Ηταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι, το σοκ που δρομολόγησε μια επικίνδυνη στροφή στη γερμανική πολιτική στο θέμα του Μεταναστευτικού.
Μια στροφή που θα έχει επιπτώσεις σε όλη την Ευρώπη, και ιδιαίτερα στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες στα εξωτερικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στις 23 Αυγούστου ένας νεαρός Σύρος όρμηξε σε μια γιορτή στους δρόμους της πόλης του Ζόλινγκεν, σκότωσε με το μαχαίρι του τρεις ανυποψίαστους διαβάτες και τραυμάτισε άλλους οκτώ. Ο δράστης, που εκτιμάται ότι εμπνεύστηκε από την ισλαμιστική προπαγάνδα του ISIS, δεν έπρεπε να βρίσκεται στο Ζόλινγκεν. Τα δικαστήρια είχαν αποφασίσει την απέλασή του στη Βουλγαρία, στη χώρα πρώτης εισόδου του στην Ε.Ε. όπου είχε ζητήσει πολιτικό άσυλο. Η απέλαση δεν έγινε ποτέ.
Γενικότερα, η Γερμανία -αλλά και άλλες χώρες «τελικού προορισμού» των προσφύγων και των μεταναστών- ήταν φειδωλή με τις απελάσεις των ανθρώπων που δεν κατάφεραν να πάρουν άσυλο. Και απέφευγε να κάνει χρήση των ρυθμίσεων του Κανονισμού του Δουβλίνου, σύμφωνα με τις οποίες υπεύθυνη για την παροχή ασύλου είναι η χώρα πρώτης υποδοχής. Άλλωστε, μετά την προσφυγική κρίση του 2015 φάνηκε ξεκάθαρα πόσο δυσλειτουργικός -και κατάφωρα άδικος για τις χώρες του Νότου- ήταν αυτός ο Κανονισμός. Εάν οι χώρες της Ε.Ε. τον τηρούσαν, θα έπρεπε να είχαν μείνει στην Ελλάδα οι ένα εκατ. Σύροι και οι εκατοντάδες χιλιάδες Αφγανοί και άλλοι πρόσφυγες που έχουν φτάσει από το 2015 μέχρι και σήμερα στα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου.
Ωστόσο, το 2015 η τότε καγκελάριος της Γερμανίας Άνγκελα Μέρκελ άνοιξε τα σύνορα, αποφόρτισε τα ελληνικά νησιά και τον βαλκανικό διάδρομο, και αποκλιμάκωσε την προσφυγική κρίση, σώζοντας την τιμή της χώρας της και της Ευρώπης.
Στη συνέχεια δρομολογήθηκε η συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας το 2016, που οδήγησε στη μείωση των προσφυγικών ροών, καθώς η Τουρκία πληρώθηκε για να κρατήσει τους πρόσφυγες στο έδαφός της, ενώ σταδιακά προσχώρησαν όλο και περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες στη λογική των κλειστών συνόρων και της Ευρώπης-φρούριο. Το ίδιο έκανε και η Ελλάδα μόλις ανέλαβε η Ν.Δ. του Κυριάκου Μητσοτάκη τη διακυβέρνηση.
Το ζητούμενο για την κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν να μειώσει τις προσφυγικές ροές, αφενός με το «τείχος του Έβρου» και τις… αποτροπές στη θάλασσα, αφετέρου με το να στέλνει το μήνυμα ότι όσοι καταφέρουν να φτάσουν στην Ελλάδα δεν θα περάσουν καλά. Ούτε οι Έλληνες περνούν καλά, άλλωστε, όπως εμμέσως παραδέχθηκε τις προάλλες ο πρωθυπουργός κατά την επίσκεψή του στη Βιέννη:
«Δεν μπορεί κανείς να έχει την απαίτηση από την Ελλάδα να έχει ένα πιο ευνοϊκό πλαίσιο κοινωνικής προστασίας για τους πρόσφυγες από ό,τι έχει για τους ίδιους τους Έλληνες πολίτες» είπε στο πλάι του Αυστριακού καγκελάριου. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι άνθρωποι που παίρνουν άσυλο στην Ελλάδα συνεχίζουν την πορεία τους προς τον ευρωπαϊκό Βορρά, εκεί όπου (νομίζουν ότι) έχουν προοπτικές για μια καλύτερη ζωή.
Οι αποφάσεις των δικαστηρίων
Επί σειρά ετών αυτή η δευτερογενής μετανάστευση γινόταν ατύπως δεκτή από τη Γερμανία. Μάλιστα, όταν το 2021 το ομόσπονδο κρατίδιο της Βόρειας Ρηνανίας Βεστφαλίας θέλησε να στείλει πίσω στην Ελλάδα Σύρους που είχαν πάρει καθεστώς διεθνούς προστασίας στη χώρα μας, βγήκαν τα διοικητικά δικαστήρια να εμποδίσουν την απέλαση. «Μετά την επιστροφή τους στην Ελλάδα υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να μην μπορούν να καλύψουν τις πιο βασικές τους ανάγκες» αποφάνθηκαν οι δικαστές. Ανάλογη απόφαση έλαβαν και τα διοικητικά δικαστήρια του κρατιδίου του Ζάαρ το 2022. Γι’ αυτό και συνεχίστηκε σχεδόν απρόσκοπτα η δευτερογενής μετανάστευση από την Ελλάδα στη Γερμανία.
Η ανατροπή μετά το Ζόλινγκεν
Μετά το σοκ του Ζόλινγκεν, όμως, η γερμανική κυβέρνηση αποφάσισε να αλλάξει ρότα. Το έκανε υπό την πίεση της κοινής γνώμης, η οποία σε ποσοστό 77% (σύμφωνα με δημοσκόπηση της περασμένης εβδομάδας) ζητά αλλαγή πολιτικής για τη μετανάστευση και το άσυλο επί το αυστηρότερο. Το έκανε υπό την πίεση του ηγέτη της Χριστιανοδημοκρατικής αντιπολίτευσης Φρίντριχ Μερτς, ο οποίος ζητά την αυστηροποίηση του πλαισίου για τη μετανάστευση εδώ και τώρα. Το έκανε, κυρίως, υπό την πίεση της μεγάλης ανόδου της ακροδεξιάς AfD, που παίζει το χαρτί του Μεταναστευτικού.
Τώρα η κυβέρνηση του καγκελάριου Σολτς θέλει να στείλει το μήνυμα ότι ελέγχει την κατάσταση. Και το κάνει με τρόπο σπασμωδικό, κλείνοντας τα σύνορα και αναγγέλλοντας μαζικές απελάσεις στο όριο της διεθνούς νομιμότητας. Η υπουργός Εσωτερικών ανήγγειλε ότι από τη Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου θα επεκταθούν οι προσωρινοί συνοριακοί έλεγχοι σε όλα τα χερσαία σύνορα της χώρας για έξι μήνες. Ταυτόχρονα η Γερμανία αυξάνει ατύπως την πίεση στις χώρες πρώτης υποδοχής να πάρουν πίσω τους ανθρώπους στους οποίους έδωσαν άσυλο και απειλεί τους ίδιους ότι εάν μείνουν στη χώρα μετά από δύο μήνες, δεν θα έχουν παρά «ψωμί, νερό και σαπούνι».
Η μπάλα στην εξέδρα
Τα τελευταία τρία χρόνια έφυγαν από την Ελλάδα με προορισμό τη Γερμανία περίπου 75.000 αναγνωρισμένοι πρόσφυγες. Η γερμανική κυβέρνηση θα ήθελε να δει κάποιους να επιστρέφουν -κατά προτίμηση με πολλά ταρατατζούμ, ώστε να σταλεί το σχετικό αποτρεπτικό μήνυμα-, η δε ελληνική θα ήθελε να το αποφύγει. Καμία από τις δύο κυβερνήσεις δεν μιλά ανοιχτά γι’ αυτό, όπως φάνηκε τόσο από τις τοποθετήσεις του Γερμανού αντικαγκελάριου Ρόμπερτ Χάμπεκ από το βήμα της 88ης ΔΕΘ όσο και από τις δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη από τη Βιέννη. «Το θέμα αυτό μου φαίνεται ότι δεν έχει συζητηθεί ποτέ μεταξύ του Έλληνα πρωθυπουργού και του επικεφαλής της αντιπολίτευσης στη Γερμανία, οι οποίοι ανήκουν στην ίδια πολιτική οικογένεια» είπε ο Χάμπεκ, πετώντας την μπάλα στην εξέδρα, καθώς αναφέρθηκε μόνο στις πρόσφατες προτάσεις του Φρίντριχ Μερτς περί απελάσεων και όχι στα σχέδια της κυβέρνησής του.
Ο Μητσοτάκης, από την πλευρά του, επίσης δεν λέει κουβέντα για επιστροφές αναγνωρισμένων προσφύγων. Επαναλαμβάνει, ωστόσο, ότι η Ελλάδα φυλάει τα ευρωπαϊκά σύνορα και πως δεν μπορεί να επωμιστεί ένα δυσανάλογα μεγάλο βάρος λόγω απλώς της γεωγραφικής της ιδιαιτερότητας. Και προσπαθεί να κάνει συμμαχίες με χώρες όπως η Αυστρία ή η Πολωνία, που νιώθουν ότι απειλούνται από τη γερμανική πολιτική των κλειστών συνόρων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου