Μπορεί ο έντυπος Τύπος να χάνει τη δύναμή του σε όλη την Ευρώπη και διεθνώς, όμως μόνο στην Ελλάδα παρουσιάζει αυτή τη θλιβερή εικόνα κατάρρευσης. Παρότι οι εφημερίδες παραμένουν πλούσιες σε ύλη και, ιδίως οι κυριακάτικες, με ένθετα βιβλία και άλλα, οι αναγνώστες εμφανίζονται παγερά αδιάφοροι, τουλάχιστον σε σχέση με δέκα, είκοσι και τριάντα χρόνια πριν.
Σε τι οφείλεται η τεράστια πτώση; Είναι θέμα κουλτούρας, δηλαδή συνήθειας ή μη στην ανάγνωση εφημερίδων; Μήπως έχουμε συνηθίσει μια χαρά στη δωρεάν ειδησεογραφία που προσφέρουν οι ηλεκτρονικές εκδόσεις; Αλλά για πόσο; Μήπως είναι θέμα αξιοπιστίας του Τύπου; Πόσο έγκυρη είναι η ύλη των εφημερίδων, δηλαδή πόσο ανεξάρτητη από συμφέροντα πολιτικά, επιχειρηματικά ή άλλα, έτσι ώστε να έχουν χτίσει μια σχέση εμπιστοσύνης με τους αναγνώστες τους; Μήπως μερικές δεκαετίες πίσω η επιτυχία των εφημερίδων είχε αποσυνδεθεί από την κύρια δύναμή τους, που είναι το αναγνωστικό κοινό και συνεπώς η ύλη και οι πωλήσεις τους, και είχε συνδεθεί περισσότερο με την αύξηση των διαφημιστικών εισροών, η οποία και καθορίζει την κερδοφορία των επιχειρήσεων Τύπου; Τα έντυπα έγιναν έτσι εξαιρετικά ευάλωτα σε οποιαδήποτε κάμψη της διαφημιστικής αγοράς, όπως, για παράδειγμα, στην οικονομική κρίση το 2010, και ουσιαστικά χωρίς την εναλλακτική πηγή εσόδων από πωλήσεις.
Η Ελλάδα ανήκει σε εκείνες τις χώρες της Ευρώπης, στον Νότο και γύρω από τη Μεσόγειο, που παραδοσιακά έχουν αδύναμο Τύπο. Η Ελλάδα, η Γαλλία, η Ιταλία, η Ισπανία, για παράδειγμα, όταν ακόμη ο Τύπος ήταν ακμαίος το 2000, διέθεταν ημερησίως περί τα 100-200 φύλλα ανά 1.000 κατοίκους. Σε σύγκριση με τον ευρωπαϊκό Βορρά η διείσδυση του Τύπου ήταν εξαιρετικά χαμηλή, καθώς με επιχειρήσεις Τύπου-μεγαθήρια οι πωλήσεις, π.χ., στην Αγγλία, στη Γερμανία, σε όλες τις σκανδιναβικές χώρες αλλά και στην Ιαπωνία έφταναν τα 400-500 αντίτυπα ανά 1.000 ενήλικους κατοίκους. Σήμερα, βέβαια, τα πράγματα έχουν αλλάξει άρδην. Η κάμψη στις πωλήσεις σε όλες τις αγορές είναι τεράστια, καθώς ακόμα και στις δυνατές αγορές σημειώνεται μεγάλη κάμψη στο χαρτί, ενώ στις μεσογειακές χώρες η πτώση είναι ακόμη μεγαλύτερη.
Οι νέες τεχνολογίες φαίνεται ότι αποτελούν μία από τις βασικές αιτίες της κρίσης του Τύπου, που χαρακτηρίζεται από την πτώση των κυκλοφοριών και την αναστολή λειτουργίας των εφημερίδων. Οι αγορές παγκοσμίως βρέθηκαν υπό την πίεση των όλο και αυξανόμενων επιλογών ανάμεσα σε περισσότερες πλατφόρμες ενημέρωσης και ψυχαγωγίας που προσφέρονται στους καταναλωτές. Ήδη οι τελευταίες γενιές που έχουν μεγαλώσει με ηλεκτρονικό υπολογιστή δεν έχουν αναπτύξει τη συνήθεια να αγοράζουν την καθημερινή τους εφημερίδα, όπως συνήθιζαν οι γονείς και οι παππούδες τους, η γενιά της μεταπολεμικής περιόδου. Η ερμηνεία δείχνει να ταιριάζει και στην ελληνική περίπτωση. Όμως η ψηφιακή τεχνολογία φαίνεται να αποτελεί και τη μοναδική διέξοδο από την κρίση που δημιουργεί. Ήδη στις μεγάλες αγορές οι επιχειρήσεις Τύπου έχουν κατορθώσει να χτίσουν ένα νέο επιχειρηματικό μοντέλο, όπου ο έντυπος και ο ηλεκτρονικός Τύπος συνυπάρχουν και λειτουργούν συμπληρωματικά τόσο ως προς την ύλη όσο και ως προς τα έσοδα. Αν και σε χώρες με μεγαλύτερη γλωσσική εμβέλεια (αγγλικά, ισπανικά) η παγκοσμιοποιημένη αγορά βοηθάει τις ηλεκτρονικές εκδόσεις να προσελκύουν υψηλά έσοδα από συνδρομές, για χώρες με περιορισμένη γλωσσική εμβέλεια, όπως η Ελλάδα, οι δυνατότητες είναι περιορισμένες.
Παρότι οι επιχειρήσεις Τύπου μπήκαν από νωρίς στις νέες τεχνολογίες (πρώτο το in.gr, που ιδρύθηκε από τον ΔΟΛ το 1999), πολλά χρόνια τώρα δυσκολεύονται να ορθοποδήσουν έχοντας έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Σημειωτέον ότι έχουν περιορίσει δραματικά και τα έξοδα, μειώνοντας συχνά τις σελίδες, εξορθολογίζοντας το τιράζ, περιορίζοντας τους ανταποκριτές και τους απεσταλμένους μέχρις εξαφανίσεως, άλλα λειτουργικά κόστη, καθώς και το προσωπικό στο απολύτως αναγκαίο. Παρότι τα έσοδα από τη διαφήμιση δεν είναι αμελητέα, λίγα μπορούν να γίνουν όσο ο συνολικός τζίρος μειώνεται.
Ενα σοβαρό χτύπημα στον Τύπο ήρθε με την κρίση που ξεκίνησε το 2010, οπότε τα εισοδήματα των αναγνωστών μειώθηκαν σημαντικά και για μεγάλη περίοδο. Μεγαλύτερο πλήγμα, όμως, φαίνεται πως ήταν η πανδημία του κορωνοϊού, όταν στη διάρκεια μερικών μηνών χάθηκε η συνήθεια του περιπτέρου. Στο επόμενο διάστημα χάθηκαν και τα περίπτερα. Τα σημεία πώλησης μειώθηκαν σημαντικά, ενώ νωρίτερα είχε ήδη κλείσει το ένα πρακτορείο Τύπου και το δεύτερο τα έβγαζε πέρα με δυσκολία. Όλη η αλυσίδα του Τύπου κλονίστηκε σοβαρά και εκεί που ξεκινούσε να συνέρχεται, έκανε το σαρωτικό πέρασμά του ο κορωνοϊός. Ειδικοί της αγοράς του Τύπου εισηγούνται ένα νέο εμπορικό μοντέλο για τις εφημερίδες και τους ειδησεογραφικούς οργανισμούς, το οποίο θα περιλαμβάνει έναν συνδυασμό έντυπης και ηλεκτρονικής έκδοσης, που θα εντάσσει και συνδρομές. Αν και η Ένωση Εκδοτών (ΕΙΗΕΑ), μετά από μια άσχημη περίοδο, έχει πλέον ανασυγκροτηθεί και επιχειρεί να ενοποιήσει τον κλάδο κάτω από κοινά αιτήματα και κινήσεις επ’ ωφελεία όλων, δεν έχει καταφέρει να συντονίσει τους εκδότες σε κοινές πρωτοβουλίες για τον Τύπο. Όπως, για παράδειγμα, στην εκπόνηση ενός γενικού σχεδίου για την ενίσχυση του Τύπου με τη συμμετοχή των εκδοτών και του κράτους. Ένας τέτοιος σχεδιασμός θα μπορούσε να περιλαμβάνει, εκτός από τις κρατικές ενισχύσεις για τον Τύπο, επίσης προγράμματα φιλαναγνωσίας, σύνδεσης του Τύπου με τα σχολεία και τα πανεπιστήμια, διαφημιστική καμπάνια στην οποία θα υπογραμμίζεται η αξιόπιστη και υπεύθυνη ενημέρωση με υπογραφή. «Πρέπει να ξυπνήσουμε τον αναγνώστη/καταναλωτή, όπως γίνεται για όλα τα προϊόντα ευρείας κατανάλωσης» λένε οι ειδικοί για την έντυπη επικοινωνία.
Δημοσιεύτηκε στο απεργιακό φύλλο της ΑΥΓΗΣ στις 24/11
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου