Στη σημερινή ελληνική κοινωνία υπάρχουν τρία είδη φοροδιαφυγής:
1. Των φτωχών:
Οι
περισσότεροι φτωχοί (άνεργοι, μισθωτοί, συνταξιούχοι) είναι αδύνατο να
φοροδιαφύγουν. Στις περιπτώσεις που είναι δυνατό (μικροεπαγγελματίες ή
απασχολούμενοι με αδήλωτη εργασία), το κάνουν απλά για να επιβιώσουν και
να μην καταστραφούν ολοκληρωτικά. Τα χρήματα που εξασφαλίζουν οι
άνθρωποι αυτοί από τη φοροδιαφυγή καταναλώνονται στην εσωτερική αγορά
της χώρας για την κάλυψη των στοιχειωδών βιοτικών αναγκών τους
(στέγη-τροφή-ένδυση).
2. Των μικρομεσαίων:
Οι
μικρομεσαίοι (όσοι από αυτούς δεν έχουν περιπέσει στην κατηγορία των
φτωχών) φοροδιαφεύγουν για να πετύχουν ένα ανεκτό επίπεδο ζωής. Τα
χρήματα που εξασφαλίζουν μέσω αυτής καταναλώνονται επίσης στην εσωτερική
αγορά για την απόκτηση ή αποπληρωμή σπιτιών, αυτοκινήτων, συναφών ειδών
και υπηρεσιών (π.χ. για τις σπουδές των παιδιών) που σε καμία περίπτωση
δεν μπορούν να θεωρηθούν είδη πολυτελείας.
3. Των πλουσίων:
Οι
πλούσιοι, οι πρώτοι διδάξαντες τη φοροδιαφυγή και οι εκ της θέσης τους
αποτελούντες πρότυπο για όλη την υπόλοιπη κοινωνία, είναι κατά το
μεγαλύτερο μέρος των εισοδημάτων τους φοροφυγάδες με την άδεια του
νόμου. Με απλά λόγια, οι ίδιοι οι νόμοι που έχουν ψηφίσει οι έμμισθοι
πολιτικοί τους υπάλληλοι, τους απαλλάσσουν από τη φορολογία. Για το
υπόλοιπο (μικρό) μέρος του εισοδήματός τους που υπόκειται σε φορολόγηση,
επιστρατεύουν άπειρα τεχνάσματα, που –όλως τυχαίως- περνούν απαρατήρητα
από τον κρατικό μηχανισμό. Τα αμύθητα ποσά που....
εξασφαλίζουν με τους παραπάνω τρόπους (νόμιμους και παράνομους) αποθησαυρίζονται κατά κανόνα σε τράπεζες του εξωτερικού, σπαταλούνται σε είδη πολυτελείας προερχόμενα επίσης από το εξωτερικό και ένα ελάχιστο ποσοστό τους μπορεί να επενδύεται σε κάποιες εγχώριες επιχειρήσεις τους.
εξασφαλίζουν με τους παραπάνω τρόπους (νόμιμους και παράνομους) αποθησαυρίζονται κατά κανόνα σε τράπεζες του εξωτερικού, σπαταλούνται σε είδη πολυτελείας προερχόμενα επίσης από το εξωτερικό και ένα ελάχιστο ποσοστό τους μπορεί να επενδύεται σε κάποιες εγχώριες επιχειρήσεις τους.
Συμπέρασμα:
Τα
χρήματα που κερδίζουν οι φτωχοί και οι μικρομεσαίοι από τη φοροδιαφυγή
καταλήγουν ξανά στην εσωτερική αγορά προϊόντων και υπηρεσιών,
τροφοδοτώντας με ρευστό χρήμα την εγχώρια οικονομία.
Αντίθετα,
τα χρήματα που κερδίζουν οι πλούσιοι από τη φοροδιαφυγή καταλήγουν κατά
το μεγαλύτερο μέρος στα θησαυροφυλάκια ξένων τραπεζών και εν πάση
περιπτώσει εκτός εσωτερικής αγοράς.
Χτυπώντας
λοιπόν η όποια κυβέρνηση –ειδικά στις σημερινές συνθήκες τρομακτικής
ύφεσης- τη φοροδιαφυγή των φτωχών και των μικρομεσαίων, δεν λύνει κανένα
πρόβλημα, παρά μόνο παράγει απίστευτη ανθρώπινη δυστυχία,
επιδεινώνοντας συγχρόνως την απονέκρωση της εσωτερικής αγοράς και
παραγωγής και επιταχύνοντας το σπιράλ θανάτου της ελληνικής οικονομίας.
Ενώ
χτυπώντας τη φοροδιαφυγή των πλουσίων, θα μπορούσε επαναφέρει στη ζωή
τεράστια νεκρά κεφάλαια, τα οποία παραμένουν σε αχρησία και εκτός της
οικονομικής διαδικασίας.
Όσον
αφορά το ηθικό κομμάτι, σε μια κοινωνία και μια οικονομία δομημένη πάνω
στην αδικία, που διαχωρίζει τους ανθρώπους από τη γέννησή τους σε
εκμεταλλευτές και υποζύγια, και ειδικά στη σημερινή εποχή της τεράστιας
φτώχειας και ανισότητας, δεν είναι δυνατόν να ζητάς από τα θύματα να
υπακούσουν σε ένα νόμο που τα εξοντώνει.
Δυστυχώς
μέχρι στιγμής η παρούσα κυβέρνηση, όπως ακριβώς και οι προηγούμενες,
δεν έχει δώσει κανένα δείγμα γραφής ότι προσπαθεί να χτυπήσει τη
φοροδιαφυγή των πλουσίων. Οι αόριστες δηλώσεις του υπουργού οικονομικών
ότι θα πρέπει να πληρώσουν «αυτοί που ως τώρα δεν πλήρωναν», σε
συνδυασμό με τους σχεδιασμούς του για «καλωδιωμένους τουρίστες, φοιτητές
και νοικοκυρές», μας παραπέμπουν για μια ακόμη φορά στο κυνήγι όλων των
άλλων εκτός των πλουσίων. Γιατί είναι αυτονόητο ότι η φοροδιαφυγή των
τελευταίων δεν εκδηλώνεται ούτε στα εστιατόρια, ούτε στα σουβλατζίδικα,
ούτε στα σουβενίρ, ούτε στα ταξί.
Γιατί;
Ο
λόγος που η νέα κυβέρνηση αποδεικνύεται άτολμη στο κυνήγι της
φοροδιαφυγής των πλουσίων είναι ότι πάνω της ασκούν ισχυρή επιρροή
μερίδες της άρχουσας τάξης, οι οποίες τη βοήθησαν στην άνοδό της στην
εξουσία. Συγκεκριμένα, τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης που
πλήττονταν από τη μνημονιακή πολιτική και ήθελαν να την ανακόψουν (π.χ.
φαρμακοβιομήχανοι), στήριξαν προεκλογικά τα κόμματα της νέας κυβέρνησης.
Τα αντιμηνομονιακά όμως αυτά τμήματα της αστικής τάξης δεν είναι
διατεθειμένα να εγκαταλείψουν τα παμπάλαια προνόμιά τους, τις γνωστές
κακές τους συνήθειες και κυρίως δεν είναι διατεθειμένα να βάλουν βαθιά
το χέρι στην τσέπη.
Πού καταλήγουμε;
Για
να δούμε εν τέλει πρακτικά προς τα πού οδεύουμε, θα πρέπει να
εξετάσουμε και την αποτελεσματικότητα των σχεδιαζόμενων μέτρων.
Η
πείρα του παρελθόντος και η ρεαλιστική αντιμετώπιση της πραγματικότητας
καταδεικνύουν τα εξής: 1) Ένα μεγάλο μέρος της φοροδιαφυγής, ακόμα και
αν «συλληφθεί», θα είναι αδύνατον να εισπραχθεί, λόγω οικονομικής
ανέχειας. 2) Ένα άλλο κομμάτι της φοροδιαφυγής δεν πρόκειται ποτέ να
«συλληφθεί», εξαιτίας μια πλατιάς και υγιούς κοινωνικής αλληλεγγύης υπέρ
των φτωχών και μικρομεσαίων «φοροφυγάδων», που έχει αποδείξει ότι
συστήματα «καλωδιωμένων πολιτών – ρουφιάνων» δεν πρόκειται να
λειτουργήσουν και πολύ σωστά. 3) Το όποιο κομμάτι της φοροδιαφυγής των
μη-πλουσίων καταφέρει να «συλληφθεί» θα επιταχύνει το θάνατο της αγοράς
και την ακόμη μεγαλύτερη μείωση της φοροδοτικής ικανότητας.
Εφόσον
λοιπόν οι «έχοντες και κατέχοντες» (η αστική τάξη) δεν πληρώνουν,
οδηγούμαστε σε πλήρες αδιέξοδο, που καμία αλχημεία κανενός ευφάνταστου
υπουργού οικονομικών δεν μπορεί να ξεπεράσει.
(*) Ο Βασίλης Παπανικολάου είναι δικηγόρος Πειραιά και μέλος της ομάδας νομικής βοήθειας του Κινήματος Δεν πληρώνω
ΚΙΝΗΜΑ ΔΕΝ ΠΛΗΡΩΝΩ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου