ΑΛΛΑΓΗ EMAIL
Οι φίλοι αναγνώστες μπορεί να στέλνουν τα μηνύματά τους στο εμέηλ στο οποίο θα προτιμούσε ο διαχειριστής να τα λαμβάνει. Παράλληλα επειδή η Maicrosoft μας λογόκρινε και μπλόκαρε το μαιηλ gmosxos1@hotmaihl. com άνοιξε και ισχύει πλέον το εμέηλ gmosxos23.6.1946@gmail.com το οποίο μπορείτε να χρησιμοποιείτε .ΤΗΛ. ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ 6938.315.657 & 2610.273.901
Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2025
Οι τρεις συνθηκολογήσεις του αντιστρατήγου Γεώργιου Τσολάκογλου
Ο αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου (καθιστός δεξιά) συζητά με τον Γερμανό στρατηγό Γιοντλ (καθιστός δεύτερος από αριστερά) και τον Ιταλό στρατηγό Φερέρο (προς τα δεξιά με την πλάτη προς τον φακό) το τρίτο και οριστικό πρωτόκολλο παράδοσης της Ελλάδας στη ναζιστική Γερμανία και τη φασιστική Ιταλία. Θεσσαλονίκη, 23 Απριλίου 1941
«Υποσχόμαστε στην Αυτού Εξοχότητα, τον Φύρερ του Γερμανικού λαού, να υπηρετήσουμε στην κατεύθυνση που αυτός θέλει». Την πρωτοβουλία για συνθηκολόγηση ανέλαβε ο διοικητής του ΤΣΔΜ και διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου με τη βοήθεια του επιτελάρχη του Αθανάσιου Χρυσοχόου. Παρακάμπτοντας τον διστακτικό διοικητή του ΤΣΗ αντιστράτηγο Πιτσίκα και με τη στήριξη του μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα και των άλλων διοικητών των Σωμάτων Στρατού στρατηγών Παναγιώτη Δεμέστιχα και Γεωργίου Μπάκου συνθηκολόγησαν επίσημα στις 20 Απριλίου με τους Γερμανούς, παρά τις αντίθετες διαταγές της ελληνικής κυβέρνησης και του αρχιστρατήγου των ενόπλων δυνάμεων, αντιστράτηγου Παπάγου. Ο Τσολάκογλου δεν είχε εξουσιοδότηση για την ενέργειά του αυτή.
Άρθρο της ιστορικού Βασιλικής Λάζου, Ιστορικός, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ
Όχι μια αλλά τρεις συνθηκολογήσεις με τον Άξονα υπέγραψε από τις 20 έως τις 23 Απριλίου 1941 ο αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου, διοικητής του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας. Η αυτόβουλη αυτή ενέργειά του ήταν αντίθετη με τις οδηγίες «περί αμύνης μέχρις εσχάτων» που είχε λάβει από τον αρχιστράτηγο Αλέξανδρο Παπάγο και τον Βασιλιά Γεώργιο Β΄.
Η «Επιχείρηση Μαρίτα», η γερμανική επίθεση εναντίον της Ελλάδας, εκδηλώθηκε στις 6 Απριλίου 1941 στα βόρεια σύνορα της χώρας με τη Βουλγαρία και τη Γιουγκοσλαβία. Οι Γερμανοί εισβολείς αφού διέσπασαν τις γιουγκοσλαβικές γραμμές διείσδυσαν στην Κεντρική Μακεδονία και στις 9 Απριλίου κατέλαβαν τη Θεσσαλονίκη. Το Τμήμα Στρατιάς Ανατολικής Μακεδονίας (ΤΣΑΜ) υπό τη διοίκηση του αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Μπακόπουλου για τρεις ημέρες απέκρουσε με επιτυχία την 5η και την 6η ορεινές μεραρχίες του XVIII Ορεινού Σώματος Στρατού της Βέρμαχτ. Εν τω μεταξύ η γερμανική 2η Μεραρχία Τεθωρακισμένων προχώρησε μέσω γιουγκοσλαβικού εδάφους προς τον νότο, στράφηκε ανατολικά, νότια της οχυρωματικής «Γραμμής Μεταξά», και κατέλαβε τη Θεσσαλονίκη στις 9 Απριλίου. Το ΤΣΑΜ βρέθηκε αποκομμένο και παρά τη γενναία αντίσταση των μαχητών του στα οχυρά των συνόρων συνθηκολόγησε. Γερμανική διαταγή προέβλεπε: «α) Οι Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί να τύχουν εξαιρετικά φιλικής μεταχείρισης…».
Κι ενώ κάθε αντίσταση είχε σταματήσει ανατολικά του Αξιού, το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου (ΤΣΗ) και το Τμήμα Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας (ΤΣΔΜ) κρατούσαν ακόμα μέτωπο απέναντι στους Ιταλούς. Σε ελληνικό έδαφος βρισκόταν ακόμη ένα μικρό Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα (ΒΕΣ) υπό τον αντιστράτηγο Ουίλσον με την 6η Αυστραλιανή και 2η Νεοζηλανδική Μεραρχίες και την 1η Βρετανική Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία.Η κατάρρευση της άμυνας στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία και η γερμανική εισβολή από τη διαδρομή Μοναστήρι – Φλώρινα ανάγκαζε τις ελληνοβρετανικές δυνάμεις σε συνεχή αναδιάταξη των γραμμών τους στη Δυτική Μακεδονία. Παρά τη λυσσώδη ελληνική αντίσταση η γερμανική εισβολή δεν στάθηκε δυνατό να αναχαιτιστεί σε κάποιο σημείο. Μέσα σε λίγες ώρες οι Γερμανοί κατέλαβαν την Καστοριά και το Άργος Ορεστικό και δημιούργησαν ασφυκτικές συνθήκες για τον μεγάλο όγκο του ελληνικού στρατού στην Αλβανία. Νέες θέσεις οργανώθηκαν αρχικά κατά μήκος του Αλιάκμονα στις 10 Απριλίου, οι οποίες κάτω από την έντονη γερμανική πίεση αναπροσαρμόζονταν συνεχώς νοτιότερα χωρίς ο ελληνικός στρατός να μπορεί να τις ακολουθήσει λόγω έλλειψης μεταφορικών μέσων.
Αίσθηση εγκατάλειψης και προδοσίας
Το μέτωπο της Αλβανίας άρχισε να υποχωρεί από τα ανατολικά προς τα δυτικά από τις 12 Απριλίου. Έως τις 17 Απριλίου οι κινήσεις κλιμακώθηκαν. Οι μονάδες αποδιαρθρώθηκαν και ένα γενικευμένο ρεύμα διαρροής άρχισε προς τα νότια. Μια αίσθηση εγκατάλειψης και προδοσίας κυριάρχησε που απειλούσε τον στρατό με πλήρη διάλυση. Με το που έφτασαν οι διαταγές για υποχώρηση κανείς δεν μπορούσε να συγκρατήσει την κατάσταση.
Στις κρίσιμες αυτές στιγμές παρατηρήθηκε χάσμα απόψεων ανάμεσα στην πολιτική και τη στρατιωτική ηγεσία. Οι τελευταίοι, με κύριο εκφραστή τον αντιστράτηγο Ιωάννη Πιτσίκα, διοικητή του ΤΣΗ, έκαναν συνεχή διαβήματα στην Αθήνα για την εξεύρεση πολιτικής λύσης. Πολλοί ήταν εκείνοι από την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία που πίστευαν ότι η Ελλάδα μπορούσε να συνθηκολογήσει μόνο με τη Γερμανία αφήνοντας έξω τη νικημένη από τον ελληνικό στρατό Ιταλία. Οι πολιτικές και στρατιωτικές βλέψεις του φασιστικού της καθεστώτος απέναντι στην Ελλάδα την καθιστούσε πολύ πιο επικίνδυνη για την ακεραιότητα της χώρας από τη μακρινή και αδιάφορη γεωπολιτικά Γερμανία.Στην Αθήνα διαδοχικές συσκέψεις ανωτάτου επιπέδου προσπαθούσαν να βρουν τη χρυσή τομή ανάμεσα στον σεβασμό των συμμαχικών υποχρεώσεων και στη στρατιωτική αναγκαιότητα. Το κυριότερο εμπόδιο σε όποια συμφωνία ήταν ότι η συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού στα βόρεια σύνορα της χώρας θα οδηγούσε στην αιχμαλωσία και την ολοσχερή καταστροφή του συμμαχικού Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος το οποίο βρισκόταν ακόμη στην κεντρική και νότια Ελλάδα. Παρά τις ολόπλευρες πιέσεις για το μάταιο της συνέχισης των επιχειρήσεων από τον ελληνικό στρατό, ο Γεώργιος Β΄ και ο Παπάγος αρνήθηκαν να δεχθούν οποιαδήποτε συζήτηση πάνω στο θέμα αυτό. Με τη σειρά τους οι Βρετανοί ζητούσαν την παράταση της αντίστασης του ελληνικού στρατού έως τις 6 Μαΐου ενώ ο υπουργός Στρατιωτικών Παπαδήμας τάχθηκε με τα επιχειρήματα των διοικητών του στρατού. Η αυτοκτονία του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή στις 18 Απριλίου επέτεινε την κατάσταση.
Οι επόμενες 48 ώρες κύλησαν στην αναζήτηση διαδόχου κυβερνητικού σχήματος σε κατάσταση πλήρους σύγχυσης. Διαδοχικά έλαβαν διαταγή σχηματισμού κυβέρνησης, χωρίς αποτέλεσμα, ο αντιστράτηγος Μαζαράκης και ο αντιναύαρχος Σακελλαρίου. Οι Φιλελεύθεροι απέρριψαν σχετικές προτάσεις καθώς ακόμα και αυτή την ύστατη στιγμή ο Γεώργιος με τη σύμφωνη γνώμη των Βρετανών αρνήθηκε να αποχωριστεί τον Κωνσταντίνο Μανιαδάκη, τον διαβόητο υπουργό Ασφαλείας του Μεταξά.
Ο βασιλιάς ανέλαβε ο ίδιος την πρωθυπουργία έως ότου δέχθηκε και σχημάτισε κυβέρνηση ο Εμμανουήλ Τσουδερός, διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος. Το κυβερνητικό κενό που δημιουργήθηκε αφενός επέτρεπε να δοθούν διαβεβαιώσεις στους Βρετανούς για τη συνέχιση της αντίστασης, αφετέρου οι στρατηγοί του μετώπου είχαν την ευκαιρία να διαπραγματευτούν την τύχη του στρατού τους (για τις κρίσιμες εξελίξεις εκείνων των ημερών βλέπε Γ. Μαργαρίτης, «Προαγγελία θυελλωδών ανέμων. Ο πόλεμος στην Αλβανία και η πρώτη περίοδος της Κατοχής», Αθήνα: Βιβλιόραμα 2009).
Τσολάκογλου, Χρυσοχόου, Δεμέστιχας, Μπάκος
Την πρωτοβουλία για συνθηκολόγηση ανέλαβε ο διοικητής του ΤΣΔΜ και διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού αντιστράτηγος Γεώργιος Τσολάκογλου με τη βοήθεια του επιτελάρχη του Αθανάσιου Χρυσοχόου. Παρακάμπτοντας τον διστακτικό διοικητή του ΤΣΗ αντιστράτηγο Πιτσίκα και με τη στήριξη του μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα και των άλλων διοικητών των Σωμάτων Στρατού στρατηγών Παναγιώτη Δεμέστιχα και Γεωργίου Μπάκου συνθηκολόγησαν επίσημα στις 20 Απριλίου με τους Γερμανούς, παρά τις αντίθετες διαταγές της ελληνικής κυβέρνησης και του αρχιστρατήγου των ενόπλων δυνάμεων, αντιστράτηγου Παπάγου. Ο Τσολάκογλου δεν είχε εξουσιοδότηση για την ενέργειά του αυτή.
Η ανακωχή υπογράφηκε στις 20 Απριλίου στην τοποθεσία Βοτονάσι κοντά στο Μέτσοβο με τον διοικητή του Σώματος «Σωματοφυλακή Ες-Ες Αδόλφος Χίτλερ» υποστράτηγο Γιόζεφ Ζεπ Ντίτριχ.
Μόλις πληροφορήθηκε τη συνθηκολόγηση ο στρατάρχης Ζίγκμουντ Βίλχελμ Λιστ, διοικητής της γερμανικής 12ης Στρατιάς, απαίτησε σαφέστερη και σκληρότερη διατύπωση την οποία ο Τσολάκογλου τελικά υπέγραψε. Κατηγορηματική εντολή του Χίτλερ προέβλεπε να μην ενημερωθούν οι Ιταλοί για τις διαπραγματεύσεις, αν και η Ανώτατη Διοίκηση του Στρατού είχε προειδοποιήσει για περιπλοκές. Πράγματι οι Ιταλοί διαμαρτυρήθηκαν έντονα καθώς θεωρούσαν «δολιότητα των Ελλήνων να απευθύνονται μόνο στα γερμανικά στρατεύματα αγνοώντας τα ιταλικά». Όπως σημείωνε το διάβημα του Μουσολίνι προς τον Γερμανό στρατιωτικό ακόλουθο φον Ρίντελεν (von Rintelen), «αργότερα [οι Έλληνες] θα ισχυριστούν ενώπιον της Ιστορίας ότι είχαν παραδοθεί στους Γερμανούς». Απειλούσαν δε ότι θα εξανάγκαζαν τους Έλληνες να παραδοθούν με ένοπλη βία. Τα ιταλικά στρατεύματα προσπάθησαν να εκμεταλλευτούν στρατιωτικά την κατάσταση και για αυτό τον λόγο μια γερμανική προφυλακή έφραξε στους Ιταλούς την είσοδο στο ελληνικό έδαφος (για όλο το παρασκήνιο βλέπε Χάγκεν Φλάισερ, «Στέμμα και Σβάστικα», τόμος Α, Αθήνα: Παπαζήσης 1987).Το απόγευμα της 21ης Απριλίου ο βασιλιάς κάλεσε τον Άγγλο πρεσβευτή Πάλερετ και τον διαβεβαίωσε ότι τα ελληνικά στρατεύματα στην Ήπειρο θα κρατήσουν τις θέσεις τους για τέσσερις-πέντε μέρες ακόμη. Ήδη είχε λάβει σήμα από τον διοικητή της στρατιάς Πιτσίκα ότι ο Τσολάκογλου είχε προβεί στη μοιραία ενέργεια. Αρχικά θεωρήθηκε ότι ήταν μεμονωμένο κρούσμα απείθειας και ο Πιτσίκας διατάχθηκε να συλλάβει τον Τσολάκογλου. Στις 23 Απριλίου ο Γεώργιος και η κυβέρνησή του επιβιβάστηκαν σε υδροπλάνο και έφυγαν για την Κρήτη ενώ ο Παπάγος κατόπιν αιτήσεώς του απαλλάχθηκε με βασιλικό διάταγμα από τα καθήκοντά του και αποστρατεύτηκε.
Η αυταπάτη ότι οι Έλληνες θα μπορούσαν να υπογράψουν χωριστή ανακωχή με τους Γερμανούς και να παρακάμψουν τους Ιταλούς γρήγορα διαλύθηκε. Μετά την επίδειξη ισχύος των Γερμανών και τις συνεχιζόμενες διαμαρτυρίες των Ιταλών που έθεταν ζήτημα γοήτρου ο Χίτλερ υπαναχώρησε και άφησε τους Ιταλούς να υπογράψουν και αυτοί πρωτόκολλο συνθηκολόγησης. Το τελικό κείμενο παράδοσης που υπογράφηκε στη Βίλα Ριτζ στο Πανόραμα, η οποία είχε επιταχθεί για την εγκατάσταση του στρατηγείου της 12ης Στρατιάς, έφερε εκτός από του Τσολάκογλου τις υπογραφές του Γερμανού επιτελάρχη της 12ης Στρατιάς της Βέρμαχτ Άλφρεντ
Γιοντλ και του Ιταλού Αλμπέρτο Φερέρο, επιτελάρχη της ιταλικής Στρατιάς στην Ήπειρο, πρώην διοικητή της 4ης Μεραρχίας Αλπινιστών. Οι ισορροπίες στον Άξονα αποκαταστάθηκαν.
Απρίλιος 1941. Έλληνες στρατιώτες γυρίζουν με τα πόδια από το μέτωπο μετά τη συνθηκολόγηση με τη Γερμανία. Το αίσθημα της προδοσίας και της ήττας σύντομα θα μετατραπεί σε αντιστασιακό φρόνημα και πράξη. (Φωτογραφία Bundesarchiv)
Στις 2 Μαΐου απολύθηκαν οι Έλληνες στρατιωτικοί που είχαν συλληφθεί αιχμάλωτοι και απαγορεύτηκε στα ιταλικά στρατεύματα να εισέλθουν σε ελληνικό έδαφος για αρκετές εβδομάδες – πράγμα που έγινε το τελευταίο δεκαήμερο του Ιουνίου. Για την Ιστορία να αναφέρουμε ότι το μικρό Βρετανικό Εκστρατευτικό Σώμα αναχώρησε μετά πολλών βασάνων και κάτω από καταιγιστικά αεροπορικά πυρά από τις 24 Απριλίου από τις παραλίες της Πελοποννήσου και της Αττικής διασώζοντας πάνω από τα 2/3 των στρατιωτών του.
Ο κόσμος της προδοσίας και ο κόσμος της Αντίστασης
Τα κίνητρα της χωρίς εξουσιοδότηση υπογραφής της συνθηκολόγησης μπορούν να φωτιστούν αν εξετάσουμε τη μετέπειτα πορεία του Τσολάκογλου. Στις 26 Απριλίου (τρεις ημέρες μετά την τελευταία συνθηκολόγησή του και ενώ υπήρχε ακόμη ελεύθερο ελληνικό έδαφος) ο Τσολάκογλου έθεσε εαυτόν στην υπηρεσία του Χίτλερ για τον σχηματισμό κυβέρνησης στην Αθήνα:
«Δήλωσα στην Αυτού Εξοχότητα, τον στρατιωτικό διοικητή στρατάρχη Λιστ και το επαναλαμβάνω άλλη μια φορά, ότι η Στρατιά Ηπείρου-Μακεδονίας, που στο όνομα του ελληνικού λαού πρόσφερε τις μεγαλύτερες πολεμικές θυσίες, είναι έτοιμη μέσω των στρατηγών της να προσφέρει και πάλι τις υπηρεσίες της για το σχηματισμό κυβέρνησης στην Αθήνα. Υποσχόμαστε στην Αυτού Εξοχότητα, τον Φύρερ του Γερμανικού λαού, να υπηρετήσουμε στην κατεύθυνση που αυτός θέλει». (ΚΚΑ Πότσνταμ, αρ. φιλμ 14092 στο Μάρτιν Ζέκεντορφ, «Η Ελλάδα υπό τον Αγκυλωτό Σταυρό»).
Ο Τσολάκογλου σχηματίζει «κυβέρνηση». Το διάγγελμά του στη «Βραδυνή» της 30ής Απριλίου 1941.
Ο Τσολάκογλου επιβραβεύτηκε για την υποτακτική στάση του απέναντι στους κατακτητές. Στις 30 Απριλίου 1941 ορκίστηκε «πρωθυπουργός» στα Παλαιά Ανάκτορα από τον πρωθιερέα του Ι.Ν. Αγίου Γεωργίου Καρύτση (ο αρχιεπίσκοπος Χρύσανθος είχε αρνηθεί) ενώπιον της ανωτάτης γερμανικής στρατιωτικής ηγεσίας. Στο πρώτο διάγγελμά του ως «πρωθυπουργού» προτρέπει τους ήρωες της Αλβανίας να υποταχθούν στη «Νέα Τάξι πραγμάτων». Παραθέτουμε: «Ο γερμανικός στρατός δεν ήλθεν ως πολέμιος, ως εχθρός. Ήλθεν ως φίλος… Έχομεν υποχρέωσιν… να συμμορφοθώμεν προς την ΝΕΑΝ ΤΑΞΙΝ ΠΡΑΓΜΑΤΩΝ… να ενστερνισθώμεν τα μεγάλα δόγματα και τας υψηλάς αρχάς του εθνικοσοσιαλισμού…Μεταβαίνοντες εις τας εστίας σας διατηρήσατε αμείωτον την ευγνωμοσύνην σας προς τον Φύρερ…».
Την ίδια ημέρα πρωτοσέλιδο των βρετανικών «Times» τον κατήγγειλε ως «Έλληνα Κουίσλιγκ» («The Times», 30 Απριλίου 1941). Με την επίσημη ανακήρυξη του νέου καθεστώτος «Ελληνική Πολιτεία», εκπρόσωποι των δύο προπολεμικών πολιτικών παρατάξεων (Βενιζελικοί και Λαϊκοί) αναγνώρισαν την κυβέρνησή Τσολάκογλου ως «κυβέρνηση εθνικής ανάγκης» («Ελεύθερον Βήμα», 8 Μαΐου 1941). Στο τέλος του ίδιου μήνα, δύο νέοι, ο Μανώλης Γλέζος και ο Αποστόλης Σάντας, κατέβασαν τη σβάστικα από την Ακρόπολη σηματοδοτώντας τις απαρχές της Αντίστασης.
Θα κλείσουμε με μια αποτίμηση του Αμερικανού πρεσβευτή στην Αθήνα Λίνκολν Μακ Βι, ο οποίος σε μία εκτενή αναφορά του προς τον υπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ στις 19 Ιουλίου 1941, σημείωνε:
«Η ανακωχή υπογράφτηκε από τον στρατηγό Τσολάκογλου, ο οποίος είχε τοποθετηθεί από τον Μεταξά, ήταν ως τότε άγνωστος στη φήμη αλλά καθ’ υπόθεση “βασιλόφρων” και αργότερα ανάλαβε τον ρόλο του Κουίσλιγκ. Αν ήταν σωστό ότι περαιτέρω αντίσταση ήταν άχρηστη, όπως δήλωσαν αυτός και οι συνένοχοί του, τούτο μπορεί να κριθεί, αν είναι δυνατόν, μόνο από στρατιωτικούς κριτές. Γεγονός παραμένει πάντως ότι ο βασιλιάς, η ανώτατη στρατιωτική διοίκηση και η βρετανική στρατιωτική αποστολή θεωρούσαν ότι η προβολή αντίστασης ήταν όχι μόνο επιθυμητή αλλά και δυνατή και ότι η υπογραφή της ανακωχής ήταν πράξη ανυπακοής. Είναι επίσης αληθές ότι οι στρατιώτες θεωρούν πως ο στρατός προδόθηκε από τους αξιωματικούς του και ότι ο Τσολάκογλου δεν έχει τώρα παρά μόνον την περιφρόνηση του ελληνικού λαού» (παρατίθεται στο Σπύρος Κουζινόπουλος, «Γεώργιος Τσολάκογλου. Ο Εφιάλτης της Νεότερης Ελλάδας», ιστοσελίδα Φάρος του Θερμαϊκού).
* Αναδημοσιεύεται από το τεύχος #24 του HotDoc.History που κυκλοφόρησε στις 29 Οκτωβρίου 2017.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)



Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου