ΑΛΛΑΓΗ EMAIL

Οι φίλοι αναγνώστες μπορεί να στέλνουν τα μηνύματά τους στο εμέηλ gmosxos1@hotmail.com στο οποίο θα προτιμούσε ο διαχειριστής να τα λαμβάνει. Παράλληλα άνοιξε και ισχύει πάλι το εμέηλ gmosxos23.6.1946@gmail.com το οποίο μπορείτε να χρησιμοποιείτε σε περίπτωση που αδυνατείτε να κάνετε χρήση του hotmail.com
ΤΗΛ. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 6938.315.657 & 2610.273.901

Τρίτη 25 Ιουνίου 2024

Μυθιστόρημα - «Μέρσι» της Κωνσταντίνας Μόσχου

Προδημοσίευση από το αστυνομικό μυθιστόρημα της Κωνσταντίνας Μόσχου Μέρσι, που θα κυκλοφορήσει στις 5 Ιουλίου από τις Εκδόσεις Bell.

Θα κυκλοφορήσει τον Ιούλιο από τις εκδόσεις Bell

Στερέωσε την κάρτα πολύ προσεκτικά στη διχάλα ανάμεσα στο δείκτη και στον παράμεσο, σαν να ήταν τα δάχτυλά του καρτοθήκη. Ήταν η κάρτα που έγραφε Στάθης Παντελιάς, Ιδιωτικός Ερευνητής, ελαφρώς στραπατσαρισμένη. Ύστερα κοίταξε κατάματα τον πελάτη, που καθόταν σοβαρός στην καρέκλα επισκέπτη μπροστά από το γραφείο, και φόρεσε κι ο ίδιος το υπηρεσιακό του ύφος, που ταίριαζε στην περίσταση:

«Είστε ο κύριος;»

«Μα… σας είπα προηγουμένως. Μπόνταλης. Τζάνι Μπόνταλης». Ακούστηκε σαν «Μποντ. Τζέιμς Μποντ». Αλλά ας μην το κάνουμε και θέμα, κάθε τι μοιάζει με κάτι άλλο σε τούτη τη ζωή.

Ο πελάτης ήταν ένας σαραντάρης καλοβαλμένος κύριος, με μια εκκεντρική πινελιά στο ντύσιμο και στην εμφάνισή του, και μια κίνηση αγέρωχη και ποζάτη, που του προσέδιδε έναν αέρα διασημότητας. Φαινόταν ολοκάθαρα ενοχλημένος –επιεικώς απαράδεκτο να μην τον αναγνωρίζει κάποιος, στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς· το όνομά του ανήκε πλέον στην παγκόσμια κληρονομιά της Τέχνης. Περίμενε ωστόσο τη συνέχεια της συζήτησης, προσπαθώντας να διακρίνει αν ο ντετέκτιβ ακολουθούσε κάποιου είδους μεθοδολογία.

Παρεμπιπτόντως, η εμφάνιση του ντετέκτιβ δε θα έπειθε κανέναν. Ούτε σοβαρή ήταν, ούτε η φυσική του κατάσταση έδειχνε πως αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να τρέχει δεξιά κι αριστερά για να λύνει υποθέσεις. Ωστόσο, μια και τώρα είχε πελάτη απέναντί του, ήταν η ώρα να μιλήσει επί του θέματος, που δεν ήταν άλλο από την ανάληψη μιας καινούργιας υπόθεσης. Αλλά, όταν άνοιξε το στόμα του, απέδειξε πως και η ευφράδειά του ήταν ανάλογη προς την εικόνα που έδινε στον επισκέπτη του. Δηλαδή χειρότερα δε γινόταν.

«Για να τα ξεκαθαρίσουμε, κυρ-Μπόντα μου», είπε στον πελάτη και η κάρτα που κρατούσε άρχισε να φθείρεται κι άλλο ανάμεσα στα ιδρωμένα του δάχτυλα· σε λίγο θα έσβηναν τελείως τα γράμματα. «Εδώ δεν πρόκεται να μασήσουμε τα λόγια μας, δεν πρόκεται σου λέω, γι’ αυτό πες τα μου χαρτί και καλαμάρι. Είμαστε σοβαρό γραφείο εμείς, οι ποθέσεις τρέχουνε, με πιάνεις;».

Ο πελάτης δεν πρόλαβε να απαντήσει, και πολύ καλά έκανε.

Γιατί…

Ήταν η ώρα που επέστρεφε ο κάτοχος του γραφείου.

Ναι, η αλήθεια ήταν ότι αυτός που καθόταν στη θέση του ντετέκτιβ δεν ήταν στην πραγματικότητα ο ντετέκτιβ.

«Σωτήρη!» φώναξε από την είσοδο ο Παντελιάς και βρόντηξε την πόρτα πίσω του συγχυσμένος.

Αυτό ήταν το γραφείο του Στάθη Παντελιά και κανείς δεν δικαιούνταν να παίζει το ρόλο του, ούτε καν ο καλλιτέχνης καφετζής Σωτήρης.

«Σχώρα με, αφεντικό», είπε ο καφετζής και πετάχτηκε αμέσως όρθιος, έτοιμος να τους αδειάσει τη γωνιά.

Ταυτόχρονα ξεφορτωνόταν την ιδρωμένη κάρτα πετώντας τη στη ζαρντινιέρα κάτω απ’ το παράθυρο, εκεί όπου τεμπέ                          λιαζε το ιγκουάνα Αθηνά, που άδραξε την κάρτα στον αέρα και την εξαφάνισε εν ριπή οφθαλμού. Δεν υπήρχε πια ιδρωμένη κάρτα, απλώς μια θανάσιμη σιγή εκ μέρους του αληθινού ντετέκτιβ.

Μια ωραία ατμόσφαιρα.

Κι ύστερα η εξώπορτα του γραφείου κοπάνησε με θόρυβο από τον αέρα, καθώς ο Σωτήρης λάκιζε διακριτικά από τις κοινόχρηστες σκάλες της πολυκατοικίας, ελπίζοντας να ξεχαστεί γρήγορα το συμβάν.

Έπιασα μια κάρτα μου από τη μεταλλική καρτοθήκη του γραφείου και την κοίταξα φευγαλέα, ίσα για να θαυμάσω το ανάγλυφο που χρύσιζε στα γράμματα. Στάθης Παντελιάς, Ιδιωτικός Ερευνητής. Τώρα που είχε φύγει επιτέλους ο Σωτήρης, έπρεπε να δω πώς θα τα μπάλωνα με τον καινούργιο μου πελάτη. Αυτό που μου είχε κάνει προηγουμένως λέγεται… δυσφήμιση. Παραλίγο να μου διώξει τον πελάτη.

«Ζητώ συγγνώμη για την αναστάτωση», είπα στον επισκέπτη μου. «Ο βοηθός μου ασχολείται μόνο με τις εξωτερικές εργασίες κι έτυχε να τον πετύχετε σήμερα στο γραφείο. Είμα στη διάθεσή σας, αγαπητέ μου, πείτε μου, παρακαλώ, ποιος καλός άνεμος σας έφερε εδώ».

Αυτό λέγεται γλείψιμο και είναι ο ενδεικνυόμενος τρόπος όταν έχεις βδομάδες να σταυρώσεις πελάτη. Τώρα δε θα μου

γλίτωνε τούτος εδώ, θα πλήρωνε για όλους μαζί τούς μη πε-

λάτες μου. Και δεν είχα καμία τύψη γι’ αυτό, φαινόταν από την εξωτερική του εμφάνιση ότι ήταν ο άνθρωπός μου, άνθρωπος που ήξερε να σκορπά το χρήμα.

«Όχι και τόσο καλός άνεμος…» είπε εκείνος κάνοντας μια γκριμάτσα ξινίλας. «Για να έρχομαι σ’ εσάς, υπάρχει πρόβλημα. Όμως ας μιλάμε καλύτερα στον ενικό. Δε χρειάζονται αβρότητες και τυπικότητες, είμαστε και οι δύο άτομα που δεν πιστεύουν στις βλακείες του κατεστημένου. Εγώ ο ίδιος σπάω τα στερεότυπα με την τέχνη μου, ακόμα περισσότερο εσύ, ένας άνθρωπος της πιάτσας».

Ταυτόχρονα μου έτεινε την κάρτα του, για να επιβεβαιώσω ευθύς αμέσως το όνομα και την ιδιότητά του, αν και τον είχα αναγνωρίσει ήδη. Μέχρι κι οι πέτρες τον ήξεραν. Ευτυχώς… ευτυχώς που δεν τον είχε διώξει με τη συμπεριφορά του ο άτιμος ο Σωτήρης.

Έριξα μια φευγαλέα ματιά στην κάρτα του καθώς την έπαιρνα στα χέρια μου. Χρώματα και σχήματα, ολόκληρο το σύμπαν και ο ίδιος ο Μπόνταλης είχαν συνωμοτήσει για να αποκτήσει αυτή η κάρτα κάτι που έμοιαζε με μικρογραφία έργουτέχνης. Τζάνι Μπόνταλης, Εικαστικός / Gianni Bondalis, Visual Artist, Gallery 33. Η διεύθυνσή του και τα τηλέφωνά του πάνω στην κάρτα χάνονταν σ’ έναν τρελό χορό τέχνης και αισθητικής παράλογης για τα γούστα μου.

«Έχεις πολύ καλές συστάσεις, Παντελιά», συμπλήρωσε εκείνος. «Με στέλνει εδώ ο καλός μου φίλος και γείτονάς σου, ο εικαστικός Γαλανόπουλος. Αυθεντικός και πρωτότυπος στη δουλειά του, με ιδιαίτερες ευαισθησίες, που αποτυπώνονται άριστα στον καμβά του. Έχει αναγάγει την επιστήμη του σε τέχνη - ή την τέχνη του σε επιστήμη–, επηρεασμένος από τη δικηγορία, που έπαψε να ασκεί. Η αμφιταλάντευση των εσωτερικών διαδικασιών στην αισθητική του της προσδίδει τη χάρη της ουτοπίας ενός επαναλαμβανόμενου μοτίβου».

Η αλήθεια ήταν ότι δεν καταλάβαινα τίποτα απ’ όσα έλεγε. Κούνησα όμως το κεφάλι συγκαταβατικά, περιμένοντας να φτάσει στο θέμα μας.

«Είναι πρωτοποριακό», συνέχισε αυτός το μονόλογό του, «το εύρημα του μεγάλου αυτού καλλιτέχνη να επικαλύπτει με λευκή χρωστική ουσία τα υπέροχα έργα του, κρύβοντας τα πά θη του ανθρώπου, που απεικονίζονται ως τα χαρακτηριστικά, μαύρα και κόκκινα κοράκια που εμφανίζονται σε όλους τους πίνακές του. Κάθε ξύσιμο της χρωστικής ουσίας της επικάλυψης αποκαλύπτει και ένα από τα πουλιά. Φοβερή σύλληψη!»

Μαύρα κοράκια, κόκκινα κοράκια, τι προμηνάνε τα μαύρα κοράκια και τα κόκκινα κοράκια; Ο ποιητής Φανφάρας ξύπνησε μέσα μου και με το ζόρι συγκράτησα ένα νευρικό γέλιο που ξεπηδούσε άθελά μου.

Μπορεί να μην καταλάβαινα γρι απ’ όσα έλεγε η αυθεντία της τέχνης, αλλά τουλάχιστον σκέφτηκα με ανακούφιση πως ο γείτονάς μου ο Γαλανόπουλος, για να μου στέλνει πελάτη, δε θα έχει ανακαλύψει ακόμα πως το ζημιάρικο ιγκουάνα μου ξεπορτίζει κάθε τόσο και μπαίνει στο ατελιέ του, όποτε βρει ανοιχτό παράθυρο.

 «Σε τι μπορώ να σας… σε βοηθήσω, κύριε Μπόνταλη;»

«Τζάνι. Σκέτο». Αναστέναξε ο Μπόνταλης, ή απλώς πή ρε βαθιά ανάσα ή οτιδήποτε άλλο ήταν αυτό το αγκομαχητό, απλώς για να δείξει ότι είχε προβλήματα.

Ύστερα σηκώθηκε όρθιος και βημάτισε προς το παράθυρο. Άνοιξε τα δυο χέρια του σαν μαύρες φτερούγες, έτοιμος, θαρρείς, να πετάξει έξω. Κάτω ακριβώς απ’ το παράθυρο, το ιγκουάνα Αθηνά σκιάχτηκε και ζάρωσε σε μιαν άκρη –ο τύπος έμοιαζε με τον Χάρο.

Ο Μπόνταλης κατέβασε τελικά τα χέρια και, με πλάτη σ’ εμένα, καθώς κοιτούσε προς τα έξω, άρχισε την απαγγελία. Δηλαδή, να μου λέει το λόγο για τον οποίο είχε φτάσει ως εδώ:

«Ανοίγεις το παράθυρο, βλέπεις ψηλά κτίρια στριμωγμένα, χωρίς ουρανό. Και αποφασίζεις να πεθάνεις. Το κάνεις εικόνα, κι ύστερα σκέφτεσαι με οργή πως αυτή σου ζήτησε να χωρίσετε και πόσο θα χαρεί αν φύγεις απ’ τη μέση. Κλείνεις το παράθυρο, γυρνάς στο άδειο σας κρεβάτι. Στην πλευρά της ένα σημείωμα: Αν θες τη γυναίκα σου ζωντανή… γωνία Ευκαλύπτων και Μαρκόνι, οχτώμισι νταν. ΧΩΡΙΣ ΠΑΡΕΑ».

«Πήγες;»

«Όχι».

Άνοιξα τα τεφτέρια μου κι άρχισα αμέσως να κρατώ σημειώσεις. Ώστε δεν πήγε! Τόσο πολύ την αγαπούσε; Και το σημείωμα στο μαξιλάρι μού φάνηκε σκηνοθετημένο, όμως θα έκανα υπομονή ως το τέλος για ν’ ακούσω τι είχε να μου πει ο πελάτης.

«Και το όνομα αυτής;» τον ρώτησα.

«Ποιας; Α, μάλιστα, της γυναίκας μου. Ονομάζεται Μερσέδες Αλόνσο, παντρευτήκαμε πριν από δύο χρόνια περίπου.

Α, η αγαπημένη μου Μέρσι, όλα σκατά τα έκανε στη ζωή μας, πώς τα κατάφερε; Ήταν ανάγκη να την απαγάγουν; Σήμερα;

Σήμερα το πρωί; Την πιο ακατάλληλη στιγμή, τώρα που ξεκινά η έκθεση; Έχω εγκαίνια το Σάββατο στην γκαλερί. Και πού να τα βρω εγώ τόσα λεφτά που θα ζητήσουν αυτοί; Αν είναι όντως απαγωγή».

Το τελευταίο το είχα σκεφτεί κι εγώ. Βέβαια, τα λόγια του περί χρημάτων έρχονταν σε αντίθεση με την κίνησή του, μια και την ίδια στιγμή έβαλε το χέρι στην τσέπη και φανέρωσε ένα χοντρό μασούρι από ωραιότατα πρασινάκια. Δεν ήξερα ότι κυκλοφορούσαν ακόμα τέτοια στην αγορά.

«Να υποθέσω πως αυτά τα λεφτά δεν είναι για τα λύτρα», έκανα τη διαπίστωση.

«Ακριβώς, Παντελιά. Είναι για σένα. Σήμερα είναι Δευτέρα, ώρα μία το μεσημέρι. Μέχρι το Σάββατο την ίδια ώρα, θέλω να έχω τη γυναίκα μου πίσω. Ζωντανή. Δε γίνεται να ακυρωθεί η έκθεση· το απόγευμα του Σαββάτου ανοίγουμε»

«Και πώς ξέρεις ότι δεν την έχουν σκοτώσει; Αφού δεν πήγες στο σημείο που σου υπέδειξαν».

«Μα… Η συνάντηση με τους απαγωγείς είναι για σήμερα το απόγευμα. Και θα πας εσύ αντί για μένα».

Τον κοίταξα απορημένος. Ήταν βέβαιο ότι, μ’ αυτό τον τρόπο, το μόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να θυμώσει αυτούς

που κρατούσαν τη γυναίκα του.

«Καταλαβαίνω», συνέχισε αυτός παρατηρώντας το ύφος μου. «Θα σου δώσω λοιπόν ένα στοιχείο. Η κυρία Αλόνσο δεν είναι διόλου κυρία. Υποψιάζομαι ότι η αγαπητή μου Μέρσι έχει σκαρώσει μια ψεύτικη ιστορία για να βγάλει χρήματα από μένα. Μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να πάθει τίποτα. Εσύ το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πας εκεί και να δεις τι ακριβώς συμβαίνει».

Σηκώθηκε τινάζοντας το λεπτό μαντίλι που κρεμόταν στο λαιμό του και προχώρησε προς την πόρτα:

Εγώ, πάλι, αντανακλαστικά άνοιξα το συρτάρι του γραφείου για να ξετρυπώσω καμιά μαστίχα Χίου. Αρκετά είχα συγκρατηθεί.

«Μια στιγμή», του είπα, και όχι για να του προσφέρω μαστίχα. «Ποιος μου εγγυάται για τη σωματική ακεραιότητα της συζύγου σου ή για τη δική μου;»

«Η Μερσέδες Αλόνσο είναι ένας διάβολος, αγαπητέ μου», απάντησε γελώντας ο ζωγράφος. «Θα το διαπιστώσεις και μό- νος σου. Στο επανιδείν!»

diastixo.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: