Πέμπτη, 28 Απριλίου 2011
ΝΕΩΤΕΡΗ ΑΝΑΡΤΗΣΗ ΓΙΑ ΤΕΧΝΙΚΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ
Από το Μόναχο, στα αντάρτικα βουνά της Αχαΐας
Η απίστευτη ιστορία ενός δραπέτη Γερμανού αξιωματικού
Του ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΗΜ. ΜΟΣΧΟΥ (*)
«Στην αρχή ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους.
Δεν ήμουν Εβραίος και δεν φώναξα.
Μετά ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές.
Δεν ήμουν κομμουνιστής και δεν φώναξα.
Δεν ήμουν Εβραίος και δεν φώναξα.
Μετά ήρθαν να πάρουν τους κομμουνιστές.
Δεν ήμουν κομμουνιστής και δεν φώναξα.
Έπειτα ήρθε η ώρα των σοσιαλδημοκρατών.
Δεν ανήκα σ΄ αυτό το κόμμα και δεν έβρισκα λόγο να διαμαρτυρηθώ.
Ακολούθησαν οι ομοφυλόφιλοι.
Ούτε κι αυτό σκέφτηκα ότι με αφορούσε.
Στο τέλος ήρθε η σειρά των τσιγγάνων.
Ούτε και τότε βρήκα λόγια για να εκφράσω την αντίθεσή μου.
Ο επόμενος στη σειρά ήμουν εγώ.
Αλλά δεν υπήρχε κανείς για να φωνάξει, για να αντισταθεί μαζί μου…»
Ακολούθησαν οι ομοφυλόφιλοι.
Ούτε κι αυτό σκέφτηκα ότι με αφορούσε.
Στο τέλος ήρθε η σειρά των τσιγγάνων.
Ούτε και τότε βρήκα λόγια για να εκφράσω την αντίθεσή μου.
Ο επόμενος στη σειρά ήμουν εγώ.
Αλλά δεν υπήρχε κανείς για να φωνάξει, για να αντισταθεί μαζί μου…»
(Το επίγραμμα ανήκει στον πάστορα Μάρτιν Νιμέλερ
και αφορά τη στάση της «σιωπηρής πλειοψηφίας» την εποχή του Γ’ Ράιχ).
----------οοο----------
Ο Αδόλφος Χίτλερ διορίστηκε καγκελάριος στις 30 Ιανουαρίου 1933. Οι ναζί είχαν κερδίσει μεν τις εκλογές Νοεμβρίου του 1932, όχι όμως και την απόλυτη πλειοψηφία. Οι διαπραγματεύσεις για κυβέρνηση συνασπισμού κατέρρευσαν. Ο υπουργός Αμυνας Σλάιχερ έπεισε τον πρόεδρο Χίντενμπουργκ να απολύσει τον καγκελάριο Πάπεν και ανέλαβε ο ίδιος.
Στο μεταξύ, ο Πάπεν διαπραγματευόταν με τον Χίτλερ και, με έγκριση του προέδρου, ο Σλάιχερ εξαναγκάστηκε σε παραίτηση. Δύο μέρες μετά, τον διαδέχτηκε ο Χίτλερ, με τον Πάπεν ως αντικαγκελάριο. Το εκλογικό παιχνίδι έπρεπε να σταματήσει, καθώς οι κομμουνιστές διαρκώς ενισχύονταν. Μετά τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ, από προβοκάτσια των Ναζί, ο Χίτλερ απέκτησε έκτακτες εξουσίες και, με το θάνατο του Χίντενμπουργκ το 1934, το αξίωμα του προέδρου και του καγκελαρίου συγχωνεύθηκαν.
Ο Χίτλερ έγινε Φύρερ, η δικτατορία των Ναζί άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά, και όλα ήταν έτοιμα για το μεγαλύτερο αιματοκύλισμα στην ιστορία. Η θεαματική άνοδος του Χίτλερ, από μονοψήφια ποσοστά στις εκλογές μέχρι και το 1928, συντελέστηκε με σκηνικό τη Μεγάλη Υφεση. (Καθημερινή 31-1-10).
-----------οοο----------
Το έτος αυτό λοιπόν, το 1933, επί καγκελαρίου Χίτλερ, εισήχθη στην Ευελπίδων σε ηλικία 19 ετών ο ορειβάτης Βόλφγκανγκ Γκούντμαν. Ήταν όλο χαρά γιατί θα γινόταν αξιωματικός να υπηρετήσει την πατρίδα του. Ήρθε η ημέρα της ορκωμοσίας, τεταρτοετής εύελπις πια και καθώς τους είχε αναγγείλει ο Διοικητής της Σχολής, θα τους έκανε την τιμή να τους απονείμει τα ξίφη ο ίδιος ο Χίτλερ. Μεγάλη η χάρη. Πλην όμως υπήρχε ένα προαπαιτούμενο. Έπρεπε να ήταν Άριος αυτός που θα τύχαινε της τιμής. Μέχρι τρίτου βαθμού. Και αυτό να αποδεικνύεται εγγράφως.
Η μητέρα του Γκούντμαν ήταν Χριστιανή και ο πατέρας του Χριστιανός Διαμαρτυρόμενος, όπως όλοι οι Γερμανοί. Αλλά ο παππούς υπήρξε Εβραίος και η γιαγιά Χριστιανή καταγόμενη από την Δανία. Ωστόσο η οικογένεια παρέμενε ανεξίθρησκη και αυτό συνέβαλε στη σύσφιγξη των δεσμών της.
Ο Γκούντμαν αποφάσισε να εκθέσει τα πράγματα στον Διοικητή του. Αυτός του προτείνει εναλλακτικώς να καταταγεί στα Ες Ες. Ο νεαρός εύελπις αρνείται γιατί είναι η απάνθρωπη συμπεριφορά αυτού του Σώματος. Καταφεύγει στον πατέρα του, που του συνιστά να προσέχει τώρα που πια η εβραϊκή ταυτότητά του θα γινόταν γνωστή. Οι ρατσιστές παραμονεύουν.
Επόμενη ημέρα κατά το προσκλητήριο της Σχολής. Αποτάσσουν αυτόν και άλλους δύο ευέλπιδες εβραϊκής καταγωγής. Κατά την αποχώρησή τους, τους ακολουθούν εθνικιστικοί αλαλαγμοί, οι περισσότεροι παραμένουν ανέκφραστοι, παθητικοί υποδοχείς. Ο συμμαθητής του Μάρκος, αυτός μόνον του ζητά ψιθυριστά συγγνώμη, για την αδυναμία του να διαμαρτυρηθεί.
«Στην αρχή ήρθαν να πάρουν τους Εβραίους.
Δεν ήμουν Εβραίος και δεν φώναξα».
Δεν ήμουν Εβραίος και δεν φώναξα».
Ο αξιωματικός στον οποίο παρέδωσε οπλισμό και στολή ο Γκούντμαν, του συνέστησε να πάει από κει που κατάγεται. Που; Μα η Γερμανία είναι χώρα που γεννήθηκε, αυτήν γνώρισε για πατρίδα του. Ρατσιστικός παραλογισμός.
Ο ίδιος ο Γκούτμαν αφηγείται: «Γεννήθηκα σε ένα προάστιο του Μονάχου το 1914.Ο πατέρας μου ήταν Γερμανός με 25% εβραϊκό αίμα από τον πατέρα του και η μητέρα μου Δανέζα Χριστιανή. Ήταν έμπορος υφασμάτων και ράπτης με καλή σειρά. Ήμασταν τέσσερα παιδιά. Μας έστειλε σχολείο και μάθαμε εκτός από αρχαία ελληνικά, λατινικά, αγγλικά, γαλλικά».
Το ίδιο βράδυ της απόταξής του, 1937 πια, οι παρακρατικοί του ναζιστικού κόμματος λιθοβολούν την πατρική οικία του. Την επομένη ημέρα δυο ναζί χτυπούν την μητέρα του. Σε κάθε συνάντηση μαζί τους στο δρόμο, ακολουθούν χλευασμοί. «Νοιώθουμε ξένοι στη γειτονιά που γεννηθήκαμε» γράφει στην αυτοβιογραφία που άφησε στον εγγονό του που ζει στην Πάτρα, ο Γκούντμαν. «Κλειστήκαμε στο σπίτι για να μην προκαλούμε, κι αυτό άρχισε να έχει επιπτώσεις στο ηθικό μας. Έστηναν μπλόκα σε καίρια σημεία. Κυριαρχούσε η στρατοκρατία. Οι πνευματικοί άνθρωποι είχαν εκτοπιστεί ή αναγκαστεί να μεταναστέψουν».
------οοο--------
15 Ιουλίου 1937. Ο πατέρας αναμένεται στο σπίτι για να γιορτάσει η οικογένεια μαζί τα γενέθλια της μητέρας. Η πόρτα χτυπά ασυνήθιστα ενωρίς. Ανοίγουν και η φιγούρα του πατέρα σωριάζεται μπροστά τους. Είναι χτυπημένος άσχημα από τα Τάγματα Εφόδου (κάτι σαν τους ταγματασφαλίτες, τους δικούς μας). Δυο παρακρατικοί είχαν εισβάλει στο ραφείο του πατέρα και αφού έδιωξαν κακήν κακώς έναν πελάτη του, που του συνέστησαν να μην ξαναμπεί στο μαγαζί του Εβραίου, άρχισαν να τον χτυπούν με ρόπαλα.
Η πράξη αναστατώνει την οικογένεια και περισσότερο τον γιο Γκούντμαν. Καταφεύγουν στο κοντινό αστυνομικό τμήμα, που όμως ο αξιωματικός υπηρεσίας αδιαφορεί. Καταγράφει βαριεστημένα το γεγονός.
Ο φόβος αρχίζει να κυριαρχεί. Ο Γκούντμαν φεύγει από το προάστιο που ζει και καταφεύγει στο κοντινό Μόναχο. Στα εργοστάσια που αναζητά δουλειά, του απαιτούν πιστοποιητικό Αρίου, ή μέλους της ναζιστικής νεολαίας, για να τον προσλάβουν.
Μετά από αναστολές, μετακομίζει στο Αμβούργο, παρά την αντίρρηση της μητέρας του. Η ανώμαλη πολιτική κατάσταση και η υπερχρέωση της χώρας που εξακολουθεί να πληρώνει τις αποζημιώσεις του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, που προκάλεσε έχει τις επιπτώσεις της στην ανεργία.
Μετακομίζει ξανά, αυτή τη φορά στο Άρχους της Δανίας. Εκεί ζει και ο θείος του, αδελφός της μητέρας του, ενώ πίσω στη Γερμανία οι γονείς του είναι σε επιφυλακή. Πιάνει καλή δουλειά σε μια αποθήκη ανταλλακτικών. Ζει καλά, αλλά η μοναξιά τον ζώνει. Τα Χριστούγεννα του 1938 αποφασίζει να επισκεφθεί τους δικούς του. Φθάνοντας στα σύνορα παρατηρεί ότι όποιος εξέρχεται από τη Γερμανία δεν του γίνεται έλεγχος αποσκευών, ενώ όσοι εισέρχονται αντιμετωπίζονται ως ύποπτοι. Ο έλεγχος που τους γίνεται είναι εξευτελιστικός. Απαξίωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Στρατός και Αστυνομία ελέγχουν σε κάθε σταθμό απ’ όπου περνά.
Κάποτε φθάνει επιτέλους στο σπίτι του.
Τα νέα των δικών του είναι ανησυχητικά. Η φοβία υπήρχε παντού. Οι τοίχοι στους δρόμους γεμάτοι φιλοναζί συνθήματα και εναντίον των Εβραίων. Στην μπυραρία της γειτονιάς που πήγε να βρει τους φίλους του, οι σερβιτόροι αρνήθηκαν να τον σερβίρουν. Ειδικά ένας κατάξανθος νεαρός του είπε επιδεικτικά: «Δεν σε σερβίρω Εβραίε».
---------οοο----------
Φεύγει ταπεινωμένος από την πόλη του κι επιστρέφει στο Άρχους. Τον πόνο απαλύνει η γνωριμία του με την Χάνα, μια εξαιρετική κοπέλα. Συνδέονται και αποφασίζουν να παντρευτούν. Συμφωνούν να το πουν ξεχωριστά ο καθένας στους δικούς του, πριν τους επισκεφθούν μαζί. Η Χάνα το λέει στον αδελφό της. Ο Γκούντμαν ειδοποιεί με γράμμα τους γονείς του ότι θα τους επισκεφθεί στη Γερμανία. Ξεκινά. Φθάνοντας όμως στο Αμβούργο συλλαμβάνεται μαζί με άλλα οκτώ άτομα από την γερμανική Αστυνομία. Τους κατηγορούν για προδοσία και δυσφήμιση του καθεστώτος στο εξωτερικό. Τους κλείνουν σε ένα βαγόνι και την επόμενη ημέρα τους μεταγάγουν στο Βερολίνο για να δικαστούν από Στρατοδικείο. Οι δυο κατήγοροί του είναι από το Άρχους, στο οποίο γνώρισε την Χάνα. Δικάζεται 10 χρόνια και τον κλείνουν στις φυλακές, κοντά στην όμορφη πόλη Δρέσδη, όπου βρίσκονται 2.000 κατάδικοι. Φόρμα καταδίκου ακόμη δεν έχει πάρει, λόγω ελλείψεως. Γι αυτό και επείγεται να δραπετεύσει. Εάν τον ντύσουν με τα φυλακίστηκα, χάνεται κάθε ελπίδα.
Είναι 20 Ιουλίου 1934, που σβήνουν ξαφνικά τα φώτα της φυλακής και του δίνεται η ευκαιρία. Μετά από περιπέτεια φθάνει στην πόλη. Εκεί παίρνει ταξί και κατευθύνεται μιάμιση ώρα απόσταση, στο Γκέρλιτζ. Από κει τραβά για τα σύνορα προς Πολωνία. Ατυχία όμως, συλλαμβάνεται από ζευγάρι γερμανικής περιπόλου, καθώς έπεσε πάνω σε κώνο των γερμανο-πολωνικών συνόρων και δημιούργησε θόρυβο. Εάν πήγαινε προς την αντίθετη κατεύθυνση θα είχε περάσει τα πολωνικά σύνορα, που εκείνη την ώρα δεν φυλάγονταν. Κι όταν θα ξημέρωνε θα βρισκόταν στο Γκότσελεκ, κι από κει στη Βαρσοβία, εκεί που ζει ένας άλλος θείος του.
Παρά ταύτα, η τύχη του χαμογελά. Επικεφαλής αξιωματικός του φυλακίου που τον μεταφέρουν είναι ο πρώην εύελπις, συνάδελφός του στη Σχολή, Μάρκος. Στενός φίλος του και αντιναζί που έχει βοηθήσει πολλούς. Σήμα για δραπέτευσή του δεν είχε λάβει κι έτσι βοηθά και αυτόν να περάσει τα σύνορα.
Ήταν παραμονές της γερμανικής εισβολής. Το κλίμα έκρυθμο. Κι όμως ο Γκούτμαν δεν πίστευε ότι ο Χίτλερ θα εισέβαλε στην Πολωνία! Και τότε έρχεται η πίκρα. Σε ένα τηλεφώνημα, στο θείο του, στο Άρχους Δανίας ενημερώνεται ότι η κατηγορία εναντίον του εξυφάνθη από τον αδελφό της κοπέλας του, της Χάνα, ο οποίος ήταν μέλος της φασιστικής νεολαίας. Και ένας από τους δύο μάρτυρες που κατέθεσαν εναντίον του στη δίκη. Ο θείος του στη Βαρσοβία, του συνιστά να μην επιστρέψει στη Δανία, γιατί μπορεί να τον απαγάγουν κατάσκοποι. Ήταν δραπέτης και τα ισόβια θάρχονταν σίγουρα σε περίπτωση σύλληψής του.
Έπειτα από καιρό φθάνει στην Πολωνία η μητέρα που του φέρνει άσχημα νέα. Η δουλειά του πατέρα πάει από το κακό στο χειρότερο. Η αδελφή Ίρμα έφυγε στην Ελλάδα, κάπου στην Πάτρα για να δουλέψει. Γκουβερνάντα. Διδάσκει και γερμανικά, στο σπίτι κάποιου πλούσιου πατρινού.
1 Σεπτέμβρη 1939. Γίνεται αυτό που όλοι περίμεναν. Οι γερμανοί τελικά εισβάλλουν στην Πολωνία. Το πολωνικό ιππικό που ήταν καμάρι της χώρας και φημιζόταν ως αξιόμαχο, είναι αδύνατον να αντισταθεί στη θυελλώδη προέλαση των μηχανοκίνητων Πάντσερ και καταρρέει.
Έτσι στις 20-9-39 οι Γερμανοί βρίσκονται προ των πυλών της Βαρσοβίας. Αλλά, ο Γκούντμαν που νιώθει κυνηγημένος, προνοώντας και με τη βοήθεια του θείου του έχει βγάλει διαβατήριο, έχει αγοράσει χάρτη της Ευρώπης κι έμαθε όσα περισσότερα για την Πάτρα, όπου διέμενε η αδελφή του. Μετά τους Γερμανούς εισβάλλουν στη χώρα και οι σοβιετικοί.
Είναι ώρα για απομάκρυνση. Φεύγει με το τρένο για τη Λιθουανία, χώρα που την κατέχει η Πολωνία. Από κει συνεχίζει για την Λετονία. Ο φόβος του πολέμου τον ωθεί στην Εσθονία. Χώρες και οι τρεις υπό σοβιετική επιρροή. Υπάρχει κίνδυνος να κλείσουν τα σύνορα από τους Σοβιετικούς, γι αυτό συνεχίζει προς Φιλανδία.
Εκεί που φθάνει, τριγυρνά στο λιμάνι προσπαθώντας να βρει πλοίο για κάποια δυτικοευρωπαϊκή χώρα. Οι κινήσεις του θεωρούνται ύποπτες και τον συλλαμβάνει η Αστυνομία. Τον ανακρίνει και τον αφήνει ελεύθερο.
Στρέφεται προς την Σουηδία που είναι ουδέτερη χώρα. Όμως οι Γερμανοί έχουν εκτεταμένο δίκτυο κατασκόπων κι ο ίδιος δεν παύει να είναι δραπέτης.
Στης Στοκχόλμης το λιμάνι ανοίγει η τύχη του. Ζητούσε να φύγει έστω για Γαλλία ή για Αγγλία και βρήκε ευκαιρία για την Πάτρα. Ένα πλοίο που μετέφερε πρώτη ύλη για παραγωγή χαρτιού στην χαρτοποιΐα του Ευ. Λαδόπουλου, ήταν η σωτηρία του.
Δίνει στον καπετάνιο όσα λεφτά του απέμειναν και επιβιβάζεται με μόνη αποσκευή μια βαλίτσα. Μετά από 10ήμερο ταξίδι, αρχές Οκτωβρίου 1939, φθάνει λαθραία στην Πάτρα μέσω Ατλαντικού, Γιβραλτάρ και Μεσογείου.
Σπεύδει στα Ψηλαλώνια. Εκεί θα βρει την Ιρμα, για να πέσει στην αγκαλιά της. Επιτέλους, μετά από έξι χρόνια συναντά έναν άνθρωπο της οικογενείας της. Ως ορειβάτης, τι άλλο θα ζητούσε πρώτο; Μα τον Ορειβατικό Σύλλογο της πόλης! Γνωρίστηκε με τα μέλη του και άρχισε να ηρεμεί ψυχικά. Πιάνει και δουλειά ως φορτοεκφορτωτής στο λίμανι. Κι απάνω που άρχισε να στρώνει η ζωή του, μπαίνει το 1940 που κουβαλά μηνύματα ανησυχητικά. Τον Απρίλιο οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τη Δανία. Το Δεκαπενταύγουστο οι Ιταλοί τορπιλίζουν την Έλλη και στις 28 Οκτωβρίου οι ίδιοι κηρύσσουν πόλεμο κατά της Ελλάδας.
Οι Βόρεια Ευρώπη φλέγεται. Οι οικογένεια του Γκούντμαν αποφασίζει και αρχές 1941 έρχεται στην Θεσσαλονίκη, όπου κατοικούν ακόμη πολλοί Εβραίοι, ενώ στο μεταξύ ο ιταλικός φασισμός δέχεται πλήγματα από τους γενναίους Έλληνες στρατιώτες στο Μέτωπο.
Ο ίδιος ο Γκούντμαν μετακομίζει στην απάνω μεριά της οδού Αγ. Nικολάου, από τα Ψηλαλώνια, όπου μέχρι τότε φιλοξενούνταν στο αρχοντικό που εργάζεται η αδελφή του. Πιάνει και δεύτερη δουλειά, διεκπεραιωτής αλληλογραφίας στην Αχάια Κλάους, της οποίας οι ιδιοκτήτες τρεις αδελφοί Αντωνόπουλοι είναι δεινοί ορειβάτες, που υπηρέτησαν στο Τάγμα Χιονοδρόμων κατά το αλβανικό έπος.
6 Απριλίου 1941. Οι Γερμανοί για να τελειώσουν με τον φθοροποιό πόλεμο που απερίσκεπτα άνοιξε με την Ελλάδα ο Μουσολίνι, εισβάλουν από την Βουλγαρία στην Ελλάδα, (επιχείρηση Μαρίτα) παρακάμπτοντας την γραμμή των οχυρών Ρούπελ. Περνούν στη Θεσσαλονίκη. Ο στρατηγός Τσολάκογλου υπογράφει την επαίσχυντη ανακωχή. Και στις 27 του μήνα η σβάστικα ρυπαίνει τον Ιερό Βράχο της Αθήνας.
Στις 26 Απριλίου, το απόγευμα, οι πρώτη ομάδα Γερμανών εισβάλλει στην Πάτρα και παραλαμβάνει τη διοίκηση της πόλης από τον υποστράτηγο Γ. Καραβοκύρη, που την παραδίδει.
Στις 2 Ιουνίου οι Ιταλοί εισέρχονται στην Πελοπόννησο, στα πλαίσια συμφωνίας με τους Γερμανούς και τους Βουλγάρους για την τριχοτόμηση της χώρας. Η οικογένεια του Γκούντμαν έρχεται από τα Θεσσαλονίκη και εγκαθίσταται στην Πάτρα, που τώρα την κατέχουν οι Ιταλοί.
Στο μεταξύ από το Μάιο επιβάλλεται δελτίο στα τρόφιμα, ενώ τον Ιούνιο καταγράφεται και το πρώτο θύμα της πείνας. Ο φόβος από τους κατακτητές μεγαλώνει. Οι μυστικές βρετανικές υπηρεσίες αναδιοργανώνονται για την αντιμετώπιση του εχθρού.
Η τοπική Αστυνομία βοηθάει τους Εβραίους με πλαστές ταυτότητες που τους εφοδιάζει. Και το όνομα αυτού από Βόλφγκανγκ Γκούντμαν, σε Γιάννης Παπαδόπουλος. Περνούν δύσκολες ημέρες στη διάρκεια της ιταλικής κατοχής, μέχρι που έρχεται η συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το Σεπτέμβρη του 1943.
Οι Γερμανοί αναλαμβάνουν τώρα τα ηνία. Στήνουν και το στρατηγείο τους στο μέγαρο Ηλιόπουλο, που διαθέτει και καταφύγιο για προστασία από τα συμμαχικά αεροπλάνα που βομβαρδίζουν κάθε τόσο την πόλη. Εκεί τον φέρνει η μοίρα τον Γκούντμαν να εργαστεί ως μεταφραστής. Ο ορειβάτης φίλος του Γιάννης, που ήδη εργάζεται σε αυτό το κτίριο της γερμανικής διοίκησης τον πρότεινε ως κατάλληλο, αφού ξέρει τη γλώσσα. Στην ουσία όμως για να τον προφυλάξει. Ποιος θα πίστευε ότι ένας γερμανο-εβραίος θα βρισκόταν δίπλα στους ναζί; Οι αντιδράσεις του Γκούντμαν κάμπτονται.
Ο διοικητής της Αστυνομίας που του έκδωσε την πλαστή ταυτότητα είναι αυτός που μεσολαβεί μεταξύ του Γκούντμαν και του κλιμακίου της βρετανικής αποστολής. Και χωρίς να το καταλάβει γίνεται πολύτιμος πληροφοριοδότης, που μεταφέρει το περιεχόμενο των γερμανικών εγγράφων στο διοικητή για να το διεκπεραιώσει στους Βρετανούς.
Στην Πάτρα τότε ζούσαν πολλές οικογένειες Εβραίων. Μαθαίνοντας όμως τις συλλήψεις ομοεθνών τους στη Θεσσαλονίκη και όταν το Οκτώβρη του 1943 οι Γερμανοί τοιχοκόλλησαν ανακοινώσεις που τους καλούσαν να εμφανιστούν στο Διοικητήριο για επίλυση εκκρεμοτήτων τους, ανησύχησαν και άλλοι έφυγαν για το βουνό, άλλοι για την Αθήνα κι άλλοι κρύφτηκαν στην πόλη. Ωστόσο έξι οικογένειες πιάστηκαν μετά από κατάδοση και στάλθηκαν στην Αθήνα.
Κάποια μέρα οι Γερμανοί υποπτεύθηκαν τον Γκούντμαν και περίμεναν να τον συλλάβουν έξω από το σπίτι του. Ήταν που έπαιρνε ημερήσια άδεια για ξεκούραση. Κι ήταν τυχερός που ο φίλος του Γιάννης είδε τυχαία την εντολή σύλληψης και έσπευσε να τον ειδοποιήσει.
Είναι Δεκέμβρης 1943, κάνει κρύο τσουχτερό. Φεύγει για να κρυφτεί στο καταφύγιο του Ορειβατικού στο Παναχαϊκό, πάνω από την Κοκκινόβρυση. Ακολουθεί τη διαδρομή από Ψηλαλώνια, οδός Γούναρη, Παναγία Αλεξιώτισσα, Προφήτης Ηλείας, Γηροκομειό, Ρωμανός, Ελεκίστρα. Διακόσια μέτρα έξω από το χωριό τον συλλαμβάνουν τρεις αντάρτες του ΕΛΑΣ, που παρακολουθούν την είσοδό του στα μέρη τους. Η ξενική προφορά του τον βάζει σε μπελά. Τον κουβαλάνε μέχρι το Πουρναρόκαστρο, όπου βρίσκεται η βάση τους. Τον ανακρίνουν καθώς τον περνούν για κατάσκοπο. Δεν εμπιστεύονται την απολογία του και τον στέλνουν συνοδεία ανταρτών στο Λεόντιο, στην έδρα του στρατοδικείου για να δικαστεί.
Η δίκη του γίνεται δημόσια και καταδικάζεται σε εκτέλεση. Τον φυλακίζουν στον επάνω όροφο ενός χωριατόσπιτου. Προσπαθεί να δραπετεύσει αλλά είναι αδύνατο. Το πρωί που ανοίγει η πόρτα τον κατεβάζουν από τις σκάλες κι εκεί αντικρίζει ένα πλήθος που τον κοιτά βουβά. Δεν έχουν ξαναδεί εκτέλεση Γερμανού. Όμως ανάμεσά του είναι και ο καπετάνιος Θρασύβουλος, γιατρός νευρολόγος, που τον αναγνωρίζει. Είχε μάθει για τη σύλληψη και ήρθε να δει. Ρωτά τον δικαστή, αυτόν θα σκοτώσετε για πράκτορα; Στη στιγμή επεμβαίνουν και οι Εβραίοι αντάρτες αδελφοί Βελελή που τον γνωρίζουν από τον Ορειβατικό, όπως τον γνωρίζει και ο καπετάνιος. Από το θάνατο στην Ανάσταση, βρίσκεται από τη μια στιγμή στην άλλη.
Σώζεται η ζωή του και την αφιερώνει στον αντιφασιστικό αγώνα. Γίνεται μεταφραστής στο 12ο Σύνταγμα, λαβαίνει μέρος στη μάχη στα Δεμέστιχα, κατά των Τσολιάδων τον Φεβρουάριο του 1944.
Έρχεται η απελευθέρωση της Πάτρας. Οι Βρετανοί τον συλλαμβάνουν ως μεταφραστή συνεργάτη των Γερμανών. Τον κρατούν και τον ανακρίνουν έως τις 3-12-44, που τον απολύουν. Είναι η μέρα που η Ελλάδα μπαίνει στο δρόμο του Εμφυλίου.
Ο πόλεμος στην Ευρώπη έχει τελειώσει από το Μάη του 1945, στην Ελλάδα όμως έχει αρχίσει προετοιμασία ενός νέου μεταξύ των Ελλήνων. Πριν περάσει χρόνος ξεσπά Εμφύλιος. Τον Γκούντμαν πλησιάζουν οι σύντροφοι της Αντίστασης και του προτείνουν να συμμετάσχει. Αρνείται, δεν πιστεύει ότι θα υπάρξει νικητής. Αφορά τους Έλληνες κι ωστόσο αυτός είναι Εβραίος Γερμανός.
Όμως η Ασφάλεια Πάτρας τον υποπτεύεται και τον συλλαμβάνει. Είναι η πέμπτη φορά που πιάνεται. Απελευθερώθηκε χάρη στην επέμβαση του Διοικητή. Οι οικογένειά του φεύγει για τη Γερμανία καθώς η χώρα χειροτερεύει. Όταν ομαλοποιείται η κατάσταση, γύρω στο 1953, επισκέπτεται την πατρίδα του και ο ίδιος. Παντρεύεται Γερμανίδα και κάνουν απογόνους στην Ελλάδα. Γέρος πια πεθαίνει, ενώ η ιστορία του γραμμένη από τον ίδιο σε ένα πακέτο φύλλα χαρτιού, παραδίδεται από τον γιο του στον εγγονό του.
Η απίστευτη περιπέτεια αυτού του Γερμανοεβραίου, που μας την μεταφέρει με λογοτεχνική αρτιότητα ο συγγραφέας Ασημάκης Παπαδόπουλος, από την Πάτρα, με το μυθιστόρημά του «Βόλφγκανγκ Γκούντμαν, μια απίστευτη περιπέτεια» (εκδόσεις Περί Τεχνών 2010) είναι μια αληθινή ιστορία, με πολλά διδάγματα για το σήμερα, που ο νεοναζισμός αναβιώνει και στη χώρα μας, βγάζοντας με θρασύτητα τη γλώσσα του.
_______________________________
(*) Τα παραπάνω αποτελούν απόσπασμα ομιλίας για την παρουσία του βιβλίου που έγινε στην Πάτρα από τον Γ. Μόσχο, γραμμ. της Εταιρείας Συλλογής Διάσωσης Ιστορικών Αρχείων ν. Αχαΐας 1940-1974 (ΕΣΔΙΑ) τη Δευτέρα 22-11-10, στην αίθουσα «Περί Τεχνών», με τη συμμετοχή του Προξένου της Ομ. Δημ. της Γερμανίας Γ. Απατζή και του συγγραφέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου