Το
σύστημα των εσόδων προσαρμόστηκε ανάλογα. Η έμμεση φορολογία και η φορολογία
των μισθωτών προσέγγισε τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους, ενώ χαρακτηριστική
παρέμεινε η υστέρηση εσόδων από τη φορολόγηση επιχειρηματικών ομάδων και
ελεύθερων επαγγελματιών, λόγω της φοροδιαφυγής και της φοροασυλίας. Έτσι τα
έσοδα σταθεροποιήθηκαν στο 38% του ΑΕΠ.
Για
τον λόγο αυτό, επί 30 χρόνια, η χώρα είχε ελλειμματικούς προϋπολογισμούς, τους
οποίους κάλυπτε ο δημόσιος δανεισμός. Ταυτόχρονα, είχε διαδοχικά
σταθεροποιητικά προγράμματα (1985-1987, 1990-1993, 1996-2000, 2004-2006), κατά
κανόνα αποτυχημένα, καθώς επιχειρούσαν περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων
στους ήδη φορολογούμενους αναπαράγοντας το διαχρονικό πρόβλημα.
Το
δημόσιο χρέος αυξήθηκε από το 20% του ΑΕΠ το 1980 στο 110% το 1993 και εκεί
σταθεροποιήθηκε για όλη την περίοδο 1993-2009. Καθώς ήταν περίοδος γρήγορης
οικονομικής ανόδου, ο συνεχιζόμενος δανεισμός με τα χαμηλά επιτόκια αποτέλεσε
μόνιμη πρακτική όλων των κυβερνήσεων. Καθώς το χρέος το αναχρηματοδοτούσε το
νέο χρέος, η αύξηση ή απομείωση του χρέους εξαρτιόταν αποκλειστικά από τη σχέση
του ρυθμού ανάπτυξης της οικονομίας με το επιτόκιο δανεισμού. Το χρέος σταδιακά
μεταβλήθηκε από το εσωτερικό σε διεθνές. Σε κάθε περίπτωση είχε τη μορφή της
έκδοσης ομολόγων που αγόραζαν τράπεζες, ιδιώτες και θεσμικοί επενδυτές.
Η
κρίση εμφανίστηκε με την παύση αναχρηματοδότησης του ελληνικού χρέους από τις
αγορές, όταν αυτές διέγνωσαν ότι η Ε.Ε. αντιμετώπιζε την κρίση ως "εθνική
υπόθεση" των κρατών μελών. Οι διαδοχικές κρίσεις των χωρών της περιφέρειας
οδήγησαν στην επιλογή της δημιουργίας ενός έκτακτου μηχανισμού (EFSF), που θα
διαμεσολαβούσε ανάμεσα στις αγορές και τις εθνικές οικονομίες δανειζόμενος με
εγγυήσεις των ισχυρών οικονομιών και θα απορροφούσε μέρος ή το σύνολο του
χρέους που κατείχαν τράπεζες, ιδιώτες και θεσμικοί επενδυτές από τους
ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η πολιτική αυτή συνοδευόταν από εθνικά Μνημόνια, δηλαδή
βίαιες προσαρμογές των δημόσιων οικονομικών, εσωτερική υποτίμηση μισθών και
αξιών και μαζική εκποίηση δημόσιου πλούτου.
Στην
περίπτωση της Ελλάδας το δημόσιο χρέος ήταν 300 δισ., σχεδόν όλο σε μορφή
ομολόγων, πληρωτέο μεσοσταθμικά σε 7 χρόνια. Η πρώτη πράξη με την εκδήλωση της
κρίσης όφειλε να είναι η αναδιάρθρωσή του. Αντίθετα, οι εταίροι επέλεξαν το
διπλό σύστημα αναχρηματοδότηση του χρέους και Μνημόνιο. Αυτό έδινε χρόνο στις
διεθνείς τράπεζες να εισπράττουν τα προς λήξη ομόλογα και να ξεφορτώνονται τα
υπόλοιπα. Όταν έγινε το κούρεμα του ιδιωτικού χρέους κατά 50%, δηλαδή κατά 100
δισ., αυτό ελάχιστα βελτίωσε την κατάσταση. Το χρέος παρέμεινε στα 300 δισ. και
με τη βαθιά ύφεση εκτινάχθηκε από το 120% στο 170% του ΑΕΠ.
Οι
δύο αναδιαρθρώσεις που επακολούθησαν, η μείωση στα αρχικά υψηλά επιτόκια και η
επέκταση της αποπληρωμής στα 30 χρόνια, έχουν διαμορφώσει σήμερα ένα σύστημα
σταθερών ετήσιων πληρωμών περίπου 9 δισ. από το 2016 έως το 2046. Αντίθετα
υπάρχει ένα μεγάλο ποσό προς πληρωμή το 2014-2016. Για την περίοδο 2014-2020
υποτίθεται ότι τα τοκοχρεολύσια θα τα πληρώνουν το πλεόνασμα του προϋπολογισμού
και οι ιδιωτικοποιήσεις. Το πρώτο είναι αδύνατο, το δεύτερο είναι άνευ
ποσοτικής σημασίας. Συνεπώς, το αδιέξοδο είναι πλήρες. Η επιμήκυνση από τα 30
στα 50 χρόνια και ο μηδενισμός των επιτοκίων βοηθούν, αλλά δεν αρκούν για να
καταστήσουν το χρέος βιώσιμο.
Θα
απαιτηθεί νέο κούρεμα, προκειμένου να γίνει βιώσιμο. Και, κυρίως, επιστροφή σε
θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης. Η στρατηγική της νέας αναδιάρθρωσης του ελληνικού
χρέους συνδέεται με την επιστροφή σε τροχιά ανάπτυξης και αυτό θα παραμείνει
ίσως το πιο μεγάλο θέμα της μεταμνημονιακής στρατηγικής εξόδου από την κρίση.
(*) Από την ομιλία του ΓΙΩΡΓΟΥ ΣΤΑΘΑΚΗ στις
17-2-2014, στο ΜΛΤ της Πάτρας κατά την εκδήλωση της ΟΜ των Βιοτεχνών του
ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου