά; Μήπως η μάθηση; Η οικογένεια; Ο πλούτος; Και τι πρέπει να κάνουμε όταν ο θάνατος έρχεται και μας χτυπά την πόρτα; Η ταινία προσπαθεί να δώσει μια απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα, όχι φυσικά με βάση τις συνηθισμένες κοινοτοπίες, αλλά επιστρατεύοντας τη λογική που συνεισέφερε αυτή η μοναδική γκρούπα, μοναδική σε ολόκληρη την ιστορία του κινηματογράφου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου