Στο άρθρο του για «Το αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύμα» (Καθημερινή, 14/2/2022) ο Γεράσιμος Μοσχονάς, καθηγητής Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, επιχείρησε να διακρίνει τους λόγους γύρω από τη διαρκή δημοσκοπική υστέρηση του ΣΥΡΙΖΑ ως αποτέλεσμα ενός παγιωμένου «αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύματος». Το κείμενο του Γεράσιμου Μοσχονά προσφέρει μεν μια πολύ ικανοποιητική καταγραφή των δημοσκοπικών τάσεων στο εκλογικό σώμα από την επομένη των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015, ωστόσο η υστέρηση του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να εξηγηθεί πιο διεξοδικά.
Ο καθηγητής εύλογα, δηλαδή, φωτίζει στην πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ για να αναζητήσει λόγους που οδήγησαν στη δημοσκοπική και εκλογική πτώση του. Ωστόσο οι λόγοι για τη φθορά μιας κυβέρνησης δεν εντοπίζονται ποτέ αποκλειστικά στις ενέργειές της. Μια κυβερνώσα δύναμη δεν χάνει ποτέ μόνη της. Δεν πρέπει να ξεχνάμε τον πολιτικό ανταγωνισμό, ως αποτύπωμα των ταξικών συγκρούσεων και διεργασιών, που καθορίζει εν πολλοίς την πολιτική κινητικότητα, συνεπικουρούμενη από επικοινωνιακά συστήματα πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων.
Η κινητικότητα
Το πλέον -αλλά όχι απόλυτα- αξιόπιστο εργαλείο, προκειμένου οι δημοσκόποι να λάβουν μια ευκρινή φωτογραφία της πολιτικής στιγμής, είναι τα exit polls, όπου αμέσως μετά την ψήφο καταγράφεται με μικρό περιθώριο λάθους η κατανομή της με κριτήρια ηλικίας, επαγγελματικής ομάδας και φύλου.
Η παράθεση των αποτελεσμάτων των κοινών exit polls των αναμετρήσεων του Σεπτεμβρίου του 2015 και του Ιουλίου του 2019 (Metron Analysis, Alco, Marc, MRB) μπορεί να μας βοηθήσει να ανιχνεύσουμε την αρχική και την τελική απήχηση του κάθε κόμματος σε συγκεκριμένες ομάδες και να ιχνηλατήσουμε την πορεία μερίδων του πληθυσμού που μετακινήθηκαν προς τη μία ή την άλλη επιλογή.
Έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον να εξετάσουμε για τον κυβερνώντα ΣΥΡΙΖΑ σε ποιες κατηγορίες απέτυχε και σε ποιες κράτησε δυνάμεις. Θα επιχειρήσουμε επίσης να ανιχνεύσουμε ποιες επαγγελματικές ομάδες «οδήγησαν» την πτώση ή την άνοδο κάθε κόμματος.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, που απώλεσε 3,93% μεταξύ των εκλογών του Σεπτεμβρίου 2015 και του Ιουλίου 2019 (απώλεια δύναμης κατά 11,1%), έχασε αναλογικά τις μεγαλύτερες δυνάμεις του στους αγρότες, τους μισθωτούς ιδιωτικού τομέα, τις νοικοκυρές και τους συνταξιούχους. Στις υπόλοιπες κατηγορίες οι διακυμάνσεις είναι μικρότερες.
Η Ν.Δ. (αύξηση απόλυτου ποσοστού 11,76%, αύξηση δύναμης κατά 41,8%) παρατηρούμε ότι στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα, τους ανέργους και τους φοιτητές κατέγραψε πολύ μεγάλη άνοδο, μεγαλύτερη αναλογικά από τη γενική της εκλογική άνοδο.
Επιχειρώντας να συνδυάσουμε τις παραπάνω παρατηρήσεις και να απλουστεύσουμε την εικόνα, θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε με ασφάλεια ότι ο μεν ΣΥΡΙΖΑ κράτησε δυνάμεις ή έχασε εύλογες δυνάμεις στα προνομιακά του ακροατήρια, ωστόσο του «κόστισαν» οι μεγάλες απώλειες στους ιδιωτικούς υπαλλήλους, τους γηραιότερους πληθυσμούς και τον κόσμο της υπαίθρου. Παράλληλα, η Ν.Δ. κέρδισε αφενός δυνάμεις σε όλες τις πολυπληθείς επαγγελματικές ομάδες, παράλληλα όμως -δεδομένης της επίδοσης του ΣΥΡΙΖΑ- «άλωσε» τις δυνάμεις των μικρότερων κομμάτων, που κατακρημνίστηκαν εκλογικά και εξαφανίστηκαν (Χρυσή Αυγή, Ποτάμι, Ανεξάρτητοι Έλληνες, Ένωση Κεντρώων).
Κρίσιμες παρατηρήσεις
Ο Γεράσιμος Μοσχονάς περιγράφει στην ανάλυσή του μια εικόνα μεγάλης δημοσκοπικής κάμψης του ΣΥΡΙΖΑ και του Αλέξη Τσίπρα, προχωρώντας και σε ορισμένες κρίσεις -εν πολλοίς υποκειμενικές- αναφορικά με τα αίτια αυτής της κάμψης, που προέκυψε μάλιστα αρκετά γρήγορα.
Προκειμένου να επιτύχουμε την ασφαλέστερη αποτύπωση των αιτίων της εκλογικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ, οφείλουμε να επισημάνουμε ορισμένα στοιχεία και συμπεράσματα:
Παραδοσιακά οι δημοσκοπήσεις «φωτογραφίζουν» λαθεμένα τον ΣΥΡΙΖΑ. Χαρακτηριστικά, το “poll of polls” του Politico, στο οποίο παραπέμπει και ο Γεράσιμος Μοσχονάς, δείχνει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ σε κάθε εκλογική αναμέτρηση παρουσιάζει μια απότομα υψηλότερη καταγραφή δυνάμεων (περίπου 3 με 4 μονάδες) σε σχέση με τα δημοσκοπικά ευρήματα πριν και μετά την κάλπη.
Η δημοσκοπική καθίζηση, λοιπόν, που παρατηρήθηκε γρήγορα την επαύριο των εκλογών του Σεπτεμβρίου του 2015 και του Ιουλίου του 2019 είναι αναμενόμενη -τουλάχιστον σε ένα μέρος της- για διάφορους αντικειμενικούς λόγους, που άπτονται της ικανότητας των εταιρειών να αποτυπώσουν την ακριβή εικόνα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κυβέρνησε μόνος του, αλλά με ένα μικρό και εν πολλοίς ευκαιριακό κόμμα της Δεξιάς, που λειτούργησε μεν συμπληρωματικά, ωστόσο το χάσμα λειτούργησε πολλές φορές αποδομητικά στο επικοινωνιακό και το ουσιαστικό επίπεδο.
Στην πυκνότητα του χρόνου και των εξελίξεων του πρώτου επταμήνου διαπραγμάτευσης, ο Αλέξης Τσίπρας προκήρυξε πρόωρες εκλογές μετά τν σύναψη του τρίτου Μνημονίου. Το διακύβευμα ήταν η διαχείρισή του και η άσκηση μιας πολιτικής απαλλαγμένης από σχέσεις διαφθοράς και διαπλοκής, εξ ου και προτίμησαν ένα πρόσωπο «καθαρό» όπως του Αλέξη Τσίπρα. Αυτό δείχνει το ότι στο exit poll του Σεπτεμβρίου 2015, ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε το 66,5% όσων έλεγαν ότι θέλουν «να επιλέξουν πρωθυπουργό».
Δημοσκοπικά ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε «κοιλιά», με την πτώση να συνεχίζεται μέχρι τον Οκτώβριο του 2016. Έπειτα ακολούθησε μια περίοδος στασιμότητας. Τι συνέβαινε εκείνη την περίοδο; Πρώτη αξιολόγηση (ολοκληρώθηκε στις 25 Οκτωβρίου του 2016), αύξηση ασφαλιστικών εισφορών, αναπροσαρμογές συντάξεων, προσφυγική κρίση σε έξαρση. Παράλληλα, δε, βρισκόταν σε εξέλιξη η σύγκρουση της κυβέρνησης με τους ιδιοκτήτες τηλεοπτικών σταθμών, λόγω του διαγωνισμού για την αδειοδότηση των σταθμών (πραγματοποιήθηκε τον Αύγουστο του 2016).
Η πολιτική αντιπαράθεση δομήθηκε ακριβώς πάνω σε αυτά τα ζητήματα εκείνη την περίοδο και οι συμμετέχοντες σε αυτήν δεν ήταν μόνο οι πολιτικές δυνάμεις, αλλά και το πολυπλόκαμο οικονομικό και επικοινωνιακό σύστημα, που συντάχθηκε αναφανδόν με τη Ν.Δ. Η επιθετικότητα των «συστημικών» ΜΜΕ αναμιγνυόταν συχνά με ανερυθρίαστα ψεύδη (ποιος ξεχνά τα έπη περί του Νόμου Παρασκευόπουλου ή τα σχεδόν καθημερινά ρεπορτάζ περί διάσπασης του ΣΥΡΙΖΑ;), ενώ η υπονομευτική κινδυνολογία για την οικονομία βρισκόταν στην πρώτη γραμμή σε καθημερινή βάση, εν είδει δολιοφθοράς της διαπραγματευτικής ισχύος της εκλεγμένης κυβέρνησης.
Το «μέτωπο»
Πάνω σε αυτή τη βάση επανενεργοποιήθηκε το «αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο», μόνο που αυτή τη φορά οι φορείς του επιχείρησαν να εμφανίσουν τους κυβερνώντες ως «ερασιτέχνες» που επιθυμούν να δομήσουν «τη δική τους διαπλοκή». Πως η Αριστερά είναι, δηλαδή, «μια από τα ίδια».
Ας μην κρυβόμαστε, υπήρξαν κυβερνητικά στελέχη και επιλογές οριακές που έδωσαν αφορμές για να καλλιεργηθεί αυτή η εικόνα και να μεγεθυνθεί έτι περαιτέρω η μιντιακή ομοβροντία με τη χρήση έξαλλης επιχειρηματολογίας. Υπήρξαν αναμφίβολα περιπτώσεις που η κυβέρνηση επέδειξε ερασιτεχνισμό ή υπέπεσε σε πανικό να στήσει ένα αντίπαλο δέος στο αντιΣΥΡΙΖΑ σύστημα.
Δεν έφταιγε, πάντως, μόνο η επικοινωνία. Στο επίπεδο της ταξικής πολιτικής, όπως έδειξε και η παράθεση των στοιχείων από τα exit polls, ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε δυνάμεις στα ακροατήρια που έπληξε εισοδηματικά και, αντίστοιχα, η Ν.Δ. κέρδισε διά του «αντιΣΥΡΙΖΑ μετώπου» όσους πολίτες ήλπιζαν σε μια νέα πραγματικότητα «χωρίς εμπόδια» (βλέπε ελεγκτικούς μηχανισμούς). Παράλληλα, οι πληθυσμοί που είναι παραδοσιακά πιο ευάλωτοι στην μιντιακή παραφιλολογία (πληθυσμοί υπαίθρου, άτομα με συντηρητικές συνήθειες και περιβάλλον) πείσθηκαν να στραφούν κατά του Αλέξη Τσίπρα και της κυβέρνησής του.
Το κατά Μοσχονά «αντιΣΥΡΙΖΑ ρεύμα» δεν προέκυψε μόνον ως αποτέλεσμα της «αναποτελεσματικότητας / ανεπαρκούς αρµοδιότητας», της «αναξιοπιστίας» και του «ελλείμματος στο λεξιλόγιο της πολιτικής αντιπροσώπευσης» που παρουσίαζε ο ΣΥΡΙΖΑ. Το λίπασμα για να αναπτυχθεί το ρεύμα αυτό ήταν το «αντιΣΥΡΙΖΑ μέτωπο» που στήθηκε και λειτούργησε αδιάκοπα επί πολλά χρόνια.
Κυρίαρχο, το πρόγραμμα
Τελικά, τι φταίει και δεν παίρνει κεφάλι ο ΣΥΡΙΖΑ; Ο Γεράσιμος Μοσχονάς θεωρεί πως «εξαρτάται από τον Αλέξη Τσίπρα, και μόνον από αυτόν, το αν θα βρει τις ισχυρές και περιεκτικές λέξεις που θα του επιτρέψουν να εκπλήξει εκ νέου την κοινωνία, όπως το έκανε στο παρελθόν».
Δεν αρκούν μόνον αυτά. Τα συνθήματα δεν είναι αρκετά για να επικρατήσει κάποια πολιτική δύναμη ή ένας πολιτικός παράγοντας στο σύγχρονο σκηνικό. Ακόμα και στον καιρό του θραυσματικού δημόσιου λόγου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, το πολιτικό πρόγραμμα, η πολιτική ενσυναίσθηση και η φυσική εγγύτητα με την κοινωνία και τους δρώντες σε αυτήν παίζουν κυρίαρχο λόγο. Και ιδιαίτερα αυτό είναι το πεδίο στο οποίο η Αριστερά μπορεί να κερδίσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου