Σμύρνη 1922. Μετά την κατάρρευση ήρθε η καταστροφή. |
Του ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΜΠΑΤΡΑΚΟΥΛΗ(*)
Οι αντιβενιζελικοί κέρδισαν τις εκλογές της 1ης/14ης Νοεμβρίου 1920 με το εθνικά ανεύθυνο λαϊκιστικό σύνθημα «οίκαδε». Στις 13/26 Νοεμβρίου προκηρύχθηκε δημοψήφισμα για τις 20 Νοεμβρίου / 3 Δεκεμβρίου για την επαναφορά ή όχι του βασιλιά Κωνσταντίνου. Η επάνοδος του Κωνσταντίνου προκάλεσε αρχικά φανερή εχθρότητα έναντι του βασιλικού καθεστώτος εκ μέρους της Αγγλίας και της Γαλλίας. Όταν οι Νικόλαος Καλογερόπουλος και Δημήτριος Γούναρης υποσχέθηκαν στους Λόυντ Τζώρτζ και Κώρζον ότι η Ελλάδα μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο μέχρι την συντριβή του κεμαλικού κινήματος, οι Άγγλοι ιθύνοντες άρχισαν να μεταπείθονται. Επανενεργοποίησαν τις εγγυήσεις για το υπό διαπραγμάτευση στο Λονδίνο ελληνικό δάνειο.
Όταν ο Ιωάννης Μεταξάς προειδοποίησε με υπόμνημά του ότι η ελληνική επίθεση που είχε αρχίσει από τις 10 Μαρτίου 1921 κινδύνευε να αποτύχει ο Γούναρης τον αγνόησε. Εξάλλου, η Αγγλία, η Γαλλία και η Ιταλία, διαπιστώνοντας αφενός ότι ο Κεμάλ διέθετε αρκετά οργανωμένο στρατό και αφετέρου ότι είχε συνάψει ειρήνη με τη Σοβιετική Ενωση, την Αρμενία και τη Γεωργία, αποφάσισαν να μεσολαβήσουν για να λήξει συμβιβαστικά ο πόλεμος στη Μικρά Ασία. Στις 8 Ιουνίου 1921 η Αγγλία υπέβαλε πρόταση μεσολάβησης, από κοινού με τη Γαλλία και την Ιταλία, για την επίτευξη προκαταρκτικής ανακωχής. Την πρόταση απέρριψε ο Δ. Γούναρης, θέλοντας να δρέψει πολεμικές δάφνες για να αυξήσει τις πιθανότητες επικράτησής του έναντι του Βενιζέλου στις μελλοντικές εκλογές.
Οι Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί από τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο (Οκτώβριος 1912) βρέθηκαν στο μέτωπο για πολλά χρόνια, αν και είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα μπήκε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο τον Ιούνιο του 1917. Παρά την κόπωση, τις απώλειες, τον εσωτερικό πολιτικό διχασμό στο εσωτερικό -που δεν έπαψε και μετά τον Εθνικό Διχασμό του 1914-1917 και την επανεγκατάσταση του Ε. Βενιζέλου στην πρωθυπουργία στην Αθήνα- καθώς και το έλλειμμα στέρεου στρατηγικού σχεδιασμού, ο ελληνικός στρατός δεν είχε χάσει το ηθικό και την αποφασιστικότητά του. Οι μάχες που είχε δώσει σε όλα τα μέτωπα, αυτά τα χρόνια, ήταν νικηφόρες. Ωστόσο, πέραν των προαναφερόμενων παραγόντων, η συνέχιση της ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας στη Μικρά Ασία ήταν δυνατή μόνο υπό μια συγκεκριμένη γεωπολιτική συνθήκη. Ότι η Μεγάλη Βρετανία θα ήταν κυρίαρχη στην Ανατολή και θα στήριζε την παρουσία της Ελλάδος στη χερσόνησο.
Και ενώ ο Κεμάλ ανέπτυξε σταδιακά τις σχέσεις του με τους μπολσεβίκους σε βαθμό καθοριστικό για την εξέλιξη του τουρκικού εγχειρήματος, στην Ελλάδα και ο Βενιζέλος και οι κωνσταντινικοί που τον διαδέχτηκαν (μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920) δεν τόλμησαν να προσεγγίσουν τον σοβιετικό μπολσεβικικό παράγοντα. Και οι δύο πολιτικές πτέρυγες παρέμειναν προσδεδεμένες στο άρμα της Μεγάλης Βρετανίας και δεν αξιοποίησαν τις οποιεσδήποτε δυνατότητες θα άνοιγε μια προσέγγιση με τους μπολσεβίκους. Οι τελευταίοι, από το 1919, έστελναν μυστικά διπλωματικούς εκπροσώπους στην Αθήνα και επιδίωκαν την ανάπτυξη διπλωματικών σχέσεων με την Ελλάδα. Αλλά η Αθήνα δεν κινήθηκε σε μια τέτοια κατεύθυνση για να μη δυσαρεστήσει τους Άγγλους. Ο Κεμάλ ανέπτυξε τις σχέσεις με τους μπολσεβίκους σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι Δυτικοί ανησύχησαν. Πρώτα οι Ιταλοί και οι Γάλλοι και μετέπειτα οι Άγγλοι εγκατέλειψαν την Ελλάδα και επέλεξαν τη συνεργασία με τον Κεμάλ.
Τους πρώτους μήνες του 1922 οι μπολσεβίκοι προσφέρονταν να παύσουν να ενισχύουν υλικά και ηθικά τον Κεμάλ και να ασκήσουν την επιρροή τους ώστε να αυτονομηθεί μια παραλιακή ζώνη στη Μικρά Ασία, όπου κατοικούσαν σημαντικοί χριστιανικοί πληθυσμοί. Ειδικός απεσταλμένος τους στην Αθήνα υπέβαλε την πρόταση στον Γιάνη Κορδάτο, τότε γραμματέα του Σοσιαλεργατικού Κόμματος (Κομμουνιστικού). Ο τελευταίος την μετέφερε στον τότε επικεφαλής των αντιπολιτευόμενων την κυβέρνηση Δημητρίου Γούναρη Νικόλαο Στράτο. Ο τελευταίος ήταν σε επαφή με τον αρχιστράτηγο Αναστάσιο Παπούλα, ο οποίος, σε συνεννόηση με την Επιτροπή Μικρασιατικής Αμύνης -συγκροτήθηκε από βενιζελικούς παράγοντες- της Κωνσταντινούπολης, υποστήριζε την κήρυξη αυτονομίας της Σμύρνης και της περιοχής της. Ο Στράτος αρχικά αντιμετώπισε ευνοϊκά την σοβιετική πρωτοβουλία.
Όμως, όταν ο Κορδάτος έκανε νύξεις για τη σοβιετική μεσολάβηση στον τότε υπουργό Αντώνη Καρτάλη αυτός τον επέπληξε και τον έδιωξε. Λίγο αργότερα ο Στράτος συγκρότησε με τον Γούναρη υπό τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη κυβέρνηση συνεργασίας, η οποία απέρριψε τη σοβιετική μεσολαβητική προσφορά. (Γ. Κορδάτος, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, Τόμος 13, σσ. 566-571).
Στα τέλη Αυγούστου του 1922 κατέρρευσε το μικρασιατικό μέτωπο κάτω από την καλά οργανωμένη Μεγάλη Επίθεση των Τούρκων. Στο πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου του 1922 πραγματοποιήθηκε η καταστροφή της Σμύρνης από τους κεμαλικούς Τούρκους. Η έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919-1922 αποτέλεσε μεταίχμιο μεταξύ δύο εποχών. H Μικρασιατική καταστροφή εξαφάνισε τον μικρασιατικό ελληνισμό, ο οποίος, μέσα σε δύσκολες συνθήκες, συνέχισε στην Ελλάδα την δραστηριότητά του σε όλους τους τομείς, με αποφασιστική συμβολή στην οικονομική και πολιτιστική ζωή της χώρας. Η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας άλλαξε σημαντικά την εθνολογική σύνθεση της Μικράς Ασίας, αλλά και της Μακεδονίας. Επιπλέον, οι απαλλοτριώσεις εκ μέρους των τουρκικών αρχών και οι σφετερισμοί από μουσουλμάνους σημαντικών περιουσιών -ιδιαίτερα των Ελλήνων και των Αρμενίων της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της νέας Τουρκίας- μετέβαλαν και τον εθνικό χαρακτήρα της οικονομικής ζωής της χερσονήσου της Ανατολής.
(*) Ο Θεόδωρος Μπατρακούλης είναι δρ Γεωπολιτικής, νομικός
theobatrak@gmail.com
theodorosbatrakoulis.blogspot.com
Tηλ. 2103813854 - Κιν. 6977570689
* Το παρόν κείμενο αποτελεί προδημοσίευση από το βιβλίο του Θεόδωρου Σ. Μπατρακούλη «Τουρκία και Ανατολικά Ζητήματα». Τόμος Α' Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη νεότερη Τουρκία, το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα από τις Εκδόσεις Ινφογνώμων.
Οι αντιβενιζελικοί κέρδισαν τις εκλογές της 1ης/14ης Νοεμβρίου 1920 με το εθνικά ανεύθυνο λαϊκιστικό σύνθημα «οίκαδε». Στις 13/26 Νοεμβρίου προκηρύχθηκε δημοψήφισμα για τις 20 Νοεμβρίου / 3 Δεκεμβρίου για την επαναφορά ή όχι του βασιλιά Κωνσταντίνου. Η επάνοδος του Κωνσταντίνου προκάλεσε αρχικά φανερή εχθρότητα έναντι του βασιλικού καθεστώτος εκ μέρους της Αγγλίας και της Γαλλίας. Όταν οι Νικόλαος Καλογερόπουλος και Δημήτριος Γούναρης υποσχέθηκαν στους Λόυντ Τζώρτζ και Κώρζον ότι η Ελλάδα μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο μέχρι την συντριβή του κεμαλικού κινήματος, οι Άγγλοι ιθύνοντες άρχισαν να μεταπείθονται. Επανενεργοποίησαν τις εγγυήσεις για το υπό διαπραγμάτευση στο Λονδίνο ελληνικό δάνειο.
Όταν ο Ιωάννης Μεταξάς προειδοποίησε με υπόμνημά του ότι η ελληνική επίθεση που είχε αρχίσει από τις 10 Μαρτίου 1921 κινδύνευε να αποτύχει ο Γούναρης τον αγνόησε. Εξάλλου, η Αγγλία, η Γαλλία και η Ιταλία, διαπιστώνοντας αφενός ότι ο Κεμάλ διέθετε αρκετά οργανωμένο στρατό και αφετέρου ότι είχε συνάψει ειρήνη με τη Σοβιετική Ενωση, την Αρμενία και τη Γεωργία, αποφάσισαν να μεσολαβήσουν για να λήξει συμβιβαστικά ο πόλεμος στη Μικρά Ασία. Στις 8 Ιουνίου 1921 η Αγγλία υπέβαλε πρόταση μεσολάβησης, από κοινού με τη Γαλλία και την Ιταλία, για την επίτευξη προκαταρκτικής ανακωχής. Την πρόταση απέρριψε ο Δ. Γούναρης, θέλοντας να δρέψει πολεμικές δάφνες για να αυξήσει τις πιθανότητες επικράτησής του έναντι του Βενιζέλου στις μελλοντικές εκλογές.
Οι Έλληνες στρατιώτες και αξιωματικοί από τον Α' Βαλκανικό Πόλεμο (Οκτώβριος 1912) βρέθηκαν στο μέτωπο για πολλά χρόνια, αν και είναι αλήθεια ότι η Ελλάδα μπήκε στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο τον Ιούνιο του 1917. Παρά την κόπωση, τις απώλειες, τον εσωτερικό πολιτικό διχασμό στο εσωτερικό -που δεν έπαψε και μετά τον Εθνικό Διχασμό του 1914-1917 και την επανεγκατάσταση του Ε. Βενιζέλου στην πρωθυπουργία στην Αθήνα- καθώς και το έλλειμμα στέρεου στρατηγικού σχεδιασμού, ο ελληνικός στρατός δεν είχε χάσει το ηθικό και την αποφασιστικότητά του. Οι μάχες που είχε δώσει σε όλα τα μέτωπα, αυτά τα χρόνια, ήταν νικηφόρες. Ωστόσο, πέραν των προαναφερόμενων παραγόντων, η συνέχιση της ελληνικής στρατιωτικής παρουσίας στη Μικρά Ασία ήταν δυνατή μόνο υπό μια συγκεκριμένη γεωπολιτική συνθήκη. Ότι η Μεγάλη Βρετανία θα ήταν κυρίαρχη στην Ανατολή και θα στήριζε την παρουσία της Ελλάδος στη χερσόνησο.
Και ενώ ο Κεμάλ ανέπτυξε σταδιακά τις σχέσεις του με τους μπολσεβίκους σε βαθμό καθοριστικό για την εξέλιξη του τουρκικού εγχειρήματος, στην Ελλάδα και ο Βενιζέλος και οι κωνσταντινικοί που τον διαδέχτηκαν (μετά τις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου του 1920) δεν τόλμησαν να προσεγγίσουν τον σοβιετικό μπολσεβικικό παράγοντα. Και οι δύο πολιτικές πτέρυγες παρέμειναν προσδεδεμένες στο άρμα της Μεγάλης Βρετανίας και δεν αξιοποίησαν τις οποιεσδήποτε δυνατότητες θα άνοιγε μια προσέγγιση με τους μπολσεβίκους. Οι τελευταίοι, από το 1919, έστελναν μυστικά διπλωματικούς εκπροσώπους στην Αθήνα και επιδίωκαν την ανάπτυξη διπλωματικών σχέσεων με την Ελλάδα. Αλλά η Αθήνα δεν κινήθηκε σε μια τέτοια κατεύθυνση για να μη δυσαρεστήσει τους Άγγλους. Ο Κεμάλ ανέπτυξε τις σχέσεις με τους μπολσεβίκους σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι Δυτικοί ανησύχησαν. Πρώτα οι Ιταλοί και οι Γάλλοι και μετέπειτα οι Άγγλοι εγκατέλειψαν την Ελλάδα και επέλεξαν τη συνεργασία με τον Κεμάλ.
Τους πρώτους μήνες του 1922 οι μπολσεβίκοι προσφέρονταν να παύσουν να ενισχύουν υλικά και ηθικά τον Κεμάλ και να ασκήσουν την επιρροή τους ώστε να αυτονομηθεί μια παραλιακή ζώνη στη Μικρά Ασία, όπου κατοικούσαν σημαντικοί χριστιανικοί πληθυσμοί. Ειδικός απεσταλμένος τους στην Αθήνα υπέβαλε την πρόταση στον Γιάνη Κορδάτο, τότε γραμματέα του Σοσιαλεργατικού Κόμματος (Κομμουνιστικού). Ο τελευταίος την μετέφερε στον τότε επικεφαλής των αντιπολιτευόμενων την κυβέρνηση Δημητρίου Γούναρη Νικόλαο Στράτο. Ο τελευταίος ήταν σε επαφή με τον αρχιστράτηγο Αναστάσιο Παπούλα, ο οποίος, σε συνεννόηση με την Επιτροπή Μικρασιατικής Αμύνης -συγκροτήθηκε από βενιζελικούς παράγοντες- της Κωνσταντινούπολης, υποστήριζε την κήρυξη αυτονομίας της Σμύρνης και της περιοχής της. Ο Στράτος αρχικά αντιμετώπισε ευνοϊκά την σοβιετική πρωτοβουλία.
Όμως, όταν ο Κορδάτος έκανε νύξεις για τη σοβιετική μεσολάβηση στον τότε υπουργό Αντώνη Καρτάλη αυτός τον επέπληξε και τον έδιωξε. Λίγο αργότερα ο Στράτος συγκρότησε με τον Γούναρη υπό τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη κυβέρνηση συνεργασίας, η οποία απέρριψε τη σοβιετική μεσολαβητική προσφορά. (Γ. Κορδάτος, Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας, Τόμος 13, σσ. 566-571).
Στα τέλη Αυγούστου του 1922 κατέρρευσε το μικρασιατικό μέτωπο κάτω από την καλά οργανωμένη Μεγάλη Επίθεση των Τούρκων. Στο πρώτο δεκαήμερο του Σεπτεμβρίου του 1922 πραγματοποιήθηκε η καταστροφή της Σμύρνης από τους κεμαλικούς Τούρκους. Η έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1919-1922 αποτέλεσε μεταίχμιο μεταξύ δύο εποχών. H Μικρασιατική καταστροφή εξαφάνισε τον μικρασιατικό ελληνισμό, ο οποίος, μέσα σε δύσκολες συνθήκες, συνέχισε στην Ελλάδα την δραστηριότητά του σε όλους τους τομείς, με αποφασιστική συμβολή στην οικονομική και πολιτιστική ζωή της χώρας. Η υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας άλλαξε σημαντικά την εθνολογική σύνθεση της Μικράς Ασίας, αλλά και της Μακεδονίας. Επιπλέον, οι απαλλοτριώσεις εκ μέρους των τουρκικών αρχών και οι σφετερισμοί από μουσουλμάνους σημαντικών περιουσιών -ιδιαίτερα των Ελλήνων και των Αρμενίων της πρώην Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της νέας Τουρκίας- μετέβαλαν και τον εθνικό χαρακτήρα της οικονομικής ζωής της χερσονήσου της Ανατολής.
(*) Ο Θεόδωρος Μπατρακούλης είναι δρ Γεωπολιτικής, νομικός
theobatrak@gmail.com
theodorosbatrakoulis.blogspot.com
Tηλ. 2103813854 - Κιν. 6977570689
* Το παρόν κείμενο αποτελεί προδημοσίευση από το βιβλίο του Θεόδωρου Σ. Μπατρακούλη «Τουρκία και Ανατολικά Ζητήματα». Τόμος Α' Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη νεότερη Τουρκία, το οποίο πρόκειται να κυκλοφορήσει σύντομα από τις Εκδόσεις Ινφογνώμων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου