Το χρέος, «εκτός από μοχλό πίεσης για την εφαρμογή μέτρων που έχουν σαν στόχο να μετατρέψουν την ευρωπαϊκή περιφέρεια σε ζώνη φθηνής, ανασφάλιστης, ελαστικής εργασίας, αποτελεί κι έναν υπαρκτό κίνδυνο για την ίδια τη βιωσιμότητα του ευρώ», τόνισε ο Αλέξης Τσίπρας, μιλώντας το απόγευμα χθες σε γεύμα εργασίας του Ελληνοϊταλικού Επιμελητηρίου.
Στην ομιλία του ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αναφέρθηκε με έμφαση στους ασφυκτικούς περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας, καθώς και στην πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης που βιώνουν τόσο η Ιταλία όσο και η Ελλάδα.
"Η πολιτική αυτή αποδείχθηκε αναποτελεσματική όχι μόνο διότι χειροτέρεψε τους κοινωνικούς δείκτες, αυτούς που αφορούν την ανεργία, τη φτώχεια, αλλά διότι και στους οικονομικούς στόχους αποδείχθηκε ότι επιδείνωσε την ήδη δυσχερή πραγματικότητα, τόσο όσον αφορά την αύξηση του χρέους, τόσο όμως και σε ότι αφορά την επίτευξη της πολυπόθητης επιστροφής στην ανάπτυξη αλλά και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών. Με δυο λόγια, το φάρμακο που η Ευρώπη επέλεξε να αντιμετωπίσει την ασθένεια της χρηματοπιστωτικής και αργότερα δημοσιονομικής κρίσης έκανε τον ασθενή χειρότερα απ΄ ότι η ίδια η ασθένεια", ανέφερε, μεταξύ άλλων ο Αλέξης Τσίπρας, επισημαίνοντας σε άλλο σημείο, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ζητήσει νέα δάνεια, αφού "δεν θα ζητήσουμε νέα δάνεια, δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε νέα ελλείμματα, αυτός ο φαύλος κύκλος του δανεισμού και των ελλειμμάτων πρέπει να κλείσει".
Ολόκληρη η ομιλία του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ έχει ως εξής:
"Στη δική μας αντίληψη για την κρίση που περνά σήμερα η ευρωζώνη, την κρίση χρέους, την κρίση παραγωγικότητας, η λύση δεν είναι η επιστροφή σε έναν άγονο ανταγωνισμό ανάμεσα στα εθνικά κράτη και στα νομίσματά τους. Όμως δεν μπορεί να θεωρείται και λύση η παραμονή της ευρωπαϊκής οικογένειας σε μία διαρκή και ανακυκλούμενη κρίση, που αρχικά ξεκίνησε ως κρίση χρηματοπιστωτική, στην πορεία έγινε κρίση δημοσιονομική καθώς τα κράτη ανέλαβαν τη διάσωση των τραπεζών και στην πορεία από δημοσιονομική κρίση έχει μετατραπεί σε κρίση χρέους και σήμερα παίρνει τη μορφή μιας σύνθετης πολυπαραμετρικής κρίσης μέσα από τα συνεχιζόμενα προγράμματα λιτότητας, είναι ταυτόχρονα κρίση χρέους και κρίση αποπληθωρισμού. Ο αποπληθωρισμός είναι ένα μεγάλος κίνδυνος, μια παγίδα για την οικονομία.
Χαίρομαι που σήμερα συζητώ μαζί σας διότι, όπως θα γνωρίζετε, έχω ιδιαίτερες σχέσεις με την Ιταλία, σχέσεις αγάπης και σχέσεις πολιτικής συνεργασίας. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας μου για τη διεκδίκηση της προεδρίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, την υποψηφιότητά μου τίμησαν ιδιαίτερα ένα μέρος του πολιτικού κόσμου της Ιταλίας, θα το γνωρίζετε όσοι κατάγεστε από την Ιταλία και όσοι ασχολείστε με την Ιταλία στενά, η Ιταλική αριστερά επέλεξε να υπάρξει ένα ψηφοδέλτιο, μια λίστα κάνοντάς μου την τιμή να έχει το όνομά μου. Αυτό μου έδωσε τη δυνατότητα πολλές φορές να βρεθώ στη γειτονική χώρα, να έχω επικοινωνία και επαφές με κορυφαίους παράγοντες, όχι μόνο της πολιτικής αλλά και της οικονομικής ζωής, με τελευταίο σταθμό το Φόρουμ Αμπροζέτι στις αρχές του Σεπτέμβρη.
Θέλω να πω ότι υπάρχουν πολλές ομοιότητες και πολλές διαφορές ανάμεσα στην ελληνική και στην ιταλική περίπτωση. Επιτρέψτε μου όμως την εκτίμηση πως εάν η Ελλάδα ήταν ο μεγάλος κίνδυνος για την ευρωζώνη το 2010, σήμερα ο μεγάλος κίνδυνος για την ευρωζώνη είναι η Ιταλία. Η Ελλάδα είναι μια χώρα που έχει ένα δυσβάσταχτο χρέος. Πριν από το μνημόνιο ήταν στο 120% του ΑΕΠ, σήμερα έχει φτάσει στο 175% του ΑΕΠ. Η Ιταλία δεν έχει τα ίδια μεγέθη ως προς το ποσοστό ως προς το ΑΕΠ, παρά το γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια έχει αυξηθεί το δημόσιο χρέος επικίνδυνα.
Όμως η σύγκριση των μεγεθών βεβαιώνει τον ισχυρισμό μου. Η Ελλάδα έχει ένα χρέος 350 περίπου δις ευρώ και η Ιταλία έχει ένα χρέος που προσεγγίζει τα δύο τρισεκατομμύρια. Αντιλαμβάνεστε λοιπόν ότι είναι εξαιρετικά κρίσιμο για την Ιταλία, για την Ελλάδα, για τον ευρωπαϊκό Νότο, αλλά για την ίδια την Ευρώπη, την ευρωζώνη να υπάρξει μια βιώσιμη διευθέτηση στο πρόβλημα του χρέους που, εκτός από μοχλό πίεσης για την εφαρμογή μέτρων που έχουν σαν στόχο να μετατρέψουν την ευρωπαϊκή περιφέρεια σε ζώνη φθηνής, ανασφάλιστης, ελαστικής εργασίας, αποτελεί κι έναν υπαρκτό κίνδυνο για την ίδια τη βιωσιμότητα του ευρώ.
Θέλοντας λοιπόν να μην μακρηγορήσω, αλλά να σας δώσω τη δυνατότητα να απευθύνετε ερωτήσεις, γιατί έτσι έχει νόημα να κουβεντιάσουμε, δεν ήρθα εδώ να σας απευθύνω μια γραπτή ομιλία, θέλω να σας πω τους βασικούς άξονες της στρατηγικής μας και ακολούθως να απαντήσω ενδεχομένως και σε εξειδικευμένες ερωτήσεις.
Βασική μας λοιπόν επιδίωξη, αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι, είναι να υπάρξει, με μοχλό ίσως πίεσης την Ελλάδα που βρέθηκε, κατά την άποψή μου αδίκως, αλλά βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα από το 2010 και μετά, μια αντιστροφή της πολιτικής κατεύθυνσης που κυριαρχεί τα τελευταία χρόνια στην Ε.Ε. και είναι μια κατεύθυνση αντιμετώπισης της κρίσης μέσα από την πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης. Εκτίμησή μας είναι ότι αυτή η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης που εφαρμόστηκε όχι μόνο στις χώρες με μνημόνιο αλλά και σε χώρες οι οποίες αναγκάστηκαν να συμφωνήσουν με τη γενική κατεύθυνση και με τους ασφυκτικούς περιορισμούς του Συμφώνου Σταθερότητας, η πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης αποδείχθηκε αναποτελεσματική. Αποδείχθηκε αναποτελεσματική όχι μόνο διότι δραματοποίησε, χειροτέρεψε τους κοινωνικούς δείκτες, αυτούς που αφορούν την ανεργία, τη φτώχεια, αλλά διότι και στους οικονομικούς στόχους αποδείχθηκε ότι ήταν μια πολιτική που επιδείνωσε την ήδη δυσχερή πραγματικότητα, τόσο όσον αφορά την αύξηση του χρέους, τόσο όμως και σε ότι αφορά την επίτευξη της πολυπόθητης επιστροφής στην ανάπτυξη αλλά και την αύξηση της ανταγωνιστικότητας των οικονομιών.
Με δυο λόγια το φάρμακο που η Ευρώπη επέλεξε να αντιμετωπίσει την ασθένεια της χρηματοπιστωτικής και αργότερα δημοσιονομικής κρίσης έκανε τον ασθενή χειρότερα απ΄ ότι η ίδια η ασθένεια.
Και το επισημαίνω αυτό, γιατί στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού επελέγη ένα άλλο φάρμακο, όχι αυτό της εσωτερικής υποτίμησης και της λιτότητας, αλά το φάρμακο της δημοσιονομικής επέκτασης και της πληθωριστικής πολιτικής.
Αγαπητοί φίλοι, πριν από αρκετά χρόνια, όταν ξεκινήσαμε να; ασκούμε κριτική στο κυρίαρχο ευρωπαϊκό μοντέλο και μιλάγαμε για την ανάγκη να δοθεί μια κοινή ευρωπαϊκή λύση, με επίκεντρο την ΕΚΤ, με πολιτικές ενίσχυσης της ρευστότητας προς τις τράπεζες, οι πολιτικοί μας αντίπαλοι, κυρίως στην Ελλάδα, έλεγαν ότι αυτές οι θέσεις είναι αντιευρωπαϊκές. Σήμερα, τέσσερα χρόνια μετά, βλέπουμε ότι αυτές οι σκέψεις είναι στο επίκεντρο της στρατηγικής της ΕΚΤ. Και βλέπουμε ότι αυτές οι θέσεις είναι ρεαλιστικές και όχι αντιευρωπαϊκές. Διότι κανένας νόμος και κανονισμός δεν μπορεί να τηρείται όταν βλέπουμε ότι μας οδηγεί στο αδιέξοδο.
Πρόθεσή μας είναι λοιπόν να διεκδικήσουμε με ασφάλεια μια βιώσιμη λύση για την Ελλάδα, που θα είναι ταυτόχρονα βιώσιμη λύση για όλη την ευρωπαϊκή περιφέρεια. Και σ΄ αυτή την κατεύθυνση θεωρούμε στρατηγικής σημασίας τη συμμαχία, τη συνεργασία με χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας και ιδιαίτερα του ευρωπαϊκού Νότου, που έχουμε κοινούς στόχους και κοινά συμφέροντα. Βεβαίως και σημαντικές διαφορές όσον αφορά το μέγεθος των οικονομιών μας. Ωστόσο έχουμε την πεποίθηση ότι όλοι μας βρισκόμαστε στον ίδιο χώρο, καθόμαστε πάνω στο ίδιο κλαρί που αν κανείς το πριονίσει δεν θα υπάρξει κάποιος ο οποίος θα πέσει και κάποιος θα σωθεί, Ή όλοι θα σωθούμε ή όλοι θα πέσουμε.
Επιτρέψτε μου λοιπόν να σας πω δυο λόγια για τις προθέσεις μας, τους στόχους μας, εάν ο ελληνικός λαός εμπιστευτεί στον ΣΥΡΙΖΑ, μέσα από την προσφυγή στη λαϊκή ετυμηγορία, η οποία είναι πολύ πιθανή για το επόμενο διάστημα, δεδομένου ότι τόσο η κυβέρνηση έχει αποτύχει στους στόχους της, ενώ και το Σύνταγμα της χώρας προβλέπει μια διαδικασία ευρύτερης συναίνεσης στην εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας, συναίνεση που εμείς δεν μπορούμε να δώσουμε στο βαθμό που η ασκούμενη πολιτική είναι διαμετρικά αντίθετη με αυτήν που πιστεύουμε ότι θα ήταν ωφέλιμη για τον τόπο.
Πριν από δύο μήνες στη ΔΕΘ εξαγγείλαμε ένα πρόγραμμα πλαίσιο μέσα σε συνθήκες δημοσιονομικής ισορροπίας, εξαγγείλαμε δηλαδή ένα πρόγραμμα που στόχο έχει πρωτίστως την αποκατάσταση των μεγάλων πληγών, των κοινωνικών πληγών που έχει επιφέρει η πολιτική της λιτότητας τα τελευταία τέσσερα και πλέον χρόνια στη χώρα με κάποιες αναγκαίες δαπάνες σ΄ αυτή την κατεύθυνση, διότι εμείς έτσι θεωρούμε ότι μπορεί να αποκατασταθεί η ευρωπαϊκή κανονικότητα.
Δεν θεωρούμε ότι μια ευρωπαϊκή χώρα μπορεί να έχει χιλιάδες άστεγους, χιλιάδες ανθρώπους που να μην έχουν ηλεκτρικό ρεύμα να θερμανθούν τον χειμώνα, ανθρώπους που να μην έχουν ένα πιάτο φαΐ. Και αυτή η προτεραιότητα για μας είναι αδιαπραγμάτευτη με τους εταίρους μας, στο βαθμό που θα υλοποιηθεί βεβαίως –κι αυτός είναι ο στόχος μας- μέσα σε ένα πλαίσιο δημοσιονομικής ισορροπίας, επαναλαμβάνω.
Ο δεύτερος πυλώνας του προγράμματός μας αφορά ένα σχέδιο για την άρση της καταστολής στην πραγματική οικονομία. Όταν μιλάμε για καταστολή στην πραγματική οικονομία μιλάμε για την κατάσταση που εσείς που δραστηριοποιείστε στην Ελλάδα ίσως γνωρίζετε καλύτερα από μένα.
Κυρίως όσοι έχετε επαφή με μικρομεσαίες επιχειρήσεις και επιχειρηματίες αλλά ακόμη και μεγαλύτερες. Αυτή τη στιγμή έχουμε όχι μονάχα του πρόβλημα του δημόσιου χρέους που αναφέρθηκα προηγουμένως, αλλά έχουμε και ένα τεράστιο για τα ελληνικά δεδομένα ιδιωτικό χρέος, ίσως τεράστιο για κάθε οικονομία, το οποίο επίσης προσεγγίζει το ΑΕΠ, είναι περίπου όσο το ΑΕΠ της χώρας. Και ένα χρέος νοικοκυριών και επιχειρήσεων στο ελληνικό δημόσιο, στα ασφαλιστικά Ταμεία και στις τράπεζες. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές προς το δημόσιο έχουν φτάσει περίπου στα 70 δις ευρώ και κάθε χρόνο, κάθε μήνα αυξάνονται με ιλιγγιώδεις ρυθμούς. Περίπου ένα δις το μήνα.
Θεωρούμε λοιπόν ότι δεν μπορεί να υπάρξει προοπτική αναζωογόνησης και ανάκαμψης της οικονομίας αν δεν υπάρξει μια άλλη λογική αντιμετώπισης στο κρίσιμο χρέος του ιδιωτικού χρέους. Πολύ απλά, όπως έλεγαν και οι αρχαίοι πρόγονοι, ουκ αν λάβεις παρά του μη έχοντος. Δεν μπορείς να φορολογείς κάποιον και να του βάζεις πρόστιμα όταν δεν μπορεί να σου δώσει αυτούς τους φόρους ή αυτά τα πρόστιμα.
Ας το πω για να το καταλάβετε, η στρατηγική μας, η λογική μας είναι απ΄ αυτά τα περίπου 70 δις –μιλάω για τις οφειλές προς το δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία- εξ αρχής να συμφωνήσουμε ότι ένα πολύ μεγάλο μέρος δεν θα εισπραχθεί, αλλά να προσπαθήσουμε να εισπράξουμε τουλάχιστον 20 απ΄ αυτά τα δις, μέσα από μια διαδικασία εξωδικαστικών ρυθμίσεων και συμβιβασμών με τους οφειλέτες, ώστε να τους δοθεί η δυνατότητα σταδιακά να μπορούν να αποπληρώνουν μέσα σε βάθος επταετίας.
Γι αυτό προσδιορίσαμε ως βασικό πυλώνα του σχεδίου μας τις ρυθμίσεις των οφειλών σε βάθος επταετίας, 84 δόσεις, στη λογική όμως ενός ποσοστού του εισοδήματος, πράγμα που σημαίνει ότι οι δόσεις θα μπορούσαν να γίνουν και περισσότερες. Δηλαδή είπαμε ότι μέχρι 30% του εισοδήματος να ρυθμιστεί ώστε να δίδεται για να μπορεί να αποκτήσει κανείς τη φορολογική ενημερότητα και την ασφαλιστική ενημερότητα.
Με αυτόν τον τρόπο προσδοκούμε μία ανακούφιση αλλά και ταυτόχρονα μία επανεκκίνηση της οικονομίας. Με αυτό τον τρόπο προσδοκούμε ταυτόχρονα να δημιουργήσουμε τη δυνατότητα κάποιων εσόδων στα δημόσια ταμεία, όταν θα μπει το μεγάλο μέρος των επαγγελματιών αλλά και των καταναλωτών στη διαδικασία της ρύθμισης για τις οφειλές προς το δημόσιο.
Θα ξέρετε βέβαια ότι μετά την πρότασή μας αυτή η κυβέρνηση υιοθέτησε ένα μέρος αυτής της λογικής. Δεν μπορώ όμως να είμαι εξίσου αισιόδοξος για τον τρόπο που αποφάσισε να το υλοποιήσει. Δεδομένου ότι νομοθέτησε, μετά πήγε στη Βουλή να πάρει πίσω αυτό που νομοθέτησε κι ακόμα και τούτη την ώρα που μιλάμε δεν είναι ξεκάθαρο αν τελικά οι πιέσεις της τρόικας είναι στην αντίθετη κατεύθυνση.
Εμείς πάντως το θεωρούμε κομβικό να υπάρξει μία διαδικασία, το λέμε "σεισάχθειας" με τον αρχαίο ελληνικό όρο, μία διαδικασία ρύθμισης που θα ανακουφίσει τους οφειλέτες και θα δώσει τη δυνατότητα στην οικονομία να επανεκκινήσει. Και το ίδιο θεωρούμε ότι θα πρέπει να γίνει και με τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών.
Κόκκινα δάνεια που αυτή τη στιγμή αποτελούν ένα βραχνά στο τραπεζικό σύστημα. Η πρότασή μας ήταν δημιουργία ενός ενδιάμεσου δημόσιου φορέα, που θα διαχειριστεί τα κόκκινα δάνεια σε μία αντίστοιχη αντίληψη, σε μία αντίστοιχη λογική.
Ο τρίτος πυλώνας του προγράμματός μας αφορά το νέο μεγάλο εθνικό στόχο για την ανάκτηση της εργασίας και της απασχόλησης. Μία χώρα με ανεργία στο 27%, μία χώρα με 60% σχεδόν ανεργία στους νέους ανθρώπους δεν μπορεί να είναι μία χώρα που αισιοδοξεί ότι θα βγει έξω από την κρίση.
Και εκεί σχεδιάζουμε την κατεύθυνση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων των προγραμμάτων ΕΣΠΑ, ώστε στα δύο πρώτα χρόνια να μπορέσουμε να δημιουργήσουμε 300.000 νέες θέσεις εργασίας, όχι στο δημόσιο τομέα, αλλά στο δημόσιο, στον ιδιωτικό και στον κοινωνικό τομέα της οικονομίας.
Και βεβαίως ο τέταρτος πυλώνας αφορά αλλαγές στο πολιτικό σύστημα, αλλαγές απαραίτητες και αναγκαίες στη δημόσια διοίκηση, διότι στην Ελλάδα τα κόμματα που κυβέρνησαν τα τελευταία χρόνια δημιούργησαν ένα πελατειακό κράτος, ένα γραφειοκρατικό σύστημα, το οποίο αν θέλετε είναι τροχοπέδη και για την παραγωγική δραστηριότητα και για την ίδια τη δημοκρατία, αλλά και για την επιχειρηματικότητα και για την ανάπτυξη.
Τέλος για να μη μακρηγορώ, θα μπορούσα να σας πω κάποιες σκέψεις που αφορούν ειδικότερα την επιχειρηματικότητα, την αντιμετώπιση της γραφειοκρατίας και την αναδιάρθρωση της δημόσιας διοίκησης, θα ήθελα όμως να μην μακρηγορήσω και να κλείσω, για να είμαι ανοιχτός στις ερωτήσεις σας.
Θα παρουσιάσω επιγραμματικά, ένα συμπαγές πλαίσιο που εμείς προτείνουμε για την τόνωση της επιχειρηματικότητας και της ιδιωτικής επένδυσης.
Πρόκειται για αλλαγές οι οποίες δεν έχουν δημοσιονομικό κόστος, αλλά παράγουν τεράστια πολλαπλασιαστικά οφέλη σε όλη την οικονομία.
Απλοποίηση αδειοδότησης και λειτουργίας επιχειρήσεων.
α). Με ριζική, ουσιαστική απλοποίηση όλου του θεσμικού πλαισίου και των βημάτων για την αδειοδότηση επενδύσεων, καθώς και για την ίδρυση, αδειοδότηση και λειτουργία επιχειρήσεων, με τη λειτουργία στην πράξη – και όχι στα χαρτιά – «υπηρεσίας μιας στάσης» για όλες τις επιχειρήσεις, περιλαμβανομένων των μικρομεσαίων («one-stop shop»).
β). Με έμφαση όχι μόνο στην απλοποίηση της ίδρυσης, αλλά και στη λειτουργία της επιχείρησης, που δυστυχώς σήμερα, όποτε συναλλάσσεται με το Δημόσιο, εμπλέκεται σε χρονοβόρες και πολλές φορές μη ουσιώδεις διαδικασίες.
Με τη δημιουργία Κέντρων Εξυπηρέτησης Επιχειρήσεων (Κ.Ε.ΕΠ), στις 13 περιφέρειες, όχι μόνο ως φορείς ενημέρωσης, αλλά και ως φορείς ουσιαστικής διεκπεραίωσης, με κατάλληλο νομικό πλαίσιο που να διασφαλίζει τη δυνατότητα να διεκπεραιώνουν γρήγορα τις διαδικασίες, με λογοδοσία.
Με δημιουργία συμβουλευτικών υπηρεσιών στις δημόσιες υπηρεσίες με αδειοδοτικό χαρακτήρα, για την διεκπεραίωση επενδύσεων, θεμάτων αδειοδότησης, κτλ.
Θεσμοθέτηση απλού και σταθερού φορολογικού συστήματος.
Η τομή που πρέπει να γίνει στο φορολογικό σύστημα είναι ριζική.
Το πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι μικρομεσαίες αλλά και οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις, δεν είναι τόσο η υψηλή φορολογία, όσο η αστάθεια και η αβεβαιότητα για το φορολογικό σύστημα που ισχύει και η οποία καθιστά αδύνατο οποιοδήποτε μακροπρόθεσμο σχεδιασμό.
α). Δεσμευόμαστε για ένα δίκαιο, απλό, σταθερό και διαφανές φορολογικό σύστημα για τουλάχιστον πέντε (5) έτη, το οποίο θα παρέχει κίνητρα για παραγωγικές επενδύσεις και θα επιτρέπει το μακροπρόθεσμο επιχειρησιακό σχεδιασμό.
Φορολογούμε τα κέρδη και όχι την παραγωγή.
Με υψηλότερη φορολόγηση στα διανεμόμενα κέρδη και χαμηλότερη σε αυτά τα οποία αποθεματοποιούνται για να επενδυθούν στην πραγματική οικονομία.
Θέλω, όμως, να είμαι σήμερα ξεκάθαρος: όταν εμείς μιλάμε για δίκαιη φορολόγηση, το εννοούμε.
β). Προχωράμε, ταυτόχρονα, σε ουσιαστικό φορολογικό έλεγχο των μεγάλων επιχειρήσεων με αποτελεσματικό έλεγχο των ενδοομιλικών συναλλαγών.
Η υπερτιμολόγηση από τις ενδοομιλικές συναλλαγές κυμαίνεται μεταξύ 15%-20% και η απώλεια φορολογικών εσόδων εκτιμάται σε €1-€1,2 δις ετησίως.
Το υφιστάμενο πλαίσιο για την τεκμηρίωση των ενδοομιλικών συναλλαγών πρέπει να ενισχυθεί με τη δημιουργία κατάλληλων μονάδων ελέγχου στο Υπουργείο Οικονομικών που θα διαθέτουν τεχνογνωσία και από την Γενική Γραμματεία Εμπορίου και από την Εισαγγελία Οικονομικού Εγκλήματος και την Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Διοχέτευση πόρων στην πραγματική οικονομία.
α). Ίδρυση Δημόσιας αναπτυξιακής τράπεζας. Ενός βασικού κρίκου που λείπει από την ελληνική οικονομία και το ελληνικό τραπεζικό σύστημα.
Η δημόσια αναπτυξιακή τράπεζα θα ενοποιήσει υφιστάμενους μηχανισμούς, όπως το ΕΤΕΑΝ, το Ταμείο Παρακαταθηκών Δανείων και να διευκολύνει την άντληση και διοχέτευση πόρων προς τη πραγματική οικονομία.
β). Παράκαμψη του τραπεζικού συστήματος στο οποίο «κολλάνε» σήμερα όλα τα εγγυοδοτικά προγράμματα, επειδή οι τράπεζες δεν χορηγούν νέα δάνεια.
Η παράκαμψη αυτή θα γίνει με τη δημιουργία ενός συστήματος διοχέτευσης εγγυήσεων ή εγγυητικών επιστολών μέσω οχημάτων ειδικού σκοπού και με την εγγύηση αξιόπιστου διεθνούς χρηματοπιστωτικού οργανισμού.
Τέτοιου είδους σχήματα θα παρέχουν απευθείας εγγυήσεις προς μικρομεσαίες επιχειρήσεις - εξαγωγικές, του πρωτογενούς τομέα, υψηλής τεχνολογίας και καινοτομίας - οι οποίες, ενώ είναι δυναμικές και μπορούν να ανοιχθούν σε νέες αγορές, δεν έχουν πρόσβαση για στοιχειώδη τραπεζική χρηματοδότηση σε κεφάλαια κίνησης και επενδυτικά κεφάλαια.
γ). Δημιουργία Τράπεζας Ειδικού σκοπού για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τους αγρότες, αλλά και για τη χορήγηση μικροπιστώσεων προς άτομα και ομάδες που αποκλείονται ολοσχερώς από το παραδοσιακό τραπεζικό σύστημα, όπως άνεργοι, μετανάστες, ΑμΕΑ, κλπ.
δ). Δημιουργία δημόσιου ενδιάμεσου οργανισμού για τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους προς τις τράπεζες.
Εντός του οργανισμού, συγκροτείται ξεχωριστός υποτομέας για τα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια, η ρύθμιση των οποίων επείγει ως προϋπόθεση για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας.
Τα κόκκινα δάνεια των μικρομεσαίων επιχειρήσεων εμπίπτουν στη «νέα σεισάχθεια».
Διασπάται, δηλαδή, ένα δάνειο σε δύο μέρη: σ' εκείνο που ο δανειολήπτης μπορεί να αποπληρώσει και στο μέρος που παγώνει για πέντε ή δέκα χρόνια, ανάλογα με την περίπτωση, χωρίς να διαγράφεται από το χαρτοφυλάκιο της τράπεζας, έως ότου βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη. Και διαγράφονται οι τραπεζικές οφειλές που εμφανίζουν αντικειμενική αδυναμία αποπληρωμής.
Ρυθμίσεις για ενίσχυση ανταγωνισμού, καταπολέμηση καρτέλ και μείωση των τιμών.
α). Θεσμική και λειτουργική αναβάθμιση της Επιτροπής Ανταγωνισμού.
β). Υιοθέτηση νομοθεσίας για την αναγραφή καθαρών τιμών στα τιμολόγια πώλησης και περιορισμός της έκδοσης πιστωτικών σημειωμάτων και τιμολογίων παροχής υπηρεσιών.
Με αυτήν τη νομοθετική παρέμβαση, η τιμή μονάδος που συμφωνείται ανάμεσα στον προμηθευτή (πωλητή) και τον πελάτη του (έμπορο χονδρικής ή λιανικής), στο πλαίσιο μιας εμπορικής συμφωνίας-συναλλαγής, θα εμφανίζεται πλέον υποχρεωτικά στο τιμολόγιο πώλησης που εκδίδει ο προμηθευτής και θα ταυτίζεται με την αναγραφόμενη στο ίδιο τιμολόγιο, τελική καθαρή τιμή μονάδος (χωρίς ΦΠΑ).
Επιπρόσθετα, η αξία οποιωνδήποτε πρόσθετων ανταποδοτικών υπηρεσιών που παρέχονται από τον πελάτη στον προμηθευτή, θα ενσωματώνονται υποχρεωτικά στην αναγραφόμενη στο τιμολόγιο τιμή μονάδος.
Με αυτόν τον τρόπο θα αντιμετωπίσουμε το βασικότερο πρόβλημα της αδυναμίας προσδιορισμού «καθαρών» τιμών χονδρικής, ενώ ταυτόχρονα θα απαγορεύσουμε οποιαδήποτε μετέπειτα μείωση της τιμής μονάδος, με την έκδοση πιστωτικών σημειωμάτων.
γ). Δημιουργία Παρατηρητηρίου Τιμών πρώτων υλών και μηχανολογικού εξοπλισμού, όπως είχε προτείνει και η ΓΣΕΒΒΕ, με ταυτόχρονη εξουσιοδότηση της Επιτροπής Ανταγωνισμού και της Υπηρεσίας Εποπτείας Αγοράς να παρεμβαίνουν αμελλητί στις περιπτώσεις όπου διαφαίνονται ύποπτες αποκλίσεις.
Είναι ενδεικτικό ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η χώρα μας αποτελεί την δεύτερη ακριβότερη στην Ευρώπη για μηχανολογικό εξοπλισμό, γεγονός που εμποδίζει τον εκσυγχρονισμό των παραγωγικών επιχειρήσεων και μειώνει την ανταγωνιστικότητά τους.
δ). Εντατικότεροι έλεγχοι στους τρόπους διαμόρφωσης των τιμών, με έμφαση στις ενδοομιλικές και τις τριγωνικές συναλλαγές, σε όλο το φάσμα της οικονομίας (μεταποίηση, εμπόριο, υπηρεσίες, τουρισμός).
Αυτό είναι πολύ σημαντικότερο και ουσιαστικότερο από την απελευθέρωση των λεγόμενων «κλειστών» επαγγελμάτων.
Αναμόρφωση πτωχευτικού πλαισίου επιχειρήσεων.
Ουσιαστική και ριζική αναμόρφωση του πλαισίου που διέπει την διαδικασία πτώχευσης επιχειρήσεων.
Ζητούμενο είναι να φύγει η θηλιά που έχουν σήμερα χιλιάδες επιχειρήσεις και επαγγελματίες, οι οποίες, λόγω της κρίσης, αντικειμενικά αδυνατούν να ανταποκριθούν στις συσσωρευμένες υποχρεώσεις τους.
Το ζητούμενο δεν είναι η διαιώνιση του προβλήματος και η συσσώρευση χρεών, αλλά να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία εκεί που πραγματικά υπάρχουν προοπτικές βιωσιμότητας, με την εκπόνηση και εκτέλεση σχεδίων παραγωγικής αναδιάρθρωσης επιχειρήσεων.
Η αντιμετώπιση δεν θα πρέπει να περιοριστεί μόνο στις οφειλές των επιχειρήσεων προς τις τράπεζες, αλλά και προς το δημόσιο.
Στο πλαίσιο αυτό εξετάζουμε τη δυνατότητα δημιουργίας μηχανισμού εξυγίανσης και παραγωγικής αναδιάρθρωσης τέτοιων σημαντικών επιχειρηματικών μονάδων, που θα είναι προς όφελος όλων.
Επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης.
Η χώρα μας κατατάσσεται στις τελευταίες θέσεις ως προς την ταχύτητα απονομής δικαιοσύνης στα διοικητικά δικαστήρια.
Χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις, στην προσπάθειά τους να επιλύσουν τις διαφορές τους δικαστικά, είναι σήμερα εγκλωβισμένες σε ένα σύστημα αργό, που παράγει κόστος.
Προωθούμε θεσμικές και λειτουργικές μεταρρυθμίσεις για την επιτάχυνση της απονομής δικαιοσύνης με:
Τη δικαστική αποφόρτιση από ασήμαντες και μικρής κοινωνικής απαξίας υποθέσεις
Τη στελέχωση των δικαστηρίων με επαρκή αριθμό δικαστών και τη στήριξη του έργου τους με σύγχρονη υλικοτεχνική υποδομή.
Τη διαμόρφωση αξιόπιστου θεσμικού πλαισίου εξωδικαστικής επίλυσης διαφορών για την επιτάχυνση των αναγκαίων λύσεων και την αποσυμφόρηση των δικαστηρίων.
Κυρίες και Κύριοι,
Αναφέρθηκα στο πλαίσιο διευκόλυνσης των επενδύσεων. Στα οικονομικά κίνητρα στο σκέλος της προσφοράς.
Εκτός, όμως, από τα κίνητρα, χρειάζονται και οι μηχανισμοί κινητοποίησης των επενδύσεων, ώστε τελικά να πραγματοποιηθούν.
Συνοπτικά σας αναφέρω τους τέσσερις βασικούς μηχανισμούς κινητοποίησης επενδύσεων, στο πρόγραμμά μας:
Δημόσια αναπτυξιακή τράπεζα, για την προώθηση αναπτυξιακών έργων για την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας,
Αναθεώρηση του αναπτυξιακού νόμου, ώστε, αντί για οριζόντιες επιδοτήσεις επενδύσεων, να επιδοτούνται στοχευμένα παραγωγικές επενδύσεις, στο πλαίσιο του σχεδίου μας για την αναπτυξιακή και παραγωγική ανασυγκρότηση.
Παροχή ρευστότητας, από το χρηματοπιστωτικό σύστημα αλλά και από μη συμβατικά χρηματοδοτικά εργαλεία και
Δημόσιες επενδύσεις, ως ατμομηχανή για τον ιδιωτικό τομέα.
Τέλος, θεωρούμε πως το πρόγραμμα αυτό όπως είπα πιο πριν είναι έξω από την προοπτική δημιουργίας νέων ελλειμμάτων, δηλαδή είναι σε συνθήκες δημοσιονομικής σταθεροποίησης, ακριβώς διότι κοστολογήσαμε τους πόρους και έχουμε σχέδιο από πού θα αντλήσουμε τους πόρους για τις ανάγκες του προγράμματος αυτού. Δεν θα ζητήσουμε νέα δάνεια, δεν θέλουμε να δημιουργήσουμε νέα ελλείμματα, αυτός ο φαύλος κύκλος του δανεισμού και των ελλειμμάτων πρέπει να κλείσει.
Τους πόρους λοιπόν τους κοστολογήσαμε και τους εντοπίζουμε ένα μέρος τους από την διαδικασία της ελάφρυνσης και της ρύθμισης των οφειλετών στο δημόσιο ώστε να ξεκινήσουν να πληρώνουν, ένα μέρος τους από τα ευρωπαϊκά προγράμματα, όπως είπα και πριν, σε ό,τι αφορά το κόστος για την εξυγίανση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, πιστεύουμε ότι πρέπει να γίνει χρήση ενός μικρού μέρους των 12 περίπου δισ. που έχουν περισσέψει και που αρχικά είχαν δοθεί για την εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος, όχι μόνο να κλείσουν τις μαύρες τρύπες, εμείς λέμε των τραπεζών.
Εξυγίανση του τραπεζικού συστήματος δε σημαίνει μόνο οι τράπεζες να μπορούν να περνάνε τα stress test, αλλά να ανοίξουν και τις κάνουλες στην πραγματική οικονομία. Να δώσουν ρευστότητα στις επιχειρήσεις, να δώσουν ρευστότητα στα νοικοκυριά. Και αυτό δεν θα επιτευχθεί αν δεν αντιμετωπιστεί το μεγάλο θέμα των κόκκινων δανείων.
Και ένα μέρος αγαπητοί φίλοι και φίλες, μετριοπαθής σχετικά ο υπολογισμός και ο σχεδιασμός μας, με βάση τα όσα μας λένε, αρμοδιότεροι λοιπόν, ένα μέρος από την πάταξη της φοροδιαφυγής και των παράνομων δραστηριοτήτων στη χώρα. Του λαθρεμπορίου στα καύσιμα και τα τσιγάρα και βεβαίως τον έλεγχο στις ενδο-ομιλικές συναλλαγές. Μιλάμε για μία επιχειρηματικότητα που κάθε άλλο παρά υγιής είναι.
Εμείς λοιπόν θέλουμε να σταθούμε, έχουμε πρόθεση, έχουμε σχέδιο να σταθούμε δίπλα στην υγιή επιχειρηματικότητα. Εμείς θέλουμε επενδυτές να επενδύσουν τα χρήματά τους στην Ελλάδα. Δεν θέλουμε όμως αυτό τον ανταγωνισμό που δεν είναι καθόλου υγιής ανάμεσα στον επιχειρηματία που τηρεί τις υποχρεώσεις του απέναντι στο κράτος, που πληρώνει φόρους, που σέβεται τους εργασιακούς νόμους που επικρατούν στη χώρα και όλους τους νόμους, και ανάμεσα στον επιχειρηματία τον άλλον, που έχει ευνοϊκότερη μεταχείριση. Γιατί κάτω από το τραπέζι, τον επιχειρηματία που φοροαποφεύγει ή φοροδιαφεύγει, στον επιχειρηματία που είναι έκνομος.
Για αυτό και μιλώντας στον επιχειρηματικό κόσμο, πρόθεσή μας είναι να δημιουργήσουμε συμμαχία με τις δυνάμεις της υγιούς επιχειρηματικότητας, ταυτόχρονα όμως δηλώνοντας ότι θα είμαστε σκληροί και άτεγκτοι απέναντι στην ανομία, την παρανομία, τη φοροδιαφυγή.
Οι εκτιμήσεις αρμοδίων όπως ο επικεφαλής της ανεξάρτητης Επιτροπής για τη Διαφάνεια, ο κ. Σούρλας, δεν είναι στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ όπως γνωρίζετε, ως επικεφαλής της ανεξάρτητης αρχής ενάντια στο ξέπλυμα χρήματος, ο κ. Νικολούδης, ο επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης, κ. Ρακιντζής, είναι ότι πακτωλός δισεκατομμυρίων ετησίως φεύγει από το δημόσιο ταμείο εξαιτίας αυτής της ανομίας.
Θεωρώ ότι μιλώ σε ένα επιμελητήριο που φιλοξενεί επιχειρηματίες υγιώς σκεπτόμενους και υγιώς δρώντες. Και ένας από τους λόγους της παρουσίας μου εδώ είναι αυτός. Και θεωρώ ότι θα έχουμε κοινό συμφέρον, αν υπάρξει ένα τέλος σε αυτή τη διαιώνιση αυτού του σάπιου συστήματος στην Ελλάδα. Και επιτέλους πρέπει να υπάρξει μία κυβέρνηση με αποφασιστικότητα να συγκρουστεί σε αυτό τον τομέα, για να είναι αποτελεσματική όμως χρειάζεται και τη στήριξη του υγιούς επιχειρηματικού κόσμου.
Με αυτές τις σκέψεις θα ήθελα να εισηγηθώ για την έναρξη μίας ουσιαστικής, εποικοδομητικής συζήτησης, λέγοντας ότι το σχέδιό μας είναι ένα σχέδιο διεκδίκησης με ασφάλεια, μέσα στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, ένα σχέδιο που αφορά την Ελλάδα, αλλά δεν αφορά μόνο την Ελλάδα. Αφορά την ίδια την προοπτική της Ευρώπης και ιδιαίτερα της ευρωπαϊκής περιφέρειας. Και νομίζω ότι το επιμελητήριό σας θα μπορούσε να αποτελέσει και έναν σύνδεσμο αν θέλετε, μία γέφυρα ανάμεσα στην ελληνική και την ιταλική πραγματικότητα. Μία γέφυρα ανάμεσα σε δύο χώρες που έχουν κοινό συμφέρον να υπάρξει αλλαγή στρατηγικής στην Ευρώπη και ταυτόχρονη διάσωση του κοινού μας εγχειρήματος, του ευρωπαϊκού εγχειρήματος".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου